Κόμμα Εθνικοφρόνων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Κόμμα Εθνικοφρόνων
ΠρόεδροςΔημήτριος Γούναρης
ΙδρυτήςΔημήτριος Γούναρης
Ίδρυση1915
Διάλυση1920
Συγχώνευση τωνΕθνικόν Κόμμα
Νεωτεριστικό κόμμα
ΔιάδοχοςΛαϊκόν Κόμμα
ΈδραΑθήνα
ΙδεολογίαΕλληνικός εθνικισμός
Συντηρητισμός
Μοναρχισμός
Πολιτικό φάσμαΔεξιά
Πολιτικό σύστημα Ελλάδας
Πολιτικά κόμματα
Εκλογές

Κόμμα Εθνικοφρόνων ονομάστηκε το ελληνικό πολιτικό κόμμα που ίδρυσε ο πολιτικός Δημήτριος Γούναρης, τον Μάρτιο του 1915.

Το κόμμα αυτό κατά την διάρκεια της πορείας του, συγκέντρωσε την πλειοψηφία των αντιβενιζελικών πολιτικών και ψηφοφόρων, όντας το «αντίπαλον δέος» του κόμματος των Φιλελευθέρων.

Ιστορικό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ονομασία του κόμματος πιστώνεται στον εκδότη της εφημερίδας Αθήναι, Γεώργιο Πωπ[1] -ονομασία που εκείνη την εποχή σήμαινε αυτόν που υπερασπίζεται τα συνολικά συμφέροντα του Έθνους, αμφισβητώντας έτσι εμμέσως τα πατριωτικά φρονήματα του κόμματος του Ελευθερίου Βενιζέλου[2] - ενώ το έμβλημά του αναπαριστά έναν αετό καθισμένο πάνω σε κλαδί δάφνης.

Αυτόνομα, πήρε μέρος σε δυο εκλογικές αναμετρήσεις, στις βουλευτικές εκλογές του Μαΐου του 1915, όπου συγκέντρωσε ποσοστό ψήφων 28,5% (έναντι 58,2% του κόμματος των Φιλελευθέρων, και 90 έδρες στη Βουλή, απόδοση που το έκανε το δεύτερο μεγαλύτερο κόμμα στην Ελλάδα της εποχής εκείνης, και στις βουλευτικές εκλογές του Δεκεμβρίου του 1915. Στις εκλογές του Δεκεμβρίου του 1915 οι Φιλελεύθεροι είχαν αποφασίσει ως ένδειξη διαμαρτυρίας να απέχουν από τις εκλογές, έτσι το κόμμα του Γούναρη συγκέντρωσε τη συντριπτική πλειοψηφία των κοινοβουλευτικών εδρών - 256 σε σύνολο 333 - επιβεβαιώνοντας την θέση του, ως το «κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης».[3] Στην τρίτη εκλογική αναμέτρηση, αυτή των εκλογών του Νοεμβρίου του 1920, το κόμμα των Εθνικοφρόνων, συμμετείχε - ουσιαστικά ήταν ο βασικός κορμός - του συνασπισμού των αντιβενιζελικών κομμάτων, που ενώθηκαν κάτω από το όνομα Ηνωμένη Αντιπολίτευσις. Η Ηνωμένη Αντιπολίτευσις κέρδισε τις εκλογές με ποσοστό 49,36% και 260 σε σύνολο 370 εδρών.

Τον Οκτώβριο του 1920 μετονομάστηκε σε Λαϊκόν Κόμμα.

Ο Δημήτριος Γούναρης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Δημήτριος Γούναρης και Γεώργιος Μπαλτατζής

Ο επιφανής πολιτικός από την Πάτρα, ήταν μέλος του Ελληνικού Κοινοβουλίου από το 1902 (με εξαίρεση τις εκλογές του 1905) όταν ως ανεξάρτητος συνεργαζόμενος με το κόμμα του Γεωργίου Θεοτόκη, το Νεωτεριστικό, εκλέχτηκε πρώτη φορά βουλευτής. Συμμετείχε στην καινοφανή για την ελληνική πολιτική σκηνή Ομάδα των Ιαπώνων από το 1905 έως το 1908, όταν δέχτηκε την θέση του Υπουργού των Οικονομικών στην κυβέρνηση Θεοτόκη, τον Ιούνιο του 1908.

