Πόλεμος της Αντιοχικής Διαδοχής

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Πόλεμος της Αντιοχικής Διαδοχής
Χάρτης του Βασιλείου της Κιλικίας, του Πριγκιπάτου της Αντιόχειας και της Κομητείας της Τρίπολης, κατά τις απαρχές του 13ου αιώνα.
Χρονολογία1201 έως 1219
ΤόποςΒόρεια Συρία και Κιλικία
ΈκβασηΝίκη του Βοημούνδου Δ΄ της Αντιόχειας
Εδαφικές
μεταβολές
Απώλεια αρμενικών φρουρίων απέναντι στο Σουλτανάτο του Ρουμ και τους Ναΐτες Ιππότες
Αντιμαχόμενοι
Ηγετικά πρόσωπα

Ο Πόλεμος της Αντιοχικής Διαδοχής, επίσης γνωστός ως Αντιοχικός Πόλεμος της Διαδοχής, αποτελείτο από σειρά ενόπλων συγκρούσεων, οι οποίες έλαβαν χώρα στα βόρεια της Συρίας, μεταξύ του 1201 και του 1219, και οι οποίες σχετίζονταν με διαμάχη αναφορικά με την διαδοχή του Βοημούνδου Γ΄ της Αντιόχειας. Το Πριγκιπάτο της Αντιόχειας αποτελούσε την κυρίαρχη χριστιανική δύναμη στην περιοχή κατά τη διάρκεια των ύστατων δεκαετιών του 12ου αιώνα, ωστόσο, η Αρμενική Κιλικία αμφισβητούσε την κυριαρχία του. Η κατάληψη ενός σημαντικού φρουρίου, του Μπαγκράς, στη Συρία, από τον Λέοντα Β΄ της Κιλικίας αποτέλεσε την αφορμή για το ξέσπασμα μακροχρόνιας πολεμικής σύγκρουσης, η οποία ξεκίνησε κατά τις απαρχές της δεκαετίας του 1190. Ο Λέων επιχείρησε να καταλάβει την Αντιόχεια, ωστόσο, οι Έλληνες και Λατίνοι αστοί της προχώρησαν στη δημιουργία κομμούνας, ενώ, παράλληλα, πέτυχαν να εμποδίσουν την κατάληψη της πόλης από τους Αρμένιους στρατιώτες. Ο μεγαλύτερος υιός του Βοημούνδου Γ΄, Ραϊμόνδος, απεβίωσε το 1197, αφήνοντας ως μοναδικό επίγονο τον ανήλικο υιό του, Ραϊμόνδο Ρουπέν. Η μητέρα του αγοριού, Αλίκη της Αρμενίας, ήταν ανιψιά του Λέοντα Α΄, καθώς και επίδοξος κληρονόμος του τελευταίου. Ο Βοημούνδος Γ΄, καθώς και οι ευγενείς της Αντιόχειας, επικύρωσαν το δικαίωμα του Ραϊμόνδου Ρουπέν επί της διαδοχής του παππού του στην εξουσία, ωστόσο, η κομμούνα προτιμούσε ως διάδοχο, αντιθέτως, τον νεαρότερο υιό του Βοημούνδου Γ΄ (θείο του Ραϊμόνδου Ρουπέν), Βοημούνδο, Κόμη της Τρίπολης.

