Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ίστβαν Τίσα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ίστβαν Τίσα
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Tisza István (Ουγγρικά)
Γέννηση22  Απριλίου 1861[1][2][3]
Πεστ[4]
Θάνατος31  Οκτωβρίου 1918[1][5][2]
Βουδαπέστη[6][5]
Συνθήκες θανάτουανθρωποκτονία
Χώρα πολιτογράφησηςΟυγγαρία
Εκπαίδευση και γλώσσες
Μητρική γλώσσαουγγρικά
Ομιλούμενες γλώσσεςουγγρικά[7][8]
Γερμανικά
Εκπαίδευσηδιδακτορικό δίπλωμα
ΣπουδέςΠανεπιστήμιο της Οξφόρδης
Πανεπιστήμιο Χούμπολτ
Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης
Πανεπιστήμιο Έτβες Λόραντ
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταπολιτικός
διπλωμάτης
Πολιτική τοποθέτηση
Πολιτικό κόμμα/ΚίνημαΦιλελεύθερο Κόμμα
Οικογένεια
ΣύζυγοςIlona Tisza[9]
ΤέκναΊστβαν Τίσα[10]
ΓονείςΚάλμαν Τίσα και Χελένε Γιοχάννα Γιοζέφα Ματίλντε Γκρέφιν φον Ντέγκενφελντ-Σόνμπουργκ[10]
ΑδέλφιαΛάγιος Τίσα
Kálmán Tisza
ΟικογένειαΟικογένεια Τίσα
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Πόλεμοι/μάχεςΑ΄ Παγκόσμιος Πόλεμος
Αξιώματα και βραβεύσεις
Αξίωμαμέλος της Εθνοσυνέλευσης της Ουγγαρίας (1886–1901)
Πρωθυπουργός της Ουγγαρίας (1903–1905)[11]
Minister of Croatian Affairs of Hungary (Ιουνίου 1913 – Ιουλίου 1913)[12]
Πρωθυπουργός της Ουγγαρίας (1913–1917)[11]
minister in attendance on the king (Ιανουάριος 1915 – Μαΐου 1915)[13]
ΒραβεύσειςΜεγαλόσταυρος του Τάγματος του Αγίου Στεφάνου της Ουγγαρίας
Επίττιμος πολίτης του Μουκάτσεβο (1914)[14]
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο κόμης Ίστβαν Τίσα του Μπόροσιενυ και Σέγκεντ (ουγγρικά: gróf szegedi és borosjenői Tisza István), γεννημένος στις 22 Απριλίου 1861 στην Πέστη και αποβιώσας στις 31 Οκτωβρίου 1918 στη Βουδαπέστη, διετέλεσε Πρωθυπουργός της Ουγγαρίας από το 1903 έως το 1905 και από το 1913 έως το 1917. Μέλος της ουγγρικής τάξης ευγενών και κύριος ηγέτης του Φιλελεύθερου Κόμματος, καθώς και, στη συνέχεια, του Εργατικού Κόμματος, κόμμα το οποίο και αποτέλεσε διάδοχο του προηγούμενου με σημείο εκκίνησης το 1910, άσκησε ισχυρή επιρροή, όχι μόνον εντός της πολιτικής ζωής του βασιλείου της Βουδαπέστης, αλλά και, ευρύτερα, εντός της πολιτικής ζωής της Αυστροουγγαρίας, από το 1903 έως και τη δολοφονία του, κατά την τελευταία ημέρα του Οκτωβρίου του 1918, η οποία έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια περιόδου όπου οι πολιτικοί δεσμοί μεταξύ της Ουγγαρίας και του Οίκου των Αψβούργων διεκόπησαν οριστικά.

Καταγωγή και νεανικά χρόνια

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υιός του κόμη Κάλμαν Τίσα, Πρωθυπουργού της Ουγγαρίας μεταξύ του 1875 και του 1890, ήταν γόνος καλβινιστικής οικογένειας της ήσσονος τάξης των ευγενών και δίχως κάποιον τίτλο ευγενείας (αρκετά συχνά θεωρούμενο ως αντίστοιχο της βρετανικής τζέντρι), καταγόμενης από την Τρανσυλβανία. Ως αποτέλεσμα, σε σχετική σύντομο χρονικό διάστημα βρέθηκε έμμεσα εκλεγμένος εντός αριθμού διοικητικών συμβουλίων ουγγρικών επιχειρήσεων, ενώ, στη συνέχεια, το 1898, κληρονόμησε την περιουσία του θείου του[15].

Ο Τίσα υπήρξε φοιτητής στην Οξφόρδη κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1880, με αποτέλεσμα να ομιλεί πολύ καλά τα αγγλικά, πράγμα σπάνιο για μία περίοδο κατά την οποία τα γαλλικά, και, εντός της Αυστροουγγαρίας, τα γερμανικά αποτελούσαν τις διεθνώς γλώσσες, των οποίων ο Ίστβαν Τίσα είχε ευχέρεια στη χρήση, παράλληλα με τα ουγγρικά.

