Πολιτικό Ισλάμ στην Τουρκία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Το πολιτικό Ισλάμ στην Τουρκία αφορά τους ιδιαίτερους τρόπους με τους οποίους ο Ισλαμισμός χρησιμοποιήθηκε ως μέσο δημιουργίας πολιτικής σκέψης και πράξης αλλά και ως πολιτικός (κομματικός) φορέας συγκεκριμένων κοινωνικο-οικονομικών ομάδων.

Η σημαία του τελευταίου Χαλιφάτου. Το χαλιφάτο είναι η μορφή διακυβέρνησης στο Ισλάμ. Το οθωμανικό χαλιφάτο καταργήθηκε το 1924.

Η στρατηγική επιλογή των ιδρυτών της Τουρκικής Δημοκρατίας να δημιουργήσουν ένα κράτος με βάση τα δυτικά πρότυπα, δηλαδή μια κοσμική φιλελεύθερη αστική δημοκρατία, τους οδήγησε στον εξοβελισμό του Ισλάμ από οποιαδήποτε πτυχή της δημόσιας ζωής και παράλληλα στην αντικατάσταση της λειτουργίας της μουσουλμανικής θρησκείας - ως φορέα συνοχής και συλλογικής ταυτότητας των λαών της περιοχής - από την έννοια του εθνικότητας.
Το νέο κράτος - έθνος, ονομάστηκε Τουρκία, και ο κοινός δεσμός των κατοίκων του ήταν πλέον ο εθνικισμός. Αν και τα πρώτα χρόνια και πριν η εξουσία του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος παγιωθεί, υπήρξαν αρκετές εξεγέρσεις εναντίον αυτής της νέας τάξης πραγμάτων, με τον καιρό, οι αντιδράσεις, τουλάχιστον δημοσίως, κόπασαν.

Όταν μετά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, η Τουρκία εξελίχθηκε από μονοκομματικό κράτος σε πολυκομματική δημοκρατία κεμαλικών αρχών, οι πληθυσμοί που μέχρι τότε αγνοούνταν έγιναν πολύτιμη εκλογική βάση για τα κόμματα. Ήδη, το πρώτο αντιπολιτευτικό κόμμα, το Κόμμα Δικαιοσύνης, αφουγκράστηκε τις μάζες της Ανατολίας, ενέταξε την άρση πολλών θρησκευτικών περιορισμών στο εκλογικό του πρόγραμμα και κατέκτησε την εξουσία. Στο δρόμο αυτό, ακολούθησαν όλα τα υπόλοιπα κόμματα που κυβέρνησαν τη χώρα, προσεγγίζοντας ολοένα και περισσότερο, τα ισλαμικά τμήματα του πληθυσμού. Η οικονομική κρίση που μάστιζε την Τουρκία στα τέλη της δεκαετίας του 1960, οδήγησε στην εμφάνιση του πρώτου αμιγούς ισλαμικού πολιτικού κόμματος, του Κόμματος Εθνικής Σωτηρίας. Το κόμμα ανέλαβε να εκπροσωπήσει τους φτωχούς αγρότες των χωριών και το φτωχά μικροαστικά στρώματα των πόλεων, που απηυδισμένοι από την επιδείνωση των οικονομικών τους και την ταυτόχρονη κερδοφορία των κεφαλαιούχων των μεγάλων πόλεων εις βάρος τους, απαρνήθηκαν τους κοσμικούς θεσμούς και το άδικο κράτος, για να αναζητήσουν την δικαιοσύνη στο Ισλάμ. Παράλληλα, οι οργανωμένες ισλαμικές κοινότητες, τα θρησκευτικά τάγματα των Νακσιμπεντί και Σουλεϊμαντσί ενίσχυσαν τους δεσμούς αυτών των ανθρώπων με το Ισλάμ, προσφέροντας κάθε είδους βοήθεια. Η άνοδος τις δεκαετίες του 1970 και 1980, της κομμουνιστικής αριστεράς, επέβαλλε ακόμα και στην στρατιωτική ηγεσία, (τον κατεξοχήν φορέα του Κεμαλισμού στην Τουρκία), την αποδοχή ως ένα ποσοστό, του Ισλάμ ως μέσο για να αναχαιτίσει την επιρροή της Αριστεράς. Από τότε δόθηκε βάρος, σε αυτό που ονομάστηκε Τουρκο-ισλαμική σύνθεση - και που αποτελεί μέχρι σήμερα την ιδεολογία που διέπει το τουρκικό κράτος. [1]


Εκκοσμίκευση του κράτους[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αφίσα που εικονοποιεί τις κεμαλικές μεταρρυθμίσεις