Από το 1911 ο Γούναρης βρίσκεται στο κέντρο ομάδας πολιτικών που απαρνούμενοι το κόμμα του Θεοτόκη, θέλουν να συστήσουν έναν νέο πολιτικό φορέα, αντίβαρο στην πολιτική του Ελευθέριου Βενιζέλου. Τον Δεκέμβριο του 1911, γίνεται μια μυστική συγκέντρωση στελεχών του Νεωτεριστικού Κόμματος στο σπίτι του πολιτικού Ιωάννη Σισίνη στη Γαστούνη. Στη συγκέντρωση εκτός φυσικά από τον οικοδεσπότη παρευρίσκονται οι Δημήτριος Γούναρης, Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης, Παναγής Τσαλδάρης και Σπυρίδων Στάης. Στη συγκέντρωση γίνεται προσπάθεια να πειστεί ο Δημήτριος Γούναρης να αναλάβει την προεδρία του νέου πολιτικού φορέα.[4]

Η πρώτη αυτή ομάδα, διευρυμένη με τους Χαράλαμπο Βοζίκη και Γεώργιο Μπαλτατζή αποκάλεσε τον πυρήνα του νέου κόμματος.
Ωστόσο η επίσημη εμφάνιση του κόμματος των Εθνικοφρόνων δεν θα γίνει παρά στις βουλευτικές εκλογές του Μαΐου του 1915.

Πολιτικό πρόγραμμα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το πρώτο πολιτικό πρόγραμμα του νέου κόμματος δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες στις 29 Μαρτίου του 1915, ωστόσο η ανάπτυξή του γίνεται κατά την διάρκεια της προεκλογικής περιόδου εν όψει των επικείμενων βουλευτικών εκλογών Ως θεμελιώδης αρχή τοποθετείται η διατήρηση των κεκτημένων από τους Βαλκανικούς Πολέμους περιοχών και η διατήρηση της ειρήνης με σεβασμό στις διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας.

Σημαντικά σημεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Αναμόρφωση της τοπικής αυτοδιοίκησης με σκοπό την αποκέντρωση των εξουσιών. Οι τοπικές περιφέρειες, θα μπορούσαν να διεξάγουν δημοψηφίσματα για την λύση τοπικών ζητημάτων.
  • Απλοποίηση της λειτουργίας των δημόσιων υπηρεσιών με σκοπό την προοδευτική μείωση των δημόσιων λειτουργών. Η μείωση προσωπικού θα εξοικονομούσε πόρους, ώστε να επιμορφωθούν οι κρατικοί υπάλληλοι, να βελτιωθεί ο μισθός τους αλλά και να προσληφθεί προσωπικό με αυξημένα προσόντα.
  • Σταδιακή μείωση των έμμεσων φόρων και δίκαιη αναπροσαρμογή των άμεσων. Σταδιακή άρση όλων των νόμων που προστάτευαν θνησιγενείς κλάδους της παραγωγής.
  • Μείωση της φορολογίας σε είδη κοινής χρήσης.
  • Προσπάθεια ανάπτυξης όλων των πλουτοπαραγωγικών παραγόντων και ιδιαίτερα της ναυτιλίας. Αυτό θα επιτυγχανόταν με την ίδρυση κατάλληλων οργανισμών που θα υποβοηθούσαν το έργο των επιχειρηματιών, με την εκτέλεση των απαραίτητων δημοσίων έργων με την ίδρυση ειδικής τράπεζας για την οικονομική ενίσχυση των απασχολούμενων στη ναυτιλία.
  • Προστασία των εργατών από τις τυχόν αυθαιρεσίες της εργοδοσίας.
  • Για την επίλυση του αγροτικού ζητήματος προκρινόταν η λύση της μικροϊδιοκτησίας. Και πιο συγκεκριμένα, δεν θα αποδιδόταν απλώς κλήρος στους εργάτες των μεγάλων ιδιοκτησιών αλλά και όλα τα μέσα για να είναι βιώσιμο το εγχείρημα και να μεταβληθούν σε πλήρως ελεύθερους ιδιοκτήτες.
  • Για το σταφιδικό ζήτημα προτείνονταν δύο μέτρα. Η εξισορρόπηση της παραγωγής με την κατανάλωση και ο περιορισμός των χρεών της σταφιδικής περιουσίας με νομοθετήματα τα οποία θα διευκόλυναν τη χρηματοδότηση των καλλιεργητών, ώστε να αποφευχθεί η προσφυγή τους στον τοκογλυφικό δανεισμό.
  • Αύξηση των μισθών του διδακτικού προσωπικού και εξοπλισμός όλων των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων όλων των βαθμίδων με τις κατάλληλες υλικοτεχνικές υποδομές.
  • Οργάνωση των αλλόθρησκων κοινοτήτων με βάση τους όρους της θρησκείας τους.
  • Για τον τομέα της δικαιοσύνης προβλέπονταν μια σειρά από ρυθμίσεις και βελτιώσεις με σκοπό την ταχύτερη απονομή της συνοδευόμενες από την υπόσχεση για ανέγερση νέων σύγχρονων φυλακών, οι οποίες κρίνονταν απαραίτητες για την σωστή λειτουργία του σωφρονιστικού συστήματος.
  • Όσον αφορά το εκλογικό σύστημα υπόσχονταν εισαγωγή της αναλογικής ψηφοφορίας, για να εκπροσωπηθούν όλες οι κοινωνικές ομάδες και όλα τα λαϊκά συμφέροντα αναλογικά.[5]