Ο Βοημούνδος της Τρίπολης προχώρησε στην πολιορκία της Αντιόχειας, την οποία και κατέλαβε αμαχητί, έπειτα από τον θάνατο του πατέρα του, τον Απρίλιο του 1201, ωστόσο αριθμός ευγενών εγκατέλειψε το πριγκιπάτο προκειμένου να αναζητήσει καταφύγιο στην Κιλικία. Ο Λέων πραγματοποίησε σειρά εισβολών εντός του Πριγκιπάτου της Αντιόχειας, σχεδόν, σε ετήσια βάση μεταξύ του 1201 και του 1208, ωστόσο, κάθε φορά, ήταν υποχρεωμένος να επιστρέψει στο βασίλειό του, καθώς ο Αζ-Ζαχίρ Γαζί, Αγιουβίδης Εμίρης του Χαλεπίου, ή ο Καϊκαούσης Α΄, Σελτζούκος Σουλτάνος του Ρουμ, εισέβαλαν στην Κιλικία κατά τη διάρκεια της απουσίας του. Ο Πάπας Ιννοκέντιος Γ΄, αρχικώς, υποστήριξε τον Λέοντα. Ωστόσο, η σύγκρουση μεταξύ του Λέοντα και των Ναϊτών Ιπποτών σχετικά με την κυριαρχία επί του Μπαγκράς οδήγησε στον αφορισμό του Λέοντα, το 1208. Κατά τη διάρκεια των αμέσως επόμενων ετών, ο Λέων προχώρησε στην κατάληψη αριθμού φρουρίων στη Συρία, εγκαταλείποντάς τα, ωστόσο, το 1213, στο πλαίσιο εκ μέρους του προσπάθειας βελτίωσης των σχέσεών του με την Αγία Έδρα. Εκμεταλλευόμενος την διπλωματική απομόνωση του Βοημούνδου Δ΄, ο Λέων εισήλθε στην Αντιόχεια, βοηθώντας τον Ραϊμόνδο Ρουπέν να καταλάβει την εξουσία του πριγκιπάτου, το 1216. Ολίγον καιρό αργότερα, ωστόσο, ο Λέων εγκατέλειψε το Μπαγκράς, ενώ, παράλληλα, απώλεσε την κυριαρχία του επί των αρμενικών φρουρίων στα βόρεια της Οροσειράς του Ταύρου απέναντι στους Σελτζούκους. Έπειτα από την άνοδό του στην εξουσία, ο Ραϊμόνδος Ρουπέν προχώρησε σε αύξηση της φορολογίας, γεγονός το οποίο τον κατέστησε αντιδημοφιλή εντός της Αντιόχειας. Παράλληλα, οι σχέσεις του με τον Λέοντα κατεστάθησαν τεταμένες, δίνοντας την δυνατότητα, ως συνέπεια, στον Βοημούνδο Δ΄ να προχωρήσει στην ανακατάληψη της Αντιόχειας, το 1219. Ο συγκεκριμένος πόλεμος συνέβαλε στην αποδυνάμωση των χριστιανικών κρατών της περιοχής της Βόρειας Συρίας.

Πλαίσιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αφότου ο Σαλαντίν, Αγιουβίδης Σουλτάνος της Συρίας και της Αιγύπτου, διέλυσε το Βασίλειο της Ιερουσαλήμ κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1180, το Πριγκιπάτο της Αντιόχειας κατέστη ως η ηγέτιδα χριστιανική δύναμη στην περιοχή της Βόρειας Συρίας.[1] Το 1186, ο Λέων Β΄, Άρχοντας της Αρμενικής Κιλικίας, προχώρησε στην αναγνώριση της επικυριαρχίας του Βοημούνδου Γ΄ της Αντιόχειας επί του ιδίου,[2] ωστόσο, οι μεταξύ τους σχέσεις κατέστησαν τεταμένες αφότου ο Βοημούνδος δανείστηκε χρηματικό ποσό από τον Λέοντα, δίχως όμως να είναι σε θέση να το αποπληρώσει.[2]

Ερείπια του Μπαγκράς: το ζήτημα της κυριαρχίας επί του συγκεκριμένου, υψηλής σημασίας, φρουρίου οδήγησε σε μακροχρόνια σύγκρουση μεταξύ της Κιλικίας και των Ναϊτών.

Το 1191, ο Λέων κατέβαλε, ενώ, παράλληλα, προχώρησε στην ανακατασκευή του Μπαγκράς, φρουρίου στρατηγικής σημασίας το οποίο ο Σαλαντίν είχε καταλάβει από τους Ναΐτες Ιππότες, προτού, στη συνέχεια, το καταστρέψει και το εγκαταλείψει.[2][3] Ο Βοημούνδος διέταξε τον Λέοντα να το επιστρέψει στους Ναΐτες, ωστόσο, ο Λέων αρνήθηκε, ισχυριζόμενος πως το δικαίωμά του ως κατακτητής του φρουρίου ήταν ισχυρότερο εκείνου της, εκ μέρους των Ναϊτών, διεκδικήσεως του, αφότου είχαν απολέσει τον έλεγχό του.[2][3][4] Κατόπιν της αποτυχίας του Βοημούνδου να συμπεριλάβει τα εδάφη της Κιλικίας εντός της ανακωχής του με τον Σαλαντίν, η οποία υπεγράφη το 1192, ο Λέων απηύθυνε κάλεσμα προς τον τελευταίο, προκειμένου να μεταβεί στο Μπαγκράς για την εκκίνηση διαπραγματεύσεων.[2][5] Ο Βοημούνδος αποδέχθηκε το κάλεσμα, ωστόσο, ο Λέων προχώρησε στην σύλληψή του ως αιχμάλωτο, υποχρεώνοντάς τον να παραδώσει στον ίδιο τον έλεγχο της Αντιόχειας.[2][3][6] Παρά το γεγονός πως οι ευγενείς (οι οποίοι διατηρούσαν στενές σχέσεις με Αρμένιους ευγενείς) ήσαν διατεθειμένοι να αποδεχθούν την κυριαρχία του Λέοντα, ωστόσο, ο κυρίως ελληνικής και λατινικής καταγωγής αστικός πληθυσμός προχώρησε στη δημιουργία κομμούνας, εμποδίζοντας, ως αποτέλεσμα, την κατάληψη της Αντιόχειας από Αρμένιους στρατιώτες.[6][7]