Κληρονόμησε την πολιτική επιρροή του πατέρα του, αναλαμβάνοντας την ηγεσία του Φιλελεύθερου Κόμματος, ισχυρού πολιτικού κόμματος, το οποίο και βρισκόταν, αδιαλείπτως, στην εξουσία του Βασιλείου της Ουγγαρίας από το 1867 έως και το 1905. Ωστόσο, σε αντίθεση με τον τελευταίο, είχε επαφές με τους υποστηρικτές της βιομηχανικής ανάπτυξης του βασιλείου[16].

Ανέλαβε καθήκοντα πρωθυπουργού το 1903, ωστόσο, απομακρύνθηκε της εξουσίας κατά τη διάρκεια των διαδοχικών κοινοβουλευτικών κρίσεων οι οποίες έλαβαν χώρα εντός του βασιλείου μεταξύ του 1903 και του 1905. Τελικώς, ο ίδιος απομακρύνθηκε της εξουσίας από κυβέρνηση συνασπισμού, η οποία και ανέλαβε την πολιτική ηγεσία του κράτους το 1906[17]. Παράλληλα, οι επιχειρηματικές σχέσεις του διευκόλυναν τις εναντίον του επιθέσεις εκ μέρους των πολιτικών αντιπάλων του[18].

Εκμεταλλευόμενος την πολιτική κρίση η οποία και οδήγησε στην πτώση της κυβέρνησης συνασπισμού που βρισκόταν στην εξουσία στη Βουδαπέστη, ο ίδιος επανήλθε στην εξουσία, αρχικώς υποστηρίζοντας πολιτικά σειρά πρωθυπουργών δίχως ιδιαίτερο πολιτικό χώρισμα, ενώ, με σημείο εκκίνησης το 1913, επανήλθε, εκ νέου, ως πρωθυπουργός. Κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης περιόδου, αποτέλεσε υποστηρικτή του Στέμματος, ενώ, παράλληλα, αποδέχθηκε το καθεστώς του 1867, επιθυμώντας, ωστόσο, την περαιτέρω ενίσχυση της ουγγρικής επιρροής εντός της Δυαδικής Μοναρχίας[17].

Τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό βίο του, ο κόμης Τίσα εμφανίζεται ως ένας ιδιαιτέρως επιθετικός κι εριστικός άνθρωπος, ο οποίος έδωσε και κέρδισε αριθμό μαχών απέναντι σε πολιτικούς, οικονομικούς ή άλλης φύσεως αντιπάλους του.

Ο Ίστβαν Τίσα, αυταρχικός και καιροσκόπος.

Αδιαφορώντας για τη μετριοφροσύνη, όντας ο ίδιος εξαίρετος αθλητής[19], ο Τίσα θεωρούσε πως ενσάρκωνε όλες τις αρετές της ουγγρικής ζωής, ενώ, παράλληλα, ήταν εντόνως αντίθετος σε οποιαδήποτε περαιτέρω επέκταση του εκλογικού σώματος, καθώς, προ του 1918, στην Ουγγαρία, μόνον ποσοστό της τάξεως του 6 % επί του συνόλου του ανδρικού πληθυσμού (και καμία γυναίκα) διέθετε δικαίωμα ψήφου, χαίροντας, ταυτόχρονα, θέσης διοικητικής εργασίας.

Έλεγχος της πολιτικής ζωής της Ουγγαρίας από το 1910 έως και τον θάνατό του

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Άνθρωπος σκληρός και δίχως οποιονδήποτε ενδοιασμό, ο Τίσα κυριάρχησε στην πολιτική ζωή της Ουγγαρίας κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του, χρησιμοποιώντας, σε σημαντικό βαθμό, ως μέθοδο την εκλογική δωροδοκία, η οποία και του επέτρεπε την επίτευξη των στόχων του.

Έλεγχος του Βασιλείου της Ουγγαρίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με σημείο εκκίνησης τις εκλογές του 1910, ο Τίσα έθεσε υπό τον άμεσο έλεγχό του την πολιτική ζωή της χώρας. Συγκεκριμένα, έχοντας επανεκλεγεί ως μέλος του Κοινοβουλίου μετά το πέρας των εκλογών, ανέλαβε τα καθήκοντα του προέδρου, όπου και πέτυχε την υπερψήφιση αυξήσεως των στρατιωτικών δαπανών, καθώς και του στρατιωτικού δυναμικού το οποίο θα βρισκόταν ετοιμοπόλεμο εν καιρώ ειρήνης[20], ευνοώντας, ως συνέπεια, την περαιτέρω ενίσχυση του στρατιωτικού μηχανισμού της Δυαδικής Μοναρχίας[21].

