Μετάβαση στο περιεχόμενο

Κρατική Όπερα της Βιέννης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Κρατική όπερα της Βιέννης)
Κρατική Όπερα της Βιέννης
Wiener Staatsoper
Πρόσοψη του Θεάτρου
Χάρτης
Παλαιότερες ονομασίεςΔικαστική Όπερα της Βιέννης
Γενικές πληροφορίες
ΔιεύθυνσηOpernring 2
Γεωγραφικές συντεταγμένες48°12′11″N 16°22′9″E
Διοικητική υπαγωγήΊννερε Στατ[1][2]
ΤοποθεσίαΒιέννη
ΧώραΑυστρία
Λειτουργία25 Μαΐου 1869
ΧρήσηΌπερα
ΈνοικοιΚρατική Όπερα της Βιέννης
ΔιαχειριστήςΚρατική Όπερα της Βιέννης
Τεχνικές λεπτομέρειες
Χωρητικότητα1.709 θέσεις
Σχεδιασμός και κατασκευή
ΑρχιτέκτοναςAugust Sicard von Sicardsburg, Eduard van der Nüll
Προστασίαπροστατευόμενο μνημείο[1]
Commons page Πολυμέσα

Η Κρατική Όπερα της Βιέννης (γερμανικά: Wiener Staatsoper‎‎) είναι όπερα στη Βιέννη και μια από τις πιο αξιόλογες του κόσμου. Η κατασκευή της ξεκίνησε το 1863 και η πρώτη παράσταση δόθηκε στις 25 Μαΐου του 1869 με την όπερα Ντον Τζιοβάννι του Μότσαρτ.

Οι πρώτες όπερες ανέβηκαν στη Βιέννη στα μισά του 17ου αιώνα επί της βασιλείας του Φερδινάνδου Γ΄ και μέσα στα επόμενα χρόνια επιβάλλονται σαν κατεξοχήν διασκέδαση της Αυλής. Μάλιστα ο γιος και διάδοχός του Λεοπόλδος Α΄ ήταν και ο ίδιος ποιητής και συνθέτης. Από τότε αρκετά θέατρα χρησιμοποιήθηκαν για το ανέβασμα της όπερας όπως το Opernhaus auf der Cortina, το Μπούργκτεατερ[Σημ 1], το Kärntnertortheater[Σημ 2], το Theater auf der Wien[Σημ 3], το Theater an der Wien[Σημ 4] κ.ά.[3].

Με τη δημιουργία του μεγάλου οδικού άξονα Ρίνγκστρασσε, κατασκευασμένου πάνω στα χνάρια του αρχαίου τείχους της πόλης, αποφασίστηκε και η ανέγερση μιας νέας λυρικής σκηνής, που με τη μεγαλοπρέπειά της θα στόλιζε με τον ιδανικότερο τρόπο τη νέα λεωφόρο. Η κατασκευή του κτιρίου της όπερας αναγγέλθηκε το 1860 και ύστερα από διαγωνισμό, επιλέχθηκαν το 1861 τα νεο-αναγεννησιακά σχέδια των αυστριακών αρχιτεκτόνων August Sicard von Sicardsburg και Eduard van der Nüll. Η θεμέλια λίθος τοποθετήθηκε στις 20 Μαΐου 1863[4].

Η κατασκευή αρχικά απογοήτευσε και πολλοί θεωρούσαν ότι δεν κατάφερνε να συναγωνιστεί τη μεγαλοπρέπεια του Heinrichshof, του κτιρίου που χτίστηκε στο μεταξύ στην απέναντι πλευρά του δρόμου, από το 1861 έως το 1863, σε σχέδια του Δανού αρχιτέκτονα Θεόφιλου Χάνσεν. Κριτικές εκφράστηκαν τόσο από τον ίδιο τον αυτοκράτορα Φραγκίσκο Ιωσήφ, που το χαρακτήρισε "σιδηροδρομικό σταθμό"[5] όσο και από μερίδα του τύπου που εξέφραζε την απογοήτευση των Βιενέζων. Όταν μάλιστα το επίπεδο του οδοστρώματος ανέβηκε κατά 1 μέτρο η εντύπωση που έδινε το κτίριο ζημιώθηκε ακόμη περισσότερο. Ο Eduard van der Nüll επηρεάστηκε τόσο από όλες αυτές τις κριτικές ώστε στις 4 Απριλίου 1868 αυτοκτόνησε δι' απαγχονισμού. Δέκα εβδομάδες αργότερα πέθανε και ο A. S. von Sicardsburg από φυματίωση. Λέγεται ότι ο αυτοκράτορας είχε τόσο ταραχθεί από την αυτοκτονία του van der Nüll ώστε από τότε και έπειτα σε όλα τα νέα έργα τέχνης απαντούσε με τη φράση κλισέ "Είναι πολύ ωραίο, μου άρεσε πολύ".

