Λανδούλφος Α΄ του Μπενεβέντο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Λανδούλφος Α΄ του Μπενεβέντο
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση875
Θάνατος10  Απριλίου 943
Πληροφορίες ασχολίας
Οικογένεια
ΣύζυγοςΓκέμμα της Νεαπόλεως
ΤέκναΛανδούλφος Β΄ του Μπενεβέντο
Ατενόλφος Γ΄ του Μπενεβέντο
ΓονείςΑτενόλφος Α΄ της Κάπουα και Sigelgaita of Gaeta[1]
ΟικογένειαΛανδουλφίδες

Ο Λανδούλφος Α΄, μερικές φορές αποκαλούμενος Aντίπατρος [2], (απεβ. στις 10 Απριλίου 943) από τον Οίκο των Λαντουλφιδών ήταν Λομβαρδός ευγενής και πρίγκιπας του Μπενεβέντo και της Κάπουα (ως Λανδούλφος Γ΄) από τις 12 Ιανουαρίου 901, όταν ο πατέρας του, Ατενόλφος Α΄ πρίγκιπας της Κάπουα και κατακτητής του Μπενεβέντο, τον έκανε συγκυβερνήτη στην εξουσία.

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 909 πήγε στην Κωνσταντινούπολη για να λάβει τους τίτλους του ανθυπάτου και του πατρικίου. Ο αδελφός του Ατενόλφος Β΄ έμεινε πίσω στην Ιταλία και έλαβε παρόμοιο αξίωμα. Τον Ιούνιο του 910 απεβίωσε ο πατέρας του και έγινε μόνος πρίγκιπας. Αμέσως έκανε τον αδελφό του συγκυβερνήτη.

Στις 2 Ιουλίου 911 ο Λανδούλφος Α΄ υπέγραψε συνθήκη με τον Γρηγόριο Δ΄ δούκα της Νάπολης, ως μέρος μίας πολιτικής συμμαχίας και φιλίας με τους άλλους Χριστιανούς ηγεμόνες της Νότιας Ιταλίας. Συνέχισε επίσης μία πολιτική συμμαχίας με το Βυζάντιο, αλλά ποτέ δουλοπρεπώς. Ποτέ δεν δεσμεύτηκε να είναι υποτελής του Αυτοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη. Το 914 κατάφερε να μεταφερθεί το μεγάλο αβαείο του Μόντε Κασίνο από το Τεάνο στην Κάπουα και αυτός και ο Ατενόλφος Β΄ διόρισαν ως ηγούμενο κάποιον Ιωάννη. Τον επόμενο χρόνο (915) έστειλαν τον Ιωάννη ως πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη, για να ανανεώσει τους δεσμούς πίστης.

Το καλοκαίρι του 915 οι δυνάμεις του νέου Βυζαντινού στρατηγού του Μπάρι, Νικολάου Πιτσίνλι, ενώθηκαν με εκείνες διαφόρων άλλων νότιων Ιταλών πριγκίπων, των Ιωάννη Α΄ και Ντοσίμπιλι Β΄ της Γκαέτας, Γρηγόριου Δ΄ και Ιωάννης Β΄ της Νάπολης και Γουαϊμάρος Β΄ του Σαλέρνο. Μέσω διπλωματικών επιγαμιών, ο Λανδούλφος Α΄ είχε καταφέρει να κάνει συμμάχους αυτούς τους ηγεμόνες: είχε νυμφευτεί την Γκέμα, κόρη του Αθανασίου δούκα της Νάπολης, και η κόρη τού Ατενόλφος Β΄, η Γκαϊτελγκρίμα, παντρεύτηκε τον Γουαϊμάρος Β΄. Ο δικός του γιος, ο Ατενόλφος Γ΄, νυμφεύτηκε τη Ροτίλντα, την κόρη του Γουαϊμάρος Β΄. Μαζί ο Βυζαντινο-Λομβαρδικός στρατός ενώθηκε με τις βόρειοϊταλικές δυνάμεις του πάπα Ιωάννη Ι΄ και του Αλμπέρικκ Α΄ του Σπολέτο και νίκησε τους Σαρακηνούς στη μάχη του Γκαριλιάνο. Σύμφωνα με τον Λιουτπράνδο της Κρεμόνας, ο Λανδούλφος Α΄, ένας «ισχυρός πρίγκιπας», απαντώντας σε αίτημα για συμβουλές από τον πάπα, ξεκίνησε τη συμμαχία, που έφερε τέλος στους Σαρακηνούς στο Γκαριλιάνο. Υποβαθμίζει τον συντονιστικό ρόλο του Ιωάννη Ι΄ προς όφελος αυτού του Λανδούλφος Α΄, ο οποίος παρουσιάζεται ως καταρτισμένος στρατιωτικά.

