Μετάβαση στο περιεχόμενο

Οσφυονωτιαία παρακέντηση

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Οσφυονωτιαία παρακέντηση
Η βελόνα εισέρχεται στον υπαραχνοειδή χώρο όπου κυκλοφορεί το εγκεφαλονωτιαίο υγρό για συλλογή δείγματος προς ανάλυση.
Ταξινόμηση
ICD-903.31
MeSHD013129

Η οσφυονωτιαία παρακέντηση είναι μια ιατρική διαδικασία στην οποία μια βελόνα εισάγεται στον υπαραχνοειδή χώρο συνήθως μεταξύ του τρίτου και του τέταρτου οσφυϊκού σπόνδυλου της κάτω σπονδυλικής στήλης για τη συλλογή του εγκεφαλονωτιαίου υγρού (ΕΝΥ) για διαγνωστικό έλεγχο.[1] Ο κύριος λόγος για την οσφυονωτιαία παρακέντηση είναι να βοηθήσει στη διάγνωση ασθενειών του κεντρικού νευρικού συστήματος, συμπεριλαμβανομένου του εγκεφάλου και της σπονδυλικής στήλης. Παραδείγματα αυτών των καταστάσεων περιλαμβάνουν την μηνιγγίτιδα και την υποαραχνοειδή αιμορραγία.[2] Άλλες ιατρικές παθήσεις που διαγιγνώσκονται είναι η εγκεφαλίτιδα, ορισμένες μορφές καρκίνου του εγκεφάλου ή της σπονδυλικής στήλης, η μυελίτιδα, η νευροσύφιλη, το σύνδρομο Γκιγιέν-Μπαρέ, οι πονοκέφαλοι άγνωστης αιτίας κ.α.[3] Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί θεραπευτικά σε ορισμένες καταστάσεις ή για τη μέτρηση της πίεσης του εγκεφαλονωτιαίου υγρού, αλλά και της ενδοκράνιας πίεσης.[2][3]

Η αυξημένη ενδοκράνια πίεση (πίεση στο κρανίο) είναι αντένδειξη, λόγω του κινδύνου συμπίεσης και ώθησης της εγκεφαλικής ύλης προς τη σπονδυλική στήλη. Μερικές φορές, η οσφυονωτιαία παρακέντηση δεν μπορεί να εκτελεστεί με ασφάλεια (για παράδειγμα λόγω σοβαρής αιμορραγικής διάθεσης). Γενικά θεωρείται ως μια ασφαλής διαδικασία, αλλά ο πονοκέφαλος μετά τη νωτιαία διάτρηση είναι μια συχνή ανεπιθύμητη ενέργεια εάν δεν χρησιμοποιηθεί μια μικρή ατραυματική βελόνα.[2][4]

Η διαδικασία συνήθως εκτελείται με τοπική αναισθησία με αποστειρωμένη τεχνική. Μια υποδερμική βελόνα χρησιμοποιείται για την πρόσβαση στον υποαραχνοειδή χώρο για τη συλλογή υγρού. Το υγρό μπορεί να σταλεί για βιοχημική, μικροβιολογική και κυτταρολογική ανάλυση. Η χρήση υπερήχων μπορεί να αυξήσει την επιτυχή συλλογή του υγρού.[5][6]

Ο λόγος για μια οσφυϊκή παρακέντηση μπορεί να είναι η διάγνωση[7] ή η θεραπεία μιας ασθένειας.[8]

Η κύρια διαγνωστική χρήση της οσφυονωτιαίας παρακέντησης είναι για τη συλλογή του εγκεφαλονωτιαίου υγρού. Η ανάλυση του ΕΝΥ μπορεί να αποκλείσει μολυσματικές,[9] φλεγμονώδεις, και νεοπλαστικές ασθένειες που επηρεάζουν το κεντρικό νευρικό σύστημα. Ο πιο συνηθισμένος σκοπός είναι η ύποπτη μηνιγγίτιδα,[10] καθώς δεν υπάρχει άλλο αξιόπιστο εργαλείο με το οποίο να μπορεί να αποκλειστεί η μηνιγγίτιδα, μια απειλητική για τη ζωή αλλά θεραπεύσιμη κατάσταση. Κατ' ανάλογο τρόπο, τα βρέφη συνήθως απαιτούν οσφυονωτιαία παρακέντηση ως μέρος του συνήθους ελέγχου για πυρετό άγνωστης αιτίας που οφείλεται σε μηνιγγίτιδα, η οποία είναι πιο συχνή σε βρέφη από ό,τι σε ηλικιωμένα άτομα. Τα βρέφη επίσης δεν εμφανίζουν συμπτώματα μηνιγγικού ερεθισμού (μηνιγγισμός) όπως δυσκαμψία στο λαιμό και πονοκέφαλο όπως οι ενήλικες για να μπορεί να γίνει η διάγνωση της μηνιγγίτιδας.[11] Μια οσφυονωτιαία παρακέντηση μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί για να ανιχνευθεί εάν κάποιος βρίσκεται στο «στάδιο Ι» ή στο «στάδιο ΙΙ» της αφρικανικής τρυπανοσωμίασης που προκαλείται από το Τripanosoma brucei. Σε οποιαδήποτε ηλικιακή ομάδα, διαγνωσεις παθολογικών καταστάσεων, όπως υποαραχνοειδής αιμορραγία, υδροκεφαλία, καλοήθης ενδοκράνια υπέρταση και πολλές άλλες μπορούν να αποκλειστούν με την εξέταση αυτή. Η οσφυονωτιαία παρακέντηση μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί για την ανίχνευση της παρουσίας κακοήθων κυττάρων στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό, όπως στην λεπτομηνιγγική καρκινωμάτωση ή στο μυελόβλαστωμα. Τέλος, στην περίπτωση που το ΕΝΥ περιέχει λιγότερα από 10 ερυθρά ανά χιλ (RBC / mm³) θεωρείται φυσιολογικό. Αντίθετα, όταν η τιμή είναι 100 RBC / mm³ ή μεγαλύτερη αποτελεί ένδειξη για την ύπαρξη υπαραχνοειδούς αιμορραγίας, ειδικά αν ανιχνεύεται παράλληλα ξανθοχρωμία.[7][12]

