Ιστορία του Μαυροβουνίου κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Από το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, κατά τη διάρκεια της νύχτας της 28ης Ιουλίου 1914, το Βασίλειο του Μαυροβουνίου τάχθηκε στο πλευρό της Σερβίας. Έχοντας διαδραματίσει σημαντικό ρόλο κατά τη διάρκεια των αμέσως προηγούμενων βαλκανικών ενόπλων συγκρούσεων, το μικρό βασίλειο, νομικώς ανεξάρτητο από το 1910, ήρθε σε πιο στενή επαφή με τη Σερβία στο πλαίσιο των δύο βαλκανικών πολέμων. Η συγκεκριμένη σύγκλιση μεταξύ των δύο πλευρών ώθησε τους πολιτικούς του βασιλείου να υποστηρίξουν ενεργά τις νοτιοσλαβικές ταραχές εντός των εδαφών της Δυαδικής Μοναρχίας. Έπειτα από την κατάκτησή του από τα αυστροουγγρικά στρατεύματα κατά τις απαρχές του 1916, στο πλαίσιο των επακόλουθων των στρατιωτικών επιχειρήσεων στη Σερβία, το βασίλειο όντας, πλέον, απομονωμένο αιτήθηκε, μέσω του βασιλέα του, Νικολάου, τους όρους ειρήνης των Κεντρικών Δυνάμεων. Καθώς το βασίλειο βρισκόταν, πλέον, υπό την κατοχή αυστροουγγρικών στρατιωτικών μονάδων, η διοίκησή του ανατέθηκε σε έναν γενικό κυβερνήτη, ενώ, παράλληλα, υπεβλήθη σε ένα αυστηρό καθεστώς στρατιωτικής κατοχής. Κατά την ίδια περίοδο, υπήρξε απόπειρα σχηματισμού εξόριστης κυβέρνησης, υπό την ηγεσία του μονάρχη, ο οποίος, ωστόσο, καθώς δεν τύχαινε θετικής αναγνώρισης, δεν ήταν σε θέση προκειμένου να διατηρήσει τη χώρα του στρατιωτικά ενεργή στο πλαίσιο της συγκεκριμένης ένοπλης σύγκρουσης η οποία και διαιωνιζόταν. Το 1918, έχοντας απολέσει την υποστήριξη των Γάλλων και των Σέρβων, απέτυχε να ανακτήσει τον έλεγχο του βασιλείου του, τα εδάφη του οποίου, τελικώς, ενσωματώθηκαν εντός του νεοϊδρυθέντος Βασιλείου των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων.

Το Μαυροβούνιο και ο πόλεμος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πολεμικοί στόχοι του Μαυροβουνίου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Νικόλαος Α΄, στη συγκεκριμένη φωτογραφία εικονιζόμενος το 1908, επιθυμούσε να εκμεταλλευτεί τη νίκη των συμμαχικών δυνάμεων με απώτερο σκοπό την προσάρτηση εδαφών εντός της Αλβανίας και της αυστριακής Δαλματίας.

Κατά τη μαυροβουνιακή παρέμβαση στη συγκεκριμένη ένοπλη σύγκρουση, τον Ιούλιο του 1914, ο βασιλέας Νικόλαος, χαίροντας ενός ορισμένου κύρους ενώπιον των ευρωπαϊκών αυλών, κοινοποίησε τους πολεμικούς στόχους του βασιλείου του. Οι στόχοι του Μαυροβουνίου, όπως αυτοί είχαν τεθεί από τον μονάρχη του, αφορούσαν την περαιτέρω εδαφική επέκταση του βασιλείου, χωρίς ωστόσο να παραγνωρίζονται οι πολιτικές, οικονομικές και συμβολικές επιταγές, απαραίτητες για την επιβίωση του μικρού βασιλείου[1].

Κατά τη διάρκεια των πρώτων ημερών της ένοπλης σύγκρουσης, το βασίλειο επιθυμούσε την περαιτέρω αύξηση των παραθαλάσσιων εδαφών του, κυρίως μέσω του ελέγχου του λιμένα βαθέων υδάτων του Κάτταρο, του οποίου τα βόρεια και ανατολικά περίχωρα το βασίλειο, ήδη, ήλεγχε, καθώς τα τελευταία επισκιάζονταν από το Όρος Λόβτσεν, το οποίο βρισκόταν εντός μαυροβουνιακού εδάφους[2], θέτοντας, ως αποτέλεσμα, τον λιμένα και τις εγκαταστάσεις του εντός πεδίου βολής του μαυροβουνιακού ορεινού πυροβολικού[3]. Παράλληλα με το ζήτημα της απόκτησης ελέγχου του Κάτταρο, ο βασιλέας και ο υπουργός εξωτερικών υποθέσεών του εξέτασαν το ενδεχόμενο επανέναρξης της επεκτατικής πολιτικής εντός των εδαφών του Πριγκιπάτου της Αλβανίας, επιθυμώντας την οριστική απόκτηση ελέγχου του βόρειου τμήματος της ακτογραμμής της χώρας, με κυριότερο σημείο ενδιαφέροντος τον σύγχρονο λιμένα του Σκούταρι, καθώς και την ενδοχώρα του[α][4][5], το Αλέσσιο και το Σαν Τζοβάννι ντι Μέντουα[β][6]. Ως αποτέλεσμα, η Συνθήκη του Λονδίνου εξασφάλιζε στο βασίλειο τον έλεγχο τμήματος των εδαφών της Βόρειας Αλβανίας[γ][7].

