Οχρίδα (λίμνη)
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Οχρίδα (λίμνη) | |
---|---|
Πανοραμική άποψη της Λίμνης Οχρίδας, από την ομώνυμη πόλη | |
Χώρες | Βόρεια Μακεδονία Αλβανία |
Χώρες Λεκάνης | Βόρεια Μακεδονία Αλβανία |
Μέγιστο Μήκος | 30,4 km |
Μέγιστο Πλάτος | 14,8 km |
Έκταση | 358 |
Μέσο Βάθος | 155 m |
Μέγιστο Βάθος | 288m |
Όγκος Νερού | 55,4 km3 |
Η Λίμνη Οχρίδα ή Αχρίδα (σλαβομακεδονικά: Охридско Езеро (πρφ. Οχριντζσκο Εζερο), Αλβανικά: Liqeni i Ohrit, αρχαία ονομασία: Λυχνιτίδα) βρίσκεται στα ορεινά σύνορα μεταξύ της νοτιοδυτικής Βόρειας Μακεδονίας και ανατολικής Αλβανίας. Είναι μια από τις βαθύτερες (294 μ.) και αρχαιότερες λίμνες της Ευρώπης, με μοναδικό υδατικό οικοσύστημα, το οποίο περιλαμβάνει περισσότερα από 200 ενδημικά είδη. Λόγω της σημασίας της, η λίμνη χαρακτηρίστηκε από την UNESCO Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς το 1979, η δε NASA ονόμασε «Οχρίδα» μια από τις λίμνες του Τιτάνα.[1] Το 2014 το Διασυνοριακό Φυσικό Καταφύγιο Οχρίδας-Πρέσπας μεταξύ της Αλβανίας και της Βόρειας Μακεδονίας προστέθηκε στο Παγκόσμιο Δίκτυο Καταφυγίων Βιόσφαιρας της UNESCO. Οι πόλεις που βρίσκονται στις όχθες της λίμνης είναι το Πόγραδετς στην Αλβανία και η Οχρίδα και η Στρούγκα στην Βόρεια Μακεδονία. Η λίμνη κατά τα άλλα περιβάλλεται πυκνά από οικισμούς, χωριά και θέρετρα, και στις δύο χώρες της λεκάνης απορροής της.
Παρά το σχετικά υψηλό υψόμετρο η Οχρίδα λίμνη δεν παγώνει λόγω του ιδιαίτερα ήπιου κλίματος. Στη λίμνη διαβιούν πολλά ενδημικά είδη. Υπάρχουν επίσης πολλά μνημεία, που μαρτυρούν την πλούσια ιστορία της περιοχής. Στις όχθες υπάρχουν πολλές αμμώδεις παραλίες.
Γεωγραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Λίμνη Οχρίδα είναι η βαθύτερη λίμνη των Βαλκανίων, με μέγιστο βάθος 288 μ. και μέσο βάθος 155 μ. Καλύπτει έκταση 358 τ.χλμ. και περιέχει κατ' εκτίμηση 55,4 κ.χλμ. νερού. Έχει μήκος 30,4 χιλιόμετρα και 14,8 χιλιόμετρα μέγιστο πλάτος, με μήκος ακτογραμμής 87,53 χιλιόμετρα, 56,02 στη Βόρεια Μακεδονία και 31,51 στην Αλβανία. Από τη συνολική της επιφάνεια, 248 τ.χλμ. ανήκουν στη Βόρεια Μακεδονία και 110 τ.χλμ. στην Αλβανία.
