Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μανουήλ Καντακουζηνός

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μανουήλ Καντακουζηνός
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Μανουήλ Καντακουζηνός (Ελληνικά)
Γέννηση1326 (περίπου)
Μυστράς
Θάνατος10  Απριλίου 1380
Μυστράς
Χώρα πολιτογράφησηςΔεσποτάτο του Μυστρά
Βυζαντινή Αυτοκρατορία
Πληροφορίες ασχολίας
Οικογένεια
ΣύζυγοςΙσαβέλλα (Ζαμπία) των Πουατιέ-Λουζινιάν
ΓονείςΙωάννης ΣΤ´ Καντακουζηνός και Ειρήνη Ασανίνα
ΑδέλφιαΜατθαίος Καντακουζηνός
Μαρία Καντακουζηνή
Θεοδώρα Καντακουζηνού
Ελένη Καντακουζηνή
Ανδρόνικος Καντακουζηνός
ΟικογένειαΟικογένεια Καντακουζηνών
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΑξίωμαΔεσπότης του Μορέως

Ο Μανουήλ Καντακουζηνός (1326 - 10 Απριλίου 1380) ήταν ο πρώτος Δεσπότης του Μυστρά (1349-1380).

Ήταν δευτερότοκος γιος του αυτοκράτορα Ιωάννη ΣΤ' Καντακουζηνού. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη περί το 1326. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου (1341-1347) υποστήριξε και συμπαραστάθηκε ενεργά στον πατέρα του, μάλιστα το διάστημα 1343-1347 διετέλεσε διοικητής Βεροίας. Το 1348 διετέλεσε διοικητής Κωνσταντινούπολης, κατά την απουσία του πατέρα του σε εκστρατεία στη Θράκη. Το 1349 ανακηρύχθηκε Δεσπότης και εστάλη να κυβερνήσει την απομακρυσμένη επαρχία του Μυστρά, όπου είχε υπηρετήσει ο παππούς του 30 χρόνια πριν, αναλαμβάνοντας τη διοίκηση την επαρχιών του κράτους στην Πελοπόννησο.[1][2]

Η ανάθεση στον Μανουήλ της διοίκησης του Μυστρά θεωρείται σταθμός στην ιστορία αυτής της επαρχίας, γιατί έκτοτε θα συνδεθεί με τη βασιλική οικογένεια και θα καταστεί ένα από τα σημαντικότερα κομμάτια του καταρρέοντος Βυζαντίου. Στην πραγματικότητα ο ίδιος ο όρος Δεσποτάτο χρησιμοποιήθηκε για το Μυστρά κυρίως χάρη στην παρουσία μελών των δυο βασιλικών οικογενειών στην περιοχή. Ο Μανουήλ υπήρξε ιδιαίτερα ικανός κυβερνήτης και πολιτικός και η τοποθέτησή του σ’ αυτήν την επαρχία, μακριά από το νοσηρό κλήμα της πρωτεύουσας μπόρεσε να αναδείξει τις ικανότητές του, αναπτύσσοντας αξιοθαύμαστη δραστηριότητα. Κατάφερε γρήγορα να καταπνίξει τις εξεγέρσεις των απείθαρχων ντόπιων αρχόντων και να τους αναγκάσει να αποδεχτούν την εξουσία του. Χάρη στην επιτυχία του αυτή κατάφερε να εγκαθιδρύσει ισχυρή κεντρική κυβέρνηση και να επιβάλει την εξουσία του στην σπαρασσόμενη και αναρχοκρατούμενη μέχρι τότε επαρχία, καθιστώντας την έτσι στο ανθηρότερο τμήμα του ύστερου μεσαιωνικού Ελληνισμού. Βέβαια γι’ αυτήν του την αποφασιστικότητα στην επιβολή της τάξης στην περιοχή κατηγορήθηκε από τους αντιπάλους του για βαναυσότητα και τυρανικότητα.[3][2]

