Μετάβαση στο περιεχόμενο

Παθανθές το εδώδιμον

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Φρούτο του Πάθους,
Μαρακούγια,
Μοβ γκραναντίλλα,
Γκρεναντίλλ
(Passiflora edulis)
Άνθος φρούτου του Πάθους.
Άνθος φρούτου του Πάθους.
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Φυτά (Plantae)
Συνομοταξία: Αγγειόσπερμα (Angiosperms)
Ομοταξία: Ευδικοτυλήδονα (Eudicots)
Υφομοταξία: Ροδίδες (Rosidae)
Τάξη: Μαλπιγειώδη (Malpighiales)
Οικογένεια: Παθανθή (Passifloraceae)
Γένος: Παθανθές (Passiflora)
Είδος: Π. το εδώδιμον (P. edulis)
Διώνυμο
Παθανθές το εδώδιμον (Passiflora edulis)
John Sims (ταξινομιστής) (Sims), 1818

Το Παθανθές το εδώδιμον (Λατινικά: Passiflora edulis), είναι ένα είδος αναρριχητικού φυτού της οικογένειας των Παθανθών, εγγενές στη Βραζιλία, την Παραγουάη και τη Βόρεια Αργεντινή και στα Βράσταμα Χαλκιδικής. Στην Ελλάδα είναι επίσης γνωστό ως Πασιφλόρα ή Πασιφλώρα. Ο καρπός του είναι ευρύτατα γνωστός με τις κοινές του ονομασίες όπως φρούτο του Πάθους (Αγγλικά: passion fruit (ΗΠΑ), passionfruit (Ηνωμένο Βασίλειο και Χώρες της Κοινοπολιτείας)), μαρακουγιά (στα πορτ. maracujá, ορθή Πορτογαλική προφορά: μαρακουζά, Ισπανικά: maracuyá, Ισπανική προφορά: μαρακουγιά), μοβ γκραναντίλλα (purple granadilla) (Νότια Αφρική) και γκρεναντίλλ (grenadille) (Γαλλία και τις πρώην αποικίες της).

Επιπλέον, στη Νότια Αφρική, το μεν φυτό αποκαλείται Elephant tree (ελεφαντόδεντρο) και ο καρπός Elephant fruit (ελεφαντόφρουτο), προφανώς, για τη λατρεία του συγκεκριμένου ζώου, τόσο προς το φυτό όσο και προς τον καρπό.

Εμπορικά, καλλιεργείται στις τροπικές και υποτροπικές περιοχές για τα γλυκά, σπορώδη φρούτα του και φύεται ευρέως σε αρκετές χώρες της Νότιας Αμερικής, την Κεντρική Αμερική, την Καραϊβική, την Αφρική, τη Νότια Ασία, το Ισραήλ, την Αυστραλία, τη Χαβάη (Liliko'i)[1] και τις ΗΠΑ.

Στην Ινδία, η κυβέρνηση της Άντρα Πραντές (Andhra Pradesh) άρχισε να αναπτύσσει φρούτα του Πάθους στη δασική περιοχή (Chintapalli (Vizag)), προκειμένου να τεθούν στη διάθεση των κατοίκων της περιοχής. Ο καρπός βρίσκεται επίσης και στις ζούγκλες του Assam όπου είναι γνωστός στους ντόπιους ως "lota bel".

Το φρούτο του Πάθους έχει σχήμα στρογγυλό έως ωοειδές, χρώμα κίτρινο ή σκούρο μοβ με την ωρίμανση, το εξωτερικό του είναι μαλακό προς σφιχτό, το εσωτερικό του είναι ζουμερό γεμάτο με πολυάριθμα σπόρια.[2][3] Ο καρπός είτε τρώγεται (με το κουταλάκι) είτε γίνεται χυμός και συχνά ο χυμός του προστίθεται σε άλλους χυμούς φρούτων για την ενίσχυση του αρώματος.[4]