Με σημείο εκκίνησης το 1914, το ζήτημα της διατήρησης της ανεξαρτησίας του βασιλείου αποτελούσε τον σημαντικότερο πολιτικό στόχο του βασιλέα Νικολάου. Εμπρός στις σερβικές επιτυχίες και διεκδικήσεις, ο ίδιος αντιπρότεινε την ίδρυση ομοσπονδιακού κράτους αποτελούμενου από το βασίλειο του Τσέτινιε και τη Σερβία[6]. Η συγκεκριμένη επιθυμία διατήρησης της ανεξαρτησίας του μικρού βασιλείου σημείωσε, τον Ιανουάριο του 1917, μία σημαντική και απρόσμενη επιτυχία, καθώς, ενόσω το βασίλειο βρισκόταν υπό καθεστώς κατοχής, επί σχεδόν έναν χρόνο, από τα αυστροουγγρικά στρατεύματα, οι Σύμμαχοι, εντός σημειώματος το οποίο αποτελούσε απάντηση προς την πρωτοβουλία του Γούντροου Ουίλσον, διαβεβαίωναν για τη δέσμευσή τους για την αποκατάσταση του βασιλείου εντός των προπολεμικών εδαφικών ορίων του[8].

Πολεμικοί στόχοι στο Μαυροβούνιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1914, η Αυστροουγγαρία αποτελούσε το μοναδικό μέλος των Κεντρικών Δυνάμεων το οποίο ήταν σε θέση προκειμένου να καταλάβει το βασίλειο του βασιλέα Νικολάου. Η είσοδος της Βουλγαρίας στον πόλεμο δεν επέφερε μεταβολές στη συγκεκριμένη κατάσταση. Ωστόσο, σύντομα, με σημείο εκκίνησης το 1916, οι Γερμανοί στρατιωτικοί και πολιτικοί άρχισαν να δείχνουν ενδιαφέρον για έναν εξ'αποστάσεως έλεγχο του βασιλείου ή, εν πάση περιπτώσει, για μία άμεση κατοχή ορισμένων στρατηγικής σημασίας τοποθεσιών.

Έπειτα από την νικηφόρα εκστρατεία των Κεντρικών Δυνάμεων στα Βαλκάνια, οι στρατιωτικοί της Δυαδικής Μοναρχίας, μεταξύ άλλων και ο επιτελάρχης Φρανς Κόνραντ φον Χέτσεντορφ, υπήρξαν υποστηρικτές μίας ενδεχόμενης προσάρτησης του Μαυροβουνίου στα ήδη υπάρχοντα εδάφη της Δυαδικής Μοναρχίας[δ][9]. Ως αποτέλεσμα, το 1915, οι Αυστροούγγροι ιθύνοντες πρότειναν, κατ'ελάχιστον, την προσάρτηση εντός των εδαφών της Δυαδικής Μοναρχίας της μαυροβουνιακής ακτογραμμής, καθώς και του Όρους Λόβτσεν, το οποίο και αποτελούσε στρατηγικής σημασίας τοποθεσία, καθώς είχε οχυρωθεί από τους Μαυροβούνιους και αποτελούσε απειλή για τον αυστροουγγρικό λιμένα του Κάτταρο[10].

Ως αποτέλεσμα, κατά τη διάρκεια του 1916, οι Αυστροούγγροι διπλωμάτες και πολιτικοί συμφώνησαν μεταξύ τους για την απόκτηση του ελέγχου του Μαυροβουνίου από τη Δυαδική Μοναρχία, με ορισμένους εξ'αυτών να είναι υποστηρικτές ενός εξ'αποστάσεως ελέγχου των εδαφών, ο οποίος θα ήταν δυνατός μέσω περιορισμένης κλίμακας προσαρτήσεων, οι οποίες, ωστόσο, θα ήσαν προσεκτικά επιλεγμένες, τμημάτων των μαυροβουνιακών εδαφών, ενώ άλλοι ήσαν υποστηρικτές μίας πλήρους και καθολικής προσάρτησης του συνόλου των εδαφών του βασιλείου[11]. Ως αποτέλεσμα, στα τέλη του 1916, το σημείωμα των Κεντρικών Δυνάμεων προς την Αντάντ, χρονολογούμενο από τις 12 Δεκεμβρίου 1916, όριζε το Μαυροβούνιο ως έδαφος το οποίο θα τελούσε υπό τον άμεσο έλεγχο της Δυαδικής Μοναρχίας. Ως αποτέλεσμα, τον Δεκέμβριο του 1916, όταν οι Κεντρικές Δυνάμεις επισήμως κοινοποίησαν τους πολεμικούς στόχους τους, ο Μπούριαν, τότε Υπουργός Εξωτερικών Υποθέσεων της Αυστροουγγαρίας, επιβεβαίωσε εκ νέου την πολιτική της Δυαδικής Μοναρχίας ως προς το βασίλειο, η οποία και είχε απώτερο σκοπό τη σύνδεσή του σε πολιτικό, οικονομικό και στρατιωτικό επίπεδο με τη Δυαδική Μοναρχία[12]. Ωστόσο, το 1917, ελέω της εξάντλησης της Δυαδικής Μοναρχίας, οι Αυστροούγγροι ιθύνοντες επιθυμούσαν, πλέον, την αποκατάσταση της ανεξαρτησίας του μικρού βασιλείου, χωρίς, ωστόσο, το τελευταίο να ανακτήσει τον έλεγχο της ακτογραμμής του και τελώντας, πάντοτε, υπό άμεσο αυστροουγγρικό έλεγχο[13]. Παράλληλα, στο πλαίσιο εγκαθίδρυσης της Μιτλερόπα υπό την ηγεμονία του Ράιχ, οι Γερμανοί διπλωμάτες πέτυχαν να εντάξουν το μικρό βασίλειο εντός της γερμανικής σφαίρας επιρροής[14], καθώς ο καγκελάριος του Ράιχ ήταν υπέρμαχος της εγκαθίδρυσης ενός κράτους αποτελούμενου από τη Σερβία και το Μαυροβούνιο, το οποίο, ταυτόχρονα, θα διέθετε δική του ακτογραμμή[10]. Η συγκεκριμένη νέα κρατική οντότητα θα επέτρεπε στις Κεντρικές Δυνάμεις να αποκτήσουν μία νομική βάση για την επίτευξη χωριστής ειρηνευτικής συμφωνίας με τη Σερβία, η οποία, πλέον, ελέω και των στρατιωτικών ηττών της, ήταν περισσότερο πρόθυμη[15].