Η ειρήνη μεταξύ των δύο πλευρών επανήλθε κατόπιν σχετικής διαμεσολάβησης του Ερρίκου Α΄ της Ιερουσαλήμ, ο οποίος πέτυχε να πείσει, τόσο τον Λέοντα, όσο και τον Βοημούνδο, προκειμένου, εκατέρωθεν, να αποποιηθούν την μεταξύ τους σχέση υποτέλειας.[8] Η εκ μέρους του Λέοντα κατοχή του Μπαγκράς επικυρώθηκε.[8] Ο μεγαλύτερος υιός του Βοημούνδου, Ραϊμόνδος, παντρεύθηκε την ανιψιά, καθώς και επίδοξος κληρονόμος, του Λέοντα, Αλίκη.[8][9] Ο Ραϊμόνδος απεβίωσε κατά τις αρχές του 1197, ωστόσο, η χήρα του γέννησε έναν μεταθανάτιο υιό, τον Ραϊμόνδο Ρουπέν.[10][5] Ο ηλικίας, σχεδόν, εξήντα ετών, Βοημούνδος Γ΄, απέστειλε την Αλίκη και τον υιό της στην Αρμενία, δείχνοντας, ως εκ τούτου, πως δεν επιθυμούσε να αναγνωρίσει τα δικαιώματα του ανήλικου εγγονού του επί της διαδοχής του στην εξουσία της Αντιόχειας.[6][10]

Εν τω μεταξύ, ο Λέων είχε προχωρήσει σε ένωση της Αρμενικής Εκκλησίας στην Κιλικία με την Ρώμη, ενώ, παράλληλα, είχε αναγνωρίσει την επικυριαρχία, επί του ιδίου, του Αγίου Ρωμαίου Αυτοκράτορα, Ερρίκου ΣΤ΄.[11][12] Ο απεσταλμένος του αυτοκράτορα, Κορράδος του Βίττελσμπαχ, Αρχιεπίσκοπος του Μάιντς, ήταν παρών κατά την στέψη του Λέοντα ως πρώτου βασιλέα της Αρμενικής Κιλικίας, στις 6 Ιανουαρίου 1198.[11][12] Στη συνέχεια, ο Κορράδος μετέβη στην Αντιόχεια, όπου και πέτυχε να πείσει τον Βοημούνδο και τους βαρόνους του να δώσουν όρκο αποδοχής του δικαιώματος του Ραϊμόνδου Ρουπέν επί της διαδοχής στην εξουσία της Αντιόχειας.[9][10]

Ο νεαρότερος υιός του Βοημούνδου Γ΄ (θείος του Ραϊμόνδου Ρουπέν), Βοημούνδος, Κόμης της Τρίπολης, αμφισβήτησε την εγκυρότητα του συγκεκριμένου όρκου,[13] ενώ, στη συνέχεια, εκδίωξε τον πατέρα του από την Αντιόχεια, χαίροντας της υποστήριξης των Ναϊτών, των Οσπιταλίων, καθώς και της κομμούνας των αστών, κατά τα τέλη του 1198.[13][14] Τρεις μήνες αργότερα, ο Λέων εισέβαλε στο Πριγκιπάτο της Αντιόχειας, υποχρεώνοντας τον νεαρό Βοημούνδο να επιτρέψει στον πατέρα του να επιστρέψει στην Αντιόχεια.[14] Ο Πάπας Ιννοκέντιος Γ΄ ήταν, επίσης, υπέρ της παλινόρθωσης του Βοημούνδου Γ΄ στην εξουσία της Αντιόχειας, ωστόσο, απαντώντας σε σχετικό σχετικό αίτημα εκ μέρους των Ναϊτών, ξεκίνησε, παράλληλα, να ασκεί πιέσεις προς τον Λέοντα για την επιστροφή του Μπαγκράς στους τελευταίους.[13]