Προέλευση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Οχρίδα και οι Πρέσπες ανήκουν σε μια ομάδα λεκανών, που προήλθε από μια γεωτεκτονική κατάπτωση κατά τη διάρκεια της Πλειόκαινου εποχής πριν πέντε εκατομμύρια χρόνια στη δυτική πλευρά των Δειναρικών Άλπεων. Παγκοσμίως υπάρχουν μόνο λίγες λίμνες με τόσο αρχαία προέλευση, με γνωστότερες τη Βαϊκάλη και την Τανγκανίκα. Οι περισσότερες άλλες νεότερες λίμνες έχουν διάρκεια ζωής μικρότερη από 100 χιλιάδες χρόνια πριν τελικά γεμίσουν με ιζήματα. Πιστεύεται ότι στην περίπτωση της Λίμνης Οχρίδας αυτή η διαδικασία καθυστέρησε λόγω του μεγάλου βάθους της και της μικρής απόθεσης ιζημάτων από τις φιλτραρισμένες εισροές από τις πηγές της. Επιπλέον, το ρήγμα Οχρίδα-Κορυτσά στα νότια της λίμνης εξακολουθεί να είναι τεκτονικά ενεργό και μπορεί να αντισταθμίσει τις αποθέσεις με καταβύθιση. Σε αντίθεση με τη Λίμνη Οχρίδα, η Πρέσπα είναι πιθανό να έχει μετατραπεί σε ξηρά αρκετές φορές στην ιστορία της, ως αποτέλεσμα του καρστικού υποβάθρου της. Το 2008 τα μέσα ενημέρωσης της Βόρειας Μακεδονίας ανέφεραν ότι διεθνείς εμπειρογνώμονες θα ερευνούσαν τη λίμνη, προκειμένου να καθορίσουν την ηλικία της.
Υδρολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η λίμνη αποχετεύει μια έκταση περίπου 2600 τ.χλμ. και τροφοδοτείται κυρίως από υπόγειες πηγές στην ανατολική όχθη της (περίπου 50% των συνολικών εισροών), με περίπου 25% συμμετοχή των ποταμών και των άμεσων κατακρημνίσεων. Πάνω από το 20% του νερού της λίμνης προέρχεται από τη γειτονική λίμνη Πρέσπα, περίπου 10 χιλιόμετρα στα νοτιοανατολικά και 150 μ ψηλότερα από τη Λίμνη της Οχρίδας. Το νερό διαφεύγει από τη Λίμνη Πρέσπα ξεγλιστρώντας μέσα από υπόγεια υδάτινα ρεύματα στο καρστικό τοπίο, όπου ενώνεται με τις κατακρημνίσεις της οροσειράς και τελικά αναδύεται σε πολυάριθμες πηγές κατά μήκος της ανατολικής όχθης και κάτω από την επιφάνεια του νερού της λίμνης της Οχρίδας. Το νερό χάνεται από τη Λίμνη Οχρίδα με εξάτμιση (~ 40%) και τη μοναδική έξοδό του, τον Ποταμό Μαύρο Δρίνο, που ρέει με βόρεια κατεύθυνση στην Αλβανία και στη συνέχεια στην Αδριατική Θάλασσα. Το σχετικά ξηρό, μεσογειακό κλίμα και η μικρή λεκάνη απορροής των 2600 τ.χλμ. (αναλογία λεκάνης απορροής / επιφάνεια της λίμνης ~ 7) έχει ως αποτέλεσμα μεγάλο υδραυλικό χρόνο παραμονής, ~ 70 έτη.
Φυσικές και γεωχημικές ιδιοτήτες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το νερό στην επιφάνεια της λίμνης Οχρίδας κινείται κυρίως αριστερόστροφα κατά μήκος της ακτής, ως αποτέλεσμα της δύναμης του ανέμου και της περιστροφής της γης. Από την άποψη της κατακόρυφης ανταλλαγής νερού, κυρίαρχη διαδικασία είναι η εκ συναγωγής ανάμιξη κατά την ψύξη του χειμώνα. Ωστόσο, σε ένα συνηθισμένο χειμώνα αναμιγνύονται μόνο τα ανώτερα 150-200 μέτρα της λίμνης, ενώ τα βαθύτερα νερά είναι σταθερά διαστρωματωμένα λόγω της αλατότητας. Η σταθερότητα που οφείλεται σε αυτό το βαθμό αλατότητας επιτρέπει την πλήρη εκ συναγωγής ανάμιξη μόνο περίπου μία φορά κάθε 7 χρόνια.