Παράλληλα, ο Τίσα χρησιμοποίησε αρκετά συχνά την προσωπική επιρροή του ενώπιον της αυλής, προκειμένου να πετύχει την παραχώρηση τίτλων ευγενείας σε εύπορες οικογένειες εβραϊκής καταγωγής, ιδιαιτέρως εκείνες των οποίων τα μέλη ήσαν βιομήχανοι και τραπεζίτες. Θεωρητικά, η προσωπική εξουσία του ήταν περιορισμένη από τη σχετική ελευθερία της οποίας έχαιρε ο ουγγρόγλωσσος Τύπος, καθώς και τα δικαστήρια, ωστόσο, εντός των πόλεων όπου υπήρχε η απαραίτητη ελευθερία των εκλογών, τα εκλογικά αποτελέσματα νοθεύονταν ανελέητα, μέσω της χρήσης, μεταξύ άλλων, εκφοβισμού εκ μέρους της αστυνομίας[22]. Εντός των «αθλίων κωμοπόλεων», παρόμοιες πρακτικές ήσαν σχεδόν αχρείαστες. Μέσω των συγκεκριμένων πρακτικών, πετύχαινε να ασκεί πραγματική κηδεμονία επί της πολιτικής ζωής της Ουγγαρίας, δίχως, ωστόσο, να αποτρέπει τη διεξαγωγή εκλογών, αν και το τελικό αποτέλεσμα των τελευταίων ήταν εξασφαλισμένο, με συνέπεια να έχει στη διάθεσή του όλα τα απαραίτητα εχέγγυα για την επίτευξη των πολιτικών σκοπιμοτήτων του, δίχως να χρειαστεί να θεσμοθετήσει, βάσει σχετικού νόμου, ένα δικτατορικό καθεστώς ή να χρειαστεί να προχωρήσει σε διάλυση του κοινοβουλίου[23].

Όντας μη ικανοποιημένος με τον πλήρη έλεγχο της πολιτικής ζωής της περιοχής της Υπερλειθανίας, ο πρωθυπουργός επεχείρησε να επεκτείνει τον έλεγχό του και επί του Βασιλείου της Κροατίας-Σλαβονίας, το οποίο και βρισκόταν υπό καθεστώς προσωπικής ενώσεως με την Ουγγαρία από το 1102. Ωστόσο, οι προσωπικές επιδιώξεις του βρήκαν απέναντί τους την πολιτική εξυπνάδα της σερβοκροατικής εκλογικής συμμαχίας η οποία αναδειχθεί νικήτρια κατά τη διάρκεια των εκλογών του Δεκεμβρίου του 1913[24].

Σχέσεις με τον αυτοκράτορα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Τίσα έχαιρε της εμπιστοσύνης του βασιλέα, Φραγκίσκου Ιωσήφ, ο οποίος είχε πειστεί από την αφοσίωσή του προς το πρόσωπό του. Ωστόσο, η συγκεκριμένη εμπιστοσύνη δεν τον εμπόδισε από τη μόνιμη υπεράσπιση της θέσεως της Ουγγαρίας, έχοντας επίγνωση της σημασίας για το βασίλειο της ενώσεως με την Αυστρία[25].

Παράλληλα, έχαιρε της υποστήριξης του Βασιλέα της Ουγγαρίας, καθώς, όντας πρόεδρος του συμβουλίου, πέτυχε να λάβει από το κοινοβούλιο της Βουδαπέστης όσα επιθυμούσαν ο μονάρχης και οι στενοί συνεργάτες του[26], πιο συγκεκριμένα τη σταδιακή αύξηση του στρατιωτικού προϋπολογισμού και την περαιτέρω ενίσχυση σε στρατιωτικό δυναμικό του Αυτοκρατορικού και Βασιλικού Στρατού[21]. Ωστόσο, όντας αντίθετος σε εδαφικές προσαρτήσεις εις βάρος της Σερβίας, διαδραμάτισε κατευναστικό ρόλο μεταξύ των Αυστροούγγρων αξιωματούχων, οι οποίοι ήσαν, στην πλειοψηφία τους, υποστηρικτές μίας ένοπλης σύγκρουσης με το μικρό βασίλειο, κατά τη διάρκεια των πρώτων ημερών της Κρίσεως του Ιουλίου[27].

Ένας σημαντικός παράγοντας της πολιτικής ζωής της Δυαδικής Μοναρχίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο συγκεκριμένος πλήρης έλεγχος της πολιτικής ζωής της Ουγγαρίας τον κατέστησε ως έναν σημαντικό πολιτικό παράγοντα, του οποίου η πολιτική ηγεσία της Βιέννης ήταν υποχρεωμένη να επιδιώξει την υποστήριξη, στο πλαίσιο της εξωτερικής πολιτικής της[28].

Ως αποτέλεσμα, κατά τη διάρκεια των αμέσως προηγούμενων μηνών προ του ξεσπάσματος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, συμμετείχε στις διαβουλεύσεις οι οποίες και οδήγησαν στον καθορισμό της εξωτερικής πολιτικής της Δυαδικής Μοναρχίας. Εντός του συγκεκριμένου πλαισίου, μετά το πέρας του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου, ο ίδιος υπήρξε υποστηρικτής μίας διπλωματικής σύγκλισης με τη Βουλγαρία[29], ενώ, παράλληλα, κατά τη διάρκεια του φθινοπώρου του 2013, υπήρξε υποστηρικτής μίας πολιτικής αυστηρότητας απέναντι στη Σερβία[30].

Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ρόλος κατά την Κρίση του Ιουλίου του 1914

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παράγοντας του ξεσπάσματος της σύγκρουσης (υπήρξε υποστηρικτής, με σημείο εκκίνησης το φθινόπωρο του 1912, της λήψης αυστηρών μέτρων απέναντι στη Σερβία[31]), είχε υπό τον άμεσο έλεγχό του την ουγγρική πολιτική κατά τη διάρκεια των πρώτων τριών ετών της σύγκρουσης, εξασφαλίζοντας, ως αποτέλεσμα, τη συνταγματική τάξη εντός του Βασιλείου του Αγίου Στεφάνου, υπό τις ίδιες συνθήκες οι οποίες και προϋπήρχαν κατά την άνοδό του στην εξουσία, το 1913[32].

Ανακουφισμένος από τον αφανισμό του Φραγκίσκου Φερδινάνδου, αλλά ανήσυχος εμπρός στην πιθανότητα διπλωματικών εντάσεων με τη Ρουμανία[33], αντιτάχθηκε, μέσω προσωπικών εκκλήσεών του για προσοχή[34], απέναντι στις πολεμικές βλέψεις στρατιωτικών, οι οποίες, σε σύντομο χρονικό διάστημα, ακολούθησαν της δολοφονίας του πρίγκιπα διαδόχου των στεμμάτων της Αυστρίας και της Ουγγαρίας, καθώς, παράλληλα, παρακολουθούσε την κατάσταση στην Τρανσυλβανία και τις αλυτρωτικές τάσεις του τοπικού ρουμανικού πληθυσμού της περιοχής[35], δικαιολογώντας τη στάση του μέσω σχετικής διπλωματικής διακοίνωσης την οποία και παρέδωσε στον αυτοκράτορα, στις 8 Ιουλίου[36]. Η πεποίθηση του τελευταίου για την εμπλοκή της Δυαδικής Μοναρχίας σε μία ένοπλη σύγκρουση εναντίον της Σερβίας (και, ως συνέπεια, της Ρωσίας) αποτέλεσε το αντικείμενο των συζητήσεων του Συμβουλίου του Στέμματος κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης της 7ης Ιουλίου 1914, καθώς και της πολιτικής των υπολοίπων αξιωματούχων της Δυαδικής Μοναρχίας κατά τη διάρκεια των αμέσως επόμενων ημερών[37].

Παρομοίως, αντιτάχθηκε στην επιθυμία των στρατιωτικών της Δυαδικής Μοναρχίας να προβούν στη σύλληψη και φυλάκιση των πολιτικών ηγετών της σερβοκροατικής κυβερνητικής συμμαχίας, η οποία και κατείχε την πλειοψηφία των εδρών στο κοινοβούλιο του Βασιλείου της Κροατίας. Από κοινού με τον μπάνο του βασιλείου, προχώρησε στη σύλληψη και, στη συνέχεια, στη μεταφορά των σημαντικότερων ηγετών του συγκεκριμένου πολιτικού σχηματισμού στη Βουδαπέστη, όπου και θα ήσαν ασφαλείς, διευκολύνοντας, ως αποτέλεσμα, σε σημαντικό βαθμό την εξορία τους εκτός των εδαφών του Βασιλείου της Κροατίας-Σλαβονίας[38]. Ο ίδιος, είχε πλήρη επίγνωση της εσωτερικής και εξωτερικής καταστάσεως της Δυαδικής Μοναρχίας κατά τις απαρχές του καλοκαιριού του 1914[39]. Κατά τη διάρκεια της συνεδριάσεως του υπουργικού συμβουλίου της Αυστροουγγαρίας της 7ης Ιουλίου 1914, στην οποία παρευρίσκονταν οι πρόεδροι του αυστριακού και του ουγγρικού συμβουλίου, οι κοινοί υπουργοί και στρατιωτικοί ιθύνοντες της παραδουνάβιας μοναρχίας, παρουσιάστηκε, εκ νέου, ως υποστηρικτής μίας περισσότερο προσεκτικής πολιτικής στάσης[40].

Ωστόσο, δεν ήταν αντίθετος στο ενδεχόμενο ένοπλης σύγκρουσης, αν και, παράλληλα, επιθυμούσε την αποφυγή της απαίτησης υπερβολικών πολεμικών απαιτήσεων από τη Σερβία[41], καθώς και να έχει επίγνωση της θέσεως του Ράιχ επί της συγκεκριμένης καταστάσεως, προτού προχωρήσει οποιαδήποτε διπλωματική κίνηση εναντίον του Βελιγραδίου[28], όπως και να αποφευχθεί οποιαδήποτε εδαφική επέκταση σε βάρος της Σερβίας και του Μαυροβουνίου[42]. Εντός επιστολής του προς τον βασιλέα, ανέλυε, επίσης, όσα κατά τον ίδιο θα έπρεπε να αποτελέσουν τους βασικούς άξονες της πολιτικής της Δυαδικής Μοναρχίας κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης κρίσης: μία σημαντική διπλωματική επιτυχία επί του Βασιλείου της Σερβίας θα είχε, πάντοτε σύμφωνα με τον ίδιο, σημαντικά πλεονεκτήματα για τη Δυαδική Μοναρχία, αυξάνοντας, ως εκ τούτου, το κύρος της με πολύ μικρό κόστος[43].