Πόλεμος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πρώτη φάση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Έπειτα από τον θάνατο του Βοημούνδου Γ΄ τον Απρίλιο του 1201,[13] ο Βοημούνδος της Τρίπολης έσπευσε στην Αντιόχεια,[15][16] όπου, καθότι ο στενότερος εν ζωή συγγενής του αποβιώσαντα πρίγκιπα, αναγνωρίστηκε από την κομμούνα ως δικαιωματικός διάδοχος του πατέρα του στην εξουσία.[15] Οι ευγενείς οι οποίοι είχαν αναγνωρίσει τον Ραϊμόνδο Ρουπέν (μοναδικό υιό του μεγαλύτερου υιού του Βοημούνδου Γ΄) ως τον νόμιμο πρίγκιπα, διέφυγαν στο Βασίλειο της Κιλικίας.[13][15] Στη συνέχεια, ο Βοημούνδος προχώρησε στην αποπληρωμή δανείου το οποίο ο Ραϊμόνδος Γ΄ της Τρίπολης είχε συνάψει, αρκετόν καιρό νωρίτερα, με τους Οσπιτάλιους Ιππότες, πετυχαίνοντας, ως συνέπεια, να λάβει την υποστήριξή τους.[15]

Ο Λέων συνέχισε να υποστηρίζει τον Ραϊμόνδο Ρουπέν, γεγονός το οποίο και οδήγησε σε καθεστώς μόνιμης σύγκρουσης μεταξύ των δύο πλευρών, με αριθμό πεδίων μαχών.[16] Κατά τη διάρκεια του πολέμου, τόσο ο Λέων, όσο και ο Βοημούνδος Δ΄ απέτυχαν τον παράλληλα έλεγχο των εδαφών τους (Κιλικία και Τρίπολη, αντίστοιχα), καθώς και της Αντιόχειας, ταυτόχρονα, καθώς διέθεταν, εκατέρωθεν, ανεπαρκή αριθμό στρατευμάτων.[16] Ο Αζ-Ζαχίρ Γαζί, Αγιουβίδης Εμίρης του Χαλεπίου, καθώς και οι Σελτζούκοι μονάρχες της Ανατολίας, ήσαν πάντοτε σε ετοιμότητα για επικείμενη εισβολή στην Κιλικία, ενώ, παράλληλα, οι Αγιουβίδες μονάχες της Χάμα και της Χομς ήλεγχαν τα εδάφη μεταξύ της Αντιόχειας και της Τρίπολης, δυσχεραίνοντας, ως αποτέλεσμα, τις κινήσεις των δυνάμεων του Βοημούνδου μεταξύ των δύο συγκεκριμένων σταυροφορικών κρατών.[16]

Ολίγον καιρό μετά την κατάληψη της Αντιόχειας από τον Βοημούνδο, ο Λέων προχώρησε στην πολιορκία της, προκειμένου να υποστηρίξει την διεκδίκηση της πριγκιπικής εξουσίας εκ μέρους του Ραϊμόνδου Ρουπέν, ωστόσο, οι σύμμαχοι του Βοημούνδου, Αζ-Ζαχίρ Γαζί και Σουλεϊμάν Β΄, Σελτζούκος Σουλτάνος του Ρουμ, εισέβαλαν στην Κιλικία, υποχρεώνοντας τον Λέοντα να λύσει την πολιορκία της πόλης και να αποχωρήσει, τον Ιούλιο του 1201.[15] Ολίγον καιρό αργότερα, απέστειλε επιστολές προς τον Πάπα Ιννοκέντιο, ενημερώνοντάς τον σχετικά με την συνεργασία του Βοημούνδου με τους Μουσουλμάνους μονάρχες.[16] Το 1202, ο Λέων εισέβαλε εκ νέου στα εδάφη του Πριγκιπάτου της Αντιόχειας, ωστόσο, ο Αμωρί, Βασιλέας της Ιερουσαλήμ και της Κύπρου, καθώς και ο παπικός λεγάτος, Καρδινάλιος Σοφφρέντο, διαμεσολάβησαν για την επίτευξη ανακωχής μεταξύ των δύο πλευρών.[15] Έπειτα από την άρνηση του Βοημούνδου Δ΄ να αναγνωρίσει το δικαίωμα της Αγίας Έδρας να επιτελέσει ρόλο ρυθμιστή επί του ζητήματος της διαδοχής της Αντιόχειας, ο Λέων ξεκίνησε εκ νέου τον πόλεμο.[17] Στις 11 Νοεμβρίου 1203, εκμεταλλευόμενος την απουσία του Βοημούνδου, ο Λέων εισήλθε στην Αντιόχεια, ωστόσο απέτυχε να καταλάβει το φρούριο της πόλης, την υπεράσπιση του οποίου είχαν αναλάβει οι Ναΐτες, συνεπικουρούμενοι από τις δυνάμεις της κομμούνας.[15] Ολίγον καιρό αργότερα, ο Αζ-Ζαχίρ Γαζί εισέβαλε εκ νέου στην Κιλικία, υποχρεώνοντας, ως αποτέλεσμα, τον Λέοντα να επιστρέψει στο βασίλειό του.[18][19]