Τόσο από την άποψη της συγκέντρωσης θρεπτικών συστατικών (4,5 μg/L φωσφόρου) καθώς και των βιολογικών παραμέτρων η λίμνη Οχρίδα χαρακτηρίζεται ως ολιγοτροφική. Χάρη σε αυτή την ολιγοτροφία και των φιλτραρισμένων εισροών από πηγές, το νερό είναι εξαιρετικά καθαρό και διαφανές σε βάθος 22 μέτρων. Στη Λίμνη Οχρίδα δεν συμβαίνει ετήσια βαθιά ανταλλαγή του νερού που σε άλλες λίμνες μπορεί να επιφέρει πλήρη ανάμειξη, ενώ δεν υπάρχουν βυθιζόμενα ποτάμια. Παρά το γεγονός αυτό, το διαλυμένο οξυγόνο δεν πέφτει ποτέ κάτω από ~ 6 mg/L.
Πανίδα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ενώ η λίμνη της Οχρίδας είναι από μόνη της ξεχωριστή, η μακράν θεαματικότερη ιδιότητά της είναι ο εντυπωσιακός ενδημισμός της. Όπως και οι λίμνες Βαϊκάλη και Τανγκανίκα, η λίμνη Οχρίδα φιλοξενεί ενδημικά είδη που καλύπτουν το σύνολο της τροφικής αλυσίδας, από φυτοπλαγκτόν και άμισχα φύκια (20 είδη, π.χ. Cyclotella fottii), μέχρι είδη φυτών (2 είδη, π.χ. Chara ohridana), ζωοπλαγκτόν (5 είδη, π.χ. Cyclops ochridanus), ψάρια της οικογένειας των κυπρινιδών (8 είδη, π.χ. Pachychilon pictus), αρπακτικά ψάρια (δύο είδη πέστροφας, τις Salmo letnica και "Belvica" Salmo ohridanus) και, τέλος, την ποικίλη ενδημική της πανίδα του βυθού (176 είδη, π.χ. Ochridagammarus solidus), με ιδιαίτερα μεγάλη ενδημισμό καρκινοειδων, μαλακίων, σπόγγων και πλατυέλμινθων. Εχουν καταγραφεί 68 είδη σαλιγκαριών από τη λεκάνη της λίμνης της Οχρίδας. Το 73,5% (50 είδη) της συνολικής πανίδας γαστερόποδων γλυκού νερού φαίνεται να είναι ενδημική στη λεκάνη της λίμνης της Οχρίδας. Δεδομένου ότι ο κατάλογος των ενδημικών ειδών που αναφέρονται παραπάνω βασίζεται σε μορφολογικά και οικολογικά χαρακτηριστικά, μερικές πρόσφατες εφαρμογές των τεχνικών της μοριακής γενετικής υπογραμμίζουν τη διαφορά της πανίδας από τη συνήθη ευρωπαϊκή, καθώς και τη μεγάλη ηλικία της λίμνης.
Όλως περιέργως, τα εισαγόμενα είδη δεν φαίνεται να είναι σημαντικό ζήτημα στη λίμνη της Οχρίδας, αν και έχουν καταγραφεί σε μικρούς πληθυσμούς για αρκετές δεκαετίες ή υπάρχουν σε κοντινά ποτάμια ή λίμνες. Ο λόγος έγκειται πιθανότατα στην ιδανική προσαρμογή των ενδημικών ειδών στις ειδικές συνθήκες της λίμνης, όπως η χαμηλή διαθεσιμότητα θρεπτικών συστατικών, οι καλές συνθήκες διαβίωσης σε μεγαλύτερο βάθος, χάρη στην υψηλή διαφάνεια και περιεκτικότητα σε οξυγόνο του νερού, καθώς και τις εισροές από υποβρύχιες πηγές, που παρέχουν νερό δροσερό και πλούσιο σε οξυγόνο. Συνολικά στη λίμνη είναι γνωστά επτά εισαγόμενα είδη ψαριού.
Παρά το εξαιρετικά υψηλό επίπεδο ενδημισμού στη λίμνη Οχρίδα (για παράδειγμα, το ένα τρίτο από τα 21 αυτόχθονα είδη ψαριών και σχεδόν το 80% των 72 ειδών μαλακίων της είναι ενδημικά), βρίσκεται εκεί και σημαντικός αριθμός μη ενδημικών ειδών, μερικά από τα οποία είναι κινούμενα (π.χ.υδρόβια πτηνά) ή μεταναστευτικά, όπως το ευρωπαϊκό χέλι.
