Μπετίνο Ρικάζολι
Μπετίνο Ρικάζολι | |
---|---|
Πρωθυπουργός του Βασιλείου της Ιταλίας | |
Περίοδος 20 Ιουνίου 1866 – 10 Απριλίου 1867 | |
Μονάρχης | Βίκτωρ Εμμανουήλ Β΄ |
Προκάτοχος | Αλφόνσο Λα Μάρμορα |
Διάδοχος | Ουρμπάνο Ρατάτσι |
Περίοδος 12 Ιουνίου 1861 – 3 Μαρτίου 1862 | |
Μονάρχης | Βίκτωρ Εμμανουήλ Β΄ |
Προκάτοχος | Καμίλο Μπένσο, Κόμης του Καβούρ |
Διάδοχος | Ουρμπάνο Ρατάτσι |
Δήμαρχος της Φλωρεντίας | |
Περίοδος 13 Δεκεμβρίου 1847 – 16 Νοεμβρίου 1848 | |
Μονάρχης | Λεοπόλδος Β΄ |
Προκάτοχος | Βιντσέντζο Περούτσι |
Διάδοχος | Ουμπαλντίνο Περούτσι |
Προσωπικά στοιχεία | |
Γέννηση | 9 Μαρτίου 1809, Φλωρεντία, Γαλλική Αυτοκρατορία |
Θάνατος | 23 Οκτωβρίου 1880 (71 ετών) Σαν Ρέγκολο, Βασίλειο της Ιταλίας |
Πολιτικό κόμμα | Ιστορική Δεξιά |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Μπετίνο Ρικάζολι (ιταλικά: Bettino Ricasoli, 9 Μαρτίου 1809 - 23 Οκτωβρίου 1880) ήταν ένας Ιταλός πολιτικός, που διατέλεσε δήμαρχος της Φλωρεντίας και πρωθυπουργός του Βασιλείου της Ιταλίας.[1]
Βιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Ρικάζολι γεννήθηκε στις 9 Μαρτίου 1809 στη Φλωρεντία. Σε ηλικία 18 ετών, μετά το θάνατο των γονιών του, ανέλαβε την κηδεμονία των νεότερων αδελφών του. Διακόπτοντας τις σπουδές του, εγκαταστάθηκε στο Μπρόλιο και ανέλαβε τη διαχείριση της οικογενειακής περιουσίας. Το 1847 εξέδωσε την εφημερίδα Λα Πατρία (La Patria), της οποίας η ιδεολογία βοήθησε στον καθορισμό της ιταλικής εθνικότητας. Με αυτό το όργανο απευθύνθηκε στο Μέγα Δούκα της Τοσκάνης, προτείνοντάς του λύσεις για τα προβλήματα που ταλάνιζαν το κράτος. Το 1848 εξελέγη ως Γκονφαλονιέρος της Φλωρεντίας, αλλά παραιτήθηκε λόγω των αντιφιλελεύθερων τάσεων του Μέγα Δούκα.[2]
Από τη θέση του υπουργού εσωτερικών της Τοσκάνης, προώθησε το 1859 την πολιτική ένωση της Τοσκάνης με το Βασίλειο της Σαρδηνίας, που πραγματοποιήθηκε στις 22 Μαρτίου 1860, έπειτα από δημοψήφισμα . Το 1861 εξελέγη στο Ιταλικό Κοινοβούλιο και διαδέχθηκε τον Καμίλο Μπένσο, Κόμη του Καβούρ, στην πρωθυπουργία της Ιταλίας. Ως πρωθυπουργός, ενέταξε τους ατάκτους στρατιώτες του Γκαριμπάλντι στον τακτικό στρατό, ανακάλεσε το διάταγμα εξορίας εναντίον του Τζουζέπε Ματσίνι και προσπάθησε να συμφιλιωθεί με το Βατικανό. Οι προσπάθειές του ωστόσο δεν έφεραν καρπούς, λόγω της αδιαλλαξίας του Πάπα Πίου Θ΄.[2]
Επηρεασμένος για τις δολοπλοκίες του αντιπάλου του Ουρμπάνο Ρατάτσι, βρέθηκε υποχρεωμένος το 1862 να παραιτηθεί από το αξίωμά του, αλλά επέστρεψε στην εξουσία το 1866. Εκείνη την περίοδο αρνήθηκε την προσφορά του Ναπολέων Γ΄ ́να παραχωρήσει τη Βενετία στην Ιταλία, υπό την προϋπόθεση ότι η Ιταλία θα εγκατέλειπε την συμμαχία με την Πρωσία. Αρνήθηκε επίσης την πρωσική παρασημοφορία του Τάγματος του Μαύρου Αετού, επειδή ο Αλφόνσο Λα Μάρμορα, που συνέβαλε στην δημιουργία της συμμαχίας, δεν επρόκειτο να λάβει το παράσημο αυτό.[2]