Παράλληλα, ήταν υπέρ της αναμονής έως ότου παρουσιαστεί η κατάλληλη ευκαιρία προκειμένου να επιδοθεί στην κυβέρνηση του Βελιγραδίου σημείωμα το οποίο θα προέβαλε τις αξιώσεις της Δυαδικής Μοναρχίας εντός του πλαισίου της δολοφονίας του προσώπου το οποίο θα είχε αποτελέσει τον μετέπειτα μονάρχη της[44]. Προκειμένου να πετύχει να πείσει τους Αυστριακούς ομολόγους του για την ορθότητα των θέσεών του, καθώς οι τελευταίοι ήσαν επιφυλακτικοί, έθεσε υπό συζήτηση το ενδεχόμενο παραίτησής του[45].

Σε όλη τη διάρκεια της κρίσης, ο πρωθυπουργός Τίσα υπήρξε αντίθετος σε τυχόν εδαφικές προσαρτήσεις εις βάρος των Βασιλείων της Σερβίας και του Μαυροβουνίου[42]. Στις 19 Ιουλίου, προπαραμονή της επίδοσης του τελεσιγράφου στο Βελιγράδι[46], ο Μπέρχτολντ του υπενθύμισε τους αποκλειστικά πολιτικούς και οικονομικούς στόχους της πολεμικής εμπλοκής της Δυαδικής Μοναρχίας[47].

Από τη στιγμή κατά την οποία ο ίδιος πείσθηκε για την αναγκαιότητα της σύγκρουσης με τη Σερβία, με σημείο εκκίνησης τις 14 Ιουλίου[33], υπερασπίστηκε την ιδέα μίας ταχείας στρατιωτικής επέμβασης εναντίον του συγκεκριμένου βασιλείου, έπειτα από την επίδοση του τελεσιγράφου της 23ης Ιουλίου[48].

Πρόεδρος του Συμβουλίου ενός βασιλείου εν καιρώ πολέμου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Έγινε δεκτός με επευφημίες από τα μέλη του κοινοβουλίου κατά την ανακοίνωση της κήρυξης πολέμου εναντίον της Σερβίας[49]. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της άνοιξης του 1915, αντιθέτως, ο πρόεδρος του συμβουλίου κλήθηκε να αντιμετωπίσει τις πολιτικές φιλοδοξίες των αντιπάλων του, οι οποίοι επιθυμούσαν τη συμμετοχή τους σε μία κυβέρνηση εθνικής ενότητας, όμως η προσωπική φιλοδοξία του να αποτελέσει τον ηγέτη της τελευταίας οδήγησε σε αποτυχία τις διαπραγματεύσεις με τους πολιτικούς ηγέτες της αντιπολίτευσης, δίχως να κινδυνεύσει η εξουσία του[50]. Το αμέσως επόμενο έτος, η θέση του αποδυναμώθηκε περαιτέρω λόγω της έλλειψης αντιδραστικότητάς του κατά τη διάρκεια της ρουμανικής στρατιωτικής παρέμβασης[51].

Ως Πρόεδρος του Συμβουλίου της Ουγγαρίας, διετέλεσε σημαντικό ρόλο κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων της Δυαδικής Μοναρχίας με τους Γερμανούς εταίρους της, έχοντας συνείδηση των διαφορών μεταξύ των δύο αυτοκρατοριών, τόσο επί της πολιτικής που θα ακολουθείτο αναφορικά με τα ζητήματα της Πολωνίας και της Ρουμανίας[52], όσο και σχετικά με τη θέση που θα είχε η Δυαδική Μοναρχία στο πλαίσιο των γερμανικών επεκτατικών σχεδίων στην Ευρώπη[53]. Υπενθύμισε, σε αρκετές περιπτώσεις, τις διαφορές μεταξύ της Δυαδικής Μοναρχίας και του Ράιχ, ενώ, παράλληλα, αντιτάχθηκε, σε πρώτη φάση, κατά τη διάρκεια των πρώτων χρονικά διαπραγματεύσεων με την Ιταλία, στην παραχώρηση ορισμένων εδαφών της Δυαδικής Μοναρχίας στην Ιταλία ως αποζημίωση για τις πιθανές εδαφικές επεκτάσεις στην περιοχή των Βαλκανίων[54], προτού, εμπρός στον άμεσο κίνδυνο μίας ιταλικής στρατιωτικής παρέμβασης στο πλευρό της Αντάντ, αλλάξει γνώμη και ωθήσει τον κοινό υπουργό εξωτερικών υποθέσεων, Στέφαν Μπούριαν φον Ράγιετς, στην πραγματοποίηση εδαφικών παραχωρήσεων απέναντι στη συγκεκριμένη μετέπειτα μαχόμενη δύναμη[55]. Το 1916, αντιθέτως, κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων των πολιτικών ιθυνόντων των Κεντρικών Δυνάμεων με τη Ρουμανία, αντιτάχθηκε, παρά τις αυστριακές και γερμανικές πιέσεις, στην παραχώρηση εδαφών στην περιοχή της Τρανσυλβανίας[56].