Ωστόσο, το σημείωμα του Δεκεμβρίου του 1916 δεν αποτελούσε την πρώτη χρονικά εκδήλωση ενδιαφέροντος εκ μέρους του Ράιχ για την απόκτηση του ελέγχου των μαυροβουνιακών εδαφών, καθώς, ήδη από τον Σεπτέμβριο του 1914, οι ιθύνοντες του Ράιχ ενέταξαν το μικρό βασίλειο εντός του εγχειρήματος της Μιτλερόπα και της τελωνειακής ενώσεως της τελευταίας, η οποία και αποτελούσε κύριο πολεμικό στόχο του Ράιχ[16].

Ωστόσο, οι Κεντρικές Δυνάμεις δεν είναι ήσαν οι μόνοι συμμετέχοντες στον πόλεμο οι οποίοι είχαν δικές τους φιλοδοξίες σχετικά με την τύχη των μαυροβουνιακών εδαφών, καθώς η Ιταλία, επίσης, επιθυμούσε να τις παραχωρηθούν εγγυήσεις για την απόκτηση ελέγχου επί των εδαφών του μικρού βασιλείου, τα οποία και θα αποτελούσαν, ουσιαστικά, προγεφύρωμα της πολιτικής και οικονομικής διεισδύσεως της Ρώμης εντός της Βαλκανικής Χερσονήσου[7].

Επιπλέον, το βασίλειο φαινόταν να διατηρεί ισχυρούς δεσμούς με τη Ρωσία, η οποία και του παρείχε οικονομικές ενισχύσεις, καθώς και βοήθεια για τον εκσυγχρονισμό των στρατευμάτων του[17].

Μαυροβούνιο και Σερβία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Λόγω της γεωγραφικής τοποθεσίας του, της πληθυσμιακής σύνθεσής του, καθώς και της ιστορίας του, το βασίλειο διατηρούσε ιδιαίτερες σχέσεις με το Βελιγράδι, έπειτα από την αναγνώριση της σερβικής αυτονομίας, κατά τις απαρχές του 19ου αιώνα.

Πράγματι, οι σημαντικότεροι εκ των Σέρβων πολιτικών ηγετών, μεταξύ άλλων ο Πρωθυπουργός της Σερβίας, Νίκολα Πάσιτς, επιθυμούσαν την ενοποίηση όλων των Σέρβων υπό την πρωτοκαθεδρία του Βελιγραδίου[6], νομικώς επικυρώνοντας μισό αιώνα συγκλήσεως μεταξύ των δύο πριγκιπάτων, τα οποία και διατηρούσαν καθεστώς αυτονομίας εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, προτού, στη συνέχεια, ανεξαρτητοποιηθούν[7]. Το συγκεκριμένο πολιτικό εγχείρημα οδήγησε στη δημιουργία συνθηκών αντιπαλότητας με τον Νικόλαο Α΄ και τους συγγενείς του, ενώ, παράλληλα, η συγκεκριμένη αντιπαλότητα άρχισε να αποκτά και έναν δυναστικό χαρακτήρα[18].

Εκμεταλλευόμενος την ισχυρή υποστήριξη την οποία διέθετε, μεταξύ άλλων στη Ρωσία, αρνούμενος την οποιαδήποτε πλήρη και άνευ όρων προσάρτηση των εδαφών του βασιλείου από τη Σερβία[18], ο βασιλέας Νικόλαος, από την πλευρά του, αντιπρότεινε μία στενής μορφής ένωση μεταξύ των δύο βασιλείων, η οποία και θα διασφάλιζε την εντός συνόρων αυτονομία του Μαυροβουνίου[6].

Ωστόσο, με σημείο εκκίνησης το 1916, έπειτα από την κατάκτηση του βασιλείου από τα αυστροουγγρικά στρατεύματα, οι Σύμμαχοι, μεταξύ των οποίων και η Γαλλία, ενεθάρρυναν τα σχέδια ενοποίησης μεταξύ των δύο βασιλείων. Ως αποτέλεσμα, οι Γάλλοι διπλωμάτες υποστήριξαν τα σχέδια ενοποίησης υπέρ της Σερβίας, χωρίς ωστόσο να δώσουν επίσημο χαρακτήρα στα τελευταία[19].

Παράλληλα, κατά τη διάρκεια των ενόπλων συγκρούσεων, κι ενώ οι σερβικές και μαυροβουνιακές κυβερνήσεις ήσαν, πλέον, εγκατεστημένες εκτός των εδαφών τους, οι Σέρβοι, χαίροντας της υποστήριξης αριθμού προσωπικοτήτων του Μαυροβουνίου, επιτάχυναν την υλοποίηση του πολιτικού εγχειρήματος της ενώσεως μεταξύ των δύο βασιλείων. Ως αποτέλεσμα, ορισμένοι πρότειναν το ενδεχόμενο προσωπικής ενώσεως, η οποία και θα αποτελούσε πρελούδιο της μετέπειτα πολιτικής ενώσεως, ενώ, παράλληλα, διεξήγαγαν αδυσώπητη εκστρατεία προπαγάνδας υπέρ της ενοποίησης μεταξύ των δύο βαλκανικών μοναρχιών[20].

Τελικώς, κατά τη διάρκεια του πολέμου, ιδιαιτέρως έπειτα από τα τέλη του 1916, ενόσω πολυάριθμες σερβικές στρατιωτικές μονάδες ξεκίνησαν να μάχονται στο Μακεδονικό Μέτωπο, η συμμαχική πολιτική απέναντι στο βασίλειο και στον Νικόλαο στόχευε, πλέον, στην εύνοια της Σερβίας, ακόμη και αν στο πλαίσιο αυτό δίνονταν στον βασιλέα του Μαυροβουνίου βασικού επιπέδου εγγυήσεις, όπως, μεταξύ άλλων, μία συμφωνία αναδιοργάνωσης του μαυροβουνιακού στρατού, χωρίς, ωστόσο, ποτέ να παραχωρηθεί το οποιοδήποτε χρηματικό ποσό το οποίο και θα επέτρεπε την υλοποίηση ενός παρόμοιου στόχου[21]. Η συγκεκριμένη πολιτική συνεχίστηκε έως και τις τελευταίες ημέρες των ενόπλων συγκρούσεων, καθώς τόσο οι Γάλλοι όσο και οι Ιταλοί ήσαν αρνητικά διακείμενοι προς το ενδεχόμενου επιστροφής του βασιλέα στο βασίλειό του, με σημείο εκκίνησης τον Σεπτέμβριο του 1918[22].