Η οσφυονωτιαία παρακέντηση χρησιμοποιείται για την έγχυση φαρμάκων στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό (ενδορραχιαία), ιδιαίτερα στην περίπτωση της ραχιαίας αναισθησίας[13] ή της χημειοθεραπείας.[7] Παράλληλα, χρησιμοποιείται στην προσωρινή θεραπεία της ιδιοπαθούς ενδοκράνιας υπέρτασης στην περίπτωση της οποίας εκτελείται περισσότερες από μία φορές. Αυτή η ασθένεια χαρακτηρίζεται από αυξημένη πίεση του ΕΝΥ και μπορεί να προκαλέσει πονοκέφαλο και μόνιμη απώλεια όρασης. Κι ενώ η θεραπεία βασίζεται κυρίως στη φαρμακευτική αγωγή, σε ορισμένες περιπτώσεις χρησιμοποιείται η οσφυονωτιαία παρακέντηση, η οποία μπορεί να βελτιώσει τα συμπτώματα. Η μέθοδος αυτή δεν συνιστάται, ωστόσο, ως βασική θεραπεία λόγω της δυσφορίας και του κινδύνου της διαδικασίας, όπως επίσης της μικρής διάρκειας της αποτελεσματικότητάς της.[14][15] Τέλος, η οσφυονωτιαία παρακέντηση χρησιμοποιείται σε ορισμένα άτομα με υδροκέφαλο φυσιολογικής πίεσης (χαρακτηρίζεται από ακράτεια ούρων, αλλαγή της ικανότητας σωστής βάδισης και άνοια) για την ανακούφιση των συμπτωμάτων μετά την αφαίρεση του ΕΝΥ.[16]

Η οσφυονωτιαία παρακέντηση δεν πρέπει να εκτελείται στις ακόλουθες περιπτώσεις:

Αυξημένη ιδιόπαθης (μη αναγνωρισμένη αιτία) ενδοκράνια πίεση.[17]

  • Σκεπτικό: η παρακέντηση παρουσία αυξημένης ενδοκράνιας πίεσης μπορεί να προκαλέσει εγκεφαλική κήλη.
  • Εξαίρεση: θεραπευτική χρήση οσφυονωτιαίας παρακέντησης για τη μείωση της ιδιοπαθούς ενδοκράνιας πίεσης, αλλά μόνο εάν έχει αποκλειστεί η απόφραξη (για παράδειγμα στην τρίτη κοιλία του εγκεφάλου)
  • Προφύλαξη μέσω της αξονικής τομογραφίας εγκεφάλου, ειδικά στις ακόλουθες καταστάσεις: (α) ηλικία> 65, (β) μειωμένη κλίμακα της Γλασκώβης, (γ) πρόσφατο ιστορικό επιληπτικών κρίσεων, (δ) εστιακά νευρολογικά σημεία, (ε) μη φυσιολογικό αναπνευστικό μοτίβο, (στ) υπέρταση με βραδυκαρδία και επιδείνωσή της συνείδησης
  • Προφύλαξη μέσω οφθαλμοσκόπησης για ανίχνευση οιδήματος οπτικής θηλής

Αιμορραγική διάθεση (σχετική)[17]

  • Διαταραχή της πήξης του αίματος (π.χ. θρομβοπενία)
  • Μειωμένος αριθμός αιμοπεταλίων (<50 x 109 / L)

Λοιμώξεις

  • Λοίμωξη του δέρματος στο σημείο της παρακέντησης

Συγγενείς ανωμαλίες της σπονδυλικής στήλης (π.χ. μηνιγγομυελοκήλη).

Ανεπιθύμητες ενέργειες

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Επισκληρίδιο έμπλαστρο αίματος. Αίμα ασθενή εγχύεται στον υπαραχνοειδή χώρο για τον σχηματισμό θρόμβων αίματος και κλείσιμο του σημείου της διάτρησης.

Ο πονοκέφαλος μαζί με το αίσθημα της ναυτίας μετά την παρακέντηση είναι η πιο κοινή επιπλοκή. Αντιμετωπίζεται συχνά με φάρμακα για τον πόνο και έγχυση υγρών. Η επιπλοκή αναφέρεται ότι μπορεί να αποφευχθεί με αυστηρή διατήρηση της ύπτιας στάσης για δύο ώρες μετά την επιτυχή παρακέντηση, αν και δεν έχει επιβεβαιωθεί σε σύγχρονες μελέτες που περιλαμβάνουν μεγάλο αριθμό ασθενών. Η πραγματοποίηση της διαδικασίας με το άτομο να βρίσκεται στο ένα του πλευρό μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο.[18] Η ενδοφλέβια ένεση καφεΐνης είναι συχνά αρκετά αποτελεσματική στην μείωση αυτών των πονοκεφάλων. Ένας πονοκέφαλος που είναι επίμονος παρά τη μακρά περίοδο πλάγιας τοποθέτησης του σώματος και ο οποίος εμφανίζεται μόνο όταν κάποιος κάθεται μπορεί να είναι μία ένδειξη διαρροής ΕΝΥ από το σημείο της οσφυονωτιαίας παρακέντησης. Το πρόβλημα αυτό μπορεί να αντιμετωπιστεί με τη χρήση επισκληρίδιου έμπλαστρου αίματος, όπου το αίμα του ατόμου εγχέεται πίσω στη θέση διαρροής για να προκαλέσει σχηματισμό θρόμβου και να σφραγίσει τη διαρροή.

