Παλάτσο Πίττι

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Παλάτσο Πίτι)
Παλάτσο Πίτι
Palazzo Pitti
Χάρτης
Είδοςμουσείο τέχνης[1][2][3], μουσείο μοντέρνας τέχνης[2], Ιταλικό εθνικό μουσείο[2], μέγαρο και d:Q124830411[3]
Αρχιτεκτονικήαναγεννησιακή αρχιτεκτονική
ΔιεύθυνσηPiazza de' Pitti, 1 και Piazza Pitti 1, 50125 Firenze[3]
Γεωγραφικές συντεταγμένες43°45′55″N 11°15′0″E
Διοικητική υπαγωγήΦλωρεντία[2]
Τοποθεσίαιστορικό κέντρο της Φλωρεντία
ΧώραΙταλία[4]
Έναρξη κατασκευής1458[5]
Χρήσημουσείο τέχνης
ΑρχιτέκτοναςΦιλίππο Μπρουνελλέσκι[6] και Λούκα Φαντσέλι[6]
Προστασίαιταλικό πολιτισμικό αγαθό
Ιστότοπος
Επίσημος ιστότοπος
Commons page Πολυμέσα

Το Παλάτσο Πίττι (Palazzo Pitti - ανάκτορο, μέγαρο [των] Πίττι) είναι μεγάλη κτιριακή κατασκευή στη Φλωρεντία. Βρίσκεται νότια του ποταμού Άρνου, σε μικρή απόσταση από την Πόντε Βέκκιο (Ponte Vecchio, Παλαιά Γέφυρα). Ο πυρήνας του ανακτόρου όπως έχει σήμερα, χρονολογείται από το 1458 και ήταν αρχικά η κατοικία του Λούκα Πίττι, ενός φιλόδοξου Φλωρεντινού τραπεζίτη.

Το μέγαρο αγοράστηκε από τους Μεδίκους το 1549 και έγινε η κύρια κατοικία των οικογενειών που κυβερνούσαν το Μεγάλο Δουκάτο της Τοσκάνης. Εξελίχθηκε σε πραγματικό θησαυροφυλάκιο, καθώς οι διαδοχικές γενεές συσσώρευσαν εκεί πίνακες ζωγραφικής, κοσμήματα και κάθε είδους πολυτελή τεχνουργήματα.

Στα τέλη του 18ου αιώνα, το ανάκτορο χρησιμοποιήθηκε από τον Ναπολέοντα όταν αυτός περνούσε από την πόλη. Αργότερα αποτέλεσε για λίγο το βασιλικό ανάκτορο της πρόσφατα ενωμένης Ιταλίας. Το 1919 ο βασιλιάς Βίκτωρ Εμμανουήλ Γ΄ το δώρισε στον ιταλικό λαό. Σήμερα το ανάκτορο είναι το μεγαλύτερο μουσειακό συγκρότημα στη Φλωρεντία. Το κυρίως κτίριο έχει έκταση 32.000 τετραγωνικών μέτρων και στεγάζονται σ’ αυτό πολλές πινακοθήκες και μουσεία που αναφέρονται λεπτομερώς στη συνέχεια.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πρώιμη ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

ο Λούκα Πίττι (1398–1472) άρχισε τις εργασίες του ανακτόρου το 1458.
η Ελεονώρα του Τολέδου, δούκισσα της Φλωρεντίας, αγόρασε το ανάκτορο από τους Πίττι το 1549 για τους Μεδίκους. Προσωπογραφία του Άνιολο Μπροντσίνο