Η πρόσοψη του κτιρίου τη νύχτα

Στις 25 Μαΐου του 1869 έγιναν τελικά τα εγκαίνια, παρουσία του αυτοκράτορα και της συζύγου του Ελισάβετ[6] με την όπερα Ντον Τζιοβάννι του Μότσαρτ. Πολλές οι όπερες που πρωτοπαρουσιάστηκαν από τη σκηνή αυτή, όπως ο Βέρθερος[Σημ 5] του Ζυλ Μασνέ και η β' εκδοχή της Αριάδνης στη Νάξο του Ρίχαρντ Στράους.

Από το 1897 έως το 1907 αναλαμβάνει τη διεύθυνση της ορχήστρας και την καλλιτεχνική διεύθυνση ο Γκούσταβ Μάλερ και το θέατρο ζει τη χρυσή εποχή του. Καθιερώνει τις σκηνογραφίες Αρ Νουβό, καλεί πρωτοπόρους εικαστικούς καλλιτέχνες να εργαστούν στην όπερα, σπάει τις παραδοσιακές αντιλήψεις για το ανέβασμα της όπερας και ανεβάζει το επίπεδο της ποιότητας των παραστάσεων βασιζόμενος στην νέα σφαιρική αντίληψή του για την όπερα. Δημιουργεί έτσι παραστάσεις που έχουν μια καινοφανή μέθοδο επικοινωνίας με τον θεατή και θα μείνουν στην ιστορία του θεάτρου[3].

Η αρχική ονομασία του θεάτρου ήταν "Wiener Hofoper" δηλαδή "Βιεννέζικη Αυλική Όπερα" αλλά το 1920, μετά την πτώση των Αψβούργων, πήρε τη σημερινή του ονομασία.

Το χρονικό διάστημα από το 1938 έως το 1945 είναι ένα σκοτεινό κεφάλαιο στην ιστορία του θεάτρου. Με την επέμβαση των ναζί πολλά άτομα εκδιώχθηκαν, κυνηγήθηκαν και δολοφονήθηκαν και κάποια έργα δεν επιτρεπόταν να ανεβαστούν[6]. Στις 12 Μαρτίου του 1945 το θέατρο σχεδόν καταστράφηκε από έναν αμερικανικό βομβαρδισμό. Η πρόσοψη, που είχε προληπτικά εντοιχιστεί, σώθηκε, το ίδιο και η είσοδος, το φουαγιέ, το σαλόνι τσαγιού και η μνημειώδης σκάλα. Όμως η αίθουσα και η σκηνή καταστράφηκαν ολοσχερώς και μαζί όλη η επίπλωση, τα σκηνικά και περίπου 150.000 κουστούμια από τις 120 όπερες που είχαν ανέβει[4]. Λίγους μήνες μετά ανακοινώθηκε η ανακατασκευή του θεάτρου, του οποίου στο μεταξύ τις παραστάσεις θα φιλοξενούσαν η Λαϊκή όπερα της Βιέννης και το Theater an der Wien. Τελικά το θέατρο άνοιξε πάλι τις πύλες του στις 5 Νοεμβρίου 1955, μετά την υπογραφή της «Συνθήκης του Αυστριακού Κράτους»[Σημ 6], με την όπερα Φιντέλιο του Μπετόβεν και θεωρήθηκε από τους Βιεννέζους μια συμβολική πράξη εορτασμού της ανεξαρτησίας της χώρας τους. Η παράσταση μεταδόθηκε για πρώτη φορά από την Αυστριακή τηλεόραση (ORF).

Το 1956 αναλαμβάνει καλλιτεχνικός διευθυντής ο Χέρμπερτ φον Κάραγιαν, θέση που θα διατηρήσει μέχρι το 1964. Ο Κάραγιαν συνάπτει μια συμφωνία με τη Σκάλα του Μιλάνου και μαζί τα δυο σπουδαία αυτά λυρικά θέατρα δημιουργούν πολλές αξιόλογες συμπαραγωγές, βασιζόμενα στο συνολικό καλλιτεχνικό τους δυναμικό[3].