Ο κίνδυνος της κεφαλαλγίας και η ανάγκη για αναλγησία και έμπλαστρο αίματος μειώνεται πολύ εάν χρησιμοποιηθεί ατραυματική βελόνα. Η βελόνα αυτή δεν επηρεάζει το ποσοστό επιτυχίας της διαδικασίας.[19][20] Ωστόσο, αν και το κόστος και η δυσκολία είναι παρόμοια, η χρήση ατραυματικής βελόνας παραμένει χαμηλή - το 2014 ήταν περίπου μόνο 16%.[21]

Η επαφή μεταξύ της πλευράς της βελόνας της οσφυονωτιαίας παρακέντησης και της ρίζας του νωτιαίου νεύρου μπορεί να οδηγήσει σε ανώμαλη αίσθηση (παραισθησία) στο πόδι κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Στην περίπτωση που συμβεί είναι αβλαβής και οι ασθενείς μπορούν να προειδοποιηθούν σχετικά πριν την επέπμβαση για να ελαχιστοποιηθεί το άγχος τους.

Σοβαρές επιπλοκές από μια σωστά εκτελεσμένη οσφυονωτιαία παρακέντηση είναι εξαιρετικά σπάνιες.[22] Περιλαμβάνουν το επισκληρίδιο αιμάτωμα, την αραχνοειδίτιδα και το τραύμα στον νωτιαίο μυελό ή στις ρίζες του νωτιαίου νεύρου με αποτέλεσμα την αδυναμία ή απώλεια αίσθησης ή ακόμη και παραπληγία. Το τελευταίο είναι εξαιρετικά σπάνιο, καθώς το επίπεδο στο οποίο τελειώνει ο νωτιαίος μυελός (συνήθως το κατώτερο όριο του Ο1, αν και είναι ελαφρώς χαμηλότερο στα βρέφη) είναι πιο ψηλά από το σημείο στο οποίο γίνεται η οσφυονωτιαία παρακέντηση (Ο3 / Ο4). Τέλος, υπάρχουν αναφορές περιπτώσεων οσφυονωτιαίας παρακέντησης που οδήγησε σε διάτρηση μη φυσιολογικών, αρτηριοφλεβικών δυσπλασιών της σκληράς μήνιγγας, που είχε ως αποτέλεσμα το επισκληρίδιο αιμάτωμα.[13]

Η διαδικασία δεν συνιστάται όταν υπάρχει υποψία επισκληρίδιου λοίμωξης, όταν τοπικές λοιμώξεις ή δερματολογικές καταστάσεις ενέχουν κίνδυνο μόλυνσης στο σημείο παρακέντησης ή σε ασθενείς με σοβαρή ψύχωση ή νεύρωση με πόνο στην πλάτη. Ορισμένοι επαγγελματίες υγείας πιστεύουν ότι η απόσυρση υγρού όταν οι αρχικές πιέσεις είναι ανώμαλες μπορεί να οδηγήσει σε συμπίεση του νωτιαίου μυελού ή στη δημιουργία εγκεφαλικής κήλης. Άλλοι πιστεύουν ότι τέτοια γεγονότα είναι απλώς συμπτωματικά στο χρόνο που συμβαίνουν ανεξάρτητα ως προς τη διεξαγωγή της οσφυονωτιαίας παρακέντησης ως αποτέλεσμα της ίδιας παθολογίας. Σε κάθε περίπτωση, η αξονική τομογραφία του εγκεφάλου θα πρέπει να πραγματοποιηθεί πριν από την οφυονωτιαία παρακέντηση εάν υπάρχει υποψία επισκληρίδιου λοίμωξης.[23]

Οσφυονωτιαία παρακέντηση σε νεογέννητο για το οποίο υπάρχει υποψία λοίμωξης.
Βελόνες που χρησιμοποιούνται στην οσφυονωτιαία παρακέντηση.
Μέγεθος βελόνας για την οσφυονωτιαία παρακέντηση.
Απεικόνιση κοινών θέσεων που λαμβάνει το σώμα στην οσφυονωτιαία παρακέντηση.

Η ανάλυση του εγκεφαλονωτιαίου υγρού περιλαμβάνει τη μέτρηση του αριθμού των κυττάρων και τον προσδιορισμό της συγκέντωσης της γλυκόζης και της πρωτεϊνης. Πιο εξειδικευμένες αναλύσεις του ΕΝΥ διεξάγονται με βάση τις ανάγκες της διάγνωσης.[22]

Προσδιορισμός της πίεσης

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η αυξημένη πίεση του ΕΝΥ μπορεί να υποδηλώνει συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια (ΣΚΑ), εγκεφαλικό οίδημα, υποαραχνοειδή αιμορραγία, υπο-οσμωτικότητα που προκύπτει από αιμοκάθαρση, μηνιγγίτιδα, πυώδη μηνιγγίτιδα ή φυματιώδη μηνιγγίτιδα, υδροκεφαλία ή ιδιοπαθής ενδοκράνια υπέρταση. Η οσφυονωτιαία παρακέντηση θα μπορούσε να βοηθήσει στη ρύθμιση της αυξημένης πίεσης του ΕΝΥ.[24]