Οι καλαμιώνες και οι βάλτοι στις όχθες της λίμνης αποτελούν ζωτικής σημασίας βιότοπο για εκατοντάδες χιλιάδες διαχειμάζοντα υδρόβια πουλιά, συμπεριλαμβανομένων σπάνιων και απειλούμενων ειδών, όπως ο αργυροπελεκάνος, η βαλτόπαπια, ο κύκνος, ο στικταετός και ο βασιλαετός.
Κοινωνιοοικονομία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Υπάρχουν τρεις πόλεις στις ακτές της λίμνης: η Οχρίδα και η Στρούγκα στην πλευρά της Βόρειας Μακεδονίας και το Πόγραδετς στην Αλβανία. Υπάρχουν επίσης πολλά ψαροχώρια, αν και ο τουρισμός είναι πλέον σημαντικότερη πηγή εισοδήματος. Η λεκάνη απορροής της λίμνης έχει πληθυσμό περίπου 170.000 ανθρώπους, με 131.000 να ζουν άμεσα στις όχθες της λίμνης (43.000 στην Αλβανία και 88.000 στη Βόρεια Μακεδονία). Ο πληθυσμός στην υδρολογική λεκάνη έχει αυξηθεί σημαντικά κατά 100.000 άτομα τον τελευταίο μισό αιώνα, ασκώντας πίεση στο ευαίσθητο οικοσύστημα της λίμνης. Τα ιστορικά μνημεία καθώς και το φυσικό περιβάλλον της λίμνης κάνουν την περιοχή γύρω της προνομιακή τοποθεσία για τον τουρισμό. Τη δεκαετία του 1980 πάνω από 200.000 εγχώριοι και ξένοι τουρίστες κυριολεκτικά αποδημούσαν στην πλευρά της λίμνης της Βόρειας Μακεδονίας κάθε χρόνο. Κατά τη διάρκεια της γιουγκοσλαβικής κρίσης και ιδιαίτερα μετά τις εθνοτικές συγκρούσεις στο εσωτερικό της χώρας το 2001 ο εξωτερικός τουρισμός κατέρρευσε, αλλά σιγά σιγά αναρρώνει τα τελευταία χρόνια. Ακόμα κι αν πολλοί από τους επισκέπτες μένουν μόνο για ένα Σαββατοκύριακο, ο τουρισμός αποτελεί σημαντικό κομμάτι της τοπικής οικονομίας (~ 1 επισκέπτης / κάτοικο).
Ανθρώπινη επίδραση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι βιότοποι των ακτών υφίστανται ιδιαίτερες πιέσεις από τις ανθρώπινες δραστηριότητες. Ιδιαίτερες απειλές είναι η παράκτια κατασκευή τουριστικών εγκαταστάσεων, η καταστροφή των καλαμιώνων για να αποκτηθεί γεωργική γη και η έντονη ρύπανση κοντά στις εκβολές των ποταμών. Παρά το γεγονός ότι οι επιπτώσεις αυτών των ανθρώπινων επιπτώσεων δεν έχουν αξιολογηθεί αναλυτικά προκαλούν μεγάλη ανησυχία, καθώς οι περιοχές ρηχού νερού είναι ιδιαίτερα πλούσιες σε ενδημική πανίδα του βυθού και αποτελούν σημαντικούς τόπους αναπαραγωγής για πολλά ενδημικά είδη ψαριών. Επιπλέον oι καλαμιώνες έχουν μεγάλη σημασία για τα υδρόβια πουλιά.