Το αυστηρό και απειλητικό αυτό κτίριο παρήγγειλε να κατασκευαστεί ο Λούκα Πίττι, Φλωρεντινός τραπεζίτης, φίλος και από τους σημαντικότερους υποστηρικτές του Κόζιμο Α΄ των Μεδίκων του «Πρεσβύτερου» (Cosimo de' Medici «il Vecchio»). Η πρώιμη ιστορία του ανακτόρου είναι ένα κράμα πραγματικότητας και μύθου. Φημολογείται ότι ο Πίττι ζήτησε να είναι τα παράθυρα μεγαλύτερα από την κύρια είσοδο του Παλάτσο Μέντιτσι Ρικκάρντι και η εσωτερική αυλή του να χωρά ολόκληρο το Παλάτσο Στρότσι. Ο Βαζάρι, που έγραψε τον 16ο αιώνα, διατείνεται ότι αρχιτέκτονας ήταν ο Μπρουνελλέσκι κι ότι ο μαθητής του Λούκα Φαντσέλλι απλώς τον βοηθούσε σε αυτό το έργο. Σήμερα πιστεύεται ότι το ανάκτορο είναι έργο του Φαντσέλλι. Γιατί, πέρα από οφθαλμοφανείς διαφορές ύφους από άλλα έργα του, ο Μπρουνελλέσκι πέθανε δώδεκα χρόνια πριν αρχίσει η ανέγερση του μεγάρου. Το σχέδιο, τόσο το γενικό όσο και των ανοιγμάτων του κτιρίου (πόρτες, παράθυρα), φανερώνουν ότι ο άγνωστος αρχιτέκτονας έκλινε περισσότερο προς τη λειτουργική αρχιτεκτονική κατοικιών παρά προς τους ουμανιστικούς κανόνες που διατύπωσε ο Λέον Μπαττίστα Αλμπέρτι στο περί οικοδομικής βιβλίο του De Re Aedificatoria.

Παρά το ότι ήταν επιβλητικό, το αρχικό ανάκτορο δεν μπορούσε να συναγωνιστεί τα ενδιαιτήματα των Μεδίκων ως προς το μέγεθος και το περιεχόμενο. Η εμφανής λιθοδομή του δίνει στο ανάκτορο μιαν αυστηρή και δυνατή εμφάνιση που ενισχύεται από τρεις επάλληλες σειρές αψιδωτών ανοιγμάτων, που παραπέμπουν σε ρωμαϊκό υδραγωγείο. Το ρωμαϊκό ύφος στην αρχιτεκτονική ανταποκρινόταν στην προτίμηση των Φλωρεντινών για το νέο ύφος all'antica. Αυτό το αρχικό σχέδιο άντεξε στη δοκιμασία του χρόνου. Τα πιο πάνω χαρακτηριστικά της πρόσοψής του επαναλήφθηκαν στις μεταγενέστερες προσθήκες και η επίδρασή του είναι φανερή σε πλήθος μιμήσεων του ΙΣΤ’ αιώνα και σε αναβιώσεις του ΙΘ’ αιώνα. Οι εργασίες σταμάτησαν λόγω οικονομικών δυσκολιών του Λούκα Πίττι μετά τον θάνατο του Κοσμά το 1464, κι όταν κι ο ίδιος πέθανε το 1472, το μέγαρο δεν είχε ολοκληρωθεί.

Οι Μέδικοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

lunetta ζωγραφισμένη το 1599 από τον Γιούστο Ούτενς, που δείχνει το ανάκτορο πριν από τις επεκτάσεις του, με το αμφιθέατρο και τους κήπους του Μπόμπολι πίσω. Η κόκκινη πέτρα που εξορύχθηκε από το μέρος αυτό χρησιμοποιήθηκε για τις επεκτάσεις.

