Βαμβάκι (ίνα)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ίνες βαμβακιού όπως φαίνονται στο ηλεκτρονικό μικροσκόπιο.

Το βαμβάκι είναι υφαντική ίνα φυτικής προέλευσης. Προέρχεται από την κάψα των φυτών του γένους γοσύπιο και φυσιολογικά βοηθάει την διασπορά των σπόρων, τους οποίους περιβάλλει. Η ίνα αποτελείται σχεδόν αποκλειστικά από κυτταρίνη. Το φυτό είναι ιθαγενές των τροπικών περιοχών της Αμερικής, της Αφρικής, της Αυστραλίας και της Ασίας[1] είναι γνωστό από τα πανάρχαια χρόνια και καλλιεργείται για τις ίνες του.

Η ίνα έχει μήκος από 10 μέχρι 65 χιλιοστά και διάμετρο 11 με 22 μm. Ως είναι έχει μεγάλη απορροφητική ικανότητα, καθώς μπορεί να απορροφήσει μέχρι 27 φορές του βάρους του σε νερό. Αυτή η ιδιότητα κάνει τα βαμβακερά υφάσματα να απορροφούν την υγρασία και τον ιδρώτα και γι' αυτό το λόγο είναι ανέτα σε ζεστό καιρό. Γίνεται ισχυρότερο αν βραχεί και έχει μεγάλη εφελκυστική δύναμη σε διαλύματα με σαπούνι και έτσι είναι εύκολο να πλυθεί.[2][3]

Το βαμβάκι φτιάχνεται σε κλωστές και κουβάρια και χρησιμοποιείται για να φτιάξει απαλά υφάσματα. Περίπου το 60% της παγκόσμιας παραγωγής βαμβακιού χρησιμοποιείται για την κατασκευή ρούχων, κυρίως για μπλουζάκια, τζιν και μπλούζες και λιγότερο για εσώρουχα και ζακέτες.[2] Σήμερα, το βαμβάκι είναι η ίνα που χρησιμοποιείται περισσότερο στο κόσμο. Η καλλιέργεια βαμβακιού χρησιμοποιεί το 2,5% της διαθέσιμης καλλιεργήσιμης γης, παράγοντας περίπου 25 εκατομμύρια τόνους το χρόνο. Μεγαλύτερος παραγωγός είναι η Κίνα και μεγαλύτερος εξαγωγέας είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες.[2]

Προέλευση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υπάρχουν τέσσερα είδη φυτών τα οποία καλλιεργούνται για την παραγωγή βαμβακιού:

  • Χνουδωτό βαμβάκι (Γοσσύπιον το αδρότριχον - Gossypium hirsutum) - Το πιο κοινά καλλιεργούμενο δίνει πάνω από το 90% της παγκόσμιας παραγωγής και είναι το μοναδικό είδος που καλλιεργείται στην Ελλάδα. Δίνει βαμβάκι υψηλής ποιότητας με μεγάλη αντοχή, ελαστικότητα, πολύ καλή στιλπνότητα και ομοιομορφία.
  • Ποώδες βαμβάκι (Γοσσύπιον το ποώδες - Gossypium herbaceum) Βρίσκεται αυτοφυές στο Πακιστάν στην Ινδία και σε ορισμένες περιοχές της Αφρικής. Παλαιότερα η καλλιέργεια του ήταν πολύ διαδεδομένη αλλά σήμερα οι καλλιέργειες του αντικαταστάθηκαν από το χνουδωτό βαμβάκι.
  • Βαρβαδεινό βαμβάκι (Γοσσύπιον το βαρβαδινόν - Gossypium barbadense) Καλλιεργείται στην Αίγυπτο, το Σουδάν, σε πρώην Σοβιετικές χώρες, στις Η.Π.Α., στη Βραζιλία και το Περού. Οι ίνες του είναι οι μακρύτερες από όλα τα είδη και φτάνουν και τα 50 χιλιοστόμετρα είναι καλής ποιότητας, λεπτές και μαλακές.
  • Δενδρώδες βαμβάκι (Γοσσύπιον το δενδρώδες - Gossypium arboreum). Βρίσκεται αυτοφυές στο Πακιστάν , τη Σρι Λάνκα και την Ινδία. Οι ίνες του είναι πολύ κοντές και όχι τόσο καλής ποιότητας γι αυτό η καλλιέργεια του είναι πολύ περιορισμένη.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το βαμβάκι χρησιμοποιείται στον Παλαιό Κόσμο για τουλάχιστον 7.000 χρόνια πριν (5η χιλιετία π.Χ.). Αποδεικτικά στοιχεία της χρήσης του βαμβακιού έχουν βρεθεί κοντά στη Μεχργκάρχ, στην κοιλάδα του Ινδού, όπου βαμβακερά νήματα έχουν διατηρηθεί σε σφαιρίδια χαλκού.[4] Η καλλιέργεια βαμβακιού έγινε πιο διαδεδομένη κατά τη διάρκεια του Πολιτισμού της κοιλάδας του Ινδού και καλλιέργειες κάλυπταν τμήματα του σύγχρονου Ανατολικού Πακιστάν και τη βορειοδυτική Ινδία.[5] Ο κλάδος του βαμβακιού στον Ινδό ήταν καλά ανεπτυγμένος και κάποιες μεθόδοι που χρησιμοποιούνται για τη νηματοποίηση και την παρασκευή του βαμβακιού συνέχισαν να χρησιμοποιούνται μέχρι την εκβιομηχάνιση της Ινδίας.[6] Μεταξύ του 2000 και του 1000 π.Χ., το βαμβάκι έγινε ευρέως διαδεδομένο σε πολλά μέρη της Ινδίας.[7] Για παράδειγμα, έχουν βρεθεί δείγματα στην Καρνάτακα που χρονολογούνται από περίπου το 1000 π.Χ.. Στην Ελλάδα πρωτοήρθε από την Ασία κατά την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου γύρω στο 325 π.Χ. Η καλλιέργειά του στη συνέχεια εξαπλώθηκε στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες της Μεσογείου. Βαμβακερά υφάσματα ανακαλύφθηκαν σε μια σπηλιά κοντά στο Τεουακάν, στο Μεξικό, και χρονολογήθηκαν γύρω στο 5800 π.Χ., αν και είναι δύσκολο να γνωρίζουμε με βεβαιότητα, λόγω της φθοράς των ινών.[8] Άλλες πηγές χρονολογούν την εξημέρωση του βαμβακιού στο Μεξικό το περίπου 5000 - 3000 π.Χ.[9]