Η οικονομική απόδοση των ψαριών, δηλαδή των δύο ενδημικών ειδών πέστροφας, έχει μειωθεί σημαντικά κατά τις τελευταίες δεκαετίες, τόσο στη Βόρεια Μακεδονία όσο και στην Αλβανία. Η πιο πιθανή αιτία είναι η υπεραλίευση και ενδεχομένως η καταστροφή των περιοχών ωοτοκίας. Παρά το γεγονός ότι υπάρχουν κανονισμοί όσον αφορά τις αλιευτικές πρακτικές (π.χ. ελάχιστο μέγεθος ματιών των διχτυών) και μόνο περιορισμένος αριθμός αδειοδοτημένων αλιέων, οι κανόνες αυτοί δεν τηρούνται πάντα, λόγω της υψηλής εμπορικής αξίας της ενδημικής πέστροφας. Ως αντίδραση στην κατάσταση αυτή η αλιεία έχει απαγορευτεί τα τελευταία δύο χρόνια, για να βοηθήσει τον πληθυσμό των ψαριών να ανακάμψει και να επιτρέψει στους επιστήμονες να συλλέξουν επιπλέον στοιχεία. Ενώ τα περισσότερα από τα ενδημικά είδη ψαριών είναι μη μεταναστευτικά, τα ευρωπαϊκά χέλια γεννούν στη μακρινή Θάλασσα των Σαργασσών, ενώ οι απόγονοί τους επιστρέφουν στη λίμνη. Δυστυχώς, όπως και σε πολλές ευρωπαϊκές λίμνες, είναι πολύ απίθανο σήμερα τα χέλια να φτάσουν στη λίμνη της Οχρίδας με φυσικό τρόπο και να επιστρέψουν στην θάλασσα των Σαργασσών, λόγω των πολλών υδροηλεκτρικών φραγμάτων στους ποταμούς Μαύρο Δρίνο και Δρίνο, τόσο στη Βόρεια Μακεδονία όσο και στην Αλβανία.
Λαμβάνοντας υπόψη την αύξηση του πληθυσμού κατά τα τελευταία 50 χρόνια, ιδιαίτερη ανησυχία προκαλεί ο δυνητικός ευτροφισμός της σήμερα ολιγοτροφικής λίμνης της Οχρίδας από την αυξημένη ρύπανση. Πράγματι, πυρήνες ιζημάτων δείχνουν αύξηση περίπου κατά 3,5 φορές της συγκέντρωσης φωσφόρου κατά τον τελευταίο αιώνα. Από τη μία πλευρά, μετατόπιση από ενδημικά σε κοινά ευρωπαϊκά είδη, που είναι καλύτερα προσαρμοσμένα στις υψηλότερες συνθήκες θρεπτικών ουσιών, έχει ήδη παρατηρηθεί κοντά στις μολυσμένες εισροές. Από την άλλη, τα υψηλότερα επίπεδα θρεπτικών συστατικών έχουν μειώσει τη διαφάνεια του νερού καθώς και τη διαθεσιμότητα του οξυγόνου στο βαθύ νερό και στον πυθμένα της λίμνης, δύο ιδιότητες που είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για την ενδημική χλωρίδα και πανίδα. Ακόμα, η λίμνη βρίσκεται σε μια συγκριτικά καλή κατάσταση αυτή τη στιγμή. Ωστόσο, μπορεί να χρειαστεί περισσότερο από μια δεκαετία για να φανούν τα αποτελέσματα του σημερινού επιπέδου ρύπανσης της λίμνης, λόγω του μακρού χρόνου παραμονής του νερού. Επιπλέον αποδείχθηκε ότι οι αρνητικές επιπτώσεις από τον ευτροφισμό θα ενισχυθούν σημαντικά από την υπερθέρμανση του πλανήτη. Αν και υπάρχει χρόνος για αντίδραση, προσομοιώσεις σε υπολογιστή δείχνουν ότι θα πρέπει να επιτευχθεί μια μείωση τουλάχιστον κατά 50% στην είσοδο του φωσφόρου για να συνεχίσει το βαθύ νερό να οξυγονώνεται για τα επόμενα 50 χρόνια με την προβλεπόμενη υπερθέρμανση της ατμόσφαιρας. Ο στόχος αυτός θα μπορούσε να επιτευχθεί με τον έλεγχο των οικιακών λυμάτων, που είναι μακράν η μεγαλύτερη πηγή φωσφόρου αυτή τη στιγμή. Τα πρώτα βήματα προς αυτή την κατεύθυνση έχουν ληφθεί από την επέκταση και βελτίωση του υπάρχοντος συστήματος αποχέτευσης στη Βόρεια Μακεδονία στο πλαίσιο του προγράμματος GEF (Παγκόσμιο Ταμείο για το Περιβάλλον). Το πιο σημαντικό επόμενο βήμα θα ήταν μια λύση για τους τρεις υπόλοιπους, σοβαρά μολυσμένους ποταμούς, έναν στη Βόρεια Μακεδονία και δύο στην Αλβανία.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Εξωτερικοί σύνδεσμοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Lake Ohrid στο Wikimedia Commons