Η μειωμένη πίεση του ΕΝΥ μπορεί να υποδηλώνει πλήρη απόφραξη του υποαραχνοειδούς χώρου, διαρροή του εγκεφαλονωτιαίου υγρού, σοβαρή αφυδάτωση, υπεροσμωτικότητα ή κυκλοφοριακή καταπληξία. Σημαντικές αλλαγές στην πίεση κατά τη διάρκεια της διαδικασίας μπορεί να υποδηλώνουν όγκους ή απόφραξη της σπονδυλικής στήλης λόγω μεγάλης ποσότητας ΕΝΥ ή υδροκεφαλία που σχετίζεται με μεγάλη ποσότητα ΕΝΥ.[17]

Μέτρηση των κυττάρων

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η παρουσία λευκών αιμοσφαιρίων στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό ονομάζεται λεμφοκυτταρική πλειοκυττάρωση. Η παρουσία, αντίθετα, ενός μικρού αριθμού μονοκύτταρων μπορεί να είναι φυσιολογική. Η παρουσία κοκκιοκυττάρων δε θεωρείται φυσιολογικό εύρημα. Ένας μεγάλος αριθμός κοκκιοκυττάρων συχνά αποκαλύπτει βακτηριακή μηνιγγίτιδα. Τα λευκά αιμοσφαίρια μπορούν επίσης να δείξουν αντίδραση σε επαναλαμβανόμενες οσφυονωτιαίες παρακεντήσεις, αντιδράσεις σε προηγούμενες ενέσεις φαρμάκων ή χρωστικών αντίθεσης, αιμορραγία του κεντρικού νευρικού συστήματος, λευχαιμία, πρόσφατη επιληπτική κρίση ή μεταστατικό όγκο. Όταν το περιφερικό αίμα μολύνει το ΕΝΥ που έχει αποσυρθεί, μια συνηθισμένη διαδικαστική επιπλοκή της οσφυονωτιαίας παρακέντησης, τα λευκά αιμοσφαίρια θα υπάρχουν μαζί με τα ερυθρά και η αναλογία τους θα είναι η ίδια με εκείνη στο περιφερικό αίμα.

Η ύπαρξη της ερυθροφαγοκυττάρωσης[25] δείχνει αιμορραγία στο ΕΝΥ που προηγήθηκε της οσφυονωτιαίας παρακέντησης. Επομένως, όταν εντοπίζονται ερυθρά αιμοσφαίρια στο δείγμα ΕΝΥ, η ερυθροφαγοκυττάρωση υποδηλώνει αιτίες εκτός από το τραύμα, ενδοεγκεφαλική αιμορραγία και αιμοραγία από ερπητική εγκεφαλίτιδα. Σε αυτήν την περίπτωση, απαιτείται περαιτέρω διερεύνηση, συμπεριλαμβανομένης της απεικόνισης και της ιικής καλλιέργειας.

Μικροβιολογική ανάλυση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το ΕΝΥ μπορεί να σταλεί στο εργαστήριο μικροβιολογίας για διάφορους τύπους επιχρισμάτων και καλλιεργειών για τη διάγνωση λοιμώξεων.

  • Η χρώση κατά Γκραμ μπορεί να ανιχνεύσει βακτηριακή μηνιγγίτιδα.[26]
  • Η μικροβιακή καλλιέργεια είναι το χρυσό πρότυπο για την ανίχνευση βακτηριακής μηνιγγίτιδας. Τα βακτήρια, οι μύκητες και οι ιοί μπορούν να καλλιεργηθούν με τη χρήση διαφορετικών τεχνικών.
  • Η αλυσιδωτή αντίδραση πολυμεράσης (PCR) χρησιμοποιείται για τη διάγνωση ορισμένων τύπων μηνιγγίτιδας, όπως μηνιγγίτιδα από τον ιό του έρπητα και τον εντεροϊό. Έχει υψηλή ευαισθησία και ειδικότητα για πολλές μολύνσεις του ΚΝΣ, είναι γρήγορη και μπορεί να γίνει με μικρή ποσότητα ΕΝΥ.
  • Πολλά διαγνωστικά τεστ είναι διαθέσιμα για ανίχνευση κοινών βακτηριακών παθογόνων, της νευροσύφιλης,[27] της νόσου του Lyme, του μύκητα Coccidioides κ.α.
  • Η σινική μελάνη εξακολουθεί να χρησιμοποιείται για την ανίχνευση μηνιγγίτιδας που προκαλείται από τον ελυτροφόρο ζυμομύκητα Cryptococcus neoformans, αλλά η εξέταση κρυπτοκοκκικού αντιγόνου (CrAg) έχει υψηλότερη ευαισθησία.[28]

Βιοχημική ανάλυση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αρκετές ουσίες που βρίσκονται στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό είναι διαθέσιμες για διαγνωστική μέτρηση.