Διεύρυνση του προγράμματος το 1920[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ενίσχυση της συμμετοχής των πολιτών στα ζητήματα διακυβέρνησης. Ο Γούναρης έκανε λόγο για πρόβλεψη διεξαγωγής δημοψηφισμάτων για ζητήματα μείζονος σημασίας, καθώς και αντιπροσώπευση των πιο αδικημένων κοινωνικών στρωμάτων - εργατών και αγροτών - σε ζητήματα που τους αφορούν.
  • Διενέργεια εκλογών με το σύστημα της απλής αναλογικής.
  • Επέκταση δικαιώματος ψήφου στις γυναίκες.

Ιστορική διαδρομή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με τις νίκες του στις εκλογικές αναμετρήσεις του 1915, το κόμμα των Εθνικοφρόνων έγινε ο κύριος πόλος αντίθεσης στην πολιτική του Ελευθέριου Βενιζέλου, κυρίως όσο αφορούσε την συμμετοχή της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Οι Έλληνες είχαν χωριστεί σε δυο στρατόπεδα: από την μία ο Ελευθέριος Βενιζέλος, που επέμεινε στην είσοδό μας στον πόλεμο με το πλευρό της Αντάντ και από την άλλη ο βασιλιάς Κωνσταντίνος (με εκφραστές της πολιτικής του τον Δημήτριο Γούναρη και τους υπόλοιπους παλαιοκομματικούς αρχηγούς) που ήθελε την ουδετερότητα της Ελλάδας.[6] Η σύγκρουση κλιμακώθηκε ως τον διχασμό της χώρας που τυπικά ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο του 1916 με το Κίνημα Εθνικής Αμύνης, και τυπικά έληξε τον 1920 με την επιστροφή του βασιλιά Κωνσταντίνου στην Ελλάδα.

Ο Γούναρης επιβιβάζεται στο πλοίο που τον μεταφέρει στην Κορσική

Όλο αυτό το διάστημα το κόμμα του Γούναρη διατήρησε την πιο άκαμπτη στάση απέναντι στις Συμμαχικές Δυνάμεις, με αποτέλεσμα όταν επικρατήσει ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο Γούναρης να εξοριστεί από την Ελλάδα.[7]- με τα ονόματα όσων (βασιλοφρόνων) έπρεπε να απελαθούν ή να υποβληθούν σε στενή επιτήρηση. Ανάμεσά τους και ο Δημήτριος Γούναρης, που αναχώρησε στις 7 Ιουλίου 1917 με προορισμό το Αιάκειο της Κορσικής.

Την ίδια τύχη είχαν και οι Εθνικόφρονες βουλευτές Γεώργιος Πεσμαζόγλου, Γεώργιος Μερκούρης και Γεώργιος Μπαλτατζής[8] ενώ ο Παναγής Τσαλδάρης τέθηκε τον Ιανουάριο του 1918 σε κατ' οίκον περιορισμό, πρώτα στην Ύδρα και έπειτα στη Σκόπελο.

