Μετάβαση στο περιεχόμενο

Όπερα (κτήριο)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Όπερα
Ένα από τα πιο γνωστά στις μέρες μας κτήρια όπερας, η Όπερα του Σίδνεϋ.

Η όπερα αποτελεί την κτηριακή εγκατάσταση ενός θεάτρου, το οποίο προορίζεται για παραστάσεις έργων όπερας. Τις περισσότερες φορές αποτελείται από μια σκηνή, βάθρο για την ορχήστρα, παρασκήνια, καμαρίνια και τους χώρους για τους θεατές, ήτοι την λεγόμενη «πλατεία» και συχνά τους «εξώστες» ή «θεωρεία». Κάποιες τέτοιες κτηριακές εγκαταστάσεις είναι σχεδιασμένες εξ αρχής για τον ως άνω σκοπό, ενώ άλλες αποτελούν μέρος ενός κτηριακού συμπλέγματος, που μπορεί να φιλοξενήσει διαφόρων ειδών παραστάσεις, όπως θέατρο, μπαλέτο κλπ..

Ιστορική αναδρομή

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πρώτη γνωστή όπερα, ανοιχτή για παραστάσεις στο ευρύ κοινό (όχι εντός αυλικών ανακτόρων), υπήρξε το Teatro San Cassiano (Θέατρο του Αγίου Κασσιανού) στη Βενετία, το οποίο πρωτοάνοιξε τις πύλες του περί το 1637. Έκτοτε στην Ιταλία, χώρα με μακρά παράδοση στο λυρικό θέατρο, έχουν ανεγερθεί εκατοντάδες όπερες, πολλές από τις παλαιότερες των οποίων είναι ακόμη σε λειτουργία.[1] Στη Γερμανία η πρώτη όπερα λειτούργησε το 1678 στο Αμβούργο, ενώ στο Λονδίνο δεν υπήρχε κτήριο τέτοιας ειδικής χρήσης πριν τις αρχές του 18ου αιώνα. Σε πολλές περιπτώσεις τα κτήρια αυτά διεύρυναν τον ρόλο τους, φιλοξενώντας χοροεσπερίδες, θεατρικά έργα, ή ακόμη και εορτασμούς, καθώς και άλλες μουσικές παραστάσεις.

Η ανέγερση αυτών των κτηρίων τις περισσότερες φορές γινόταν δαπάναις ευκατάστατων ηγεμόνων και αριστοκρατών, άνθρωποι που συχνά στήριζαν τους καλλιτεχνικούς θεσμούς ενός τόπου ως πάτρονες, θέλοντας μέσω της χρηματικής τους προσφοράς να ανελιχθούν πολιτικά και να αποκτήσουν κύρος και επιφάνεια. Με την άνοδο της μπουρζουαζίας και την επικράτηση του καπιταλιστικού συστήματος στις αρχές του 19ου αιώνα, οι πάτρωνες αντικαταστάθηκαν σταδιακά από πιο θεσμικά όργανα με κρατική βάση, όπως υπουργεία πολιτισμού και δημοτικά συμβούλια. Στις μέρες μας οι περισσότερες όπερες και συναφείς θεσμοί τείνουν να συντηρούνται και να επεκτείνονται με κάποιον τρόπο μεικτής επιχορήγησης, εν μέρει από το κράτος και εν μέρει από ιδιωτικές προσφορές (ευεργετήματα), καθώς επίσης και από τα έσοδα των παραστάσεων.

Καθώς τα έργα του λυρικού θεάτρου αποτελούν κατά παράδοση μεγάλης κλίμακας μουσικοθεατρικά έργα, έτσι κατά συνέπεια οι χώροι όπου φιλοξενούνται είναι αναλόγως μεγάλοι. Οι περισσότερες παλαιές όπερες διαθέτουν θέσεις για περίπου 1.000 καθήμενους θεατές, όπως το θέατρο Λα Φενίτσε στη Βενετία. Τα νεότερα κτήρια μπορούν να υποδεχτούν κατά μέσο όρο τους 1.500 έως 3.000 θεατές και ενίοτε ακόμη περισσότερους. Πολλές σύγχρονες κτηριακές εγκαταστάσεις όπερας διαθέτουν περισσότερες από μία μεγάλη αίθουσα, ώστε να φιλοξενούνται και μικρότερης κλίμακας παραστάσεις, όπως η «Εναλλακτική Σκηνή» της Εθνικής Λυρικής Σκηνής.