Η δημιουργία του σύγχρονου κράτους της Τουρκίας, ήταν γέννημα των κοινωνικών συνθηκών της περιόδου και της πολιτικής σκέψης του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ και των συν αυτώ στρατιωτικών επαναστατών. Το μονοκομματικό καθεστώς υπό τον Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ ως Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τον Ισμέτ Ινονού ως πρωθυπουργό, ξεκίνησε τη προσπάθεια δημιουργίας ενός έθνους-κράτους με πρότυπο τις δυτικές αστικές δημοκρατίας. Οι βάσεις του κράτους τέθηκαν πάνω σε τρεις πυλώνες: την τουρκικότητα, τον κοσμικισμό και τον εκδυτικισμό. [2][σημ. 1]

Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, όλες οι σφαίρες της ζωής, τουλάχιστον θεωρητικά, υπάγονταν στο θρησκευτικό δίκαιο, και οι σουνιτικές θρησκευτικές οργανώσεις ήταν μέρος της κρατικής δομής. Όταν οι μεταρρυθμιστές των αρχών της δεκαετίας του 1920 επέλεξαν τη δημιουργία κοσμικού κράτους, αφαίρεσαν τη θρησκεία από τη σφαίρα της δημόσιας πολιτικής και την περιόρισαν αποκλειστικά σε αυτήν των προσωπικών ηθών, συμπεριφοράς και πίστης. Αν και η ιδιωτική τήρηση των θρησκευτικών κανόνων μπορούσε να συνεχιστεί, η θρησκεία και η θρησκευτική οργάνωση αποκλείστηκαν από τη δημόσια ζωή.[3]

Οι μεταρρυθμίσεις στόχευαν στο να δώσουν στο νεαρό έθνος ταυτότητα που δεν θα βασιζόταν πια ούτε στην αραβική κουλτούρα ούτε στο Ισλάμ. Για να εξαφανίσουν τις επιρροές της αραβικής κουλτούρας το 1925 υιοθετήθηκε το ευρωπαϊκό ημερολόγιο, το 1928 υιοθετήθηκε το λατινικό αλφάβητο, το 1934 υιοθετήθηκε η χρήση επωνύμου, το 1932 μεταφράστηκαν στα τουρκικά το Κοράνι και το κάλεσμα για προσευχή, κ.α..[4]

Για να μειώσουν την επιρροή του Ισλάμ οι αλλαγές ήταν ακόμα πιο σαρωτικές. Εκτός από την κατάργηση του χαλιφάτου, η κατάργηση του αξιώματος του Σεϊχουλισλάμη και του «Υπουργείου Θρησκευτικών Ζητημάτων και Ιερών Καθιδρυμάτων»,η κατάργηση του φεσιού και της μαντίλας, ο διορισμός μουφτήδων και ιμάμηδων από το κράτος, η απαγόρευση των ισλαμικών ταγμάτων, το κλείσιμο των ιερών σκηνωμάτων και των δερβισικών μοναστηριών, η κατάργηση των Ιεροδικαστηρίων, το κλείσιμο το θρησκευτικών σχολείων (μεντρεσέδες) και η ανάληψη της θρησκευτικής εκπαίδευσης από το κράτος, ο περιορισμός στην ανέγερση νέων τζαμιών και η μετατροπή υπαρχόντων τζαμιών σε κοσμικά κτίρια[σημ. 2] και τέλος ως κορωνίδα η κατάργηση από το Σύνταγμα, του Ισλαμισμού ως επίσημης θρησκεία του κράτους.[5][6]

Με αυτά επιδιώκεται όχι μόνο ο χωρισμός θρησκείας και κράτους αλλά η υποταγή και ο έλεγχος της θρησκείας από το κράτος. Η «Διεύθυνση Θρησκευτικών Υποθέσεων», κανονίζει και οριοθετεί το επίσημο Ισλάμ. Υιοθετείται η θέση ότι η θρησκεία είναι μια προσωπική υπόθεση πίστης η οποία δεν μπορεί να αποτελέσει ρυθμιστικό παράγοντα της κοινωνικο-οικονομικής ζωής της χώρας.[7] Πολύ δε περισσότερο που αρχίζει να προβάλλεται μια νέα εκδοχή της σουνιτικής λατρείας, καθαρά ατομικιστική, που θεωρεί οι βασικές θρησκευτικές υποχρεώσεις κάθε μουσουλμάνου όπως η νηστεία, η καθημερινή προσευχή και η ανάγνωση του Κορανίου, αρκούν για την εκπλήρωση των θρησκευτικών καθηκόντων.[8]

Ωστόσο ο Ισλαμισμός δεν είχε εξαφανιστεί. Το συντριπτικό μέρος της τουρκικής κοινωνίας που αποτελούνταν από αγρότες και ήταν βαθιά θρησκευόμενο δεν είχε ενστερνιστεί τις μεταρρυθμίσεις, απλώς τις είχε υπομείνει σιωπηλά - αφού οι ανοιχτές αντιδράσεις είχαν κατασταλεί βίαια από την κυβέρνηση.[9]