Το κτίριο πουλήθηκε το 1549 από τον Μπουονακκόρσο Πίττι, ένα απόγονο του Λουκά, στην Ελεονώρα του Τολέδου. Μεγαλωμένη στην πολυτελή αυλή της Νάπολης, η Ελεονώρα ήταν σύζυγος του Κόζιμο Α΄ των Μεδίκων, που έγινε αργότερα μέγας δούκας της Τοσκάνης. Κατά την εγκατάστασή του στο ανάκτορο Πίττι, ο Κοσμάς ανέθεσε στον Βαζάρι την επέκταση του κτιρίου έτσι ώστε να ανταποκρίνεται στις αισθητικές του προτιμήσεις. Το κτίριο υπερδιπλασιάστηκε με την προσθήκη μιας νέας κατασκευής στην πίσω πλευρά του. Ο Βαζάρι κατασκεύασε επίσης το Corridoio Vasariano, έναν υπερυψωμένο διάδρομο που ξεκινούσε από το Παλάτσο Βέκκιο, το παλιό ανάκτορο των Μεδίκων και έδρα της κυβέρνησης, περνούσε μέσα από το Ουφφίτσι και πάνω από το Πόντε Βέκκιο κι έφτανε στο Πίττι. Έτσι μπορούσαν οι Μέδικοι να μεταβαίνουν από την επίσημη διαμονή τους στο νέο τους παλάτι εύκολα και με ασφάλεια. Αρχικά το Παλάτσο Πίττι χρησιμοποιούνταν κυρίως για τη φιλοξενία επισήμων επισκεπτών και για εκδηλώσεις της αυλής, ενώ κύρια διαμονή των Μεδίκων παρέμενε το Παλάτσο Βέκκιο. Μόνιμη κατοικία των Μεδίκων και στέγη των καλλιτεχνικών τους συλλογών έγινε επί Φερινάνδου Α΄, γιου του Κόζιμο και της Ελεονώρας.

Έκταση στον λόφο του Μπόμπολι, πίσω από το κτίριο, αποκτήθηκε για να δημιουργηθεί ένα μεγάλο τυπικό πάρκο και κήποι, γνωστό σήμερα ως Giardini di Boboli (Κήποι του Μπόμπολι). Την αρχιτεκτονική του τοπίου ανέλαβε ο Νικκολό Τρίμπολο, που πέθανε όμως πολύ σύντομα και τον διαδέχτηκε ο Μπαρτολομέο Αμμαννάτι. Το αρχικό σχέδιο των κήπων προέβλεπε ως κέντρο τους ένα αμφιθέατρο πίσω από το κυρίως κτίριο. Το πρώτο έργο που τεκμηριωμένα παραστάθηκε ήταν η Γυναίκα από την Άνδρο του Τερέντιου. Ακολούθησαν πολλά έργα κλασικής έμπνευσης Φλωρεντινών δραματουργών για την ψυχαγωγία της καλλιεργημένης αυλής των Μεδίκων με περίτεχνες σκηνογραφίες του αυλικού αρχιτέκτονα Μπαλντασσάρρε Λάντσι.

Το cortile και επεκτάσεις

Αρχιτεκτονικό σχέδιο του Παλάτσο Πίττι του 19ου αιώνα

Ο Αμμαννάτι δημιούργησε μια μεγάλη αυλή πίσω από την κύρια πρόσοψη για να συνδέσει το παλάτι με τους νέους του κήπους. Αυτή η αυλή έχει ακόμη πιο έντονη λιθοδομή, που έτυχε ευρείας μιμήσεως, με χαρακτηριστικότερη αυτήν του ανακτόρου του Λουξεμβούργου στο Παρίσι, της Μαρίας των Μεδίκων. Στην κύρια πρόσοψη ο Αμμαννάτι δημιούργησε επίσης τα «γονατιστά» παράθυρα (finestre inginocchiate), που παραπέμπουν στο prie-dieu, μια επινόηση του Μιχαήλ Άγγελου (ένα έπιπλο για προσευχή). Μεταξύ 1558 και 1570 ο Αμμαννάτι κατασκεύασε ένα μνημειώδες κλιμακοστάσιο που οδηγεί μεγαλοπρεπώς στο piano nobile, στον όροφο του κτιρίου με τις αίθουσες δεξιώσεων και τα υπνοδωμάτια των ιδιοκτητών.

Στον κήπο ο Αμμαννάτι επεξέτεινε τις πτέρυγες ούτως ώστε να περικλείουν μιαν αυλή σκαμμένη σε απότομη λοφοπλαγιά, που ήρθε στο ίδιο επίπεδο με την πλατεία της πρόσοψης, και σε οπτική επαφή πλέον μέσω της κεντρικής αψίδας του ισογείου. Στην αυλή κατασκεύασε ένα τεχνητό σπήλαιο, το «Σπήλαιο του Μωϋσή» (Grotta di Mosè) που ονομάστηκε έτσι από το άγαλμα από κόκκινο πορφυρίτη που βρίσκεται μέσα. Πάνω από το σπήλαιο κατασκεύασε μία κρήνη που το 1641 αντικαταστάθηκε από την Κρήνη της Αγκινάρας (Fontana del Carciofo) του Φραντσέσκο Σουζίνι.