Φλεβοκέντηση (λήψη αίματος / συλλογή) στο αριστερό χέρι ενός άνδρα.
  • Η παρουσία της γλυκόζης μπορεί να ανιχνευτεί στο ΕΝΥ. Το επίπεδό της είναι συνήθως περίπου 60% σε σχέση με την περιφερική κυκλοφορία.[29] Συνεπώς, κατά τη στιγμή της οσφυονωτιαίας παρακέντησης μπορεί να εκτελεστεί η φλεβοκέντηση για να εκτιμηθούν τα επίπεδα της περιφερικής γλυκόζης και να καθοριστεί μια προβλεπόμενη τιμή γλυκόζης ΕΝΥ. Τα μειωμένα επίπεδα γλυκόζης μπορεί να υποδηλώνουν μυκητιασικές, φυματιώδεις ή πυογενείς λοιμώξεις, λέμφωμα, λευχαιμία που εξαπλώνεται στις μήνιγγες, μηνιγγοεγκεφαλίτιδα, παρωτίτιδα ή υπογλυκαιμία.[30][31] Ένα επίπεδο γλυκόζης μικρότερο από το ένα τρίτο των επιπέδων γλυκόζης στο αίμα σε συνδυασμό με χαμηλά επίπεδα γαλακτικού οξέος στο ΕΝΥ είναι τυπική της ανεπάρκειας GLUT1 (σύνδρομο ανεπάρκειας του μεταφορέα γλυκόζης τύπου 1).[32]
  • Τα αυξημένα επίπεδα γλυκόζης στο ΕΝΥ μπορεί να υποδηλώνουν διαβήτη, αν και εξακολουθεί να ισχύει ο κανόνας του 60%.[33][34]
  • Αυξημένα επίπεδα γλουταμίνης συχνά υποδηλώνουν ηπατική εγκεφαλοπάθεια (ΗΕ),[35][36][37] σύνδρομο Ρέι,[38][39] ηπατική ανεπάρκεια, κίρρωση,[37] υπερκαπνία και κατάθλιψη.[40]
  • Αυξημένα επίπεδα γαλακτικού οξέος μπορεί να εμφανιστούν όταν υπάρχει καρκίνος του ΚΝΣ, σκλήρυνση κατά πλάκας, κληρονομική μιτοχονδριακή νόσος, χαμηλή αρτηριακή πίεση, χαμηλός φώσφορος ορού, αναπνευστική αλκάλωση, ιδιοπαθείς επιληπτικές κρίσεις, κρανιοεγκεφαλική κάκωση, εγκεφαλική ισχαιμία, εγκεφαλικό απόστημα, υδροκεφαλία, υποκαπνία ή βακτηριακή μηνιγγίτιδα.[33]
  • Το ένζυμο γαλακτική αφυδρογονάση μπορεί να μετρηθεί για να βοηθήσει στη διάκριση της μηνιγγίτιδας βακτηριακής προέλευσης, κατά την οποία υπάρχουν υψηλά επίπεδα του ενζύμου, σε αντίθεση με τη μηνιγγίτιδα ιογενούς προέλευσης, κατά την οποία υπάρχουν χαμηλά επίπεδα ενζύμου ή το ένζυμο απουσιάζει.[41]
  • Αλλαγές στη συνολική περιεκτικότητα σε πρωτεΐνη του εγκεφαλονωτιαίου υγρού μπορεί να προκύψουν από παθολογικά αυξημένη διαπερατότητα του αιματοεγκεφαλικού φραγμού,[42] εμπόδια στην κυκλοφορία ΕΝΥ, μηνιγγίτιδα, νευροσύφιλη, εγκεφαλικό απόστημα, υποαραχνοειδή αιμορραγία, πολιομυελίτιδα, σύνδρομο Γκιγιέν-Μπαρέ, διαρροή ΕΝΥ, αύξηση της ενδοκράνιας πίεσης ή υπερθυρεοειδισμό. Πολύ υψηλά επίπεδα πρωτεϊνης μπορεί να υποδηλώνουν φυματιώδη μηνιγγίτιδα.
  • Ο δείκτης IgG υπολογίζεται από τα μετρημένα επίπεδα IgG και τη συνολική πρωτεϊνη. Παρατηρούνται αυξημένα επίπεδα στις διαταραχές ανοσοποιητικού συστήματος, όπως η σκλήρυνση κατά πλάκας, η εγκάρσια μυελίτιδα, και η οπτική νευρομυελίτιδα (σύνδρομο Devic). Επιπλέον, με τον έλεγχο των ολιγοκλωνικών ζωνών μπορούν να ανιχνευθούν οι παθολογικές αυτές καταστάσεις σε ΕΝΥ αλλά όχι στον ορό, υποδηλώνοντας ενδορραχιαία σύνθεση ανοσοσφαιρινών.
Εγκεφαλονωτιαίο υγρό (ΕΝΥ)
Λοίμωξη Εμφάνιση[43] Λευκά αιμοσφαίρια (WBCs / mm3)[44] Πρωτεϊνη (g/l)[44] Γλυκόζη[44]
Φυσιολογική Διαυγής < 5 0.15 με 0.45 > 2/3 της γλυκόζης στο αίμα
Βακτηριακή Κιτρινωπή, θολή > 1.000 (κυρίως ουδετερόφιλα - πολυμορφοπύρηνα) > 1 Χαμηλή
Ιογενής Διαυγής < 200 (κυρίως λεμφοκύτταρα) Ήπια αύξηση Φυσιολογική ή ήπια χαμηλή
Φυματιώδης Κιτρινωπή, ιξώδης Μέτρια αύξηση Σημαντική αύξηση Μειωμένη
Μυκητιασική Κιτρινωπή, ιξώδης < 50 (κυρίως λεμφοκύτταρα) Αρχικά φυσιολογική μετά αυξημένη Φυσιολογική ή ήπια χαμηλή
  1. «Lumbar puncture (spinal tap): MedlinePlus Medical Encyclopedia Image». medlineplus.gov (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 22 Ιουλίου 2021. 
  2. 2,0 2,1 2,2 Maranhao, B.; Liu, M.; Palanisamy, A.; Monks, D. T.; Singh, P. M. (2021). «The association between post-dural puncture headache and needle type during spinal anaesthesia: a systematic review and network meta-analysis» (στα αγγλικά). Anaesthesia 76 (8): 1098–1110. doi:10.1111/anae.15320. ISSN 1365-2044. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2021-07-22. https://web.archive.org/web/20210722093938/https://associationofanaesthetists-publications.onlinelibrary.wiley.com/doi/abs/10.1111/anae.15320. Ανακτήθηκε στις 2021-07-22. 
  3. 3,0 3,1 «Lumbar Puncture». www.hopkinsmedicine.org (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 22 Ιουλίου 2021. 