Κατάργηση του μονοκομματισμού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το λογότυπο του πρώτου κόμματος - «Φιλελεύθερο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα» - που δημιουργήθηκε ύστερα από αίτημα του Μουσταφά Κεμάλ, τον Αύγουστο του 1930. Το κόμμα αμέσως μετά την ίδρυσή του, κατακλύστηκε από μουσουλμάνους θρησκευόμενους που το θέωρησαν, λανθασμένα, ως αντιπολιτευτικό. Διαλύθηκε τον Νοέμβριο του 1930 και πάλι ύστερα από σύσταση του Κεμάλ.[10]

Η εγκαθίδρυση πολυκομματικού συστήματος το 1946 ήταν μια σημαντική καμπή για την άνοδο του πολιτικού Ισλάμ στην Τουρκία. Το μέχρι τότε κυρίαρχο Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (ΡΛΚ) έχασε το μονοπώλιο της εξουσίας. Τα κόμματα αναγκάστηκαν έκτοτε να ανταγωνίζονται για την εξουσία και το Ισλάμ έγινε σημαντικός παράγοντας για την προσέλκυση ψήφων. Η ευσεβής αγροτική περιφέρεια, η οποία είχε σε μεγάλο βαθμό αποκλειστεί από την πολιτική από την ίδρυση της δημοκρατίας το 1923, έγινε τώρα μια σημαντική πολιτική δύναμη της οποίας τα συμφέροντα έπρεπε να ληφθούν υπόψη από τα πολιτικά κόμματα. Ακόμα και το ΡΛΚ αναγκάστηκε να υιοθετήσει μια πιο ανεκτική στάση απέναντι στο Ισλάμ.
Χαρακτηριστικά, στο 7ο Συνέδριο του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος αμφισβητήθηκε ευρέως η πολιτική της υπερβολικής εκκοσμίκευσης, ενώ κατακρίθηκε η αγνόηση της θρησκείας ως «υλικού κοινωνικής συνοχής». Αλλά αλλαγές έγιναν και στην κυβερνητική πολιτική του: το 1949 εισήχθη η προαιρετική διδασκαλία των θρησκευτικών στα σχολεία, ενώ επανεπετράπη η λειτουργία των «Σχολείων Ιμάμηδων και Ιεροκηρύκων», καθώς και της Θεολογικής Σχολής, που είχαν κλείσει το 1930 και 1933 αντίστοιχα.

1950 - 1960[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η δεκαετία της διακυβέρνησης από το Δημοκρατικό Κόμμα επανέφερε στο προσκήνιο το Ισλάμ. Το κόμμα του Αντνάν Μεντερές, κόμμα με ισχυρή λαϊκή βάση στην Ανατολία και στις κωμοπόλεις και χωριά της Τουρκίας δεν μπορούσε παρά να επιτρέψει την αναβίωση των ισλαμιστικών παραδόσεων που η μεγάλη πλειοψηφία του τουρκικού λαού ασπαζόταν ακόμα. Έτσι μέσα στους δύο πρώτους μήνες της θητείας του το Δ.Κ. ήρε την απαγόρευση του καλέσματος σε προσευχή (ezan) στην αραβική γλώσσα και επέτρεψε την ανάγνωση του Κορανίου από το ραδιόφωνο. Η θρησκευτική εκπαίδευση στα δημοτικά σχολεία έγινε υποχρεωτική με τη σύμφωνη γνώμη των γονέων, ενώ αυξήθηκαν σημαντικά ο αριθμός και η επιδότηση των «Σχολείων Ιμάμηδων και Ιεροκηρύκων» (Ιμάμ Χατίπ), καθώς και ο αριθμός νεοανεγειρόμενων τζαμιών. Χαρακτηριστικό είναι ότι το 1953 εορτάστηκε επίσημα και για πρώτη φορά, η 500η επέτειος της άλωσης της Κωνσταντινούπολης. Εξάλλου ισχυρά μέλη του κόμματος είχαν πολιτικούς φίλους τόσο μέσω του τάγματος των Νουρτζού (Nurcu)[σημ. 3] όσο και σε αυτή των Νακσιμπεντί.[11]

Η διακυβέρνηση του Δημοκρατικού Κόμματος τερματίστηκε από το στρατιωτικό πραξικόπημα της 27ης Μαΐου 1960. Οι πολιτικές του Δημοκρατικού κόμματος αποδοκιμάστηκαν από τον στρατό που ανέλαβε να επαναφέρει την Τουρκία στις κεμαλικές αξίες. Αν και ο στρατός στόχευε στο να καταστήσει το Ισλάμ όργανο του κράτους και μόνο και να αποτρέψει την εκμετάλλευσή του για πολιτικούς σκοπούς, οι ραγδαίες κοινωνικο-οικονομικές εξελίξεις, με την άνοδο των κομμουνιστικών και γενικά των αριστερών ιδεολογιών, θα τον αναγκάσουν να το χρησιμοποιήσει ως πολιτικό όπλο προκειμένου να ενδυναμώσει τον αντικομμουνισμό.[12]

