Το πανηγύρι στο Σορότσινσκι

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Το πανηγύρι στο Σορότσινσκι
ΣυγγραφέαςΝικολάι Γκόγκολ
ΤίτλοςСорочинская ярмарка
ΓλώσσαΡωσικά
Ημερομηνία δημιουργίας1831
Ημερομηνία δημοσίευσης1831
Μορφήδιήγημα
ΕπόμενοΗ νύχτα του Άι-Γιάννη
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Το πανηγύρι στο Σορότσινσκι (ρωσικός τίτλος: Соро́чинская я́рмарка) είναι νουβέλα του Ρώσου συγγραφέα Νικολάι Γκόγκολ. Εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1831 στο πρώτο βιβλίο της συλλογής Βραδιές σε ένα αγρόκτημα κοντά στη Ντικάνκα.[1]

Διαδραματίζεται στην πατρίδα του συγγραφέα, το χωριό Σορότσινσκι κοντά στη Ντικάνκα της σημερινής κεντρικής Ουκρανίας, και βασίζεται σε θρύλους της περιοχής και απόηχους των παιδικών εντυπώσεων και αναμνήσεων του συγγραφέα.

Η υπόθεση αναφέρεται στον τρόπο που ο νεαρός Γκρίτσκο, με την πονηριά και την επινοητικότητά του, κατάφερε να παντρευτεί την αγαπημένη του. Η δράση συνοδεύεται από περιγραφή της ζωής των αγροτών και της εμποροπανήγυρης και είναι ένας συνδυασμός λυρισμού, σάτιρας και φολκλορικού μελοδράματος.[2]

Τον 19ο αιώνα η ιστορία διασκευάσθηκε στην ομώνυμη όπερα από τον Μοντέστ Μουσόργκσκι.[3] [4]

Υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην αρχή της ιστορίας ο αφηγητής περιγράφει τις ομορφιές της Ουκρανίας (τότε γνωστή ως Μικρορωσία, τμήμα της Ρωσικής Αυτοκρατορίας) και ορίζει ως ημερομηνία τον Αύγουστο του 1800.[5]

Ο χωρικός Σολόπι Τσέρεβικ, μαζί με την όμορφη κόρη του Παράσκα και τη γκρινιάρα σύζυγό του Χαβρόνια (μητριά της Παράσκας), φτάνει στην εμποροπανήγυρη του Σορότσινσκι για να πουλήσει μερικά σακιά σιτάρι και ένα γέρικο άλογο. Στο δρόμο γνωρίζουν τον Γκρίτσκο - έναν νεαρό που ερωτεύεται την Παράσκα και αρχίζει να τη φλερτάρει. Ο Σολόπι θυμώνει αλλά ο νεαρός του λέει ότι είναι γιος φίλου του και θέλει να παντρευτεί την κοπέλα. Ο Σολόπι χαρούμενος συμφωνεί, αλλά η Χαβρόνια αντιτίθεται βίαια και ο γάμος ακυρώνεται. Τότε ο Γκρίτσκο στρέφεται για βοήθεια σε έναν τσιγγάνο, ο οποίος του υπόσχεται ότι θα κανονίσει τελικά τον γάμο.[6]

Εν τω μεταξύ, οι επισκέπτες της εμποροπανήγυρης ανησυχούν από φήμες ότι ο τόπος είναι καταραμένος και φοβούνται την εμφάνιση ενός κόκκινου καφτανιού.