Παραδοσιακά, η αίθουσα παραστάσεων μιας όπερας έχει σχήμα πετάλου, η χωρητικότητα της οποίας εξαρτάται από το μήκος της σκηνής. Η κύρια πλατεία των θεατών είναι συνήθως επικλινής, ενώ στο περίβλημα της αίθουσας συχνά υπάρχουν εξώστες και σε ορισμένες περιπτώσεις ιδιαίτερα «κουπέ», τα οποία προορίζονται για υψηλού βαλαντίου θεατές που επιζητούν μια ιδιαίτερη αποκλειστικότητα. Συχνά, οι εξώστες ανέρχονται σε αρκετά επίπεδα, οι πιο προνομιούχοι των οποίων προσλαμβάνουν κάποιο επίτιμο όνομα (π.χ. «προεδρικό θεωρείο», «βασιλικός εξώστης» κλπ).

Από τα τέλη του 19ου αιώνα οι περισσότερες όπερες διαθέτουν ένα ειδικό βάθρο για την ορχήστρα, το οποίο βρίσκεται μπροστά από τη σκηνή, αλλά σε χαμηλότερο επίπεδο απ' αυτό των θεατών. Το σχέδιο αυτό επιτρέπει στον διευθυντή της ορχήστρας να διευθύνει την παράσταση καθώς και την ορχήστρα, χωρίς να αποσπά την προσοχή των θεατών από τη σκηνική δράση, ενώ ο ήχος των οργάνων δεν καλύπτει αυτόν των τραγουδιστών. Σ' αυτό το πρότυπο σχέδιο συνέβαλλε κυρίως ο Βάγκνερ, ο οποίος το εφάρμοσε στην Όπερα του Μπαϊρόιτ, όπου το ορχηστρικό βάθρο καλύπτεται σχεδόν εξ ολοκλήρου από τη σκηνή, παραχωρώντας έτσι τον κύριο λόγο στη σκηνική δράση.

Το Θέατρο ντι Σαν Κάρλο στη Νάπολη, όπου διακρίνονται τα πολυεπίπεδα θεωρεία και στο κέντρο το βασιλικό θεωρείο.

Η ορχήστρα μιας όπερας δεν έχει συγκεκριμένο αριθμό εκτελεστών, ο οποίος μπορεί να ποικίλει από μερικές δεκάδες έως και πάνω από 100 άτομα. Αναλόγως το έργο, η παραγωγή μπορεί να περιλαμβάνει πολλούς τραγουδιστές, χορωδούς, χορευτές, καθώς και αρκετούς κομπάρσους. Για τις ανάγκες όλου αυτού του προσωπικού δυναμικού υπάρχουν παρασκηνιακές εγκαταστάσεις, τα λεγόμενα «καμαρίνια» (από την ιταλική λέξη camera [δωμάτιο]), όπου οι συντελεστές μπορούν να επιμεληθούν τα κοστούμια, τον ψιμυθισμό (μακιγιάζ) και τις κομμώσεις τους, να κάνουν μουσικές δοκιμές κλπ.. Συχνά μάλιστα διατίθενται και χώροι για επιτόπια συρραφή κοστουμιών, εργαστήρια σκηνικών καθώς και αποθηκευτικοί χώροι για το υλικό μέρος των διαφόρων παραστάσεων.