Κατά τα τέλη του 1204, ο Ρενοάρ του Νεφέν, ο οποίος είχε παντρευτεί κατέχουσα κληρονομικών δικαιωμάτων στην Κομητεία της Τρίπολης, δίχως, ωστόσο, να έχει λάβει προηγούμενη σχετική άδεια εκ μέρους του Βοημούνδου, εξεγέρθηκε εναντίον του τελευταίου,[20] ενώ, στη συνέχεια, συνέτριψε τις δυνάμεις του εμπρός στις πύλες της Τρίπολης.[18] Παράλληλα, ο Λέων προχώρησε στην κατάληψη των αντιοχικών φρουρίων επί της Οροσειράς του Αμανού, τα οποία έλεγχαν τον δρόμο προς την Αντιόχεια.[19] Στις 25 Δεκεμβρίου 1205, προχώρησε στην πολιορκία του φρουρίου του Τραπεσάκ, ωστόσο οι δυνάμεις του Αζ-Ζαχίρ Γαζί συνέτριψαν τον στρατό του.[19] Αφότου πέτυχε να καταστείλει την εξέγερση του Ρενοάρ του Νεφέν, ο Βοημούνδος επέστρεψε στην Αντιόχεια, υποχρεώνοντας τον Λέοντα στην υπογραφή συνθήκης ανακωχής χρονικής διάρκειας οκτώ ετών, κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του 1206.[19][18]

Συγκρούσεις με την Εκκλησία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μία σύγκρουση μεταξύ του νέου παπικού λεγάτου, Πέτρου της Κάπουα, και του Λατίνου Πατριάρχη Αντιοχείας, Πέτρου του Ανγκουλέμ, ο οποίος είχε καταστεί υποστηρικτής του Ραϊμόνδου Ρουπέν, ολοκληρώθηκε με τον αφορισμό του πατριάρχη.[21] Εκμεταλλευόμενος την συγκεκριμένη κατάσταση προκειμένου να εξουδετερώσει τον αντίπαλό του, ο Βοημούνδος προχώρησε στην αντικατάσταση του Πέτρου του Ανγκουλέμ με τον Ελληνορθόδοξο Πατριάρχη Αντιοχείας, Συμεών Β΄, χαίροντας της υποστήριξης της κομμούνας, κατά τις απαρχές του 1207.[20][21] Ωστόσο, ο Πέτρος του Ανγκουλέμ πέτυχε να συμφιλιωθεί με τον λεγάτο, προτού, στη συνέχεια, προχωρήσει στον αφορισμό του Βοημούνδου και της κομμούνας,[20][21] πετυχαίνοντας, παράλληλα, να πείσει ορισμένους ευγενείς προκειμένου να εξεγερθούν εναντίον του Βοημούνδου, υποχρεώνοντας τον τελευταίο να αναζητήσει καταφύγιο εντός του φρουρίου της πόλης.[22][21] Ο Λέων εισήλθε στην Αντιόχεια, ωστόσο, ο Βοημούνδος, έχοντας προηγουμένως συγκεντρώσει τις δυνάμεις του, νίκησε τους Αρμένιους.[22][21] Ο Πέτρος του Ανγκουλέμ συνελήφθη ως αιχμάλωτος και απεβίωσε από στέρηση νερού, κατά τη διάρκεια της φυλάκισής του.[23]

Το 1208, ο Αγιουβίδης σουλτάνος, Αλ-Αντίλ Α΄, εισέβαλε στα εδάφη της Κομητείας της Τρίπολης, παρέχοντας την δυνατότητα στον Λέοντα προκειμένου να λεηλατήσει τα εδάφη περιμετρικά της Αντιόχειας.[22] Ως αντίδραση, ο Βοημούνδος πέτυχε να πείσει τον Καϊκαούσης Α΄, Σουλτάνο του Ρουμ, να εισβάλει στην Κιλικία, υποχρεώνοντας, ως εκ τούτου, τον Λέοντα να αποχωρήσει από τα εδάφη της Αντιόχειας.[24] Εμπρός στη συγκεκριμένη κατάσταση, ο Πάπας Ιννοκέντιος ανέθεσε στον Αλμπέρτο Αβογκάντρο, Πατριάρχη Ιεροσολύμων, να διαμεσολαβήσει για την επίτευξη ειρήνης μεταξύ των δύο πλευρών.[22] Ο Αβογκάντρο, ο οποίος ήταν σύμμαχος των Ναϊτών Ιπποτών, άσκησε πιέσεις στον Λέοντα προκειμένου ο τελευταίος να επιστρέψει το Μπαγκράς υπό τον έλεγχό τους.[22] Σε μια προσπάθεια να ανανεώσει την μεταξύ των δύο πλευρών ανακωχή, ο Λέων ενέδωσε στις πιέσεις του λεγάτου, υποσχόμενος να εκκενώσει το Μπαγκράς.[19]