Το 921 υποστήριξε μία αντι-Βυζαντινή εξέγερση της Απουλίας, που λυμαινόταν μέχρι το Άσκολι. Ωστόσο αναγκάστηκε να στείλει τον δεύτερο γιο του Λανδούλφος Β΄ στην Κωνσταντινούπολη ως όμηρο. Το 923 ή το 926, κατόπιν συμφωνίας με το Γουαϊμάρος Β΄, θα επιτίθονταν από κοινού στις Βυζαντινές κτήσεις: ο Λανδούλφος Α΄ θα καταλάμβανε την Απουλία και ο Γουαϊμάρος την Καμπανία. Ο Λανδούλφος Α΄ ήταν σε μεγάλο βαθμό ανεπιτυχής, αλλά ο Γουαϊμάρος Β΄ ήταν πολύ. Το 929, με τον Ατενόλφος Β΄, τον Γουαϊμάρος Β΄ και τον Θεοβάλδο Α΄ του Σπολέτo, εισέβαλε ξανά στην Απουλία και την Καλαβρία. Αυτή τη φορά, όλα ήταν ανεπιτυχή και ο Θεοβάλδος Α΄ έπληξε την παλαιά συμμαχία.

Το 933 ο Λανδούλφος Α΄ έκανε συγκυρίαρχο τον γιο του Ατενόλφος Γ΄ και τον αδελφό του Ατενόλφος Β΄ στη διακυβέρνηση. Το 934 ο Γουαϊμάρος Β΄ πείστηκε να εγκαταλείψει τη συμμαχία, από τον Βυζαντινό πράκτορα Κοσμά της Θεσσαλονίκης. Το 935 ο βασιλιάς Ούγος της Λομβαρδίας έδωσε την υποστήριξή του στους Βυζαντινούς. Μέσα σε λίγα χρόνια, η επιτυχημένη αντι-Βυζαντινή πολιτική του Λανδούλφος Α΄ είχε αντιστραφεί και αναγκάστηκε να συνάψει ειρήνη, αλλά οι συγκρούσεις συνεχίστηκαν: στο Σιπόντo το 936 και στη Mατέρα το 940. Το 937, μία ομάδα Ούγγρων βάδισε από τη Βουργουνδία στην Ιταλία μέσω της κοιλάδας του Ροδανού στην υπηρεσία του βασιλιά Ούγου, ο οποίος τους έστειλε εναντίον του Mόντε Κασίνo, της Νάπολης και της Κάπουα, [3] λεηλατώντας και καταστρέφοντας όλα όσα είχαν μπροστά τους. Το 939 ο αδελφός τού Λανδούλφος Α΄, ο Ατενόλφος Β΄, απεβίωσε και ο μεγαλύτερος γιος εκείνου, Λανδούλφος, τον διαδέχθηκε, αλλά σύντομα εξορίστηκε στη Νάπολη από τον θείο του. Απεβίωσε τέσσερα χρόνια αργότερα, στις 10 Απριλίου.

Οικογένεια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Νυμφεύτηκε τη Γκέμα, κόρη του Αθανασίου δούκα της Νάπολης και είχε τέκνα:

  • Ατενόλφος Γ΄ άκμασε 933-940, συγκυβερνήτης της Κάπουα.
  • Λανδούλφος Β΄ οΕρυθρός απεβ.961, πρίγκιπας του Μπενεβάντο κα,ως Λανδούλφος Δ΄ πρίγκιπας της Κάπουα.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Caravale, Mario (επιμ.). Dizionario Biografico degli Italiani, LXIII: Labroca – Laterza . Ρώμη, 2004.
  • Liudprand της Κρεμόνας . The Complete Works of Liudprand of Cremona, Paolo Squatriti, εκδ. και μεταφρ. Washington, DC: Catholic University of America Press, 2007.

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 Leo van de Pas: (Αγγλικά) Genealogics. 2003.
  2. Antipater seems to derive from his Greek title anthypatos.
  3. Reuter, T., McKitterick, R., The New Cambridge Medieval History: Volume 3, c.900-c.1024, Cambridge University Press, 1995, p. 543. (ISBN 0521364477)