Οι πιο σύγχρονες κτηριακές εγκαταστάσεις όπερας διαθέτουν υψηλής τεχνολογίας μηχανολογικό εξοπλισμό, με μεγάλους ανελκυστήρες που επιτρέπουν την γρήγορη αλλαγή σκηνικών. Πολλά παλαιά θέατρα, όπως η Σκάλα του Μιλάνου, η Βασιλική Όπερα του Λονδίνου, αλλά και το Εθνικό Θέατρο, διατηρούν τις όψεις των κτηρίων και τις αίθουσες παραστάσεων, ανακατασκευάζοντας όμως πλήρως τις παρασκηνιακές εγκαταστάσεις, με εξοπλισμό τελευταίας τεχνολογίας.

Ένα τέτοιο τεχνολογικό επίτευγμα επιτρέπει στις μέρες μας και την προβολή του λιμπρέτο εκατέροθεν ή πάνω από τη σκηνή, τους λεγόμενους υπέρτιτλους· αυτό επιτρέπει στους θεατές να παρακολουθούν τόσο τη σκηνική δράση, όσο και το αυθεντικό καθώς και το μεταφρασμένο κείμενο του έργου, συμβάλλοντας έτσι καθοριστικά στην κατανόηση του θεάματος από το κοινό. Άλλες τεχνολογικές καινοτομίες περιλαμβάνουν κάμερες και οθόνες, που επιτρέπουν όχι μόνο τη μαγνητοσκόπηση της παράστασης, αλλά και άλλες λειτουργίες, όπως την παρακολούθηση του διευθυντή ορχήστρας από την -συχνά υφιστάμενη- εκτός σκηνής χορωδίας (coro interno), την προβολή εναλλακτικής οπτικής γωνίας κάποιας σκηνής, αλλά και την ταυτόχρονη προβολή οπτικού υλικού (πρβλ. βίντεο αρτ).

Η χρήση της τεχνολογίας στην όπερα περιορίζεται μέχρι του σημείου του οπτικού σκέλους (φωτισμός, βιντεοπροβολές κλπ) και του ηλεκτρομηχανολογικού εξοπλισμού σκηνής. Το όριο τίθεται στο σημείο που επεμβαίνει στο ακουστικό σκέλος, όπου παραδοσιακά η παραγωγή οφείλει να λαμβάνει χώρα χωρίς ηχητική ενίσχυση και το αποτέλεσμα να είναι πλήρως ακουστικό. Άλλωστε, οι επαγγελματίες τραγουδιστές της όπερας είναι εκπαιδευμένοι για να προβάλλουν τις φωνητικές τους δεξιότητες με φυσικό τρόπο, το οποίο ισχύει και για τους υπόλοιπους μουσικούς μιας παράστασης (ορχήστρα και χορωδία). Εντούτοις, από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, κάποιες όπερες έχουν ενσωματώσει ηχητικές τεχνολογικές καινοτομίες στις εγκαταστάσεις τους, με σκοπό την διακριτική ενίσχυση του ήχου και σε κάποιες περιπτώσεις τη λεγόμενη ηχογλυπτική, όρος που σχετίζεται με την ηλεκτρονική και εν γένει νεότερη μουσική.

  • Allison, John (ed.), Great Opera Houses of the World, supplement to Opera Magazine, London 2003
  • Beauvert, Thierry, Opera Houses of the World, The Vendome Press, New York, 1995. ISBN 0-86565-978-8
  • Beranek, Leo. Concert Halls and Opera Houses: Music, Acoustics, and Architecture, New York: Springer, 2004. ISBN 0-387-95524-0
  • Hughes, Spike. Great Opera Houses; A Traveller's Guide to Their History and Traditions, London: Weidenfeld & Nicholson, 1956.
  • Kaldor, Andras. Great Opera Houses (Masterpieces of Architecture) Antique Collectors Club, 2002. ISBN 1-85149-363-8
  • Lynn, Karyl Charna, Opera: the Guide to Western Europe's Great Houses, Santa Fe, New Mexico: John Muir Publications, 1991. ISBN 0-945465-81-5
  • Lynn, Karyl Charna, Italian Opera Houses and Festivals, Lanham, Maryland: The Scarecrow Press, Inc., 2005. ISBN 0-8108-5359-0
  • Plantamura, Carol, The Opera Lover's Guide to Europe, Citadel Press, 1996, ISBN 0-8065-1842-1

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]