Το 1616 διεξήχθη διαγωνισμός σχεδίου για την επέκταση της κύριας πρόσοψης κατά τρεις εσοχές σε κάθε άκρη της. Προκρίθηκε το σχέδιο του Τζούλιο Παρίτζι που άρχισε τις εργασίες στη βόρεια πλευρά το 1618, ενώ αυτές στη νότια άρχισαν το 1631 υπό τον Αλφόνσο Παρίτζι. Κατά τον 18ο αιώνα δύο κάθετες πτέρυγες κατασκευάστηκαν από τον Τζουζέππε Ρουτζέρι για να δημιουργηθεί μία επικεντρωμένη ως προς την πρόσοψη πλατεία στη Βία Ρομάνα, το πρότυπο της cour d'honneur, που έτυχε κι αυτό ευρείας μιμήσεως στη Γαλλία. Διάφορες μικρότερες προσθήκες και τροποποιήσεις γίνονταν στη συνέχεια για πολλά χρόνια.

Στον κήπο, δίπλα στο κτίριο και προς την πλευρά του Άρνου, βρίσκεται το από τον Μπερνάρντο Μπουονταλέντι σχεδιασμένο παράξενο σπήλαιο, La Grotta del Buontalenti. Ο Βαζάρι είχε κατασκευάσει το κάτω μέρος της πρόσοψης αλλά ο Μπουονταλέντι ανέτρεψε την αυστηρή του γραμμή τοποθετώντας στο άνω μέρος το οικόσημο των Μεδίκων στο κέντρο πλήθους σταλακτιτών από ελαφρόπετρα. Το εσωτερικό κυμαίνεται επίσης μεταξύ αρχιτεκτονικής και φύσης. Στον πρώτο του χώρο, ενσωματωμένα στους τοίχους, υπάρχουν αντίγραφα των τεσσάρων ημιτελών σκλάβων του Μιχαήλ Αγγέλου, τα οποία μοιάζουν να υποβαστάζουν την οροφή που έχει μια μεγάλη οπή (oculus) στο κέντρο της και είναι ζωγραφισμένη alla rustica με ζώα, φυτά και διάφορες μορφές. Τα ίδια θέματα σε γύψο και ελαφρόπετρα κοσμούν τους τοίχους. Ένα σύντομο πέρασμα οδηγεί στον μικρό δεύτερο χώρο και μετά στον τρίτο, στο κέντρο του οποίου βρίσκεται μία κρήνη. Στο κέντρο της στέκεται η Αφροδίτη του Τζαμπολόνια που κοιτάζει φοβισμένη πάνω από τον ώμο της τέσσερις σατύρους που την καταβρέχουν από τις άκρες.

Οίκοι της Λωρραίνης και Σαβοΐας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το ανάκτορο παρέμεινε η κύρια κατοικία των Μεδίκων μέχρι τον θάνατο του τελευταίου άρρενος της δυναστείας Τζαν Γκαστόνε στα 1737. Κατοικήθηκε μετά για ένα σύντομο διάστημα από την αδελφή του, την ηλικιωμένη εκλεκτόρισσα του Παλατινάτου. Μετά τον θάνατό της ο οίκος των Μεδίκων εξέλιπε και το ανάκτορο περιήλθε στην κατοχή των νέων μεγάλων δουκών της Τοσκάνης, του αυστριακού οίκου των Αψβούργων-Λωρραίνης. Η αυστριακή κυριαρχία διήρκεσε μέχρι το 1860, με μία σύντομη διακοπή επί Ναπολέοντος, όταν αυτός ήλεγχε όλη την Ιταλία.