Φρούτο του Πάθους, Μαρακούγια,
Μοβ γκραναντίλλα, Γκρεναντίλλ
(Passiflora edulis)
Ο μοβ καρπός του μαρακούγια σε διατομή και ολόκληρος.
Αφορά το ωμό φρούτο του Πάθους.
Διατροφική αξία
100 g (3.5 oz)
Ενέργεια 406 kJ
Θερμίδες 97 kcal
Βιταμίνες
Βιταμίνη Α 64 μg (8%)
βήτα-καροτένιο 743 μg (7%)
Ριβοφλαβίνη2) 0,13 mg (11%)
Νιασίνη3) 1,5 mg (10%)
Φυλλικό οξύ9) 14 μg (4%)
Χολίνη 7,6 mg (2%)
Βιταμίνη C 30 mg (36%)
Βιταμίνη K 0,7 μg (1%)
Ίχνη μετάλλων
Ασβέστιο 12 mg (1%)
Σίδηρος 1,6 mg (12%)
Μαγνήσιο 29 mg (8%)
Φωσφόρος 68 mg (10%)
Κάλιο 348 mg (7%)
Νάτριο 28 mg (2%)
Ψευδάργυρος 0,1 mg (1%)
Μονάδες μέτρησης
IU = International units
Τα ποσοστά είναι χοντρικά χρησιμοποιώντας τις συστάσεις των ΗΠΑ για τους ενήλικες.
Πηγή: usda
[5]

Το "φρούτο του Πάθους" (με κεφαλαίο "Π") ονομάζεται έτσι και όχι "φρούτο του πάθους" (με μικρό "π"), επειδή είναι ένα από τα πολλά είδη του λουλουδιού του Πάθους, που οδηγεί στην αγγλική μετάφραση του λατινικού γένους ονόματος, Passiflora.[2] Το όνομα δόθηκε από τους Ισπανούς ιεραποστόλους στη Νότια Αμερική, λόγω της παραπομπής του άνθους με το Σταυρό του Μαρτυρίου και ως μια επεξηγηματική βοήθεια, ενώ προσπαθούσαν να προσηλυτίσουν στο Χριστιανισμό, τους αυτόχθονες κατοίκους.

Υπάρχουν αρκετές ξεχωριστές ποικιλίες των φρούτων του Πάθους με σαφώς διαφορετικές εξωτερικές εμφανίσεις.[2] Η ξανθόκαρπη ποικιλία (flavicarpa), επίσης γνωστή ως το Golden Passion Fruit, μπορεί να φτάσει το μέγεθος ενός γκρέιπφρουτ, έχει ένα λείο, γυαλιστερό, φωτεινό και χαροπό φλοιό και έχει χρησιμοποιηθεί ως ρίζωμα για το Purple Passion Fruit στην Αυστραλία.[2] Η σκούρα μοβ ποικιλία edulis είναι μικρότερη από ένα λεμόνι, αν και είναι λιγότερο όξινη από ό,τι το κίτρινο φρούτο του Πάθους και έχει πλουσιότερο άρωμα και γεύση.

Αρκετές ποικιλίες φρούτων του Πάθους είναι πλούσια σε πολυφαινόλες,[6][7] και οι κίτρινες[Σημ 1][8] ποικιλίες του καρπού, βρέθηκαν να περιέχουν prunasin και άλλους κυανογόνους γλυκοζίτες (cyanogenic glycosides) στη φλούδα και στο χυμό.[8]

Ένα ποτό με φρούτο του Πάθους, σε εστιατόριο στη Σιγκαπούρη.

Χρήση στη διατροφή

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το φρούτο αυτό, το οποίο είναι πλούσιο σε βιταμίνη Α και βιταμίνη C, τρώγεται φρέσκο ως καρπός ή ως συστατικό φρουτοσαλάτας, μους, σορμπέ, κοκτέιλ, χυμού ή σιροπιού.