Μετά την παραίτηση του πατέρα του (1354), ο Ιωάννης Ε' προσπάθησε να τον απομακρύνει διορίζοντας τους Μιχαήλ και Ανδρέα Ασάν ως κυβερνήτες, επιχειρώντας να επαναφέρει το παλιό σύστημα διακυβέρνησης. Ο Μανουήλ όμως κατάφερε να τους αποκρούσει με επιτυχία και να αναγκάσει τον Ιωάννη να τον αναγνωρίσει ως νόμιμο κυβερνήτη του Μυστρά.[4][5] Έκτοτε όλα τα μέλη της Οικογένειας των Καντακουζηνών κατέφυγαν εκεί. Σταδιακά τα επόμενα χρόνια θα επικεντρωθεί στην ισχυροποίηση της θέσης του, θα επιδιώξει συνεργασία με τους Φράγκους ηγεμόνες της νοτίου Ελλάδας για την απόκρουση των πειρατικών επιδρομών των Τούρκων (1360) και θα αναγνωριστεί ως ένας από τους κυριότερους παράγοντες της περιοχής.[6][7] Μάλιστα θα καταφέρει να αναπτύξει καλές σχέσεις με το πριγκιπάτο της Αχαΐας.[8][5] Επίσης θα ευνοήσει την εγκατάσταση αλβανικών φύλων στην Πελοπόννησο και θα τους τοποθετήσει σε διάφορα μέρη ως αγρότες-στρατιώτες, ενισχύοντας την πληθυσμιακή του βάση, σε μια εποχή που οι περισσότερες βυζαντινές επαρχίες ερημώνονταν πληθυσμιακά. Επίσης φρόντισε για να αναδείξει την πρωτεύουσά του με την ανέγερση πολλών κτιρίων, όπως νέο παλάτι και τον περικαλλή ναό της Αγία Σοφίας Μυστρά, και με την πρόσκληση καλλιτεχνών και λογίων, θέτοντας τις βάσεις για την πνευματική ανάπτυξη που γνώρισε η περιοχή κατά τον 15ο αιώνα.[3][2]

Όταν πέθανε το 1380 άφησε ένα ισχυρό κράτος που θα αποτελέσει το τελευταίο καταφύγιο του Βυζαντίου, χωρίς να θυμίζει σε τίποτα το ασταθές μόρφωμα που βρήκε 30 χρόνια πριν. Το διαδέχτηκε ο αδελφός του Ματθαίος (1380-1383).

Ο Μανουήλ νυμφεύτηκε την Ισαβέλλα/Ζαμπία των Πουατιέ-Λουζινιάν, κόρη του βασιλιά Γκυ / Κωνσταντίνου Δ΄ της Μικράς Αρμενίας (Κιλικίας).

  1. Μίλλερ, μετάφρ. Λάμπρου, 1909-10, Tόμος A', βλ. πηγές σελ. 401-402
  2. 2,0 2,1 2,2 Miller, W. (1908), βλ. πηγές, σελ. 281
  3. 3,0 3,1 Μίλλερ, μετάφρ. Λάμπρου, 1909-10, Tόμος A', βλ. πηγές σελ. 402
  4. Μίλλερ, μετάφρ. Λάμπρου, 1909-10, Tόμος A', βλ. πηγές σελ. 404
  5. 5,0 5,1 Miller, W. (1908), βλ. πηγές, σελ. 283
  6. Μίλλερ, μετάφρ. Λάμπρου, 1909-10, Tόμος A', βλ. πηγές σελ. 406-407
  7. Miller, W. (1908), βλ. πηγές, σελ. 284-285
  8. Μίλλερ, μετάφρ. Λάμπρου, 1909-10, Tόμος A', βλ. πηγές σελ. 404-405


Προηγούμενος
Διορισμένοι στρατηγοί (επίτροποι)
Δεσπότης του Μορέως (ή του Μυστρά)
13491380
Επόμενος
Ματθαίος Καντακουζηνός