Ο πανζουρλισμός στην καλύβα του Σολόπι

Η Χαβρόνια έχει έναν νεαρό εραστή και κάποια στιγμή που βρίσκεται μαζί του στην καλύβα που μένουν για το πανηγύρι, ακούει τον άνδρα της με φίλους του να πλησιάζουν, έτσι στα γρήγορα κρύβει τον νεαρό. Η παρέα μπαίνει μέσα και ένας φίλος του Σολόπι αρχίζει να διηγείται την ιστορία του κόκκινου καφτανιού: κάποτε ένας διάβολος διωγμένος από την κόλαση έπινε σε μια τοπική ταβέρνα και όταν χάλασε όλα του τα χρήματα αναγκάστηκε να βάλει ενέχυρο το καφτάνι του. Ένα χρόνο αργότερα, ο διάβολος ήρθε να εξαργυρώσει το αγαπημένο του καφτάνι, αλλά ανακάλυψε ότι έχει ήδη πουληθεί. Ο δαίμονας θύμωσε και βασάνισε τον άνθρωπο που το πούλησε παρουσιαζόμενος με τη μορφή γουρουνιού στο παράθυρό του. Ο κρυμμένος νεαρός βγάζει μια φωνή, η παρέα τρομάζει αλλά ο αφηγητής συνεχίζει. Το καφτάνι είχε ήδη αλλάξει χέρια πολλές φορές, φέρνοντας ατυχία στους ιδιοκτήτες, μέχρι που τελικά αποφάσισαν ότι ήταν καταραμένο και όποιος το είχε δεν μπορούσε να πουλήσει τίποτε, έτσι το έκοψαν σε κομμάτια και το σκόρπισαν γύρω από την περιοχή της εμποροπανήγυρης. Τώρα ο διάβολος περιπλανιέται αναζητώντας αυτά τα κομμάτια - τα βρήκε όλα και τη στιγμή που διαδραματίζεται η ιστορία αναζητά μόνο να βρει το αριστερό μανίκι. Δεν πρόλαβε να τελειώσει και ένα κεφάλι γουρουνιού εμφανίζεται στο παράθυρο, η παρέα τρομάζει τόσο πολύ που ο Σολόπι τρέχει έξω από το σπίτι, ο νεαρός πέφτει από την κρυψώνα, ακολουθεί πανζουρλισμός ενώ όλοι ουρλιάζουν «διάβολος» τρέχοντας.[7]

Φολκλορικές εκδηλώσεις στο πανηγύρι στο Σορότσινσκι

Το πρωί, αφού συνήλθε από την τρομάρα του, ο Σολόπι παίρνει τη φοράδα του για να την πουλήσει. Στο δρόμο, συναντά έναν τσιγγάνο. Όταν φτάνει στην αγορά, κάποιος τον ρωτάει τι πουλάει και αναρωτιέται γιατί τον ρωτάνε αυτό. Τραβώντας το χαλινάρι , διαπιστώνει ότι το άλογο έχει εξαφανισθεί μυστηριωδώς και στη θέση του έχει μείνει το αριστερό μανίκι από ένα κόκκινο καφτάνι. Προς μεγάλη του έκπληξη, τον κατηγορούν ότι έκλεψε ο ίδιος το άλογό του και τον δένουν σε ένα υπόστεγο. Τότε εμφανίζεται ο Γκρίτσκο και του υπόσχεται να τον ελευθερώσει αν του δώσει την κόρη του για γυναίκα, ο Σολόπι αναγκαστικά συμφωνεί.

Ο Γκρίτσκο συναντιέται με τον τσιγγάνο και επιβεβαιώνει ότι όλα πήγαν σύμφωνα με το σχέδιο, ο «διάβολος» δεν ήταν άλλος από τον τσιγγάνο που έβαλε στο παράθυρο ένα γουρούνι. Η ιστορία τελειώνει με μια εκτενή περιγραφή ενός λαϊκού γάμου.[8]

Η εμποροπανήγυρη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σημερινές εγκαταστάσεις της εμπορικής έκθεσης στο χωριό Σορότσινσκι.

Το πανηγύρι στο χωριό Σορότσινσκι είναι μια εμποροπανήγυρη που γίνεται ακόμη στο χωριό Σορότσινσκι στην περιοχή Πολτάβα της σημερινής Ουκρανίας. Κατά τη διάρκεια της Ρωσικής Αυτοκρατορίας διεξάγονταν πέντε φορές το χρόνο. Για 40 χρόνια, κατά τη σοβιετική κυριαρχία, είχε διακοπεί. Από την αναβίωσή του μετά την ανεξαρτησία της Ουκρανίας το 1991, διεξάγεται κάθε χρόνο στα τέλη Αυγούστου και συνήθως διαρκεί 5 ημέρες.[9]

Με Προεδρικό Διάταγμα του 1999, η εμποροπανήγυρη έχει το καθεστώς της εθνικής εμπορικής έκθεσης της Ουκρανίας.[10]

Στη μεγάλη υπαίθρια αγορά πωλούνται παραδοσιακά χειροτεχνήματα που κατασκευάζονται από εξειδικευμένους τεχνίτες, χαλιά, κεραμικά και άλλα τοπικά προϊόντα. Καλλιτέχνες αναπαράγουν σκηνές της ζωής του χωριού και διάσημες ουκρανικές ιστορίες όπως η ιστορία του Γκόγκολ.

Μετάφραση στα ελληνικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Η εμποροπανήγυρη του Σαροτσίνσκι, μετάφραση: Ελένη Κατσιώλη, εκδόσεις Λέμβος, 2021 [11]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]