Χρήση για ιατρικούς σκοπούς

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στη Νότια Αμερική, το φρούτο του πάθους χρησιμοποιόταν ευρέως στην παραδοσιακή ιατρική για την καταπολέμηση του άγχους, της αϋπνίας, του άσθματος, της βρογχίτιδας, και των λοιμώξεων του ουροποιητικού συστήματος. Στη Βραζιλία, το έγχυμα των φύλλων του χρησιμοποιείται ως ηρεμιστικό. Στις Αντίλλες, τα φύλλα χρησιμοποιούνται για την καταπολέμηση της αρτηριακής υπέρτασης.

Στη Γαλλία, για τα ιάματα με βάση την Passiflora προτιμάται ένα άλλο είδος της: η Passiflora incarnata. Οι δύο ποικιλίες μοιάζουν εξαιρετικά μεταξύ τους τόσο σε μορφολογικό όσο και σε μικροσκοπικό επίπεδο, έτσι ώστε ακόμη και ειδικοί δυσκολεύονται να τις διακρίνουν.[9] Παρ’όλα αυτά, οι ελάχιστες μορφολογικές διαφορές (σε επίπεδο των νευρώσεων των φυλλωμάτων) μεταφράζονται σε μια σημαντική διαφοροποίηση στις αγχολυτικές τους ιδιότητες: στη δόση των 125 mg/kg από το στόμα, το εκχύλισμα μεθανόλης από την Passiflora incarnate παρουσιάζει σημαντική αγχολυτική δραστηριότητα, ενώ εκείνο της Passiflora edulis καμία απολύτως δραστηριότητα προς αυτή την κατεύθυνση.[10]

Προς το παρόν η επιστημονική κοινότητα δεν έχει αναγνωρίσει αντικειμενικά και επίσημα τυχόν ευεργετικές ιδιότητες της Passiflora edulis. Αξίζει να σημειωθεί πως έχουν περιγραφεί ορισμένες βραχυπρόθεσμες παρενέργειες από την κατανάλωση εγχύματος των φύλλων της:[11] το φυτό παρουσιάζει τοξικότητα σε ό,τι αφορά το πάγκρεας, το ήπαρ και τη χολή, τόσο στον άνθρωπο όσο και στα ζώα.[12]

Η παραδοσιακές ιατρικές χρήσεις[13] της Passiflora edulis συνοψίζονται ως εξής:

  • Υπέρταση: χυμός του φρούτου ή αφέψημα των φύλλων, από το στόμα.
  • Αϋπνία, άγχος: αφέψημα από το φλοιό ή τα λουλούδια του φυτού με χυμό λεμονιού, για γαργάρα.
  • Διουρητικό: αφέψημα από ξερές ρίζες, από το στόμα.
  • Σκορβούτο: κατανάλωση του φρούτου (που είναι πλούσιο σε βιταμίνη C).
  • Άσθμα: ξηρά φύλλα, για κάπνισμα (τσιγάρο ή πίπα).
  • Συμπτώματα εμμηνόπαυσης: αφέψημα των φύλλων, για πόση, με προσθήκη μελιού για γλυκύτητα μεταξύ των γευμάτων.
  • Εξάρτηση από αλκοόλ ή μορφίνη: αφέψημα αποξηραμένων φύλλων, από το στόμα.

Λάδι φρούτου του Πάθους

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το λάδι των φρούτων του Πάθους εξάγεται από τους σπόρους και αποτελείται κυρίως από λινελαϊκό οξύ (linoleic acid) (77%) με μικρότερες ποσότητες ελαϊκού οξέος (oleic acid) (15%) και παλμιτικό οξύ (palmitic acid) (10%). Έχει ποικίλες εφαρμογές στην κατασκευή καλλυντικών χρησιμεύει επίσης ως ανθρώπινη ή ζωική τροφή.

Λάδι φρούτου του Πάθους και διατομή του καρπού, όπου φαίνονται οι σπόροι.