Το Μαυροβούνιο σε κατάσταση πολέμου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μαυροβουνιακή παρέμβαση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Μαυροβούνιο συντόμως ενεπλάκη κατά τα επακόλουθα της επιθέσεως του Σαράγιεβο, καθώς ένας εκ των συνεργών του Πρίντσιπ αναζήτησε καταφύγιο εντός των εδαφών του βασιλείου[23]. Παράλληλα, οι μαυροβουνιακές αρχές πολλαπλασίασαν τις προκλήσεις, μεταξύ άλλων μέσω του σημαιοστολισμού των πόλεων οι οποίες βρίσκονταν κατά μήκος των συνόρων με τη Δυαδική Μοναρχία, υπό τη δικαιολογία των εορτασμών της Μάχης του Κοσσυφοπεδίου[24].

Από τις 28 Ιουλίου, το Τσέτινιε γνωστοποίησε στις ευρωπαϊκές δυνάμεις πως τα μαυροβουνιακά στρατεύματα είχαν κινητοποιηθεί προς «υπεράσπιση των Σέρβων»[2].

Παρά τις πολυάριθμες υπέρ του αντιθέτου αυστροουγγρικές πιέσεις, η μαυροβουνιακή Σκούπστινα απηύθυνε κάλεσμα σε πόλεμο κατά της Δυαδικής Μοναρχίας. Στις 6 Αυγούστου 1914, η Δυαδική Μοναρχία και το Μαυροβούνιο κήρυξαν εκατέρωθεν πόλεμο, ενώ, με σημείο εκκίνησης τις 11 Αυγούστου, το Ράιχ τέθηκε επισήμως σε κατάσταση πολέμου κατά του μικρού βασιλείου[2].

Ο μαυροβουνιακός στρατός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μαυροβουνιακά στρατεύματα τον Οκτώβριο του 1914.

Ο στρατός ο οποίος τέθηκε σε θέση μάχης από το βασίλειο το 1914 ήταν μεν μικρού μεγέθους, ωστόσο, αριθμούσε 45.000 ετοιμοπόλεμους στρατιώτες[25], οι οποίοι ήσαν τοποθετημένοι κυρίως σε φυσικές οχυρές θέσεις, μεταξύ άλλων το Όρος Λόβτσεν, το οποίο είχε επενδυθεί με ισχυρές οχυρώσεις, καθώς και ένα αποτελεσματικό ορεινό πυροβολικό[2]. Ωστόσο, παρά τη στρατιωτική υποστήριξη περίπου εκατό κανονιών, ο μαυροβουνιακός στρατός είχε ως μειονέκτημα τον σημαντικό αριθμό ατάκτων οι οποίοι απάρτιζαν το πεζικό του[26].

Έχοντας εμπλακεί από πολύ νωρίς στις εχθροπραξίες, οι μαυροβουνιακές στρατιωτικές μονάδες τέθηκαν κατά τις απαρχές των στρατιωτικών επιχειρήσεων υπό σερβική στρατιωτική διοίκηση[27]. Ως αποτέλεσμα, ο ολιγάριθμος μαυροβουνιακός στρατός κινήθηκε ταχύτατα σε πλήρη συνεννόηση με τις σερβικές στρατιωτικές μονάδες οι οποίες επιχειρούσαν εντός των εδαφών της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης, προστατεύοντας τη δυτική πτέρυγα των σερβικών στρατευμάτων τα οποία μάχονταν κατά της Δυαδικής Μοναρχίας[2].

Η εκστρατεία του 1914[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι μαυροβουνιακές στρατιωτικές μονάδες ενεπλάκησαν σε ένοπλες συγκρούσεις κατά μήκος των συνόρων με τη Δυαδική Μοναρχία με σημείο εκκίνησης τις 6 Αυγούστου 1914.

Έχοντας προηγουμένως απωθηθεί λόγω των συνεχόμενων αυστροουγγρικών επιθέσεων που έλαβαν χώρα με σημείο εκκίνησης τις 15 Αυγούστου, ωστόσο, στη συνέχεια, ανασυντάχθηκαν και, πραγματοποιώντας στρατιωτικές επιχειρήσεις σε συνεννόηση με τα σερβικά στρατεύματα, συμμετείχαν στη νικηφόρο Μάχη του Τσερ, μία εβδομάδα αργότερα[2].

Τον Σεπτέμβριο του 1914, τα σερβομαυροβουνιακά στρατεύματα τα οποία αποτελούσαν τη σερβική στρατιά του Ούζιτσε, η οποία, έως τότε, παρέμενε σε επιφυλακτική στάση αναμονής, πραγματοποίησαν επίθεση εντός των αυστροουγγρικών εδαφών με κατεύθυνση το Σαράγεβο, καταλαμβάνοντας στις 25 Σεπτεμβρίου, δέκα ημέρες μετά την έναρξη της επίθεσης, την πόλη του Πάλε και απειλώντας την πρωτεύουσα της επαρχίας[28]. Στις 18 Οκτωβρίου, οι μαυροβουνιακές στρατιωτικές μονάδες απωθήθηκαν, μαζί με τις σερβικές στρατιωτικές μονάδες, από μία νικηφόρα επίθεση των αυστροουγγρικών στρατευμάτων. Στις 22 Οκτωβρίου, οι συγκεκριμένες στρατιωτικές μονάδες ανέκτησαν τις αρχικές στρατηγικές θέσεις τους[28]. Κατά τη διάρκεια του Νοεμβρίου του ίδιου έτους, τα μαυροβουνιακά στρατεύματα της στρατιάς του Ούζιτσε διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στη νικηφόρα Μάχη της Κολούμπαρα[29].

