Μετάβαση στο περιεχόμενο

Επαρχία Ουίγκε

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 7°37′0″S 15°3′0″E / 7.61667°S 15.05000°E / -7.61667; 15.05000

Ουίγκε
ΧώραΑνγκόλα
Διοικητική υπαγωγήΑνγκόλα
ΠρωτεύουσαΟυίγκε
Έκταση58.698 km²
Πληθυσμός1.483.118 (2014)
Γεωγραφικές συντεταγμένες7°37′0″S 15°3′0″E
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Το Ουίγκε (πορτογαλικά: Uíge‎) είναι μία από τις δεκαοκτώ επαρχίες της Ανγκόλας,[1] η οποία βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα της χώρας.[2] Η πρωτεύουσα της είναι η ομώνυμη πόλη.

Κατά τον Μεσαίωνα, η επαρχία Ουίγκε ήταν η καρδιά του Βασιλείου του Κονγκό. Οι Μπακόνγκο βόρεια και νότια του ποταμού Κονγκό ήταν όλοι μέρος αυτού του Βασιλείου, μιας συγκεντρωτικής μοναρχίας που για συγκεκριμένες χρονικές περιόδους κυριαρχούσε επίσης σε τμήμα των Αμπούντου νοτιότερα. Οι βασιλείς ζούσαν στην πόλη Εμπάνζα Κόνγκο που είχε πληθυσμό περίπου 50.000 κατοίκους τον 16ο αιώνα. Η βασιλεία τους ενισχύθηκε αρχικά με την άφιξη Πορτογάλων ιερέων που ζούσαν στην αυλή του βασιλιά και δίδασκαν θρησκεία καθώς και γράμματα. Η αλληλεπίδραση με το πορτογαλικό προπύργιο της Λουάντα ήταν μάλλον οριακή για μεγάλο χρονικό διάστημα. Τα πράγματα άλλαξαν όταν οι Πορτογάλοι άρχισαν να κατακτούν και να καταλαμβάνουν την ενδοχώρα τον 19ο αιώνα. Στις αρχές του 20ού αιώνα, το βασίλειο του Κονγκό εξακολουθούσε να υπάρχει στα χαρτιά και η αυλή στο Εμπάνζα Κόνγκο διατηρήθηκε, αλλά είχε χάσει οποιαδήποτε αποτελεσματική εξουσία.[3]

Στις αρχές του 20ού αιώνα η επαρχία ήταν σε παρακμή λόγω του αφιλόξενου εδάφους της και της κακής προσβασιμότητας.[3] Η κατάσταση άλλαξε εντελώς όταν οι Πορτογάλοι ανακάλυψαν ότι το έδαφος και το κλίμα ήταν ευνοϊκά για την παραγωγή καφέ. Η επαρχία Ουίγκε (τότε «περιφέρεια») έγινε το κύριο κέντρο παραγωγής καφέ στην Ανγκόλα τη δεκαετία του 1950. Ενώ μέρος της παραγωγής προερχόταν από φυτείες ευρωπαϊκής ιδιοκτησίας (κυρίως Πορτογάλων), οι περισσότεροι παραγωγοί ήταν μικροί ιδιοκτήτες Μπακόνγκο. Και στις δύο περιπτώσεις, βασιζόταν σε καταναγκαστική εργασία ή εργασία με σύμβαση από τους Οβιμπούντου. Η αγορά της πόλης Ουίγκε, της πρωτεύουσας της περιφέρειας, ευημερούσε και έλαβε καθεστώς πόλης το 1956. Για να ενθαρρυνθεί η αρχή της εθνικής ολοκλήρωσης με την Πορτογαλία, πολλές πόλεις στην Ανγκόλα μετονομάστηκαν κατά τη διάρκεια της πορτογαλικής αποικιοκρατίας, συμπεριλαμβανομένης της πρωτεύουσας της επαρχίας Ουίγκε, η οποία μετονομάστηκε σε Βίλα Μαρεσάλ Καρμόνα (Vila Marechal Carmona) προς τιμήν του Όσκαρ Καρμόνα,[4] πρώην Προέδρου της Πορτογαλίας, ενώ αργότερα απλοποιήθηκε σε Καρμόνα.[5]