Τα φρέσκα φρούτα του Πάθους περιέχουν βιταμίνη C (36%), διαιτητικές ίνες (42%), βιταμίνες Β, ριβοφλαβίνη (11%) και νιασίνη (10%), σίδηρο (12%) και φώσφορο (10%).[14]

Το λουλούδι της φρούτου του Πάθους είναι το εθνικό λουλούδι της Παραγουάης.[15]

Ο ιός ξυλοποίησης του φρούτου του Πάθους (Passion fruit woodiness virus) είναι ένας από τους πιο γνωστούς ιούς των φρούτων του Πάθους. Ανήκει στην ομάδα Potyvirus και μπορεί να επιτεθεί ένα φυτό σε οποιαδήποτε ηλικία από το φυτώριο έως τα ώριμα φυτά. Μερικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα περιλαμβάνουν κίτρινα φύλλα που εμφανίζουν παραμόρφωση στο μήκος των φύλλων και το σχήμα. Καθώς επηρεάζει το φύλλο, ο ιός επηρεάζει το σχήμα και το μέγεθος του καρπού. Τα επηρεασμένα φρούτα γίνονται κάπως πετρώδη και μειωμένου μεγέθους, με πολλά φρούτα όλο κάρκαδια (scabbed) και ραγίσματα. Ο ιός μεταδίδεται μέσω των μυζητικών εντόμων που ρουφάνε το χυμό του δέντρου, όπως οι αφίδες (aphids) και τα ακάρεα (mites). Η ξυλοποίηση μπορεί επίσης να μεταδοθεί μέσω της διάδοσης της βλάστησης, όπως μολυσμένα εμβόλια ή μολυσμένα εργαλεία. Δεν υπάρχει χημικός έλεγχος για τον ιό άπαξ και μολυνθεί το φυτό, αλλά η χρήση καθαρών υλικών φύτευσης μπορεί να μειώσει τη διάδοση του.[16]

Ένας από τους πιο σοβαρούς ιούς που σχετίζονται με τη βλάστηση, είναι ο ιός του μωσαϊκού αγγουριού (Cucumber mosaic virus). Στα φρούτα του Πάθους, ο ιός αυτός εμφανίζεται με κίτρινα στίγματα στα φύλλα, που ξεκινούν από τυχαία σημεία στα κλήματα και μειούμενα στην ένταση προς την κορυφή. Τα φύλλα που επεκτείνονται, συνήθως γίνονται πιο στριφτά, με τις μπούκλες προς τα κάτω και αναπτύσσουν μια "κορδονοειδή" εμφάνιση, ως αποτέλεσμα του περιορισμού της επιφάνειας του φύλλου. Είναι κινητός και μπορεί να εξαπλωθεί εύκολα μέσω των αλληλεπιδράσεων με τα άλλα φυτά, όπως το βούρτσισμα ανάμεσα στα φύλλα. Ο ιός μεταδίδεται φυσικά, δια μέσου των αφίδων και μπορεί επίσης να μεταδοθεί μηχανικά μέσω των σπόρων. Η ποικιλιακή αντίσταση είναι το κύριο εργαλείο διαχείρισης και η εξάλειψη των ζιζανίων και των μολυσμένων πολυετών καλλωπιστικών φυτών που ενδέχεται να φέρουν τον ιό είναι σημαντικά. Άπαξ και μολυνθεί το φυτό, δεν υπάρχει καμία πιθανή διαχείριση ελέγχου του ιού.[16]