Πλέον η Κρατική όπερα της Βιέννης, η επονομαζόμενη και "Erste Haus am Ring“" ("Το πρώτο σπίτι στη Ρινγκστράσε"), συμβολίζει την παγκόσμια δόξα της Βιέννης ως μητρόπολη της κλασικής μουσικής.

Οι όπερες που έχουν ανέβει περισσότερες φορές είναι:

Ένα ξεχωριστό κεφάλαιο στην ιστορία του θεάτρου αποτελεί ο Χορός της Όπερας της Βιέννης (Wiener Opernball). Ο πρώτος χορός έλαβε χώρα στις 11 Δεκεμβρίου 1877 και έχει τις ρίζες του σε μια μακρά παράδοση αυτοκρατορικών εορτών. Πλέον γίνεται την τελευταία Πέμπτη της Αποκριάς. Οι καρέκλες της πλατείας μετακινούνται και κατασκευάζεται ένα άλλο δάπεδο στο επίπεδο της σκηνής, που χρησιμεύει για πίστα χορού. Γι' αυτήν τη διαδικασία απαιτούνται 650 άτομα και 2 ημέρες εργασιών[7].

Η πρόσοψη του κτιρίου έχει διατηρηθεί ακέραιη από το 1869. Την κοσμούν νέο-αναγεννησιακά τόξα και η λότζια της, που προεξέχει, τονίζει το δημόσιο χαρακτήρα του κτιρίου. Τα δυο έφιππα αγάλματα που δεσπόζουν στις πλαϊνές κορυφές του κτιρίου αντιπροσωπεύουν τα δυο φτερωτά άλογα της Ερατούς, που ιππεύουν οι αλληγορικές μορφές της Αρμονίας και της Ποίησης. Έχουν φιλοτεχνηθεί από τον Ernst Julius Hähnel. Του ιδίου είναι και τα 5 μπρούτζινα αγάλματα στις 5 αψίδες του πρώτου ορόφου που αναπαριστούν (από τα αριστερά στα δεξιά) τον Ηρωισμό, την Τραγωδία, τη Φαντασία, την Κωμωδία και τον Έρωτα.

Οι κάθετες προς το κεντρικό τμήμα του κτιρίου πτέρυγες αρχικά χρησίμευαν για την πρόσβαση στο θέατρο με τις άμαξες. Μπροστά από αυτές τις πτέρυγες βρίσκεται ο θυρεός της Αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας. Εκατέρωθεν του κτιρίου υπάρχουν δυο σιντριβάνια, φιλοτεχνημένα από τον Josef Gasser, που αναπαριστούν δυο διαφορετικούς κόσμους: στα αριστερά έχουμε τη μουσική, το χορό, τη χαρά και την ελαφρύτητα ενώ στα δεξιά έχουμε την αποπλάνηση, τη θλίψη, τον έρωτα και την εκδίκηση.

Αξιοσημείωτα είναι τα διαφορετικά είδη στέγης που καλύπτουν το κτίριο. Μια θολωτή οροφή καλύπτει τη σκηνή και την πλατεία του θεάτρου, τετράριχτες επικλινείς τις πλαϊνές πτέρυγες ενώ δίριχτες καλύπτουν τους συνδετικούς χώρους ανάμεσα στις πλαϊνές πτέρυγες και οροφές γαλλικού τύπου καλύπτουν τους πυργίσκους[8].

Η μαρμάρινη σκάλα

Η μνημειώδης μαρμάρινη σκάλα, που από την είσοδο οδηγεί στα πλαϊνά θεωρεία, είναι διακοσμημένη με τοιχογραφίες, καθρέφτες, αγάλματα και πολυελαίους. Δυο μενταγιόν του γλύπτη Josef Cesar φέρουν τα πορτρέτα των σχεδιαστών του κτιρίου A. S. von Sicardsburg και E. van der Nüll. Πάνω από αυτά δυο πίνακες του Johann Preleuthner συμβολίζουν το Μπαλέτο και την Όπερα. Τα 7 αλληγορικά αγάλματα του Josef Gasser αναπαριστούν τις 7 τέχνες: την αρχιτεκτονική, τη γλυπτική, την ποίηση, το χορό, τη μουσική, το δράμα και τη ζωγραφική. Η τοιχογραφία της οροφής αναπαριστά την Τύχη που σκορπά τα δώρα της.