1960 - 1970[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η υιοθέτηση του νέου Συντάγματος της χώρας, πιο φιλελεύθερου και δημοκρατικού από το πρώτο, του 1924, ανάμεσα στα άλλα, επέκτεινε την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι γεγονός που οδήγησε στον πολλαπλασιασμό των θρησκευτικών ομάδων. Θρησκευτικές οργανώσεις που είχαν επανεμφανιστεί τη δεκαετία του 1960, εξαπλώθηκαν τη δεκαετία του 1970. Ανάμεσα σε αυτές και αρκετές σουφιστικές αδελφότητες που ανέλαβαν να προσφέρουν βοήθεια στους φτωχούς εργάτες και αγρότες, αναθερμαίνοντας παράλληλα την πίστη τους στο Ισλάμ.

Σε πιο ανεκτικό περιβάλλον έγινε κατορθωτή και η ίδρυση του πρώτου ισλαμικού πολιτικού κόμματος, του Κόμματος της Εθνικής Τάξης.[7] Το κόμμα ιδρύθηκε στις 26 Ιανουαρίου 1970 - από τον Νετσμετίν Ερμπακάν. Το κόμμα υποστηρίχθηκε κυρίως από θρησκευτικά συντηρητικούς σουνίτες στην Ανατολία αλλά και στις πόλεις, μικρεμπόρους, τεχνίτες και μικρούς αγρότες που δεν είχαν καταφέρει να επεφωληθούν από τον κρατικοκεντρικό σχέδιο εκσυχρονισμού - που δεν τους περιελάμβανε. Επίσης, το κόμμα υποστηρίχθηκε από τις επίσης ακμάζουσες την εποχή εκείνη αδελφότητες των Νακσιμπεντί και Νουρτσού και ιδιαιτέρως από τον Νακσιμπεντί σεΐχη Μεχμέτ Ζαχίτ Κοτκτού, ιμάμη του τζαμιού Ισκεντέρ πασά στην Κωνσταντινούπολη. [13] Η επιρροή του Κοτκτού ήταν καταλυτική: κινητοποιώντας τις διασυνδέσεις με την Ανατολία κατάφερε να εκλέξει τον εκλεκτό του, τον Ερμπακάν, ανεξάρτητο βουλευτή Ικονίου στις εκλογές του 1969, να τον προωθήσει στη δημιουργία ισλαμικού πολιτικού κόμματος και να τον επιβάλλει ως αδιαφιλονίκητο αρχηγό της παράταξης.

Μιλλί Γκορούς[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το τζαμί Ισκεντέρ Πασά, στη συνοικία Φατίχ της Κωνσταντινούπολης, κέντρο της κοινότητας των Νακσιμπεντί. Μέλη της κοινότητας έχουν υπάρξει ο Τουργκούτ Οζάλ, ο Γιλντιρίμ Ακμπουλούτ, ο Νετσμετίν Ερμπακάν και ο Ρετσέπ Ταγίπ Ερντογάν.[14]

Ένα χρόνο νωρίτερα ο ιδρυτής του κόμματος και θεμελιωτής του πολιτικού Ισλάμ στην Τουρκία, Νετσεμετίν Ερμπακάν δημοσίευσε το πολιτικό του μανιφέστο: Millî Görüş (Εθνικό Όραμα ή Εθνική Προοπτική).

Στο Μιλλί Γκορούς επιχειρείται να εκφραστεί η σπουδαιότητα των ισλαμικών αρετών δίνοντας φωνή στον φορέα αυτών των αρχών: το μικρομεσαίο κεφάλαιο των χωρικών της Ανατολίας και των ελεύθερων επαγγελματιών των πόλεων. Η μικροαστική τάξη, τα συμφέροντα της οποίας δεν είχε καταφέρει να εκπροσωπήσει κανένα πολιτικό κόμμα μέχρι τότε, έγινε το κύριο αντικείμενο και ο πυλώνας που στήριξε το πολιτικό Ισλάμ. Σύμφωνα με τη θεωρία του Μιλλί Γκορούς, η απεμπόληση των ιδανικών του Ισλάμ, και ο εκδυτικισμός που επιχειρήθηκε από τον Κεμάλ, ήταν ιστορικό λάθος, γιατί οδήγησε στον εκφυλισμό της κοινωνίας και στην εκμετάλλευσή της από τις δυτικές δυνάμεις.
Εαν οι ισλαμικές αρετές προβάλλονταν στην κοινωνία αλλά και στην οικονομία, η ηθική τάξη την οποία θα επέβαλλε το κράτος, θα έφερναν την κοινωνική δικαιοσύνη. Το κράτος θα έπρεπε να παρέμβει ώστε να αναπτύξει οικονομικά τις περιοχές της Ανατολίας διοχετεύοντας εκεί κεφάλαια και επενδύσεις, δίνοντας ώθηση στο μικρομεσαίο κεφάλαιο. Η τεχνολογία και η βιομηχανοποίηση έπρεπε να διαμορφωθούν σε τρόπο ώστε να ανταποκρίνονται στα ισλαμικά ιδεώδη, να χρησιμοποιηθούν δηλαδή προς όφελος των πολλών, και όχι των λίγων. [15]
Οι αρχές της ισλαμικής αδελφοσύνης και αλληλεγγύης θα έπρεπε να υιοθετηθούν από όλη την κλίμακα της κοινωνίας, έτσι ώστε να υποστηριχθούν τα φτωχά στρώματα του πληθυσμού προκειμένου να ανέλθει οικονομικά και ηθικά ολόκληρη η κοινωνία.[16]