Σε αριθμό περιπτώσεων, παρενέβη στη στρατιωτική διαχείριση της σύγκρουσης. Ως αποτέλεσμα, από τις πρώτες, κιόλας, εβδομάδες της σύγκρουσης, δεν δίστασε να παρατηρήσει τα σφάλματα στα οποία υπέπιπταν οι Αυστροούγγροι στρατηγοί απέναντι στη Σερβία[57], όπως, επίσης, δεν δίστασε να υπενθυμίζει ενώπιον του Λέοπολντ Μπέρχτολντ, τότε κοινού υπουργού εξωτερικών υποθέσεων, την αναγκαιότητα για τη Δυαδική Μοναρχία της λήψης γερμανικών στρατιωτικών ενισχύσεων στην περιοχή της Γαλικίας[58], ή να λάβει θέση, έπειτα από την είσοδο στον πόλεμο της Ρουμανίας, υπέρ της υπεράσπισης της εδαφικής ακεραιότητας των ουγγρικών εδαφών[59], αντιτιθέμενος στους χειρισμούς του Αρτς φον Στράουσενμπουργκ, στρατιωτικού υπεύθυνου για το συγκεκριμένο νέο μέτωπο, καθώς και στους ελιγμούς του υποχώρησης των στρατιωτικών δυνάμεων σε περισσότερο εύκολες προς υπεράσπιση θέσεις, εντός των ουγγρικών εδαφών[60]. Η συγκεκριμένη επιλογή, παρότι έγκαιρη από στρατιωτικής απόψεως, βρήκε απέναντί της τα οικονομικά συμφέροντα των Ούγγρων μεγιστάνων, τους οποίους και ο Τίσα εκπροσωπούσε στη συγκεκριμένη περίπτωση, με τον τελευταίο να υπενθυμίζει στους στρατιωτικούς πως ουγγρικές στρατιωτικές μονάδες πολεμούσαν εναντίον των συμμαχικών στρατευμάτων στο σύνολο των μετώπων όπου ο αυτοκρατορικός και βασιλικός στρατός ήταν παρών[61].

Ως Πρόεδρος του Συμβουλίου, χρησιμοποίησε υπέρ των πολιτικών θέσεών του τον θάνατο του Φραγκίσκου Ιωσήφ προκειμένου να πετύχει τη στέψη εντός συντόμου χρονικού διαστήματος του διαδόχου του, καθώς, κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης τελετής, ο νέος βασιλέας υποχρεούται να ορκιστεί πίστη στη διατήρηση του συντάγματος του βασιλείου. Ως συνέπεια, ο Τίσα ήταν ο συντάκτης της άδειας ενάρξεως των εργασιών το οποίο παραχωρήθηκε από τον νέο βασιλέα στο κοινοβούλιο της Βουδαπέστης[62].

Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Τίσα αποτελούσε μόνιμο πολέμιο οποιασδήποτε περαιτέρω διεύρυνσης του εκλογικού σώματος, συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, των βετεράνων του πολέμου[63], ενώ, παράλληλα, επέμεινε στην πολιτική του για υποταγή σε πολιτικό επίπεδο των μειονοτήτων εντός του βασιλείου. Εμπρός στα σχέδια μεταρρυθμίσεων του νέου μονάρχη, υπέβαλε την παραίτησή του στον βασιλέα Κάρολο Δ΄, στις 23 Μαΐου 1917[64].

Διατήρηση της επιρροής του έπειτα από την παραίτησή του

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραιτηθείς, ο Τίσα, χαίροντας της υποστήριξης του Εθνικού Εργατικού Κόμματος, συνέχισε να ασκεί ένα πραγματικό δικαίωμα αρνησικυρίας εμπρός στην εξέλιξη της πολιτικής ζωής στη Βουδαπέστη, ωθώντας στην παραίτηση τον διάδοχό του, Μόριτς Εστερχάζι, και, στη συνέχεια, έχοντας υπό τον έλεγχό του την ακολουθούμενη πολιτική του Σάντορ Βέρκελε, ο οποίος και διαδέχθηκε τον τελευταίο[65] · [66].

Εντός του συγκεκριμένου πλαισίου, ο Τίσα συνέχισε να μπλοκάρει τις όποιες μεταρρυθμίσεις τόσο εντός της Ουγγαρίας όσο και εντός του συνόλου των εδαφών της Δυαδικής Μοναρχίας έως και το τέλος του πολέμου, καθώς το κόμμα το οποίο ήλεγχε πλήρως διέθετε τη σημαντικότερη ως προς τον αριθμό των βουλευτών κοινοβουλευτική ομάδα στο κοινοβούλιο της Βουδαπέστης. Ως αποτέλεσμα, ο Σάντορ Βέρκελε εισηγήθηκε μία περιορισμένης έκτασης εκλογική μεταρρύθμιση, προκειμένου να μην έρθει σε σύγκρουση με τις απόψεις του πλειοψηφικού κόμματος, το οποίο εξακολουθούσε να βρίσκεται υπό τον έλεγχο του Τίσα[67]. Έως και το τέλος της σύγκρουσης, αντιτάχθηκε στα σχέδια μεταρρυθμίσεων του βασιλέα, ενώ, παράλληλα, ο τελευταίος δεν ήταν σε θέση προκειμένου να περιορίσει την επιρροή του[68], παρά τα σχετικά αιτήματα των στενών συνεργατών και υπουργών του[69]. Με σημείο εκκίνησης την αποτυχία της ύστατης αυστροουγγρικής επίθεσης στην Ιταλία, οι όλο και περισσότερο προχωρημένες μεταρρυθμιστικές προτάσεις του αυτοκράτορα απορρίπτονταν στο σύνολό τους από την ουγγρική πολιτική τάξη, της οποίας ο ίδιος υπήρξε κύριος υπερασπιστής και καθοδηγητής, συμβάλλοντας στην αγκύλωση και, στη συνέχεια, διάλυση του δυαδικού συστήματος διακυβέρνησης[66].