  4. Nath, Siddharth; Koziarz, Alex; Badhiwala, Jetan H.; Alhazzani, Waleed; Jaeschke, Roman; Sharma, Sunjay; Banfield, Laura; Shoamanesh, Ashkan και άλλοι. (2018-03-24). «Atraumatic versus conventional lumbar puncture needles: a systematic review and meta-analysis». Lancet (London, England) 391 (10126): 1197–1204. doi:10.1016/S0140-6736(17)32451-0. ISSN 1474-547X. PMID 29223694. https://pubmed.ncbi.nlm.nih.gov/29223694/. 
  5. Gottlieb, Michael; Holladay, Dallas; Peksa, Gary D. (2019). «Ultrasound-assisted Lumbar Punctures: A Systematic Review and Meta-Analysis» (στα αγγλικά). Academic Emergency Medicine 26 (1): 85–96. doi:10.1111/acem.13558. ISSN 1553-2712. https://onlinelibrary.wiley.com/doi/abs/10.1111/acem.13558. 
  6. Gottlieb, Michael; Holladay, Dallas; Peksa, Gary D. (2019-01). «Ultrasound-assisted Lumbar Punctures: A Systematic Review and Meta-Analysis». Academic Emergency Medicine: Official Journal of the Society for Academic Emergency Medicine 26 (1): 85–96. doi:10.1111/acem.13558. ISSN 1553-2712. PMID 30129102. https://pubmed.ncbi.nlm.nih.gov/30129102/. 
  7. 7,0 7,1 7,2 Doherty, Carolynne M; Forbes, Raeburn B (2014-5). «Diagnostic Lumbar Puncture». The Ulster Medical Journal 83 (2): 93–102. ISSN 0041-6193. PMID 25075138. PMC 4113153. https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC4113153/. 
  8. Yiangou, Andreas; Mitchell, James; Markey, Keira Annie; Scotton, William; Nightingale, Peter; Botfield, Hannah; Ottridge, Ryan; Mollan, Susan P και άλλοι. (2019-02-01). «Therapeutic lumbar puncture for headache in idiopathic intracranial hypertension: Minimal gain, is it worth the pain?» (στα αγγλικά). Cephalalgia 39 (2): 245–253. doi:10.1177/0333102418782192. ISSN 0333-1024. PMID 29911422. PMC PMC6376596. https://doi.org/10.1177/0333102418782192. 
  9. Matata, Claire; Michael, Benedict; Garner, Vicky; Solomon, Tom (2012 Oct 24-30). «Lumbar puncture: diagnosing acute central nervous system infections». Nursing Standard (Royal College of Nursing (Great Britain): 1987) 27 (8): 49–56; quiz 58. doi:10.7748/ns2012.10.27.8.49.c9364. ISSN 0029-6570. PMID 23189602. https://pubmed.ncbi.nlm.nih.gov/23189602/. 
  10. Visintin, Cristina; Mugglestone, Moira A.; Fields, Ella J.; Jacklin, Paul; Murphy, M. Stephen; Pollard, Andrew J. (2010-06-28). «Management of bacterial meningitis and meningococcal septicaemia in children and young people: summary of NICE guidance» (στα αγγλικά). BMJ 340: c3209. doi:10.1136/bmj.c3209. ISSN 0959-8138. PMID 20584794. https://www.bmj.com/content/340/bmj.c3209. 
  11. Riordan, F. a. I.; Cant, A. J. (2002-09-01). «When to do a lumbar puncture» (στα αγγλικά). Archives of Disease in Childhood 87 (3): 235–237. doi:10.1136/adc.87.3.235. ISSN 0003-9888. PMID 12193440. https://adc.bmj.com/content/87/3/235. 
  12. Mann, David (2002/03). «The role of lumbar puncture in the diagnosis of subarachnoid hemorrhage when computed tomography is unavailable» (στα αγγλικά). Canadian Journal of Emergency Medicine 4 (2): 102–105. doi:10.1017/S1481803500006205. ISSN 1481-8035. https://www.cambridge.org/core/journals/canadian-journal-of-emergency-medicine/article/role-of-lumbar-puncture-in-the-diagnosis-of-subarachnoid-hemorrhage-when-computed-tomography-is-unavailable/AA143C93B2A61777270AC0519CA15C1D. 
  13. 13,0 13,1 Kachko, Ludmyla; Birk, Einat; Simhi, Eliahu; Tzeitlin, Elena; Freud, Enrique; Katz, Jacob (2012). «Spinal anesthesia for noncardiac surgery in infants with congenital heart diseases» (στα αγγλικά). Pediatric Anesthesia 22 (7): 647–653. doi:10.1111/j.1460-9592.2011.03769.x. ISSN 1460-9592. https://onlinelibrary.wiley.com/doi/abs/10.1111/j.1460-9592.2011.03769.x. 
  14. Biousse, V. (2012-10). «Idiopathic intracranial hypertension: Diagnosis, monitoring and treatment». Revue Neurologique 168 (10): 673–683. doi:10.1016/j.neurol.2012.07.018. ISSN 0035-3787. PMID 22981270. https://pubmed.ncbi.nlm.nih.gov/22981270/. 
  15. Kesler, Anat; Kupferminc, Michael (2013-06). «Idiopathic Intracranial Hypertension and Pregnancy» (στα αγγλικά). Clinical Obstetrics and Gynecology 56 (2): 389–396. doi:10.1097/GRF.0b013e31828f2701. ISSN 0009-9201. https://journals.lww.com/clinicalobgyn/Abstract/2013/06000/Idiopathic_Intracranial_Hypertension_and_Pregnancy.21.aspx. 