Το 1860, ως αποτέλεσμα του αγώνα της ιταλικής ενοποίησης (Risorgimento), ο οίκος της Σαβοΐας έγινε κύριος της Τοσκάνης και η Φλωρεντία πρωτεύουσα του βασιλείου της Ιταλίας για ένα μικρό διάστημα, κατά το οποίο ο Βίκτωρ Εμμανουήλ Β’ διέμενε στο Παλάτσο Πίττι (μέχρι το 1871). Ο εγγονός του Βίκτωρ Εμμανουήλ Γ’ δώρισε το ανάκτορο στο έθνος το 1919. Το κυρίως κτίριο και άλλα κτίσματα στους κήπους του Μπόμπολι διαιρέθηκαν τότε σε έξι μουσειακούς χώρους στους οποίους εξετέθησαν όχι μόνο τα καλλιτεχνήματα που ήδη υπήρχαν αλλά και πολλά άλλα που αποκτήθηκαν από το κράτος.

Η Παλατινή Πινακοθήκη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Sala di Giove : τοιχογραφίες και γύψινα του Πιέτρο ντα Κορτόνα.

Η Παλατινή Πινακοθήκη (Galleria Palatina), το κυριότερο μουσείο του Παλάτσο Πίττι, περιέχει πάνω από 500 αναγεννησιακούς κυρίως πίνακες, που αποτελούσαν κάποτε μέρος των ιδιωτικών συλλογών των Μεδίκων και των διαδόχων τους. Ανάμεσά τους πίνακες των Ραφαήλ, Τιτσιάνο, Περουτζίνο, Κορρέτζο, Πέτερ Πάουλ Ρούμπενς και Πιέτρο ντα Κορτόνα. Η διάταξη της πινακοθήκης θυμίζει μάλλον ιδιωτική συλλογή : τα έργα εκτίθενται ακόμη σα να βρίσκονται σε ένα αριστοκρατικό μέγαρο κατά τις προτιμήσεις των ιδιοκτητών τους και δεν είναι τοποθετημένα με χρονολογική σειρά ή κατά καλλιτεχνική σχολή.

Οι ωραιότερες αίθουσες είναι διακοσμημένες από τον Πιέτρο ντα Κορτόνα σε ύφος ώριμου μπαρόκ. Αρχικά ο Πιέτρο τοιχογράφησε μία μικρή αίθουσα του piano nobile, τη λεγόμενη Sala della Stufa (Αίθουσα της Θερμάστρας), με τις Τέσσερις Εποχές του Ανθρώπου, που συγκαταλέγονται στα αριστουργήματά του. Η Εποχή του Χρυσού και η Εποχή του Αργύρου ζωγραφίστηκαν το 1637, η Εποχή του Χαλκού και η Εποχή του Σιδήρου το 1641. Στη συνέχεια ο καλλιτέχνης ανάλαβε τη διακόσμηση των πέντε συνεχόμενων αιθουσών που χρησίμευαν ως αίθουσες υποδοχής των μεγάλων δουκών. Εκεί απεικόνισε την πλανητική ιεραρχία σύμφωνα με την πτολεμαϊκή κοσμολογία : Αφροδίτη, Απόλλων, Άρης, Δίας (η Αίθουσα του Θρόνου των Μεδίκων) και Κρόνος, παραλείποντας όμως τον Ερμή και τη Σελήνη που προηγούνταν της Αφροδίτης. Αυτές οι βαριά διακοσμημένες οροφές με τοιχογραφίες και περίτεχνα γύψινα, εξυμνούσαν τη γενεαλογία των Μεδίκων και τα ευεργετήματα της ενάρετης διακυβέρνησης. Μετά την αποχώρηση του Κορτόνα από τη Φλωρεντία το 1647, ο μαθητής και συνεργάτης του Τσίρο Φέρρι συμπλήρωσε το έργο στη δεκαετία του 1660. Από εδώ εμπνεύστηκε ο Λε Μπρεν τις Αίθουσες των Πλανητών στις Βερσαλλίες. Η συλλογή έγινε προσιτή στο κοινό στα τέλη του 18ου αιώνα επί μεγάλου δούκα Λεοπόλδου (μετέπειτα Λεοπόλδου Β΄της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας).