Η υπέρβαση είναι ο όρος που χρησιμοποιείται όταν το φυτόπλασμα (Phytoplasma), ένα εξειδικευμένο βακτήριο, που προσβάλλει το φλοίωμα (phloem) του φυτού. Η λοίμωξη φυτοπλάσματος, χαρακτηρίζεται από μικρά χλωρωτικά (chlorotic) φύλλα, βράχυνση των μεσογονατίων διαστημάτων (internodes), υπερβολικούς πλευρικούς βλαστούς και ανώμαλα λουλούδια. Αν και έχουν υπάρξει αναφορές της νόσου εντός του φυτού του φρούτου του Πάθους,[17] πολλά μολυσμένα φυτά, προσβάλλονται χωρίς ορατά συμπτώματα της νόσου. Αν και το φυτόπλασμα μπορεί να μεταδοθεί δια μέσω του εμβολιασμού, μπορεί να ανασταλεί με την περιοδική επιθεώρηση των φυτωρίων και των περιοχών που είχαν παλιότερα λοιμώξεις.[17] Οι υπερβάσεις ανταποκρίνονται στη θεραπεία με τετρακυκλίνη, ένα κοινό ευρέως φάσματος αντιβιοτικό.

Η βακτηριακή κηλίδωση των φύλλων, η οποία προκαλεί εκκαθάριση των φλεβών, σχηματίζει φωτεινές κίτρινες αποικίες που προκαλούν τη μόλυνση και το μαρασμό των φύλλων και τελικά, την υποβάθμιση του πολτού των φρούτων, ιδιαίτερα των νεαρών καρπών. Υπό ευνοϊκές συνθήκες για τα βακτηρίδια, η μόλυνση εμφανίζεται μέσω φυσικών ανοιγμάτων ή πληγών από άλλους παθογόνους παράγοντες που επηρεάζουν τους κυτταρικούς χώρους των φύλλων. Λιπάσματα ή ένα μείγμα από χλωρίδιο του χαλκού και mancozeb, μπορεί να ελέγξει την ένταση της νόσου, αλλά δεν είναι η θεραπεία.[18]

Η βακτηριακή γράσο-κηλίδωση των φρούτων του Πάθους προκαλείται από την (Pseudomonas syringae).[19] Εμφανίζεται με το πράσινο της ελιάς έως καφέ λιπαρές στην όψη κηλίδες ή καφέ βυθισμένη κυκλικές πληγές. Σε μεταγενέστερο στάδιο, μια σκληρή κρούστα μπορεί να καλύψει τις πληγές δείχνοντας ένα χλωρωτικό φωτοστέφανο. Επηρεάζοντας κυρίως τα στόματα (stomata), η γράσο-κηλίδωση ευδοκιμεί στις υψηλές θερμοκρασίες με τη σχετική υγρασία. Για την αποφυγή της μόλυνσης, τα μέτρα που μπορούν να υιοθετηθούν περιλαμβάνουν, σπόρους φύτευσης υγειών φυτών και από χρησιμοποιούμενες υγιείς περιοχές. Έλεγχοι μυκητοκτόνων μπορούν να βοηθήσουν στην πρόληψη της περαιτέρω μόλυνσης.[19]

Μυκητολογικές ασθένειες

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ασθένεια του Κολάρου της σήψης (Collar rot), προκαλείται από το μύκητα Fusarium solani. Χαρακτηρίζεται από τις νεκρωτικές πληγές στην περιοχή του γιακά, αμαύρωση του στελέχους στο επίπεδο του εδάφους και σκοτεινό αποχρωματισμό του στελέχους. Η σήψη του στελέχους έρχεται σε επαφή με τη τροφή και τη μεταφορά του νερού εντός του φυτού, που οδηγεί στο μαρασμό του φυτού έως το θάνατο. Η λοίμωξη συμβαίνει κυρίως μέσω μολυσμένου εδάφους και μολυσμένων φυτών, που προκαλούν τα φυτά να επιβιώσουν για λίγες μόνον εβδομάδες. Δεν υπάρχουν χημικοί έλεγχοι. Η αντιμετώπιση περιλαμβάνει φύτευση δενδρυλλίων σε περιοχές που δεν επλήγησαν και τη χρήση καθαρών εργαλείων.[18]