Ολίγον καιρό αργότερα, ο Λέων αθέτησε την υπόσχεσή του, αρνούμενος να επιστρέψει το Μπαγκράς στους Ναΐτες.[19] Παράλληλα, αποφάσισε τον τερματισμό της ενώσεως μεταξύ της Αρμενικής Εκκλησίας και της Ρώμης.[25] Ωστόσο, παραχώρησε αριθμό φρουρίων στην περιοχή της Κιλικίας στους Τεύτονες Ιππότες.[23][25] Παράλληλα, κανόνισε τον γάμο του Ραϊμόνδου Ρουπέν με την Ελβίς, αδερφή του Ούγου Α΄ της Κύπρου.[25] Το 1211, ο Λέων ενέδρευσε εναντίον καραβανιού το οποίο μετέφερε προμήθειες στους Ναΐτες.[26] Κατά τη διάρκεια της ενέδρας, ο Γκιγιώμ ντε Σαρτρ, Μέγας Μάγιστρος των Ναϊτών Ιπποτών, τραυματίστηκε βαριά.[26] Η είδηση της συγκεκριμένης ενέργειας του Λέοντα προκάλεσε την αγανάκτηση του Πάπα Ιννοκέντιου, ο οποίος και απαγόρευσε από το σύνολο των Χριστιανών μοναρχών να παράσχουν την οποιαδήποτε μορφή βοήθειας τον Λέοντα, ασκώντας, παράλληλα, πιέσεις προς τον Ιωάννη του Μπριέν, Βασιλέα της Ιερουσαλήμ, προκειμένου να παρέμβει υπέρ των Ναϊτών.[27] Ο Ιωάννης απέστειλε πενήντα ιππότες στην περιοχή της Βόρειας Συρίας, προκειμένου να πολεμήσουν εναντίον του Λέοντα.[28] Ως απάντηση, ο Λέων εκδίωξε το σύνολο των Λατίνων ιερέων από την Κιλικία, ενώ, παράλληλα, παρείχε καταφύγιο στον Ορθόδοξο Πατριάρχη, Συμεών, ο οποίος, προηγουμένως, είχε εκδιωχθεί από την Αντιόχεια.[29] Το 1212, απέστειλε στράτευμα υπό τον Ραϊμόνδο Ρουπέν, προκειμένου να λεηλατήσει την ευρύτερη περιοχή της Αντιόχειας.[26]

Ο Πάπας Ιννοκέντιος, ο οποίος, το 1213, είχε κηρύξει νέα Σταυροφορία, επιθυμούσε να πείσει τον Λέοντα να παράσχει υποστήριξη προς τους Σταυροφόρους.[30] Κατά τη διάρκεια του ιδίου έτους, ο Λέων απαρνήθηκε την κυριαρχία του επί το σύνολο των εδαφών που είχε, προηγουμένως, καταλάβει από τους Ναΐτες, διατηρώντας, ωστόσο, το Μπαγκράς υπό την κυριαρχία του.[31] Το 1214, ο Ιωάννης του Μπριέν παντρεύτηκε την κόρη του Λέοντα, Στεφανία.[32] Κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου, η θέση του Βοημόνδου αποδυναμώθηκε.[32] Συγκεκριμένα, η εκ μέρους του απόπειρα να εκδικηθεί τον φόνο του μεγαλύτερου υιού του, Ραϊμόνδου, από τους Ασασίνους, τον οδήγησε σε σύγκρουση με τον παλαιό σύμμαχό του, Αζ-Ζαχίρ Γαζί του Χαλεπίου.[25]

Ο Ραϊμόνδος Ρουπέν στην Αντιόχεια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Θριαμβική είσοδος του Λέοντα του Μεγαλοπρεπούς στην Αντιόχεια (πίνακας του Γιουλιάνο Τζάσσο, 1885)