Παράλληλα, με σημείο εκκίνησης τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, τμήμα των μαυροβουνιακών στρατευμάτων προέβη, από μόνο του, σε στρατιωτικές επιχειρήσεις με απώτερο σκοπό την κατάληψη του αυστροουγγρικού πολεμικού λιμένα του Κάτταρο, χωρίς επιτυχία ωστόσο, αν και οι συγκεκριμένες στρατιωτικές μονάδες πέτυχαν να ανακόψουν τις αυστριακές επιθέσεις στην περιοχή[2].

Η εκστρατεία του 1915[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αυστροουγγρικό υδροπλάνο κατά τη διάρκεια υπερπτήσης του Τσέτινιε, μεταξύ του 1914-1918.

Το 1915, το βασίλειο πέτυχε τους πολεμικούς στόχους του, θέτοντας υπό τον έλεγχό του το βόρειο τμήμα της Αλβανίας, κατά τη διάρκεια της Άνοιξης. Ωστόσο, η η σερβική ήττα κατά τη διάρκεια του Φθινοπώρου έθεσε το βασίλειο σε δυσχερή θέση κατά τα τέλη του έτους.

Εκμεταλλευόμενος την ηρεμία η οποία κυριαρχούσε στο βόρειο μέτωπο κατά τα τέλη του Φθινοπώρου του 1915 και, κυρίως, μην επιθυμώντας να απολέσει τους επεκτατικούς στόχους του στην Αλβανία προς όφελος της Ιταλίας και της Σερβίας, ο βασιλέας Νικόλαος χρησιμοποίησε προς όφελός του τη σερβική επίθεση στην Αλβανία, με σημείο εκκίνησης τις 29 Μαΐου 1915, προκειμένου να θέσει υπό τον έλεγχό του το βόρειο τμήμα της χώρας. Στις 27 Ιουλίου, οι μαυροβουνιακές στρατιωτικές μονάδες κατέλαβαν το Σαν Τζοβάννι ντι Μέντουα και το Σκούταρι[ε][30].

Ωστόσο, η σερβική ήττα είχε σημαντικές επιπτώσεις για το μικρό βαλκανικό βασίλειο, καθώς το Μαυροβούνιο αποτελούσε υποχρεωτικό πέρασμα για τους Σέρβους οι οποίοι αναζητούσαν δίοδο διαφυγής προς τα λιμάνια της Αδριατικής Θάλασσας[31]. Παράλληλα, το βασίλειο ήταν συνδεδεμένο μέσω ασυρμάτου με τον υπόλοιπο κόσμο, επιτρέποντας, καθαυτό τον τρόπο, στους Συμμάχους να παρακολουθούν τις σερβικές κινήσεις υποχώρησης[32].

Η εκστρατεία του 1916[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Έπειτα από τη σερβική ήττα, το Μαυροβούνιο αποτέλεσε, στα τέλη του 1915, τον επόμενο στόχο των Αυστροούγγρων στρατιωτικών[ζ][33]. Σε μεγάλο βαθμό βασιζόμενο στην πορεία του Σερβικού Μετώπου, το Μαυροβουνιακό Μέτωπο, ως συνέπεια, βρέθηκε υπό έντονη πίεση κατά τις απαρχές του 1916[26].

Συγκεκριμένα, οι μαυροβουνιακές στρατιωτικές μονάδες ξεκίνησαν να δέχονται επιθέσεις κατά τη διάρκεια των πρώτων ημερών του 1916, με μία πρώτη επίθεση να λαμβάνει χώρα στις 5 Ιανοαυρίου 1916, κατά την οποία ο μαυροβουνιακός στρατός πέτυχε να αντισταθεί για χρονικό διάστημα ορισμένων ημερών απέναντι στις αυστροουγγρικές στρατιωτικές μονάδες, πετυχαίνοντας, μάλιστα, να θέσει υπό τον έλεγχό του το νότιο τμήμα της Ερζεγοβίνης[26]. Ωστόσο, στις 8 Ιανουαρίου 1916, ο Κόνραντ φον Χέτσεντορφ διέταξε την επίθεση των στρατευμάτων τα οποία βρίσκονταν στη Δαλματία κατά των μαυροβουνιακών αμυντικών θέσεων. Η διάλυση του μετώπου έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της αμέσως επόμενης ημέρας, καθώς το Όρος Λόβτσεν, κύρια οχυρή θέση της χώρας, τέθηκε υπό τον έλεγχο των Αυστροούγγρων στις 10 Ιανουαρίου, με αποτέλεσμα την αποχώρηση των ξένων διπλωματών από την πρωτεύουσα, η οποία εκκενώθηκε την αμέσως επόμενη ημέρα[34].

Στις 11 Ιανουαρίου, τα μαυροβουνιακά στρατεύματα υποχρεώθηκαν σε υποχώρηση εμπρός στο μέγεθος των δυνάμεων της Δυαδικής Μοναρχίας[25], καθώς τα αυστροουγγρικά στρατεύματα έχαιραν της υποστήριξης του ναυτικού πυροβολικού των θωρηκτών τα οποία βρίσκονταν αγκυροβολημένα εντός του αυστροουγγρικού πολεμικού λιμένα του Κάτταρο[33], καθώς και αεροπορικής υποστήριξης[η][26].

Στις 13 Ιανουαρίου 1916, η πρωτεύουσα του βασιλείου, Τσέτινιε, κατελήφθη από τα αυστροουγγρικά στρατεύματα, τα οποία έχαιραν της υποστήριξης των πυροβολαρχιών του πολεμικού στόλου της Δυαδικής Μοναρχίας[33].

Ο αφανισμός του βασιλείου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μαυροβουνιακή συνθηκολόγηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υπογραφή της μαυροβουνιακής συνθηκολόγησης.