Στα τέλη του 1919, όταν η κυβέρνηση ανακοίνωσε τα σχέδιά της για διενέργεια εκλογών το φθινόπωρο του 1920, τα κόμματα της αντιπολίτευσης, άρχισαν διεξοδικές συζητήσεις για το ενδεχόμενο κοινής καθόδου στις εκλογές. Την άνοιξη του 1920, και αφού τελικά τα κόμματα της αντιπολίτευσης, με εξαίρεση το Προοδευτικό κόμμα του Νικόλαου Δημητρακόπουλου, κατάφεραν να συμφωνήσουν σε ένα κοινό πρόγραμμα, και σε έναν κοινό εκλογικό μηχανισμό. Η νέα αυτή κίνηση, που έφερε το όνομα Ηνωμένη Αντιπολίτευσις, δημοσίευσε τα πέντε σημεία σύγκλισης όλων των κομμάτων που την αποτελούσαν στις 21 Μαΐου 1920.[9]

Ο Δημήτριος Γούναρης επέστρεψε από την εξορία στις 9 Οκτωβρίου 1920, και το κόμμα ξαναβρήκε τον φυσικό αρχηγό του. Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου για τις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920, σε κάποια σύσκεψη των μελών, αποφασίστηκε η μετονομασία του, σε «Λαϊκόν».

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Εφημ. Αθήναι, Έτος ΙΓ΄, φ. 5374/ 5 Ιανουαρίου 1915, σ. 1
  2. Τζιομάκης, σελ. 67
  3. «Constitution - Εργασίες On Line - Created by greeklaws». www.greeklaws.com. Ανακτήθηκε στις 8 Ιουνίου 2023. 
  4. Τζιομάκης, σελ.67
  5. Εφημερίδα Σκριπ, φύλλο της 27ης Μαΐου 1915, σελ. 1
  6. Βιβλίο ιστορίας Γ΄ Γυμνασίου: «Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, που θεωρούσε ότι οι Αγγλογάλλοι θα επικρατούσαν, έκρινε ότι η Ελλάδα θα έπρεπε να συμμαχήσει με την Αντάντ για να διαφυλάξει τα κέρδη της από τους βαλκανικούς πολέμους αλλά και να διευρύνει τα σύνορά της. Η θέση αυτή υποστηριζόταν από μεγάλα τμήματα των λαϊκών τάξεων, που εμπνέονταν από τη Μεγάλη Ιδέα, αλλά και από τη μεγαλοαστική τάξη, ιδίως της Διασποράς, που προσδοκούσε να ενταχθεί σε μια μεγάλη και ισχυρή Ελλάδα»... «Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος ήθελε την Ελλάδα σύμμαχο των Κεντρικών Δυνάμεων. Επειδή, όμως, η Οθωμανική Αυτοκρατορία και η Βουλγαρία είχαν ήδη ταχθεί στο πλευρό της Γερμανίας, ο βασιλιάς υποστήριζε, σε συνεννόηση με τον Γερμανό αυτοκράτορα, τη «διαρκή ουδετερότητα» με το επιχείρημα ότι έτσι η Ελλάδα θα προστατευόταν από τον πόλεμο».
  7. Πιο συγκεκριμένα, στις 4 Ιουνίου 1917, οι Σύμμαχοι κοινοποίησαν στην κυβέρνηση Ζαΐμη τους καταλόγους - τους οποίους είχε συντάξει ο συνεργάτης του Βενιζέλου, Εμμανουήλ Ρέπουλης. Ο ιστορικός Σπύρος Μαρκεζίνης παραθέτει αυτούσια την επιστολή του Ρέπουλη προς τον Βενιζέλο, όπου τον ενημερώνει για την συμπλήρωση των καταλόγων. «Πολιτική ιστορία της νεωτέρας Ελλάδος, 1828 - 1964», τόμος Γ', εκδ. "Πάπυρος", 1968 σελ.214-215
  8. Τζιομάκης, σελ.99
  9. Εφημ. Πολιτεία, φύλλο της 21ης Μαΐου 1920, σελ. 2