Κατά τη διάρκεια των δύο θητειών του, η κρατική γραφειοκρατία γνώρισε σχετική αύξηση, ενώ, παράλληλα, ο πολιτικός και οικονομικός ρόλος της ήσσονος τάξης των ευγενών σταδιακά περιορίστηκε. Εμπρός στη συγκεκριμένη κατάσταση, η ήσσων τάξη των ευγενών επεχείρησε να πετύχει την είσοδο των περισσότερων δυνατών αριθμών μελών της εντός των διαφόρων θέσεων του κρατικού μηχανισμού.

Τον Οκτώβριο του 1918, κατά τη διάρκεια της ύστατης φάσης της διάλυσης της μοναρχίας, ο ίδιος συνέχισε να αντιτίθεται τόσο απέναντι στα σχέδια μεταρρυθμίσεων του βασιλέα Καρόλου Δ΄ όσο και στην ακολουθούμενη πολιτική του προέδρου του συμβουλίου ο οποίος και είχε οριστεί από τον τελευταίο, τον Μιχάλι Κάρολι, ο οποίος επεχείρησε να προσεταιριστεί τις νικηφόρες κατά τη διάρκεια του πολέμου δυνάμεις της Αντάντ[70]. Ωστόσο, τελικώς, συμφώνησε με τον Κάρολι, ο οποίος και διαφαινόταν πως θα αναλάμβανε τη θέση του προέδρου του συμβουλίου του Βασιλείου της Ουγγαρίας, ενώ, παράλληλα, στις 16 Οκτωβρίου, αναγνώρισε πως η Δυαδική Μοναρχία έχασε τον πόλεμο[71], παραμένοντας, όμως, άφθαρτος εκπρόσωπος της ουγγρικής τάξης ευγενών, η οποία, καθώς αδυνατούσε να αντιληφθεί πως το κράτος θα διαμελιζόταν, εξακολουθούσε να αρνείται την οποιαδήποτε παραχώρηση. Το γεγονός αυτό οδήγησε στη σημαντική αντιδημοφιλία του μεταξύ του τοπικού πληθυσμού, ο οποίος τον θεωρούσε ως υπεύθυνο της ήττας, των στερήσεων, καθώς και της διάλυσης του κράτους[71]. Σε ηλικία 57 ετών, δολοφονήθηκε στη Βουδαπέστη από στασιαστές στρατιώτες, στην κατοικία του, κατά τη διάρκεια της Επαναστάσεως των Χρυσανθέμων[72].