Ανάμεσα στις σκάλες και τα άλλα κεντρικά θεωρεία βρίσκεται «το Σαλόνι του τσαγιού», τέως Σαλόνι του αυτοκράτορα, στο οποίο δεσπόζει το τζάκι που περιβάλλεται από κολώνες και καθρέφτες. Αυτός ο χώρος οδηγεί στο τέως Βασιλικό Θεωρείο, που φιλοξενούσε την αυτοκρατορική οικογένεια και τους καλεσμένους της. Η νωπογραφία της οροφής αναπαριστά τη Μουσική, μαζί με άλλες μυθολογικές μορφές, πάνω στα φτερά ενός αϊτού. Η οροφή και οι τοίχοι ήταν διακοσμημένα με φύλλα χρυσού 22 καρατίων. Τη διακόσμηση συμπληρώνουν αγάλματα και ταπισερί με τα αρχικά του Φραγκίσκου Ιωσήφ Α΄.

Δεξιά της κεντρικής σκάλας βρίσκεται η Αίθουσα Γκούσταβ Μάλερ, της οποίας το όνομα μέχρι το 1997 ήταν Αίθουσα των ταπισερί, από τη διακόσμηση με 9 ταπισερί, σχεδιασμένες από τον Rudolf Eisenmenger, οι οποίες απεικονίζουν σκηνές από τον Μαγικό Αυλό του Μότσαρτ. Μέχρι το 1944 αυτή η αίθουσα ήταν το γραφείο των εκάστοτε διευθυντών του θεάτρου. Η μετονομασία έγινε στις 11 Μαΐου 1997 για τον εορτασμό της 100ης επετείου από το ντεμπούτο του Μάλερ ως μαέστρου της ορχήστρας του θεάτρου. [9]

Το Φουαγιέ Σβιντ έχει πάρει το όνομά του από τα 16 έργα του αυστριακού ζωγράφου Μόριτς φον Σβιντ (Moritz von Schwind), που κοσμούν τους τοίχους. Οι πίνακες αναπαριστούν διάφορες όπερες και κάτω από κάθε ελαιογραφία έχει τοποθετηθεί η προτομή του αντίστοιχου συνθέτη. Μεταξύ αυτών και η προτομή του Γκούσταβ Μάλερ, που φιλοτεχνήθηκε από τον Ροντέν στα 1909[5].

Το εσωτερικό του θεάτρου

Η σκηνή και η πλατεία με τα θεωρεία καταστράφηκαν ολοσχερώς το 1945 και ξαναχτίστηκαν από την αρχή, σύμφωνα με τα πρωτότυπα σχέδια. Διατηρήθηκε η πλατεία σε σχήμα πετάλου, 3 όροφοι με κλειστά θεωρεία και 2 εξώστες. Για λόγους πυρασφάλειας, η χωρητικότητα της αίθουσας μειώθηκε από 2.881 σε 2.284 θέσεις, που περιλαμβάνουν 1.709 καθίσματα, 567 θέσεις ορθίων, 4 θέσεις για αναπηρικά αμαξίδια και 4 θέσεις συνοδών αμαξιδίων. Τα θεωρεία καλύφθηκαν με ξύλινη επένδυση για βελτίωση της ακουστικής. Διατηρήθηκαν τα αρχικά χρώματα της αίθουσας, που ήταν το κόκκινο, το χρυσό και το ιβουάρ, χωρίς όμως τον αρχικό ζωγραφικό διάκοσμο, που έδινε μεγαλοπρέπεια στο χώρο, αντικαταστάθηκε δε ο παλιός κεντρικός πολυέλαιος, για λόγους ασφαλείας, με ένα δακτύλιο από 1.100 κρυστάλλινα φώτα[4].

Ο χώρος της ορχήστρας έχει εμβαδόν 123τ.μ. και χωρά 110 μουσικούς. Τα ξύλινα ταβάνια πάνω από τη σκηνή αντικαταστάθηκαν, για λόγους πυρασφάλειας, από τσιμεντένιες πλάκες και για τους ίδιους λόγους έχουν προστεθεί 3 σιδερένιες αυλαίες, η κεντρική, η οποία χωρίζει τη σκηνή από την πλατεία και είναι διακοσμημένη με μια σκηνή από την όπερα του Γκλουκ Ορφέας και Ευρυδίκη και δυο πλαϊνές που χωρίζουν τη σκηνή από τα παρασκήνια.