Στη δεκαετία του 1950, οι άνθρωποι της φυλής Μπακόνγκο ήταν από τους προδρόμους του κινήματος ανεξαρτησίας. Για μερικούς εξ αυτών, ο σκοπός ήταν να αποκατασταθεί το βασίλειό τους, αλλά η πλειοψηφία τους τάχθηκε υπέρ της Ανγκόλα στο σύνολό της. Δημιούργησαν πρώτα ένα περιφερειακό κίνημα, το União das Populações do Norte de Angola (Ένωση του Λαού της Βόρειας Ανγκόλας), στη συνέχεια το μετονόμασαν σε União das Populações de Angola (Ένωση Λαού της Ανγκόλας) και τέλος σε Εθνικό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Ανγκόλας (Frente Nacional de Libertação de Angola, FNLA), το οποίο έγινε ένα από τα τρία αντιαποικιακά αντάρτικα κινήματα της Ανγκόλας που πολέμησαν τις πορτογαλικές δυνάμεις, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960.[6]

Κατά τη διάρκεια της πορτογαλικής κυριαρχίας, η επαρχία, και συγκεκριμένα η πρωτεύουσα της Ουίγκε, έγινε το καταφύγιο της δραστηριότητας των ανταρτών (η απρόσιτη ερημιά της παρέχει κάλυψη για αυτή τη δραστηριότητα) η οποία έλαβε την ενεργή υποστήριξη από τον ηγέτη της γειτονικής χώρας του Κονγκό, Μομπούτο Σέσε Σέκο.[3] Οι αντάρτες της União Nacional para a Independencia Total de Angola (UNITA) είχαν καταλάβει και αυτοί την επαρχία για σύντομες περιόδους κατά τη διάρκεια του νέου εμφυλίου πολέμου τη δεκαετία του 1990. Μόλις το 2002 επικράτησε ειρήνη στην περιοχή.[3]

Ξεκινώντας από τον Οκτώβριο του 2004 και συνεχίζοντας έως το 2005, η επαρχία Ουίγκε ήταν το επίκεντρο μιας επιδημίας αιμορραγικού πυρετού Μάρμπουργκ, μιας ασθένειας που συνδέεται στενά με τον Έμπολα. Προκλήθηκε από τον ιό Μάρμπουργκ, ο οποίος είναι αφρικανικός ιός RNA που προκαλεί την ασθένεια των πράσινων πιθήκων.[3] Πλέον θεωρείται ότι είναι υπό έλεγχο, ενώ τότε υπήρξαν 374 κρούσματα με το 88% εξ αυτών να πεθαίνει.[7] Σύμφωνα με τα Ηνωμένα Έθνη, ήταν, τότε, η χειρότερη επιδημία στον κόσμο από κάθε είδους αιμορραγικού πυρετού.[8]

Η επαρχία Ουίγκε βρίσκεται στη βορειοανατολική Ανγκόλα. Συνορεύει βόρεια με τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, στα δυτικά με τον ποταμό Ζαντί, ανατολικά με τον ποταμό Μπέου και στα νότια με την πόλη Μπέου.[9] Η χερσαία διαδρομή για την είσοδο στην επαρχία από τη Λουάντα γίνεται μέσω της επαρχίας Μπένγκο.[9] Ο κύριος δρόμος στα βόρεια είναι αυτός που διασχίζει τα σύνορα στο Κιζένγκα για να φτάσει στην Κινσάσα. Ένας αυτοκινητόδρομος συνδέει την επαρχία με το Καστίλο και στη συνέχεια με τη Λουάντα. Ένας άλλος νοτιοδυτικός αυτοκινητόδρομος συνδέει την επαρχία με τις επαρχίες Ζαΐρε και Μαλάνζε.[3]