Ο μύκητας που ονομάζεται μαρασμός του φουζαρίου (fusarium wilt), εμφανίζεται συνήθως σε ενήλικα φυτά και προκαλείται από το Fusarium oxysporum. Το παθογόνο έχει την ικανότητα να επιβιώνει για μεγάλο χρονικό διάστημα, διεισδύοντας στις ρίζες, εισβάλλοντας στο ξύλημα και αποτρέποντας τη μεταφορά του νερού και των θρεπτικών ουσιών στα άλλα όργανα του φυτού. Μόλις μολυνθεί, αυτή η ασθένεια προκαλεί κιτρίνισμα των φύλλων και καφέδισμα του αγγειακού συστήματος έως το μαρασμό και το θάνατό του. Εμφανίζεται σε οποιοδήποτε τύπο εδάφους και μολύνει όλα τα φυτά. Η διαχείριση των καλλιεργειών, περιλαμβάνει τη φύτευση καθαρών δενδρυλλίων, την εκρίζωση, την καύση των μολυσμένων φυτών και τη χρησιμοποίηση αποστειρωμένων εργαλείων.[20]

Η ανθράκωση (anthracnose), ένα έλκος που προκαλείται από το Colletotrichum gloeosporiodes, είναι ένα παθογόνο των φρούτων του Πάθους που δημιουργεί σκοτεινές και βυθισμένες πληγές του κορμού.[21] Με την επίθεση ώριμων δέντρων φρούτων του Πάθους, οι βλάβες αυτές προκαλούν έντονη φυλλόπτωση και σάπισμα των καρπών. Πολλά φύλλα πεθαίνουν λόγω των βλαβών των φύλλων και το δέρμα των καρπών γίνεται χαρτώδες. Σε θερμές και υγρές συνθήκες, η νόσος μπορεί να επιδεινωθεί, προκαλώντας κόκκινα και πορτοκαλί σπόρια που τελικά σκοτώνουν το φυτό. Η μόλυνση γίνεται μέσω των υπολειμμάτων του λουλουδιού του Πάθους, μολυσμένων σπόρων, φυτών και μοσχευμάτων. Η διαχείριση αυτής της ασθένειας, περιλαμβάνει ένα συνδυασμό από τη χρήση φυτών άνευ παθογόνων, εξαλείφοντας τις μολυσμένες περιοχές, βελτίωση του αερισμού και των συνθηκών φωτισμού. Μυκητοκτόνα με βάση το χαλκό, στις τραυματισμένες περιοχές μπορεί να εμποδίσουν την εξάπλωση της νόσου.[21]