1970 - 1990[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η δεκαετία του 1970 υπήρξε για την Τουρκία δεκαετία έντονων πολιτικών συγκρούσεων καθώς η δύναμη και η απήχηση των κομμουνιστικών κομμάτων γινόταν ολοένα και πιο ορατή. [17] Τόσο η αρχή της δεκαετίας του 1970 όσο και το τέλος της σημαδεύονται από δυο πραξικοπήματα, που και τα δυο έχουν απώτερο στόχο να ανακόψουν το ρεύμα των αριστερών κομμάτων και την πόλωση που δημιουργήθηκε μεταξύ αριστερών και δεξιών τόσο στην κοινωνία όσο και στο στράτευμα.[18]

Παράλληλα, και παρόλο που το ένα μετά το άλλο, τα ισλαμικά κόμματα διαλύονται από το Συνταγματικό Δικαστήριο, στο ενδιάμεσο της ύπαρξής τους καταγράφουν συνεχόμενη αύξηση της επιρροής τους. Το Κόμμα Εθνικής Τάξης θα απαγορευτεί τον Μάιο του 1971, για να αντικατασταθεί, τον Μάιο του 1972 από το Κόμμα της Εθνικής Σωτηρίας, το οποίο θα φτάσει στο απόγειο της δύναμής του το 1974 όταν και θα συγκυβερνήσει με το ΡΛΚ του Μπουλέντ Ετσεβίτ και ο Ερμπακάν θα αναλάβει Αντιπρόεδρος της κυβέρνησης. [19]
Το νέο κόμμα πιστό στη θεωρία του Μιλλί Γκορούς, θα διακηρύξει με το σύνθημα «Μια μεγάλη Τουρκία για άλλη μια φορά» («Yeniden Büyük Türkiye») ότι η διαδικασία εκδυτικοποίησης της Τουρκίας οδήγησε στην απώλεια όλων εκείνων των αρχών του Ισλαμισμού που θα μπορούσαν να κάνουν τη Τουρκία μεγάλη ξανά. Η Τουρκία όφειλε με οδηγό τις ισλαμικές αρχές να επενδύσει στη σύχρονη τεχνολογία, να αναπτύξει τη δική της βαριά βιομηχανία, να στραφεί προς τον μουσουλμανικό κόσμο όπου θα μπορούσε να καταλάβει ηγετική θέση, δημιουργώντας μάλιστα τους ανάλογους με τη Δύση, μουσουλμανικούς θεσμούς, όπως κοινή αγορά με ενιαίο νόμισμα, το ισλαμικό δηνάριο, και κοινή αμυντική συμμαχία. [20]

Η συνεχιζόμενη αστικοποίηση της χώρας με τη μαζική μετανάστευση πληθυσμών στα αστικά κέντρα πρόσφερε στο πολιτικό Ισλάμ, μια εκλογική βάση που αξιοποίησε στο έπαρκο : Τα ισλαμιστικά δίκτυα αλληλευγγύης που αναπτύχθηκαν τη δεκαετία του 1980 κατάφεραν να προσελκύσουν ολόκληρα τμήματα του πληθυσμού, όπως φοιτητές, καταστηματάρχες ή εργάτες. Οι οργανώσεις πρόσφεραν φαγητό σε απόρους, υποτροφίες και ξενώνες σε φοιτητές, ένα δίκτυο σε νέους πτυχιούχους που αναζητούσαν δουλειά και πίστωση σε καταστηματάρχες, βιομήχανους και εμπόρους. Σχέδια αυτοβοήθειας που πραγματοποιήθηκαν από γυναίκες ήταν ιδιαίτερα σημαντικά σε αυτή την προσπάθεια. Η οικονομική βοήθεια προήλθε από μια νεοσύστατη ισλαμιστική επιχειρηματική ελίτ. [21]
Η μετακίνηση των πληθυσμών στις μεγάλες πόλεις τους έδωσε επίσης, τη δυνατότητα μόρφωσης και εκπαίδευσης κάτι που διευκόλυνε και την ανοδική κοινωνική κινητικότητα αλλά και την απόκτηση κεφαλαίου. Οι θρησκευόμενοι αγρότες μεταμορφώθηκαν σε θρησκευόμενους επιχειρηματίες, που συγκέντρωσαν αξιόλογη δύναμη στα χέρια τους, έτοιμοι να διεκδικήσουν τα σκήπτρα της οικονομικής δύναμης από την μέχρι τότε αστική, κεμαλική, επιχειρηματική ελίτ. [21]