Η έλευση της βιομηχανικής επανάστασης στη Βρετανία έδωσε μεγάλη ώθηση στην παραγωγή βαμβακιού, αφού τα υφάσματα της Βρετανίας άρχισαν να εξάγονται. Το 1738, οι Λιούις Πωλ και Τζον Γουίατ, στο Μπέρμιγχαμ, Αγγλία, κατοχύρωσαν με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας την κλωστική μηχανή με κύλινδρο, και ένα σύστημα με δύο σειρές κυλίνδρων που κινούνταν σε διαφορετικές ταχύτητες για να να αποκτήσει το βαμβάκι πιο ομοιόμορφο πάχος. Αργότερα, η εφεύρεση της κλωστικής μηχανής το 1764 και το πλαίσιο κλώσης του Ρίτσαρντ Αρκράιτ το 1769 επέτρεψε στις Βρετανές υφάντρες να παράγουν βαμβακερά νήματα και υφάσματα σε πολύ μεγαλύτερες ποσότητες. Από τα τέλη του 18ου αιώνα, η βρετανική πόλη του Μάντσεστερ απέκτησε το παρατσούκλι Κοττονόπολις (Cottonopolis, Πόλη του βαμβακιού) λόγω της πανταχού παρουσίας της βαμβακοβιομηχανία μέσα στην πόλη και το ρόλο του Μάντσεστερ ως καρδιά του παγκόσμιου εμπορίου βάμβακος. Η παραγωγική ικανότητα στη Βρετανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες βελτιώθηκε με την εφεύρεση του εκκοκκιστηρίου βάμβακος από τον Αμερικανικό Έλι Γουίτνεϊ το 1793. Πριν από την ανάπτυξη των εκκοκκιστηρίων, οι βαμβακερές ίνες έπρεπε να τραβηχτούν από τους σπόρους με το χέρι. Μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα ένας αριθμός εκκοκιστικών μηχανών είχε αναπτυχθεί, εντούτοις, για να παραχθεί ένα δεμάτι βαμβακιού απαιτούνταν πάνω από 600 ώρες ανθρώπινης εργασίας,[10] καθιστώντας την παραγωγή μεγάλης κλίμακας αντιοικονομική στις Ηνωμένες Πολιτείες, ακόμη και με τη χρήση καταναγκαστικής εργασίας. Η μηχανή που κατασκεύασε ο Γουίτνεϊ μείωσε τις ώρες σε μόνο μια ντουζίνα ανά δέμα. Αν και ο Γουίτνεϊ είχε κατοχυρώσει με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας το δικό του σχεδιασμό για το εκκοκκιστήριο βάμβακος, κατασκεύασε ένα προγενέστερο σχέδιο από το Χένρι Όντγκεν Χολμς, για το οποίο ο Χολμς κατέθεσε αίτηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας το 1796.[10] Το 1801, ο Ζοζέφ Ζακάρ κατασκεύασε έναν αυτοματοποιημένο αργαλειό, το αργαλειό Ζακάρ, ο οποίος χρησιμοποιούσε κάρτες οι οποίες είτε άφηναν την βελόνα να περάσει είτε όχι, δημιουργώντας ένα σχέδιο. Ο αργαλειός διαδώθηκε γρήγορα στη Γαλλία και μετά στην Μεγάλη Βρετανία.[11] Το 1884 άρχισε να χρησιμοποιείται αργαλείος ο οποίος δεν κινούνταν από ανθρώπινη δύναμη, δίνοντας τη δυνατότητα για την παραγωγή νέων τύπων βαμβακιού.[12]