Χαίροντας της υποστήριξης του Λέοντα, ο Ραϊμόνδος Ρουπέν ξεκίνησε την αναζήτηση νέων συμμάχων, υποσχόμενος εδαφικές παραχωρήσεις προς τους Οσπιτάλιους, καθώς και ορισμένους ευγενείς της Αντιόχειας, συμπεριλαμβανομένου, μεταξύ άλλων, του Αχαρία του Σερμίν, επικεφαλή της κομμούνας των αστών. Κατά τη διάρκεια της νύχτας της 14ης Φεβρουαρίου 1216, εκμεταλλευόμενος την απουσία του Βοημούνδου Δ΄, ο Λέων εισήλθε με τον στρατό του στην Αντιόχεια.[33] Λίγες ημέρες αργότερα, οι Ναΐτες, οι οποίοι είχαν υπό τον έλεγχό τους το φρούριο της πόλης, επίσης συνθηκολόγησαν αμαχητί.[25][33] Ο Λατίνος Πατριάρχης της Αντιόχειας, Πέτρος της Ιβρέας, προχώρησε στην στέψη του Ραϊμόνδου Ρουπέν ως πρίγκιπα.[25][33] Αφότου ο προστατευόμενός του πέτυχε να καταλάβει την εξουσία του Πριγκιπάτου της Αντιόχειας, ο Λέων επέστρεψε το Μπαγκράς στους Ναΐτες Ιππότες.[26][25] Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της απουσίας του Λέοντα, ο Καϊκαούσης Α΄ κατέλαβε το σύνολο των αρμενικών φρουρίων στα βόρεια της Οροσειράς του Ταύρου, υποχρεώνοντάς τον να επικεντρώσει τις δυνάμεις του στην υπεράσπιση της Κιλικίας.[34][26]

Καθώς ανακάλυψε ένα άδειο θησαυροφυλάκιο στην Αντιόχεια, ο Ραϊμόνδος Ρουπέν υποχρεώθηκε σε αύξηση της φορολογίας, γεγονός το οποίο την κατέστησε αντιδημοφιλή μεταξύ των υπηκόων του.[33] Το 1217, ο Ραϊμόνδος Ρουπέν επιχείρησε να συλλάβει ως αιχμάλωτο τον Λέοντα, ωστόσο οι Ναΐτες βοήθησαν τον τελευταίο προκειμένου να δραπετεύσει και να διαφύγει στην Κιλικία.[26] Κατά τη διάρκεια του φθινοπώρου του 1217, ο Βοημούνδος επισκέφθηκε τον Ιωάννη, Βασιλέα της Ιερουσαλήμ, στην Άκρα,[35] ενώ, κατά τις απαρχές του αμέσως επόμενου έτους, ο Ιωάννης αναγνώρισε τον Βοημούνδο ως τον νόμιμο πρίγκιπα, δίχως ωστόσο να του παράσχει οποιασδήποτε μορφής στρατιωτική υποστήριξη.[36] Παράλληλα, οι αστοί και ευγενείς της Αντιόχειας εξεγέρθηκαν εναντίον του Ραϊμόνδου Ρουπέν, ως αντίδραση απέναντι στην αύξηση της φορολογίας.[37] Ο ηγέτης τους, Γουλιέλμος Φαραμπέλ, πέτυχε να πείσει τον Βοημούνδο προκειμένου ο τελευταίος να επιστρέψει στην πόλη.[37] Έπειτα από την άφιξη του Βοημούνδου, ο Ραϊμόνδος Ρουπέν, αρχικώς, αναζήτησε καταφύγιο εντός του φρουρίου της πόλης, ωστόσο, ολίγον καιρό αργότερα, διέφυγε στην Κιλικία, παραχωρώντας, παράλληλα, το φρούριο στους Οσπιτάλιους.[37] Ουδέποτε, πλέον, ο Ραϊμόνδος Ρουπέν ήταν σε θέση προκειμένου να θέσει, εκ νέου, υπό τον έλεγχό του την Αντιόχεια.[38]

Επακόλουθα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά την άφιξη του Ραϊμόνδου Ρουπέν στην Κιλικία, ο Λέων ήταν ετοιμοθάνατος.[26][37] Έπειτα από τον θάνατο του Λέοντα, τον Μάιο του 1219, και την παλινόρθωση του Βοημούνδου, ο πόλεμος «οδηγήθηκε προς ένα σχετικά αναμενόμενο τέλος».[38] Ο Λέων αποκλήρωσε τον Ραϊμόνδο Ρουπέν, ενώ, παράλληλα, όρισε ως διάδοχό του στον θρόνο της Κιλικίας την ηλικίας πέντε ετών κόρη του, Ισαβέλλα.[26][37] Τόσο ο Ραϊμόνδος Ρουπέν (εγγονός του μεγαλύτερου αδερφού του Λέοντα, Ρουπέν), όσο και ο Ιωάννης, Βασιλέας της Ιερουσαλήμ (σύζυγος της μεγαλύτερης κόρης του Λέοντα, Στεφανίας) αρνήθηκαν να αποδεχθούν την ύστατη επιθυμία του Λέοντα, διεκδικώντας την Κιλικία ο καθένας για λογαριασμό του.[39][40] Η συγκεκριμένη νέα σύγκρουση διήρκεσε για αριθμό δεκαετιών, αποδυναμώνοντας περαιτέρω τα χριστιανικά κράτη της περιοχής της Βόρειας Συρίας.[26]