Ο χώρος των παρασκηνίων ανακατασκευάστηκε μεταπολεμικά. Χρησιμοποιήθηκαν τα παλιά θεμέλια αλλά λόγω αναγκών μεγαλύτερης ευρυχωρίας για τις πρόβες, προστέθηκαν επιπλέον αίθουσες όπως και μόνιτορ για την παρακολούθηση της σκηνής από τα παρασκήνια. Κατά τους καλοκαιρινούς μήνες του 1991 και 1993 και για 6 μήνες το 1994 το θέατρο παρέμεινε κλειστό για ανακαίνιση, που περιελάμβανε τη δημιουργία επιπλέον χώρου για τις πρόβες, εγκατάσταση υδραυλικών ανυψωτικών πλατφορμών και ηλεκτρομηχανικών ανελκυστήρων, νέο σύστημα θέρμανσης, αερισμού και πυροπροστασίας[4]. Πλέον το θέατρο διαθέτει 3 αίθουσες για πρόβες συνόλων με χώρο για χορωδία και ορχήστρα, 10 μονωμένα ακουστικά ατομικά δωμάτια εξάσκησης, μεγάλη αίθουσα για πρόβες μπαλέτου και πολλές μικρότερες για πρόβες όπερας και χορού. Στον 6ο όροφο του κτιρίου βρίσκεται η Αίθουσα Οργάνων με 2.500 εκκλησιαστικά όργανα, που αποτελούν τη μεγαλύτερη συλλογή οργάνων παγκοσμίως. Η αίθουσα χρησιμεύει και για πρόβες αλλά και κατά τη διάρκεια παραστάσεων αφού ο ήχος μπορεί να μεταφερθεί μέχρι την πλατεία.

  1. όπου είχαν ανέβει για πρώτη φορά 3 όπερες του Μότσαρτ, η Απαγωγή από το Σεράι, Οι Γάμοι του Φίγκαρο και το Έτσι κάνουν όλες. Εγκαινιάστηκε το 1748.
  2. ιδρύθηκε το 1708
  3. Κατασκευάστηκε το 1787. Εδώ ανέβηκε για πρώτη φορά Ο Μαγικός Αυλός του Μότσαρτ
  4. Άνοιξε το 1801. Εδώ ανέβηκε για πρώτη φορά η όπερα του Μπετόβεν Φιντέλιο στην πρώτη της εκδοχή
  5. βασισμένη στο έργο του Γκαίτε Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου
  6. με την οποία η Αυστρία ανέκτησε την πλήρη ανεξαρτησία της από τις Συμμαχικές δυνάμεις που την είχαν καταλάβει στο τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πόλεμου
  1. 1,0 1,1 Wiki Loves Monuments monuments database. 18  Αυγούστου 2017. tools.wmflabs.org/heritage/api/api.php?action=search&format=json&srcountry=at&srlanguage=de&srid=24428.
  2. (Γερμανικά, Αγγλικά, Γαλλικά, Ισπανικά, Ιταλικά) archINFORM. 7829. Ανακτήθηκε στις 31  Ιουλίου 2018.
  3. 3,0 3,1 3,2 H. Rosenthal - J. Warrack, curatore italiano L. Alberti (1991). «Vienna». Dizionario enciclopedico dell'opera lirica. Φλωρεντία: Le Lettere. σελίδες 956–7. 
  4. 4,0 4,1 4,2 4,3 «Vienna State Opera». Theater Database. Ανακτήθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου 2016. 
  5. 5,0 5,1 M. Leiding & I. Zoech (2006). «Staatsoper». Top 10 Βιέννη. Αθήνα: ΗΜΕΡΗΣΙΑ Α.Ε.Ε. σελίδες 30–31. 
  6. 6,0 6,1 «HISTORY». Κρατική Όπερα της Βιέννης. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 Απριλίου 2016. Ανακτήθηκε στις 23 Σεπτεμβρίου 2016. 
  7. «Opernball». Κρατική Όπερα της Βιέννης. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 20 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου 2016. 
  8. «Architecture-Exterior». Κρατική Όπερα της Βιέννης. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 30 Αυγούστου 2016. Ανακτήθηκε στις 24 Σεπτεμβρίου 2016. 
  9. «Architecture-Interior». Κρατική Όπερα της Βιέννης. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 9 Δεκεμβρίου 2016. Ανακτήθηκε στις 24 Σεπτεμβρίου 2016. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Vienna State Opera στο Wikimedia Commons