Κατά τη διάρκεια των πρώτων ημερών του 1916, το ενδεχόμενο συνθηκολόγησης αποτέλεσε αντικείμενο αντιπαραθέσεων εντός της μαυροβουνιακής κυβερνήσεως, αποτελώντας, παράλληλα, αντικείμενο προβληματισμού για τους Συμμάχους[26]. Παρά το καθεστώς πολέμου μεταξύ των δύο μοναρχιών, οι Αυστροούγγροι διατηρούσαν σημαντικό έρεισμα μεταξύ του πληθυσμού του βασιλείου, το οποίο και οι Σύμμαχοι επιχείρησαν να περιορίσουν στις 6 και 7 Ιανουαρίου 1916[34]. Πράγματι, έπειτα από την αυστροουγγρική προέλαση εντός των μαυροβουνιακών εδαφών, ο βασιλέας Νικόλαος, υποστηριζόμενος από το τμήμα του περίγυρού το οποίο και ήταν θετικά διακείμενο προς τη Δυαδική Μοναρχία, επιχείρησε τη διαπραγμάτευση έντιμης διεξόδου από την ένοπλη σύγκρουση[35].

Επηρεαζόμενος από την κυβέρνησή του, ο βασιλέας Νικόλαος εισήλθε σε διαπραγματεύσεις με τους Αυστροούγγρους, παρά την αντίθετη γνώμη του επιτελάρχη του[34]. Ωστόσο, συνοδευόμενος από τον πρωθυπουργό του, διέφυγε στις 18 Ιανουαρίου 1916 με προορισμό το Σκούταρι[θ], έχοντας προηγουμένως αναθέσει την αντιβασιλέα στον μικρότερο ηλικιακά υιό του, Μίρκο[34]. Η συγκεκριμένη φυγή επέφερε σημαντικό πλήγμα στο κύρος το οποίο ο ίδιος διέθετε ενώπιον των ηγετών της Αντάντ, μεταξύ άλλων ενώπιον του Αριστίντ Μπριάν, τότε Προέδρου του Συμβουλίου[ι][35].

Έπειτα από την άλωση της πρωτεύουσας, η μαυροβουνιακή κυβέρνηση πρότεινε τη συνθηκολόγηση του βασιλείου, στις 23 Ιανουαρίου 1916[33].

Αυστροουγγρική κατοχή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Έπειτα από τη μαυροβουνιακή συνθηκολόγηση, η χώρα τέθηκε υπό την κατοχή των αυστροουγγρικών στρατευμάτων[33].

Παράλληλα, περίπου 15.000 άτομα συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν σε αυστροουγγρικά στρατόπεδα αιχμαλώτων πολέμου[34].

Παρά την αδιαμφισβήτητη νίκη των αυστροουγγρικών στρατιωτικών μονάδων, ωστόσο, η ειρήνη δεν είχε επανέλθει στο βασίλειο. Πράγματι, κατά τις απαρχές του 1916, παρτιζάνικα κινήματα ξεκίνησαν να σχηματίζονται. Έπειτα από τη βίαιη καταστολή τους, οι πρώτες εξεγέρσεις κατά των κατοχικών δυνάμεων ακολουθήθηκαν από μία μερική ειρήνευση[36]. Ως αποτέλεσμα, οι κύριοι ηγέτες των εξεγέρσεων του 1916 και του 1917 ξεκίνησαν, το 1918, εξεγέρσεις με στόχο τα μετόπισθεν των αυστρογερμανικών στρατευμάτων τα οποία υποχωρούσαν προς τα σύνορα με τη Δυαδική Μοναρχία, κατά την απελευθέρωση της Βαλκανικής Χερσονήσου από τα συμμαχικά στρατεύματα[37].

Απόπειρες παραμονής σε εμπόλεμη κατάσταση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Αριστίντ Μπριάν πραγματοποίησε αρκετές προσπάθειες απομάκρυνσης του βασιλέα Νικόλαου από την εξουσία (Φωτογραφία χρονολογούμενη προ του 1915).

Με σημείο εκκίνησης το 1916, ημερομηνία κατά την οποία τα σχέδια ενοποίησης μεταξύ του σερβικού και του μαυροβουνιακού βασιλείου ξεκίνησαν να κάνουν την εμφάνισή τους μεταξύ των συμμαχικών διπλωματών, εντός συντόμου χρονικού διαστήματος, ο βασιλέας Νικόλαος τέθηκε εκτός των διπλωματικών διαπραγματεύσεων μεταξύ των Συμμάχων, μεταξύ άλλων λόγω της διφορούμενης στάσης του κατά τον Ιανουάριο του 1916[κ]. Ως αποτέλεσμα, ο Αριστίντ Μπριάν, τότε Πρόεδρος του Συμβουλίου, έδωσε ιδιαίτερη προσοχή στην απομόνωση του εξόριστου βασιλέα, καθώς και στην απομάκρυνσή του από τις διπλωματικές διαπραγματεύσεις αναφορικά με τη μεταπολεμική διάδοχη κατάσταση[19].

Από την πλευρά του, ο βασιλέας επιχείρησε να λάβει την υποστήριξη της Ιταλίας προκειμένου να παραμείνει στον θρόνο του, με την τελευταία να εμφανίζεται θετική στο ενδεχόμενο παλινόρθωσης της μαυροβουνιακής μοναρχίας, υπό τον όρο, ωστόσο, το Μαυροβούνιο να καταστεί ιταλικό κράτος-δορυφόρο[20]. Ως αποτέλεσμα, ο βασιλέας και ο περίγυρός του επιχείρησαν τον σχηματισμό μαυροβουνιακού στρατιωτικού σώματος υπό ιταλική διοίκηση, το οποίο θα δραστηριοποιούνταν εντός των εδαφών της Αλβανίας[38].