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Hardwicke 1969, σελ. 526.
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 2,5 Runciman 1989, σελ. 87.
  3. 3,0 3,1 3,2 Ghazarian 2000, σελ. 126.
  4. Burgtorf 2016, σελ. 204.
  5. 5,0 5,1 Burgtorf 2016, σελ. 199.
  6. 6,0 6,1 6,2 Hardwicke 1969, σελ. 527.
  7. Runciman 1989, σελ. 88.
  8. 8,0 8,1 8,2 Runciman 1989, σελ. 89.
  9. 9,0 9,1 Ghazarian 2000, σελ. 128.
  10. 10,0 10,1 10,2 Runciman 1989, σελ. 99.
  11. 11,0 11,1 Runciman 1989, σελ. 90.
  12. 12,0 12,1 Hardwicke 1969, σελ. 529.
  13. 13,0 13,1 13,2 13,3 13,4 Runciman 1989, σελ. 100.
  14. 14,0 14,1 Hardwicke 1969, σελ. 528.
  15. 15,0 15,1 15,2 15,3 15,4 15,5 15,6 Hardwicke 1969, σελ. 533.
  16. 16,0 16,1 16,2 16,3 16,4 Burgtorf 2016, σελ. 200.
  17. Runciman 1989, σελ. 135.
  18. 18,0 18,1 18,2 Hardwicke 1969, σελ. 534.
  19. 19,0 19,1 19,2 19,3 19,4 19,5 Burgtorf 2016, σελ. 201.
  20. 20,0 20,1 20,2 Runciman 1989, σελ. 136.
  21. 21,0 21,1 21,2 21,3 21,4 Hardwicke 1969, σελ. 535.
  22. 22,0 22,1 22,2 22,3 22,4 Runciman 1989, σελ. 137.
  23. 23,0 23,1 Hardwicke 1969, σελ. 536.
  24. Runciman 1989, σελ. 137, 139.
  25. 25,0 25,1 25,2 25,3 25,4 25,5 25,6 Runciman 1989, σελ. 138.
  26. 26,0 26,1 26,2 26,3 26,4 26,5 26,6 26,7 26,8 Burgtorf 2016, σελ. 202.
  27. Perry 2013, σελ. 78.
  28. Perry 2013, σελίδες 78–79.
  29. Burgtorf 2016, σελ. 206.
  30. Runciman 1989, σελ. 144.
  31. Perry 2013, σελ. 79.
  32. 32,0 32,1 Hardwicke 1969, σελ. 537.
  33. 33,0 33,1 33,2 33,3 Hardwicke 1969, σελ. 538.
  34. Runciman 1989, σελ. 139.
  35. Perry 2013, σελ. 80.
  36. Perry 2013, σελ. 80, 93.
  37. 37,0 37,1 37,2 37,3 37,4 Hardwicke 1969, σελ. 540.
  38. 38,0 38,1 Burgtorf 2016, σελ. 203.
  39. Perry 2013, σελ. 113.
  40. Ghazarian 2000, σελ. 54.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • (Αγγλικά) Burgtorf, Jochen (2016). «The Antiochene war of succession». Στο: Boas, Adrian J. The Crusader World. The University of Wisconsin Press. σελίδες 196–211. ISBN 978-0-415-82494-1. 
  • (Αγγλικά) Ghazarian, Jacob G. (2000). The Armenian Kingdom in Cilicia during the Crusades: The Integration of Cilician Armenians with the Latins, 1180–1393. RoutledgeCurzon. ISBN 0-7007-1418-9. 
  • (Αγγλικά) Hardwicke, Mary Nickerson (1969). «The Crusader States, 1192–1243». Στο: Setton, Kenneth M.· Wolff, Robert Lee· Hazard, Harry. A History of the Crusades, Volume II: The Later Crusades, 1189–1311. The University of Wisconsin Press. σελίδες 522–554. ISBN 0-299-04844-6. 
  • (Αγγλικά) Perry, Guy (2013). John of Brienne: King of Jerusalem, Emperor of Constantinople, c. 1175–1237. Cambridge University Press. ISBN 978-1-107-04310-7. 
  • (Αγγλικά) Runciman, Steven (1989). A History of the Crusades, Volume III: The Kingdom of Acre and the Later Crusades. Cambridge University Press. ISBN 0-521-06163-6.