  16. Gallia, Gary L.; Rigamonti, Daniele; Williams, Michael A. (2006-07). «The diagnosis and treatment of idiopathic normal pressure hydrocephalus» (στα αγγλικά). Nature Clinical Practice Neurology 2 (7): 375–381. doi:10.1038/ncpneuro0237. ISSN 1745-8358. https://www.nature.com/articles/ncpneuro0237. 
  17. 17,0 17,1 17,2 «Lumbar Puncture» (στα αγγλικά). Pediatric Emergency Medicine: 1208–1211. 2008-01-01. doi:10.1016/B978-141600087-7.50174-4. https://www.sciencedirect.com/science/article/pii/B9781416000877501744. 
  18. Zorrilla-Vaca, Andres; Makkar, Jeetinder Kaur (2017-05). «Effectiveness of Lateral Decubitus Position for Preventing Post-Dural Puncture Headache: A Meta-Analysis». Pain Physician 20 (4): E521–E529. ISSN 2150-1149. PMID 28535561. https://pubmed.ncbi.nlm.nih.gov/28535561/. 
  19. Nath, Siddharth; Koziarz, Alex; Badhiwala, Jetan H; Alhazzani, Waleed; Jaeschke, Roman; Sharma, Sunjay; Banfield, Laura; Shoamanesh, Ashkan και άλλοι. (2018-03). «Atraumatic versus conventional lumbar puncture needles: a systematic review and meta-analysis». The Lancet 391 (10126): 1197–1204. doi:10.1016/s0140-6736(17)32451-0. ISSN 0140-6736. https://doi.org/10.1016/S0140-6736(17)32451-0. 
  20. Rochwerg, Bram; Almenawer, Saleh A.; Siemieniuk, Reed A. C.; Vandvik, Per Olav; Agoritsas, Thomas; Lytvyn, Lyubov; Alhazzani, Waleed; Archambault, Patrick και άλλοι. (2018-05-22). «Atraumatic (pencil-point) versus conventional needles for lumbar puncture: a clinical practice guideline» (στα αγγλικά). BMJ 361: k1920. doi:10.1136/bmj.k1920. ISSN 0959-8138. PMID 29789372. https://www.bmj.com/content/361/bmj.k1920. 
  21. Davis, A.; Dobson, R.; Kaninia, S.; Giovannoni, G.; Schmierer, K. (2016-02-01). «Atraumatic needles for lumbar puncture: why haven't neurologists changed?» (στα αγγλικά). Practical Neurology 16 (1): 18–22. doi:10.1136/practneurol-2014-001055. ISSN 1474-7758. PMID 26349834. https://pn.bmj.com/content/16/1/18. 
  22. 22,0 22,1 S.L.U, 2021 Viguera Editores. «Punción lumbar: indicaciones, contraindicaciones, complicaciones y técnica de realización : Neurología.com». www.neurologia.com. Ανακτήθηκε στις 24 Ιουλίου 2021. 
  23. Joffe, Ari R. (2007-07-01). «Lumbar Puncture and Brain Herniation in Acute Bacterial Meningitis: A Review» (στα αγγλικά). Journal of Intensive Care Medicine 22 (4): 194–207. doi:10.1177/0885066607299516. ISSN 0885-0666. https://doi.org/10.1177/0885066607299516. 
  24. Wright, Ben L. C.; Lai, James T. F.; Sinclair, Alexandra J. (2012-08-01). «Cerebrospinal fluid and lumbar puncture: a practical review» (στα αγγλικά). Journal of Neurology 259 (8): 1530–1545. doi:10.1007/s00415-012-6413-x. ISSN 1432-1459. https://doi.org/10.1007/s00415-012-6413-x. 
  25. Kluge, Harald (2007). Atlas of CSF Cytology. Thieme. ISBN 978-1-58890-546-8. 
  26. «Κατευθυντήριες οδηγίες για τη διάγνωση και τη θεραπεία των λοιμώξεων του Κεντρικού Νευρικού Συστήματος» (PDF). Ανακτήθηκε στις 24 Ιουλίου 2021. 
  27. Henao-Martínez, Andrés F.; Johnson, Steven C. (2014-4). «Diagnostic tests for syphilis». Neurology: Clinical Practice 4 (2): 114–122. doi:10.1212/01.CPJ.0000435752.17621.48. ISSN 2163-0402. PMID 27606153. PMC 4999316. https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC4999316/. 
  28. Βρυώνη, Γεωργία. «Κλασικές και νεότερες τεχνικές στη διάγνωση των μυκητιάσεων» (PDF). Ανακτήθηκε στις 24 Ιουλίου 2021. 
  29. Nigrovic, Lise E.; Kimia, Amir A.; Shah, Samir S.; Neuman, Mark I. (2012-02-09). «Relationship between Cerebrospinal Fluid Glucose and Serum Glucose». New England Journal of Medicine 366 (6): 576–578. doi:10.1056/NEJMc1111080. ISSN 0028-4793. PMID 22316468. https://doi.org/10.1056/NEJMc1111080. 
  30. Hendry, Esther (1939-06-01). «The blood and spinal fluid sugar and chloride content in meningitis» (στα αγγλικά). Archives of Disease in Childhood 14 (78): 159–172. doi:10.1136/adc.14.78.159. ISSN 0003-9888. https://adc.bmj.com/content/14/78/159. 
  31. Gierson, H. W.; Marx, Joseph I. (1955-04-01). «Tuberculous meningitis: the diagnostic and prognostic significance of spinal fluid sugar and chloride». Annals of Internal Medicine 42 (4): 902–908. doi:10.7326/0003-4819-42-4-902. ISSN 0003-4819. https://www.acpjournals.org/doi/10.7326/0003-4819-42-4-902. 