τουρκο-ισλαμική σύνθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όταν ο στρατός παρενέβη και πάλι το 1980, προκειμένου να αποκαταστήσει την τάξη, αφού οι συνεχιζόμενες βίαιες αντιπαραθέσεις μεταξύ ακροαριστερών και ακροδεξιών είχαν οδηγήσει τη χώρα στο χείλος του εμφυλίου πολέμου, επέλεξε να χρησιμοποιήσει το Ισλάμ, στον ιδεολογικό πόλεμο που εξαπέλυσε εναντίον του κομμουνισμού. [σημ. 4]. Γι' αυτό το σκοπό η θρησκευτική εκπαίδευση έγινε υποχρεωτικό μάθημα σε όλα τα σχολεία, διοργανώθηκαν μαθήματα εκμάθησης και ερμηνείας του Κορανίου και εν γένει προωθήθηκε η ηθική και θρησκευτική αναβάθμιση της κοινωνίας. Η νέα αυτή «τουρκο-ισλαμική» σύνθεση (Türk-Islam Sentezi), που προέκυψε, βασισμένη στο τρίπτυχο «οικογένεια, τζαμί, στρατώνας» ένωσε το Ισλάμ με τον τουρκικό εθνικισμό και πράγματι κατάφερε να αποδυναμώσει τόσο τις αριστερές ιδεολογίες όσο και την μη τουρκική ισλαμική σκέψη (αραβικό και πακιστανικό ισλαμικό κίνημα),[23].

Ο αδιαφιλονίκητος πολιτικός ηγέτης της δεκαετίας του 1980, ο Τουργκούτ Οζάλ, με ιδεολογικό όχημα την τουρκο-ισλαμική σύνθεση, δημιούργησε την σύγχρονη συλλογική ταυτότητα του έθνους.[24]

1990 - σήμερα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το λογότυπο της «Διεύθυνσης Θρησκευτικών Υποθέσεων». Η Διεύθυνση..., ιδρυθείσα το 1924, είναι ο αρμόδιος κρατικός φορέας για την ρύθμιση θεμάτων που άπτονται της θέσης του Ισλάμ στην κοινωνία

Οι μεταρρυθμίσεις της περιόδου Οζάλ συνετέλεσαν στην ισχυροποίηση των νέων καπιταλιστών επιχειρηματιών στις επαρχιακές πόλεις της Ανατολίας. [25] Η οικονομική ανάκαμψη δημιούργησε μια νέα μεσαία τάξη - τη λεγόμενη «αστική τάξη της Ανατολίας» -γνωστή και ως «Λιοντάρια της Ανατολίας» («Anadolu Aslanlari)» - με ισχυρές ρίζες στον ισλαμικό πολιτισμό. Οι νέοι αυτοί κεφαλαιούχοι διέκοψαν τους δεσμούς τους με την δυτικότροπη, αστική επιχειρηματική ελίτ (όργανο της οποίας ήταν η TUSIAD (Ένωση Τούρκων Επιχειρηματιών και Βιομηχάνων, που ιδρύθηκε το 1971) και ίδρυσαν τον Μάιο του 1990 στην Κωνσταντινούπολη την MUSIAD, Ένωση Ανεξάρτητων Βιομηχάνων και Επιχειρηματιών.[21] Η MUSIAD γίνεται πλέον το οικονομικό στήριγμα του επόμενου ισλαμικού κόμματος, του κόμματος Ευημερίας. [25]

Η δεκαετία του 1990 θα σημαδευτεί από την άνοδο στην εξουσία του πολιτικού Ισλάμ μέσω του Κόμματος Ευημερίας. Το Κόμμα Ευημερίας από το 1995 και μετά κάνοντας στροφή στην ρητορική και στην θεματολογία του, αραιώνοντας τις αναφορές στο Ισλάμ και εμπλουτίζοντας την ατζέντα του με κοινωνικά ζητήματα που απασχολούσαν τις λαϊκές τάξεις, κατάφερε να συγκεντρώσει δυσαρεστημένους ψηφοφόρους άλλων κομμάτων και όχι μόνο πλέον της θρησκευόμενης δεξιάς και να αναδειχτεί σε ρυθμιστικό παράγοντα της πολιτικής ζωής.[26]

Αν και ο Νετσμετίν Ερμπακάν είχε αναλάβει κρατικό αξίωμα (αναπληρωτής Πρωθυπουργός) για σύντομα πάντα χρονικά διαστήματα στην δεκαετία του 1970, η συμμετοχή του κόμματός του στην κυβέρνηση συνασπισμού Κόμματος Ορθού Δρόμου - Κόμματος Ευημερίας, τον έφερε στην Πρωθυπουργία της χώρας για έναν ολόκληρο χρόνο: από τον Ιούνιο του 1996 ως τον Ιούνιο του 1997.

