Η νύχτα του Άι-Γιάννη (Γκόγκολ)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η νύχτα του Άι-Γιάννη
Εικονογράφηση του 1912
ΣυγγραφέαςΝικολάι Γκόγκολ
ΤίτλοςВечер накануне Ивана Купала
ΓλώσσαΡωσικά
Ημερομηνία δημοσίευσης1830[1]
Μορφήνουβέλα
ΠροηγούμενοΤο πανηγύρι στο Σορότσινσκι
ΕπόμενοΝύχτα του Μάη ή η πνιγμένη κόρη
Δημοσιεύθηκε στοΒραδιές σε ένα αγρόκτημα κοντά στη Ντικάνκα
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Η νύχτα του Άι-Γιάννη είναι νουβέλα του Νικολάι Γκόγκολ, η δεύτερη ιστορία της συλλογής Βραδιές σε ένα αγρόκτημα κοντά στη Ντικάνκα. Δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά το 1830 στο λογοτεχνικό ρωσικό περιοδικό Otechestvennye Zapiski χωρίς να αναφέρεται το όνομα του συγγραφέα και εκδόθηκε σε βιβλίο το 1831.[2]

Υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Κορζ βρίσκει την Πιντόρκα στην αγκαλιά του εργάτη του.

Ο αφηγητής Ρούντι Πάνκο αρχίζει να αφηγείται την υποτιθέμενη αληθινή ιστορία αλλά την αφήγηση διακόπτει ο Φομά Γκριγκόριεβιτς, ο επιστάτης της εκκλησίας της Ντικάνκα και απαιτεί να τη διηγηθεί με τον δικό του τρόπο, όπως την άκουσε από τον παππού του.[3]

Πριν από περισσότερα από εκατό χρόνια, σε ένα ουκρανικό μικρό χωριό που δεν υπάρχει πια, κοντά στη Ντικάνκα, ζούσε ένας Κοζάκος ονόματι Κορζ με την όμορφη κόρη του Πιντόρκα, τον εξάχρονο γιο του Ιβάς και τον εργάτη του Πιότρ. Ο Πιότρ και η Πιντόρκα ερωτεύτηκαν. Μια μέρα, την παραμονή της γιορτής του Αγίου Ιωάννη, στις 23 Ιουνίου, ο Κορζ πιάνει την κόρη του και τον Πιότρ αγκαλιά να φιλιούνται και είναι έτοιμος να μαστιγώσει τον Πιότρ, αλλά σταματά όταν ο γιος του Ιβάς τον παρακαλεί να μην χτυπήσει τον εργάτη. Ο Κορζ διώχνει τον Πιότρ και του λέει να μην έρθει ξανά στο σπίτι του και ότι η Πιντόρκα δεν θα γίνει ποτέ γυναίκα του. Την ίδια μέρα, ένας πλούσιος Πολωνός ευγενής εμφανίζεται στο αγρόκτημα, με τον οποίο ο Κορζ ελπίζει να παντρέψει την Πιντόρκα.[4]

Οι δύο εραστές είναι αναστατωμένοι. Ο Πιότρ είναι πρόθυμος να κάνει τα πάντα για να ξαναδεί την αγαπημένη του, έτσι απευθύνεται για βοήθεια στον Μπασαβριούκ, έναν άγνωστο που συχνάζει στην ταβέρνα του χωριού και που οι χωρικοί πιστεύουν ότι είναι μάγος και ο ίδιος ο διάβολος με ανθρώπινη μορφή. Ο Μπασαβριούκ λέει στον Πιότρ να τον συναντήσει στη χαράδρα της Αρκούδας για να αποκτήσει έναν θησαυρό που θα του επιτρέψει να παντρευτεί την Πιντόρκα.[5]

Ο Πιότρ άρρωστος.

Όταν ο Πιότρ φθάνει στην τοποθεσία, του δίνουν οδηγίες να βρει και να μαδήσει ένα λουλούδι που ανθίζει κάθε χρόνο την παραμονή του Αγίου Ιωάννη, τη νύχτα 23 προς 24 Ιουνίου. Όταν ο Πιότρ βρίσκει το λουλούδι, εμφανίζεται μια μάγισσα και του δίνει ένα φτυάρι. Ο Πιότρ σκάβει για τον θησαυρό και τον βρίσκει, αλλά δεν μπορεί να τον αγγίξει μέχρι να χυθεί ανθρώπινο αίμα. Είναι έτοιμος να δώσει το δικό του, αλλά παρουσιάζεται ο Ιβάς, ο μικρότερος αδερφός της Πιντόρκα. Ο Πιότρ είναι αρχικά διστακτικός, αλλά με την προτροπή της μάγισσας αναγκάζεται να σκοτώσει το παιδί και το χρυσάφι καταλήγει στα χέρια του. Η μάγισσα πίνει το αίμα του αγοριού. Στη συνέχεια, ο Πιότρ αποκοιμιέται αμέσως για δύο μέρες, και όταν ξυπνά, βλέπει δίπλα του δυο σακιά με χρυσάφι αλλά δεν θυμάται από πού προήλθαν. Ο Πιότρ εμφανίζεται στον Κορζ με τον θησαυρό του και παντρεύεται την Πιντόρκα.[3]

Μετά τον γάμο, το ζευγάρι είναι δυστυχισμένο. Ο Πιότρ γίνεται όλο και πιο απόμακρος και αρρωσταίνει, έχοντας συνεχώς εμμονή να θυμηθεί κάτι που έχει ξεχάσει. Ως έσχατη λύση, η Πιντόρκα πείθεται να επισκεφτεί μια γυναίκα για βοήθεια και εκείνη έρχεται στο σπίτι τους φέρνοντας βότανα. Βλέποντάς την, ο Πιότρ ανακτά τη μνήμη του για εκείνη τη νύχτα και την αναγνωρίζει, της πετάει ένα τσεκούρι και η μάγισσα εξαφανίζεται. Ο Ιβάς εμφανίζεται αιμόφυρτος στην πόρτα και ο Πιότρ οδηγείται στην κόλαση από τον διάβολο. Το μόνο που μένει είναι ένα σωρό στάχτες εκεί που κάποτε στεκόταν ο άνδρας και ο χρυσός του έχει μετατραπεί σε κομμάτια σπασμένων αγγείων.

Μετά από αυτά τα γεγονότα, ο Μπασαβριούκ αρχίζει να εμφανίζεται ξανά στο χωριό και η Πιντόρκα καταφεύγει σε μοναστήρι. Επίσης, και η θεία του παππού του αφηγητή Φομά Γκριγκόριεβιτς είχε προβλήματα με τον διάβολο: σε μια γιορτή της, ένα ψητό αρνί ζωντάνεψε και τα πιάτα άρχισαν να χορεύουν. Ο αγροτικός ιερέας Αθανάσιος κατάφερε να διώξει τον Μπασαβριούκ αλλά ακόμη και μετά το ράντισμα ολόκληρης της περιοχής με αγιασμό, η ταβέρνα παρέμεινε δαιμονισμένη, οπότε το χωριό εγκαταλείφθηκε και οι κάτοικοι μετακόμισαν σε νέο μέρος.[6]

Διασκευές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]