Με την αποχώρηση των γαλλικών στρατευμάτων από τη Ρώμη, στα τέλη του 1866, επιχείρησε και πάλι να συμφιλιωθεί με το Βατικανό με μια συμφωνία, βάση της οποίας η Ιταλία θα αποκαθιστούσε στην Εκκλησία την ακίνητη περιουσία της, με αντάλλαγμα την σταδιακή πληρωμή 24 εκατομμυρίων λιρών. Για να κατευνάσει την αδιαλλαξία του Βατικανού, αναγνώρισε 45 επισκόπους εχθρικούς προς το ιταλικό καθεστώς. Παρότι το Βατικανό αποδέχθηκε την πρότασή του, το Ιταλικό Κοινοβούλιο αποδείχθηκε διχασμένο και δεν αναμενόταν να εγκρίνει τη συμφωνία. Χωρίς να περιμένει το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας, ο Ρικάζολι παραιτήθηκε από το αξίωμά του και μετά ουσιαστικά αποσύρθηκε από την πολιτική ζωή, μιλώντας στο Κοινοβούλιο μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις. Πέθανε στο Κάστρο του Μπρόλιο στις 23 Οκτωβρίου 1880.[2]
Ο βαρόνος Μπετίνο Ρικάζολι δημιούργησε τη σύγχρονη συνταγή του κρασιού κιάντι. Αν και η φόρμουλα των ποσοστών των σταφυλιών που σχηματίζουν το κρασί, αποδίδεται συχνά λανθασμένα σε αυτόν, η εστίασή του στο σταφύλι σαντζιοβέζε, ως κύριο σταφύλι του μείγματος, θα είχε μόνιμες επιπτώσεις τόσο για την Τοσκάνη όσο και για το ιταλικό κρασί γενικότερα. Η οικογενειακή επιχείρησή του εξακολουθεί και σήμερα να παράγει το «Ricasoli 1141» στο Μπρόλιο.[3]
Η ιδιωτική του ζωή και η δημόσια καριέρα του σημαδεύτηκαν από μέγιστη ακεραιότητα και από μια άκαμπτη λιτότητα, που του χάρισαν το προσωνύμιο του «Σιδηρού Βαρόνου». Παρά την αποτυχία του εκκλησιαστικού του σχεδίου, θεωρείται μία από τις πιο αξιοσημείωτες φιγούρες της ιταλικής αναβίωσης.[2]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Il fantasma di Bettino. Genesi di uno spettro: la leggenda del barone Bettino Ricasoli
- ↑ 2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 κοινό κτήμα: Steed, Henry Wickham (1911) «Ricasoli, Bettino, Baron» στο: Chisholm, Hugh, επιμ. Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάννικα 23 (11η έκδοση) Cambridge University Press, σσ. 287–288 Endnotes:
- Tabarrini and Gotti, Lettere e documenti del barone Bettino Ricasoli, 10 vols. (Florence, 1886–1894)
- Passerini, Genealogia e storia della famiglia Ricasoli (ibid. 1861)
- Gotti, Vita del barone Bettino Ricasoli (ibid. 1894).
- ↑ Madaio, Mike (1 Μαρτίου 2021). «Chianti: The Myth of the Famous Ricasoli 'Recipe'». Medium. Ανακτήθηκε στις 6 Μαρτίου 2021.