Η πολιτική του Ερμπακάν επικρίθηκε σφόδρα από την καθεστωτική τάξη ως ανατρεπτική του κοσμικού χαρακτήρα του κράτους. Προτάσεις όπως το να επιτραπεί η χρήση της μαντήλας στις φοιτήτριες και στις δασκάλες, ή ο συντονισμός των ωρών εργασίας των δημοσίων υπαλλήλων με τις ωρες της προσευχής την περίοδο του Ραμαζανιού, έκαναν το πανίσχυρο Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας να επέμβει στην κυβερνητική πολιτική. [27] Οι ελίτ του στρατού απαίτησαν με διακοίνωσή τους, να σταματήσει η κυβέρνηση τις νομικές ρυθμίσεις υπέρ του ισλαμισμού. Παράλληλα ξεκίνησαν εκστρατεία πίεσης των ΜΜΕ, των μεγάλων επιχειρήσεων, της ανώτατης γραφειοκρατίας, προκειμένου να αποκηρύξουν και να διακόψουν την άνοδο του ισλαμιστικού στοιχείου στη χώρα και να επαναφέρουν τη χώρα στις κεμαλικές γραμμές. [28] Τελικά, και αφού ο Ερμπακάν παραιτήθηκε από την κυβέρνηση συνασπισμού, τον Ιούνιο του 1997, το Συνταγματικό Δικαστήριο απαγόρευσε και αυτό το κόμμα τον Ιανουάριο του 1998. Αυτή η περίοδος έχει μείνει γνωστή ως η «Διαδικασία της 28ης Φεβρουαρίου».[29]

Το επόμενο κόμμα που δημιουργήθηκε από την κρυφή ηγεσία του Ερμπακάν (στον οποίο είχε επιβληθεί αποκλεισμός από την πολιτική ζωή για 5 χρόνια), το Κόμμα Αρετής, μετρίασε ακόμα περισσότερο τις αναφορές του στον Ισλαμισμό. Η πιο σημαντική αλλαγή όμως έγινε στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής: Η Δύση έπαψε να αντιμετωπίζεται ως προαιώνιος εχθρός, η αντιδυτική ρητορική σταμάτησε και η προοπτική της ένωσης της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση αντιμετωπίστηκε ρεαλιστικότερα.[30] Στο Κόμμα Αρετής που και αυτό απαγορεύτηκε από το Συνταγματικό Δικαστήριο τον Ιούνιο του 2001 έγινε ορατή πλέον και αναγνωρίστηκε και από τα μέλη του, η διαίρεση μεταξύ «συντηρητικών» και «ανανεωτών». Η αλλαγή στην πολιτική ατζέντα που συνέβη τα προηγούμενα χρόνια, ανάγκασε τα μέλη να ταχτούν είτε υπέρ της είτε κατά. Έτσι, δημιουργούνται πλέον δυο νέα κόμματα. Το Κόμμα Ευτυχίας που συμπεριέλαβε τους ριζοσπάστες ισλαμιστές, που ήθελαν να παραμείνουν πιστοί στην ιδεολογία του Ερμπακάν, και στο Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης που συμπεριέλαβε τα στελέχη που ήθελαν μετριοπαθέστερες θέσεις προκειμένου να δημιουργήσουν ένα μεγάλο πολυσυλλεκτικό κόμμα. [31] Η δημοφιλία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν αλλά και οι μετριοπαθείς, πιο σύγχρονες θέσεις του κόμματος, έκαναν γρήγορα το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης να ξεχωρίσει από όλα τα κόμματα, ισλαμικά και μή, και αφότου, ο ηγέτης του διακήρυξε πολλές φορές και ιδιωτικά και δημόσια την αλλαγή ως προς τον τρόπο θέασης του Ισλάμ, το ΔκΑ κατάφερε να γίνει ο εκπρόσωπος της δεξιάς και ακροδεξιάς παράταξης στη σύγχρονη Τουρκία, και από το 2002 η κυβέρνηση της χώρας.