  32. De Vivo, Darryl C.; Trifiletti, Rosario R.; Jacobson, Ronald I.; Ronen, Gabriel M.; Behmand, Ramin A.; Harik, Sami I. (1991-09-05). «Defective Glucose Transport across the Blood-Brain Barrier as a Cause of Persistent Hypoglycorrhachia, Seizures, and Developmental Delay». New England Journal of Medicine 325 (10): 703–709. doi:10.1056/NEJM199109053251006. ISSN 0028-4793. PMID 1714544. https://doi.org/10.1056/NEJM199109053251006. 
  33. 33,0 33,1 Leen, Wilhelmina G.; Willemsen, Michèl A.; Wevers, Ron A.; Verbeek, Marcel M. (6 Αυγ 2012). «Cerebrospinal Fluid Glucose and Lactate: Age-Specific Reference Values and Implications for Clinical Practice» (στα αγγλικά). PLOS ONE 7 (8): e42745. doi:10.1371/journal.pone.0042745. ISSN 1932-6203. PMID 22880096. PMC PMC3412827. https://journals.plos.org/plosone/article?id=10.1371/journal.pone.0042745. 
  34. Servo, C.; Pitkänen, E. (1975-12-01). «Variation in polyol levels in cerebrospinal fluid and serum in diabetic patients» (στα αγγλικά). Diabetologia 11 (6): 575–580. doi:10.1007/BF01222109. ISSN 1432-0428. https://doi.org/10.1007/BF01222109. 
  35. Hourani, B. T.; Hamlin, E. M.; Reynolds, T. B. (1971-06). «Cerebrospinal fluid glutamine as a measure of hepatic encephalopathy». Archives of Internal Medicine 127 (6): 1033–1036. ISSN 0003-9926. PMID 5578559. https://pubmed.ncbi.nlm.nih.gov/5578559/. 
  36. Hourani, Benjamin T.; Hamlin, Edwin M.; Reynolds, Telfer B. (1971-06-01). «Cerebrospinal Fluid Glutamine as a Measure of Hepatic Encephalopathy». Archives of Internal Medicine 127 (6): 1033–1036. doi:10.1001/archinte.1971.00310180049005. ISSN 0003-9926. https://doi.org/10.1001/archinte.1971.00310180049005. 
  37. 37,0 37,1 Cascino, Antonia; Cangiano, Carlo; Fiaccadori, Franco; Ghinelli, Florio; Merli, Manuela; Pelosi, Guido; Riggio, Oliviero; Fanelli, Filippo Rossi και άλλοι. (1982-09-01). «Plasma and cerebrospinal fluid amino acid patterns in hepatic encephalopathy» (στα αγγλικά). Digestive Diseases and Sciences 27 (9): 828–832. doi:10.1007/BF01391377. ISSN 1573-2568. https://doi.org/10.1007/BF01391377. 
  38. Glasgow, A. M.; Dhiensiri, K. (1974-06). «Improved assay for spinal fluid glutamine, and values for children with Reye's syndrome». Clinical Chemistry 20 (6): 642–644. ISSN 0009-9147. PMID 4830166. https://pubmed.ncbi.nlm.nih.gov/4830166/. 
  39. Watanabe, A.; Takei, N.; Higashi, T.; Shiota, T.; Nakatsukasa, H.; Fujiwara, M.; Sakata, T.; Nagashima, H. (1984-10). «Glutamic acid and glutamine levels in serum and cerebrospinal fluid in hepatic encephalopathy». Biochemical Medicine 32 (2): 225–231. doi:10.1016/0006-2944(84)90076-0. ISSN 0006-2944. PMID 6150706. https://pubmed.ncbi.nlm.nih.gov/6150706/. 
  40. Levine, Joseph; Panchalingam, Kanagasabai; Rapoport, Avraham; Gershon, Samuel; McClure, Richard J.; Pettegrew, Jay W. (2000-04-01). «Increased cerebrospinal fluid glutamine levels in depressed patients» (στα English). Biological Psychiatry 47 (7): 586–593. doi:10.1016/S0006-3223(99)00284-X. ISSN 0006-3223. https://www.biologicalpsychiatryjournal.com/article/S0006-3223(99)00284-X/abstract. 
  41. Stein, Jay H.· Hutton, John J. (1998). Internal Medicine. Mosby. ISBN 978-0-8151-8698-4. 
  42. Reiber, Hansotto (2003). «Proteins in cerebrospinal fluid and blood: barriers, CSF flow rate and source-related dynamics». Restorative Neurology and Neuroscience 21 (3-4): 79–96. ISSN 0922-6028. PMID 14530572. https://pubmed.ncbi.nlm.nih.gov/14530572/. 
  43. Conly, J. M.; Ronald, A. R. (1983-07-28). «Cerebrospinal fluid as a diagnostic body fluid». The American Journal of Medicine 75 (1B): 102–108. doi:10.1016/0002-9343(83)90080-3. ISSN 0002-9343. PMID 6349337. https://pubmed.ncbi.nlm.nih.gov/6349337/. 
  44. 44,0 44,1 44,2 Pearson, Justin; Fuller, Geraint (2012-08-01). «Lumbar punctures and cerebrospinal fluid analysis» (στα English). Medicine 40 (8): 459–462. doi:10.1016/j.mpmed.2012.05.005. ISSN 1357-3039. https://www.medicinejournal.co.uk/article/S1357-3039(12)00111-9/abstract.