Η επαρχία αποστραγγίζεται από πολλούς ποταμούς. Ο ποταμός Κουίλο είναι ένα δημοφιλές αξιοθέατο, όπως και οι καταρράκτες Σάνζα Πόμπο. Η λιμνοθάλασσα Λουζάμπα και Μουβόιο και η λιμνοθάλασσα Σακαπάτε είναι κατάλληλες για κολύμβηση. Άλλοι σημαντικοί ποταμοί στην επαρχία είναι οι ποταμοί Ζαντί, Λουκάλα, Ντάνγκε και Λουβούλου. Μόνο μικρά σκάφη μπορούν να πλεύσουν σε αυτά τα ποτάμια.[9] Η επαρχία χαρακτηρίζεται από αγροτικό έδαφος και πλούσιο χώμα, με έκταση 58.698 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Έχει τροπικό κλίμα με την ετήσια μέση θερμοκρασία που αναφέρεται στους 24 °C.[9][3][10] Το δασικό καταφύγιο Μπέου της επαρχίας καλύπτει έκταση 1.400 τετραγωνικά χιλιόμετρα.

Δήμοι και κοινότητες

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η επαρχία Ουίγκε χωρίζεται σε δεκαέξι (16) δήμους (municípios):[9]

Δημογραφικά στοιχεία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η επαρχία έχει πληθυσμό 1.426.354 κατοίκους. Σε εθνοτικό επίπεδο, οι κάτοικοί της είναι σχεδόν αποκλειστικά διαφορετικές ομάδες των Μπακόνγκο.[11] Μιλούν τη γλώσσα Κικόνγκο.[12]

Η οικονομία της επαρχίας βασίζεται στην παραδοσιακή γεωργική καλλιέργεια καφέ, φασολιών, μανιόκας, σιτηρών, φυστικιών, βαμβακιού και ξύλου. Η καλλιέργεια και η παραγωγή καφέ συνέβαλαν σε μεγάλο βαθμό στην οικονομία της επαρχίας και της Ανγκόλας κατά τη διάρκεια της αποικιοκρατίας.[9]

Σημαντικοί ορυκτολογικοί πόροι που συμβάλουν στην οικονομία είναι ο χαλκός, το ασήμι και το κοβάλτιο. Διαμάντια βρίσκονται επίσης στις προσχωσιγενείς αποθέσεις στην επαρχία.[13]

  1. James & Broadhead 2004, σελ. 135.
  2. «Uige». Encyclopædia Britannica. Ανακτήθηκε στις 6 Αυγούστου 2021. 
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 3,4 3,5 3,6 Benarde, Melvin A. (2006). Our precarious habitat?: the sky is not falling. Wiley-Interscience. σελίδες 104–. ISBN 978-0-471-74065-0. 
  4. Goodwin 2008, σελ. 208.
  5. Stead, Rorison & Scafidi 2013, σελ. 201.
  6. James & Broadhead 2004, σελ. 11.
  7. Knipe, David Mahan (2007). Fields virology. Lippincott Williams & Wilkins. σελίδες 1411–. ISBN 978-0-7817-6060-7. 
  8. «Angola – Inter-Agency Contingency Plan». United Nations. 2010. σελ. 35. Ανακτήθηκε στις 6 Αυγούστου 2021. 
  9. 9,0 9,1 9,2 9,3 9,4 9,5 ebizguides (2008). Angola: All You Need to Know to Do Business and Have Fun. MTH Multimedia S.L. σελίδες 331–. ISBN 978-84-933978-8-3. 
  10. James & Broadhead 2004, σελ. 163.
  11. James & Broadhead 2004, σελ. 31.
  12. Oyebade 2007, σελ. 7.
  13. Geological Survey (U.S.) (2009). Minerals Yearbook, 2006, V. 3, Area Reports, International, Africa and the Middle East. Government Printing Office. σελίδες 2–. ISBN 978-1-4113-2174-8. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]