  1. Σημ.1: Ειδική μνεία για το χυμό και την φλούδα των P. edulis και f. flavicarpa.
  1. Hawaiian Dictionaries. lilikoʻi. pk / lilikoi. 
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 Morton JF (1987). «Passionfruit, p. 320–328; In: Fruits of warm climates». Department of Horticulture and Landscape Architecture. Purdue University W. Lafayette, IN, USA: NewCrop, Center for New Crops & Plant Products. Ανακτήθηκε στις 1 Ιουλίου 2014. 
  3. Boning, Charles R. (2006). Florida's Best Fruiting Plants: Native and Exotic Trees, Shrubs, and Vines. Sarasota, Florida: Pineapple Press, Inc. σελίδες 168–171. 
  4. «Passiflora edulis Sims». Germplasm Resources Information Network. United States Department of Agriculture. 25 Ιουνίου 2007. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Ιουνίου 2011. Ανακτήθηκε στις 7 Ιανουαρίου 2010. 
  5. Link to USDA Database entry Αρχειοθετήθηκε 2016-03-09 στο Wayback Machine.
  6. Talcott ST; Percival SS; Pittet-Moore J; Celoria C (2003). «Phytochemical composition and antioxidant stability of fortified yellow passion fruit (Passiflora edulis)». J Agric Food Chem 51 (4): 935–41. doi:10.1021/jf020769q. PMID 12568552. 
  7. Devi Ramaiya S; Bujang JS; Zakaria MH; King WS; Shaffiq Sahrir MA (2013). «Sugars, ascorbic acid, total phenolic content and total antioxidant activity in passion fruit (Passiflora) cultivars». J Sci Food Agric 93 (5): 1198–1205. doi:10.1002/jsfa.587. PMID 23027609. 
  8. 8,0 8,1 Chassagne D; Crouzet JC; Bayonove CL; Baumes RL (1996). «Identification and Quantification of Passion Fruit Cyanogenic Glycosides». J Agric Food Chem 44 (12): 3817–3820. doi:10.1021/jf960381t. 
  9. K. Dhawan; S. Dhawan; A. Sharma (2004). «Passiflora : a review update». Journal of Ethnopharmacologye 94: 1-23. 
  10. K. Dhawan· S. Kumar· A. Sharma (2001). Comparative biological activity study on Passiflora incarnata and P. edulis. 72. Fitoterapia. σελίδες 698–702. 
  11. S. Zibadi; R. Ronald (2004). Passion Fruit (Passiflora edulis): composition, efficacy and safety. 1. Evidence-Based Integrative Medicine, σελ. 183-187. 
  12. Maluf E.· Barros· Frochtengarten· Benti· Leite (1991). Assessment of the hypnotic/sedative effects and toxicity of Passiflora edulis aqueous extract in rodents and humans. 5. Phytotherapy Research. 
  13. KAMBU, K.,Eléments de phytothérapie comparée; plantes médicinales africaines; U31 Centre de Recherches pédagogiques,Kinshasa,1900
  14. «Nutrition facts for Passion-fruit, (granadilla), purple, raw, 100 g». USDA Nutrient Data, SR-21. Conde Nast. Ανακτήθηκε στις 2 Απριλίου 2013. 
  15. «Paraguay: national flower». Paraguay.com. 2009. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 24 Φεβρουαρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 1 Ιουλίου 2014. 
  16. 16,0 16,1 Fischer, Ivan H.· Rezende, Jorge A. M. (2008). Pest Technology: Diseases of Passion Flower (Passiflora spp.) (PDF). Global Science Books. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 18 Αυγούστου 2014. Ανακτήθηκε στις 13 Δεκεμβρίου 2014. 
  17. 17,0 17,1 Amata RL (Ιούνιος 2011). «Manual for identification of passion fruit diseases and their management» (PDF). www.kari.org. Horticulture and Industrial Crops, Kenya Agricultural Research Institute, Nairobi. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 24 Σεπτεμβρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 14 Δεκεμβρίου 2014. 
  18. 18,0 18,1 Joy PP· Sherin CG (2012). «Diseases of passion fruit (Passiflora edulis (PDF). Kerala University, Kerala, India. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 23 Απριλίου 2013. Ανακτήθηκε στις 14 Δεκεμβρίου 2014. 
  19. 19,0 19,1 Baigent NL; Starr MP (2012-01-05). «Bacterial grease-spot disease of passion fruit». Department of Scientific and Industrial Research, Auckland (Plant Diseases Division). doi:10.1080/00288233.1963.10419317. http://www.tandfonline.com/doi/pdf/10.1080/00288233.1963.10419317. Ανακτήθηκε στις 2014-12-16. 
  20. «Fusarium wilt of passion fruit». PaDIL, an initiative of the Australian Government’s Department of Agriculture. 2007. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 14 Αυγούστου 2020. Ανακτήθηκε στις 16 Δεκεμβρίου 2014. 
  21. 21,0 21,1 Tarnowski TLB; Ploetz RC (2010). «First Report of Colletotrichum boninense, C. capsici, and a Glomerella sp. as Causes of Postharvest Anthracnose of Passion Fruit in Florida». Plant Disease 94 (6): 786. doi:10.1094/PDIS-94-6-0786C. http://apsjournals.apsnet.org/doi/abs/10.1094/PDIS-94-6-0786C. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]