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. και σε αυτό διέφερε από το κίνημα των Νεότουρκων που είχε υιοθετήσει το τρίπτυχο: τουρκισμός, Ισλάμ και εκδυτικισμός.
  2. Πιο συγκεκριμένα, η Αγία Σοφία (η χριστιανική βασιλική του Ιουστινιανού του έκτου αιώνα, η οποία είχε μετατραπεί σε τζαμί από τον Μεχμέτ Β') έγινε μουσείο το 1935
  3. Η θρησκευτική φιλοσοφία τους, εκφρασμένη στο βιβλίο Risale-i Nur (Το Μήνυμα του Φωτός), του ιδρυτή τους Bediüzzaman Said Nursi (1873-1960), έβρισκε ευρεία απήχηση στην περιφέρεια, ιδιαίτερα στις κουρδικές περιοχές της νοτιοανατολικής Μ. Ασίας,
  4. Η τουρκο-ισλαμική σύνθεση παρουσιάστηκε αρχικά, την δεκαετία του 1960, από την δεξιά ομάδα διανοουμένων «Εστία των Φωτισμένων». Η ομάδα αυτή προσδοκούσε να ανανεώσει την πολιτική σκέψη της δεξιάς με τη σύζευξη τουρκικών και ισλαμικών στοιχείων, δημιουργώντας μια εθνική ιδεολογία. Ιδεολογία που θα μπορούσε να αποτελέσει και αντίβαρο στο μονοπώλιο της αριστερής σκέψης και διανόησης που κυριαρχούσε τότε στην Τουρκία. [22]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Ergin Yildizoğlu, Ronnie Margulies (Ιούλιος - Αύγουστος 1988). «The Political Uses of Islam in Turkey». Middle East Report 153 (153). https://merip.org/1988/07/the-political-uses-of-islam-in-turkey/. 
  2. Σπανάκης, σελ. 28.
  3. Loc.
  4. Σπανάκης, σελ. 31-32.
  5. Σπανάκης, σελ. 32.
  6. Παπακώστα, σελ. 11 - 12.
  7. 7,0 7,1 SELÇUK, σελ. 22.
  8. https://www.topontiki.gr/2022/03/08/to-politiko-islam-stin-tourkia-istoria-ke-exelixi/
  9. Seker, σελ. 135.
  10. Yalman, A.; E. (January 1947). «The Struggle for Multi-Party Government in Turkey». The Middle East Journal 1, no. 1: 48-49. https://www.jstor.org/stable/4321827. 
  11. Rand1, σελ. 35.
  12. Seker, σελ. 136.
  13. https://www.taylorfrancis.com/chapters/mono/10.4324/9780203873359-7/history-islamist-parties-turkey-national-order-party-justice-development-party-akp
  14. https://www.eurasiareview.com/05092015-the-naqshbandi-khalidi-order-and-political-islam-in-turkey-analysis/
  15. Μούδουρος, σελ. 115.
  16. Μούδουρος, σελ. 112.
  17. Γιάννης Σαρακιώτης (30 Αυγούστου 2022). ««Ισλάμ & κομμουνιστικό κίνημα στην Τουρκία κατά τον 20ό αιώνα»» (PDF). Η ΑΥΓΗ.  «[...]οι «τουρκο-ισλαμικές» ζυμώσεις της δεκαετίας του 1980 είχαν ένα θύμα και αυτό δεν ήταν άλλο από το Κομμουνιστικό κίνημα. Ιδίως κατά την προηγηθείσα δεκαετία του 1970, στην Τουρκία εκτυλίχθηκε ένας οιονεί εμφύλιος πόλεμος με χιλιάδες θύματα και τρία στρατόπεδα: τους Ισλαμιστές, τους Εθνικιστές και τους Κομμουνιστές. Εν μέσω Ψυχρού Πολέμου και υπό τη μέγγενη της σοβιετικής απειλής, η κεμαλική τουρκική γραφειοκρατία εξωθήθηκε να συμπράξει και επισήμως με τους Ισλαμιστές, προκειμένου να καταπολεμηθεί ο «κομμουνιστικός κίνδυνος», όπερ και εγένετο μέσω του πραξικοπήματος, το οποίο έφερε στην εξουσία τον Στρατηγό Kenan Evren το 1980.[...]»
  18. Eligur, σελ. 67.
  19. Eligur, σελ. 71.
  20. SELÇUK, σελ. 23.
  21. 21,0 21,1 21,2 Narli.
  22. https://hellanicus.lib.aegean.gr/bitstream/handle/11610/12415/file0.pdf?sequence=1
  23. Karakas, σελ. 17.
  24. Karakas, σελ. 22.
  25. 25,0 25,1 SELÇUK, σελ. 25.
  26. Taniyici, σελ. 472.
  27. Taniyici, σελ. 474.
  28. SELÇUK, σελ. 29.
  29. Taniyici, σελ. 463.
  30. SELÇUK, σελ. 27.
  31. Μούδουρος, σελ. 218.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]