Στα τέλη του 19ου αιώνα άρχισε η παραγωγή των πρώτων συνθετικών ινών. Πρώτα παράχθηκε μια ημι-συνθετική ίνα, το ραγιόν, το συνθετικό μετάξυ, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1880. Η πρώτη συνθετική ίνα που παράχθηκε από πετροχημικά ήταν το νάιλον, το οποίο εφερεύθηκε το 1931. Το νάιλον ακολούθησε το 1953 το πολυέστερ, το οποίο έφερε επανάσταση στην υφαντουργία. Σήμερα, το πολυέστερ είναι η περισσότερο χρησιμοποιούμενη τεχνητή ίνα στις Ηνωμενές Πολιτείες στην υφαντουργία.[12][13] Η γρήγορη άνοδος του πολυέστερ στη δεκαετία του 1960 προκάλεσε οικονομικές δυσχέριες στις χώρες που εξήγηγαν βαμβάκι, κυρίως στην Κεντρική Αμερική, όπως η Νικαράγουα, όπου η παραγωγή είχε δεκαπλασιαστεί λόγω της έλευσης των φθηνών εντομοκτόνων. Η παραγωγή αυξήθηκε ξανά στη δεκαετία του 1970, αλλά έπεσε ξανά στις αρχές της δεκαετίας του 1990.[14]

Οικονομία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι μεγαλύτεροι παραγωγοί βαμβακιού για το 2005
Οι 10 Μεγαλύτεροι Παραγωγοί Βαμβακιού
(σε εκατομμύρια μετρικούς τόνους)
Κατάταξη Χώρα 2009 2010 2011
1 Κίνα Κίνα 6,377,000 5,970,000 6,588,959
2 Ινδία Ινδία 4,083,400 5,683,000 5,984,000
3  ΗΠΑ 2,653,520 3,941,700 3,412,550
4 Πακιστάν Πακιστάν 2,111,400 1,869,000 2,312,000
5 Βραζιλία Βραζιλία 956,189 973,449 1,673,337
6 Ουζμπεκιστάν Ουζμπεκιστάν 1,128,200 1,136,120 983,400
7  Τουρκία 638,250 816,705 954,600
8 Αυστραλία 329,000 386,800 843,572
9 Τουρκμενιστάν Τουρκμενιστάν 220,100 330,000 330,000
10 Αργεντινή Αργεντινή 135,000 230,000 295,000
Κόσμος 19,848,921 22,714,154 24,941,738
Πηγή: Διεθνής Οργάνωση Τροφίμων και Γεωργίας [15]

Οι μεγαλύτεροι παραγωγοί βαμβακιού παγκοσμίως είναι η Κίνα και η Ινδία, με ετήσια παραγωγή 34 και 27 περίπου εκατομμύρια δεμάτια. Το βαμβάκι καταναλώνεται κυρίως από τις εγχώριες υφαντουργίες των δύο χωρών. Οι μεγαλύτεροι εξαγωγοί ανεπερξέργαστου βαμβακιού είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες, με εξαγωγές αξίας 4,9 δις δολλαρίων, και η Αφρική, με εξαγωγές αξίας 2,1 δις δολλαρίων. Το διεθνές εμπόριο βάμβακος αποφέρει 12 δις δολλάρια, όσον αφορά το 2007.[16] Σε επίπεδο κρατών, οι μεγαλύτεροι εξαγωγείς είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Ινδία, η Βραζιλία, η Αυστραλία και το Ουζμπεκιστάν. Οι μεγαλύτεροι εισαγωγείς βάμβακος είναι η Κίνα, η Τουρκία, το Μπανγκλαντές, η Ινδονησία, η Ταϊλάνδη, το Βιετνάμ και το Μεξικό.[17]

Η Ελλάδα για το 2012 ήταν ο 9ος μεγαλύτερος παραγωγός βαμβακιού στο κόσμο και ο μεγαλύτερος στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Εκτιμάται ότι παράχθηκαν 367.000 εκατομμύρια τόνοι βαμβακιού.[15] Η καλλιέργεια βαμβακιού στην Ελλάδα καταλαμβάνει σχεδόν τις μισές αρδευόμενες εκτάσεις της χώρας και είναι ένα από τα κύρια γεωργικά προϊόντα της χώρας. Καλλιεργείται στην Θεσσαλία, την Κεντρική Μακεδονία και στη Στερεά Ελλάδα.[18]

Στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο μεγαλύτερος παραγωγός βαμβακιού για το 2004 ήταν το Τέξας,[19] ενώ την μεγαλύτερη παραγωγή ανά εκτάριο έχει η Καλιφόρνια.[20] Στην Ινδία, οι μεγαλύτεροι παραγωγοί βαμβακιού είναι οι πολιτείες Μαχαράστρα, Γκουτζαράτ και Άντρα Πραντές.[21]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. The Biology of Gossypium hirsutum L. and Gossypium barbadense L. (cotton). ogtr.gov.au
  2. 2,0 2,1 2,2 "Natural fibres: Cotton" Αρχειοθετήθηκε 2011-09-03 στο Wayback Machine., International Year of Natural Fibres
  3. Cotton and the Consumer Αρχειοθετήθηκε 2013-03-19 στο Wayback Machine. National Cotton Council of America
  4. Moulherat, C., M. Tengberg, J.F. Haquet and B. Mille (2002). «First evidence of cotton at Neolithic Mehrgarh, Pakistan: Analysis of mineralized fibres from a copper bead». Journal of Archaeological Science 29 (12): 1393–1401. doi:10.1006/jasc.2001.0779. 
  5. Stein, Burton (1998). A History of India. Blackwell Publishing. ISBN 0-631-20546-2, p. 47
  6. Wisseman & Williams, p. 127
  7. Fuller, D.Q. (2008). The spread of textile production and textile crops in India beyond the Harappan zone: an aspect of the emergence of craft specialization and systematic trade. in Osada,T., Uesugi,A. (ed.) Linguistics, Archaeology and the Human Past. Indus Project Occasional Paper 3 series. Kyoto: Indus Project, Research Institute for Humanity and Nature, 1–26. ISBN 978-4-902325-16-4 [1] Αρχειοθετήθηκε 2012-08-11 στο Wayback Machine.
  8. Roche, Julian (1994). The International Cotton Trade. Cambridge, England: Woodhead Publishing Ltd. σελίδες 4–5. ISBN 1-85573-104-5. 
  9. Huckell, Lisa W. (1993). «Plant Remains from the Pinaleño Cotton Cache, Arizona». Kiva, the Journal of Southwest Anthropology and History 59 (2): 147–203. 
  10. 10,0 10,1 S. E. Hughs, T. D. Valco, J. R. Williford (2008). «100 Years of Cotton Production, Harvesting and Ginning Systems Engineering: 1907 - 2007». Transactions of the ASABE 51 (4): 1187–1198. 
  11. Ισαάκ Ασίμοφ, Το Χρονικό των Επιστημονικών Ανακαλύψεων, σελ. 274. ISBN 960-524-026-2
  12. 12,0 12,1 Fiber History Αρχειοθετήθηκε 2008-09-17 στο Wayback Machine.. Teonline.com. Ανακτήθηκε στις 22 Σεπτεμβρίου 2013
  13. Fiber History Αρχειοθετήθηκε 2013-09-25 στο Wayback Machine. fabriclink.com
  14. Land, Power, and Poverty: Agrarian Transformation and Political Conflict, Charles D. Brockett, ISBN 0-8133-8695-0, Google.com[νεκρός σύνδεσμος] p. 46
  15. 15,0 15,1 «Production of Cotton by countries». Διεθνής Οργάνωση Τροφίμων και Γεωργίας. 2011. Ανακτήθηκε στις 26 Αυγούστου 2013. 
  16. G. Pascal Zachary (14 Ιανουαρίου 2007). «Out of Africa: Cotton and Cash». NY Times. http://www.nytimes.com/2007/01/14/business/yourmoney/14duna.html?pagewanted=all&_r=0. 
  17. National Cotton Council of America – Rankings. Cotton.org (2011-03-13). Retrieved on 2011-11-27.
  18. Η Βαμβακοκαλλιέργεια στην Ελλάδα Αρχειοθετήθηκε 2013-06-22 στο Wayback Machine. Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών
  19. Jasper Womach (2004). «Cotton Production and Support in the United States». CRS Report for Congress. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2010-07-15. https://web.archive.org/web/20100715060821/http://www.nationalaglawcenter.org/assets/crs/RL32442.pdf. Ανακτήθηκε στις 2013-09-22. 
  20. Siebert, JB (1996). «26». Cotton production manual. ANR Publications. σελ. 366. ISBN 978-1-879906-09-9. 
  21. «Three largest producing states of important crops» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 9 Απριλίου 2008. Ανακτήθηκε στις 6 Απριλίου 2008.