Παράλληλα, με σημείο εκκίνησης τα μέσα του 1916, η μαυροβουνιακή κυβέρνηση, τότε εξόριστη, επιχείρησε τον σχηματισμό, βασιζόμενο στο γαλλικό παράδειγμα υποστήριξης του σερβικού στρατού, στρατιωτικών μονάδων οι οποίες θα είχαν ως απώτερο σκοπό τη συνέχιση των πολεμικών επιχειρήσεων στο πλευρό των Συμμάχων[39]. Εντός πλαισίου το οποίο χαρακτηριζόταν από την έλλειψη μάχιμου δυναμικού μεταξύ των συμμαχικών στρατευμάτων, ο βασιλέας Νικόλαος επιχείρησε τη δημιουργία εκστρατείας στρατολόγησης Μαυροβουνίων με απώτερο σκοπό τον σχηματισμό μαυροβουνιακής λεγεώνας, η οποία, στη συνέχεια, θα στελλόταν να πολεμήσει στο Μακεδονικό Μέτωπο[40]. Ωστόσο, παρά το γεγονός πως η Γαλλία ήταν θετικά διακείμενη προς το συγκεκριμένο σχέδιο, το τελευταίο απέτυχε, κυρίως λόγω της έλλειψης αριθμητικά επαρκούς εθελοντικού ενδιαφέροντος μεταξύ των Μαυροβουνίων[39]. Παράλληλα, οι Γάλλοι, μέσω του αριθμού καθυστερημένων απαντήσεών τους, καθώς και των όρων που έθεσαν για τον σχηματισμό της συγκεκριμένης λεγεώνας, συνεισέφεραν στην αποτυχία του σχεδίου[41].

Παρά τα σχέδια ενοποίησης μεταξύ της Σερβίας και του Μαυροβουνίου, καθώς και των πενιχρών οικονομικών δυνατοτήτων του, ο βασιλέας συνέχισε να εκτελεί τα καθήκοντά του, όντας, πλέον, στη Γαλλία, όπου είχε εγκατασταθεί, ορίζοντας, εντός του συγκεκριμένου πλαισίου, πρωθυπουργούς, οι οποίοι, ωστόσο, όπως και η πλειονότητα της πολιτικής τάξης του βασιλείου ήσαν θετικά διακείμενοι προς το ενδεχόμενο ενοποίησης με τη Σερβία[20]. Ωστόσο, καθώς εντός συντόμου χρονικού διαστήματος ο ίδιος βρέθηκε σε δυσχερή θέση, σε αδιέξοδο, η πολιτική του βασιλέα Νικολάου οδήγησε Συμμάχους στην παύση της υποστήριξής τους προς το Μαυροβούνιο[20].

Τέλος, τον Μάρτιο του 1918, οι Σέρβοι πέτυχαν να λάβουν τη δέσμευση πως οι απελευθερωθέντες Μαυροβούνιοι στρατιώτες από τους Συμμάχους θα εντάσσονταν σε σερβικές στρατιωτικές μονάδες, ενισχύοντας, ως συνέπεια, περαιτέρω τον σερβικό στρατό, δίνοντας, παράλληλα, στη Σερβία σημαντικό ρόλο κατά τις διαπραγματεύσεις αναφορικά με τη μεταπολεμική διάδοχη κατάσταση[41].

Η γαλλοσερβική ανακατάληψη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Έπειτα από τη διάλυση του Ανατολικού Μετώπου τον Σεπτέμβριο του 1918, ο βασιλέας Νικόλαος, καθώς δεν είχε παραιτηθεί του θρόνου του, επιθυμούσε την επιστροφή του εντός του βασιλείου του, προκειμένου να συμμετάσχει στην απελευθέρωσή του, όντας, ωστόσο, ο ίδιος εξόριστος στη Γαλλία, ήταν υποχρεωμένος να λάβει προηγούμενη σύμφωνη γνώμη του Κλεμανσώ και του υπουργού εξωτερικών υποθέσεών του, Στεφέν Πισόν, ο οποίος ήταν σύμφωνος προκειμένου να κωλυσιεργήσει το βασιλικό αίτημα έως ότου ολοκληρωθεί η πλήρης ανακατάληψη των εδαφών του βασιλείου, εμφανιζόμενος ως αναρμόδιος προκειμένου να απαντήσει στο συγκεκριμένο αίτημα[42].

Η διάλυση του Βαλκανικού Μετώπου, στη Δοϊράνη, έθεσε εν αμφιβόλω την περαιτέρω παραμονή των Αυστροούγγρων στο Μαυροβούνιο. Πράγματι, με σημείο εκκίνησης τα τέλη του Σεπτεμβρίου του 1918, τα αυστροουγγρικά στρατεύματα τα οποία ήσαν στρατοπεδευμένα στην περιοχή ξεκίνησαν να προετοιμάζουν την υποχώρησή τους με κατεύθυνση τα εδάφη της Δυαδικής Μοναρχίας. Η συγκεκριμένη υποχώρηση, υπό την ηγεσία του Καρλ φον Πφλάντσερ-Μπάλτιν, διοικητή της αυστροουγγρικής στρατιάς της Αλβανίας, δεχόταν πιέσεις από τους Μαυροβούνιους παρτιζάνους, καθώς και από σερβικές επιθέσεις, οι οποίες είχαν ως απώτερο σκοπό τον έλεγχο περασμάτων, όπως, μεταξύ άλλων, εκείνου της Ποντγκόριτσα[43].

Με σημείο εκκίνησης τις 22 Οκτωβρίου 1918, κατά τη διάρκεια της ανακατάληψης της Σερβίας, τα γαλλοσερβικά στρατεύματα, τότε ευρισκόμενα στη Μιτρόβιτσα, ξεκίνησαν να αποτελούν απειλή κατά της αυστροουγγρικής κατοχικής παρουσίας στο Μαυροβούνιο[44].

Η κατάληξη του βασιλείου έπειτα από τις εκεχειρίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Καθώς το Μαυροβούνιο τελούσε υπό την κατοχή αυστροουγγρικών στρατευμάτων, η κατάληξή του οριζόταν από τους όρους της Ανακωχής της Βίλλα Τζούστι. Σύμφωνα με τους όρους του συγκεκριμένου συμφώνου, τα αυστροουγγρικά στρατεύματα υποχρεούνταν στην εκκένωση των εδαφών του βασιλείου[45].

Σύμφωνα με τους όρους του συμφώνου της Κέρκυρας, η υπογραφή του οποίου είχε πραγματοποιηθεί από τα μέλη της Αντάντ τον Ιούλιο του 1917[46], τα εδάφη του Βασιλείου του Μαυροβουνίου θα ενοποιούνταν με εκείνα του Βασιλείου της Σερβίας με σημείο εκκίνησης τις 6 Νοεμβρίου 1918[47]. Ωστόσο, δεν ήταν παρά μόνον την Δεκεμβρίου του ίδιου έτους, κατά την τελετή διακήρυξης της ιδρύσεως του Βασιλείου των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων, όπου το Βασίλειο του Μαυροβουνίου εντάχθηκε επισήμως στο Βασίλειο της Σερβίας και το Κράτος των Σλοβένων, Κροατών και Σέρβων, το οποίο προήλθε από τον διαμελισμό των εδαφών της Μοναρχίας των Αψβούργων[48].