  1. 1,0 1,1 1,2 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 27  Απριλίου 2014.
  2. 2,0 2,1 2,2 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. 12006913q. Ανακτήθηκε στις 10  Οκτωβρίου 2015.
  3. 3,0 3,1 «Encyclopædia Britannica» (Αγγλικά) biography/Istvan-Grof-Tisza. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  4. «Magyar főnemességi adattár» 2989. Ανακτήθηκε στις 24  Αυγούστου 2022.
  5. 5,0 5,1 «Большая советская энциклопедия» (Ρωσικά) Η Μεγάλη Ρωσική Εγκυκλοπαίδεια. Μόσχα. 1969. Ανακτήθηκε στις 28  Σεπτεμβρίου 2015.
  6. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 31  Δεκεμβρίου 2014.
  7. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. data.bnf.fr/ark:/12148/cb12006913q. Ανακτήθηκε στις 10  Οκτωβρίου 2015.
  8. CONOR.SI. 46762339.
  9. p59251.htm#i592505. Ανακτήθηκε στις 7  Αυγούστου 2020.
  10. 10,0 10,1 10,2 Darryl Roger Lundy: (Αγγλικά) The Peerage.
  11. 11,0 11,1 József Bölöny, László Hubai: «Magyarország kormányai» (ουγγρικά) Akadémiai Kiadó. Βουδαπέστη. 2004. Ανακτήθηκε στις 1  Δεκεμβρίου 2023. σελ. 87.
  12. József Bölöny, László Hubai: «Magyarország kormányai» (ουγγρικά) Akadémiai Kiadó. 2004. σελ. 255.
  13. József Bölöny, László Hubai: «Magyarország kormányai» (ουγγρικά) Akadémiai Kiadó. 2004. Ανακτήθηκε στις 4  Ιουνίου 2023. σελ. 214.
  14. mukachevo-rada.gov.ua/pro-misto/pochesni-gromadyani.
  15. Cieger 2013, σελ. 63.
  16. Cieger 2013, σελ. 61.
  17. 17,0 17,1 Renouvin 1962, σελ. 98.
  18. Cieger 2013, σελ. 62.
  19. Schiavon 2011, σελ. 59, σημ. 1.
  20. Bled 2014, σελ. 47.
  21. 21,0 21,1 Bled 2014, σελ. 58.
  22. Clark 2013, σελ. 396.
  23. Renouvin 1962, σελ. 224.
  24. Miloš 2015, σελ. 127.
  25. Bled 2014, σελ. 48.
  26. Clark 2013, σελ. 88.
  27. Clark 2013, σελ. 294.
  28. 28,0 28,1 Clark 2013, σελ. 398.
  29. Bled 2014, σελ. 36.
  30. Bled 2014, σελ. 37.
  31. Clark 2013, σελ. 293.
  32. Renouvin 1962, σελ. 290.
  33. 33,0 33,1 Bled 2014, σελ. 77.
  34. Fischer 1970, σελ. 65.
  35. Clark 2013, σελ. 397.
  36. Bled 2014, σελ. 75.
  37. Bled 2014, σελ. 747.
  38. Miloš 2015, σελ. 123.
  39. Fischer 1970, σελ. 67.
  40. Fischer 1970, σελ. 70.
  41. Schiavon 2011, σελ. 69.
  42. 42,0 42,1 Clark 2013, σελ. 421.
  43. Bled 2014, σελ. 68.
  44. Clark 2013, σελ. 427.
  45. Schiavon 2011, σελ. 70.
  46. Clark 2013, σελ. 448.
  47. Bled 2014, σελ. 79.
  48. Fischer 1970, σελ. 82.
  49. Schiavon 2011, σελ. 77.
  50. Renouvin 1962, σελ. 333.
  51. Renouvin 1962, σελ. 392.
  52. Fischer 1970, σελ. 337.
  53. Fischer 1970, σελ. 443.
  54. Renouvin 1962, σελ. 305.
  55. Renouvin 1962, σελ. 307.
  56. Schiavon 2011, σελ. 117.
  57. Bled 2014, σελ. 111.
  58. Fischer 1970, σελ. 100.
  59. Schiavon 2014, σελ. 204.
  60. Schiavon 2011, σελ. 139.
  61. Schiavon 2014, σελ. 205.
  62. Schiavon 2011, σελ. 148.
  63. Schiavon 2011, σελ. 153.
  64. Renouvin 1962, σελ. 485.
  65. Schiavon 2011, σελ. 154.
  66. 66,0 66,1 Schiavon 2011, σελ. 225.
  67. Renouvin 1962, σελ. 486.
  68. Renouvin 1962, σελ. 631.
  69. Schiavon 2011, σελ. 159.
  70. Schiavon 2011, σελ. 237.
  71. 71,0 71,1 Uslu 2007, σελ. 121.
  72. Renouvin 1962, σελ. 365.
  • (Γαλλικά) Bled, Jean-Paul (2014). L'agonie d'une monarchie : Autriche-Hongrie 1914-1920. Παρίσι: Taillandier. σελ. 464. ISBN 979-10-210-0440-5. 
  • (Γαλλικά) Cieger, András (2013). «Les politiciens incompatibles : une campagne contre la corruption en Hongrie au début du XXe siècle». Cahiers Jaurès 3 (209): 53-70. http://www.cairn.info/revue-cahiers-jaures-2013-3-page-53.htm. 
  • (Γαλλικά) Clark, Christopher Munro (2013). Les somnambules - Été 1914 : comment l'Europe a marché vers la guerre. Au fil de l'histoire. Παρίσι: Flammarion. σελ. 668. ISBN 978-2-08-121648-8. 
  • (Γαλλικά) Fischer, Fritz (1970). Les Buts de guerre de l’Allemagne impériale (1914-1918). Παρίσι: Éditions de Trévise. σελ. 654.  BNF 35255571j
  • (Γαλλικά) Miloš, Edi (2015). «Les Croates dans la Première Guerre mondiale. Une nation à la croisée des chemins». Les cahiers Irice 1 (13): 119-128. doi:10.3917/lci.013.0119. http://www.cairn.info/revue-les-cahiers-irice-2015-1-page-119.htm. 
  • (Γαλλικά) Renouvin, Pierre (1962) [1934]. La Crise européenne et la Première Guerre mondiale. Peuples et civilisations. 19. Παρίσι: Presses universitaires de France. σελ. 779.  BNF 33152114f
  • (Γαλλικά) Schiavon, Max (2011). L'Autriche-Hongrie dans la Première Guerre mondiale : la fin d'un Empire. Les Nations dans la Grande Guerre. Παρίσι: Éditions SOTECA, 14-18 Éditions. σελ. 298. ISBN 978-2-9163-8559-4. 
  • (Γαλλικά) Schiavon, Max (2014). Le Front d'Orient : Du désastre des Dardanelles à la victoire finale 1915-1918. Παρίσι: Taillandier. σελ. 378. ISBN 979-10-210-0672-0. 
  • (Γαλλικά) Uslu, Ates (2007). «Le comte Mihaly Karolyi et la France. Regards croisés, 1909-1919». Bulletin de l'Institut Pierre Renouvin 1: 115-130. doi:10.3917/bipr.025.0115. http://www.cairn.info/revue-bulletin-de-l-institut-pierre-renouvin-2007-1-page-115.htm.