Τα σημαντικότερα από τα έργα της συλλογής παρουσιάζονται στο λήμμα "Κατάλογος έργων της Παλατινής Πινακοθήκης".

Άλλα μουσεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βασιλικά διαμερίσματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πρόκειται για 14 δωμάτια στο piano nobile, που χρησιμοποιούνταν από τους Μεδίκους και τους διαδόχους τους μέχρι τη δεκαετία του 1920. Μολονότι αρκετά μεγάλα και διακοσμημένα, δεν έχουν τη μεγαλοπρέπεια των αιθουσών της Παλατινής συλλογής, προσφέρονται όμως περισσότερο για την καθημερινή διαβίωση. Περιέχουν μια συλλογή προσωπογραφιών των Μεδίκων, πολλές από τις οποίες οφείλονται στον Γιούστους Σούστερμανς, όπως και η Προσωπογραφία του Γαλιλαίου στη Sala di Giove.

Πινακοθήκη Νεότερης Τέχνης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Πινακοθήκη Νεότερης Τέχνης (Galleria d’ Arte Moderna) περιέχει, σε περισσότερες από 30 αίθουσες, έργα του τοσκανικού καλλιτεχνικού κινήματος των Μακιαγιόλι, και άλλων ιταλικών ρευμάτων κατά το τέλος του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα. Η λειτουργία της άρχισε το 1928. Εκτίθενται έργα των Τζοβάννι Φαττόρι, Σιλβέστρο Λέγκα, Τελέμακο Σινιορίνι κ.α.

Μουσείο Ασημικών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Μουσείο Ασημικών (Museo degli Argenti), αποκαλούμενο και «Θησαυρός των Μεδίκων», περιέχει μιαν ανεκτίμητη συλλογή ασημικών, καμέο, και έργων σε ημιπολύτιμους λίθους, πολλά από τα οποία προέρχονται από τη συλλογή του Λαυρέντιου του Μεγαλοπρεπούς. Περιέχονται επίσης επαργυρωμένα αρχαία αγγεία και μία πολύ όμορφη συλλογή γερμανικών χρυσών και αργυρών μικροτεχνημάτων. Οι αίθουσές του είναι τοιχογραφημένες κατά τον 17ο αιώνα και ομορφότερες θεωρούνται οι τοιχογραφίες του Τζοβάννι ντι Σαν Τζοβάννι.

Μουσείο Πορσελάνης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το "Casino del Cavaliere" στους Κηπους του Μπόμπολι, όπου βρίσκεται το Μουσείο Πορσελάνης

Το Μουσείο Πορσελάνης (Museo delle Porcellane) στεγάζεται στο Casino del Cavaliere στους Κήπους του Μπόμπολι. Περιέχει πορσελάνες των Σεβρών και του Μάισσεν, δώρα Ευρωπαίων ηγεμόνων προς τους κυβερνήτες της Τοσκάνης ή ειδικές παραγγελίες των μεγάλων δουκών.

Μουσείο Ενδυμάτων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Μουσείο Ενδυμάτων (Galleria del Costume) στεγάζεται σε μία πτέρυγα του ανακτόρου, στην Palazzina della Meridiana. Διαθέτει θεατρικά κοστούμια από τον 16ο αιώνα μέχρι τις μέρες μας. Είναι το μόνο μουσείο της Ιταλίας που εξετάζει λεπτομερώς την ιστορία της ιταλικής μόδας.

Μουσείο Αμαξών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πίσω όψη του κεντρικού κτιρίου του ανακτόρου και το αμφιθέατρο στους Κήπους του Μπόμπολι.

Το Μουσείο Αμαξών (Museo delle carrozze) βρίσκεται στο ισόγειο του ανακτόρου και εκτίθενται σ’ αυτό κυρίως μεταφορικά μέσα που χρησιμοποιούνταν από την αυλή των μεγάλων δουκών στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα. Μερικές άμαξες φέρουν επίχρυσα στέμματα και άλλες επιχρυσώσεις, κάποιες μάλιστα είναι και «τοιχογραφημένες».


Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]