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Το Σκούταρι αποτελούσε, από την περίοδο του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου, έναν εκ των κύριων στόχων της επεκτατικής πολιτικής του βασιλείου. Η κατάληψή του από τα μαυροβουνιακά στρατεύματα στις 22 Απριλίου 1913 οδήγησε σε ευρωπαϊκή κρίση.
  2. Το Πριγκιπάτο της Αλβανίας, εκείνη την περίοδο, βρισκόταν υπό καθεστώς πλήρους αναρχίας, η οποία ακολούθησε τη φυγή του πρίγκιπα Γουλιέλμου του Βιντ κατά τις απαρχές του Σεπτεμβρίου του 1914.
  3. Τα υπόλοιπα εδάφη της συγκεκριμένης περιοχής, οριοθετημένα στα νότια από την πόλη της Βαλόνα, προορίζονταν προς διαμοιρασμό με το βασίλειο του Βελιγραδίου, το οποίο, μέσω της συγκεκριμένης εξέλιξης, θα εξασφάλιζε την πρόσβασή του στη θάλασσα.
  4. Η συγκεκριμένη φιλοδοξία, ωστόσο, είχε ως εμπόδιο τις δεσμεύσεις οι οποίες είχαν δοθεί στον Ίστβαν Τίσα σχετικά με τη μη προσάρτηση εδαφών, με αποτέλεσμα να οδηγήσει σε κρίση μεταξύ των ηγετών της Δυαδικής Μοναρχίας.
  5. Η συγκεκριμένη επίθεση, η οποία έλαβε χώρα παράλληλα με τη σερβική επίθεση στην ευρύτερη περιοχή, καταδικάστηκε εντόνως από τους Συμμάχους.
  6. Από την πλευρά τους, οι Γερμανοί στρατιωτικοί ήσαν αντίθετοι προς τη συγκεκριμένη εκστρατεία.
  7. Αυστροουγγρικά αεροπλάνα προέβησαν σε βομβαρδισμό του Τσέτινιε.
  8. Η άφιξή του αναμενόταν από ένα ιταλικό πολεμικό πλοίο το οποίον τον μετέφερε στο Μπρίντιζι.
  9. Παρά το επίσημο σχέδιο μεταρρυθμίσεως του μαυροβουνιακού στρατού ακολουθώντας το παράδειγμα του σερβικού στρατού, ωστόσο, οι Σύμμαχοι επιφυλάσσονταν προκειμένου να μην ξεπεράσουν το στάδιο της πρόθεσης.
  10. Η συγκεκριμένη εικόνα μιας εκ μέρους του διφορούμενης στάσης συντηρούνταν περαιτέρω από την παρουσία, στο υπό την τότε κατοχή της Δυαδικής Μοναρχίας Μαυροβούνιο, του υιού του, καθώς και διαδόχου του, πρίγκιπα Μίρκο.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Le Moal 2004, σελ. 63.
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 2,5 2,6 Le Moal 2008, σελ. 47.
  3. Clark 2013, σελ. 106.
  4. Clark 2013, σελ. 259.
  5. Seiti 2015, σελ. 68.
  6. 6,0 6,1 6,2 6,3 Le Moal 2008, σελ. 66.
  7. 7,0 7,1 7,2 Le Moal 2004, σελ. 65.
  8. Renouvin 1934, σελ. 413.
  9. Bled 2014, σελ. 196.
  10. 10,0 10,1 Le Moal 2008, σελ. 143.
  11. Fischer 1970, σελ. 336.
  12. Fischer 1970, σελ. 324.
  13. Le Moal 2008, σελ. 141.
  14. Le Moal 2008, σελ. 142.
  15. Fischer 1970, σελ. 222.
  16. Fischer 1970, σελ. 117.
  17. Clark 2013, σελ. 107.
  18. 18,0 18,1 Seiti 2015, σελ. 41.
  19. 19,0 19,1 Le Moal 2008, σελ. 149.
  20. 20,0 20,1 20,2 20,3 Le Moal 2008, σελ. 150.
  21. Le Moal 2004, σελ. 69.
  22. Le Moal 2004, σελ. 74.
  23. Clark 2013, σελ. 385.
  24. Clark 2013, σελ. 404.
  25. 25,0 25,1 Schiavon 2011, σελ. 120.
  26. 26,0 26,1 26,2 26,3 26,4 Le Moal 2008, σελ. 99.
  27. Le Moal 2008, σελ. 63.
  28. 28,0 28,1 Le Moal 2008, σελ. 49.
  29. Le Moal 2008, σελ. 52.
  30. Le Moal 2008, σελ. 79.
  31. Le Moal 2008, σελ. 95.
  32. Le Moal 2008, σελ. 96.
  33. 33,0 33,1 33,2 33,3 33,4 Bled 2014, σελ. 193.
  34. 34,0 34,1 34,2 34,3 34,4 Le Moal 2008, σελ. 100.
  35. 35,0 35,1 Le Moal 2004, σελ. 64.
  36. Le Moal 2008, σελ. 128.
  37. Le Moal 2008, σελ. 212.
  38. Le Moal 2004, σελ. 67.
  39. 39,0 39,1 Le Moal 2004, σελ. 66.
  40. Le Moal 2008, σελ. 200.
  41. 41,0 41,1 Le Moal 2008, σελ. 201.
  42. Le Moal 2004, σελ. 75.
  43. Schiavon 2011, σελ. 231.
  44. Le Moal 2008, σελ. 211.
  45. Schiavon 2011, σελ. 244.
  46. Le Moal 2008, σελ. 155.
  47. Seiti 2015, σελ. 46.
  48. Le Moal 2008, σελ. 228.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]