Μετάβαση στο περιεχόμενο

Διάκονος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 17: Γραμμή 17:
'''Διάκονος''' στην [[Ορθόδοξη Εκκλησία|Ορθόδοξη]], αλλά και σε άλλες Εκκλησίες, είναι ο κληρικός που φέρει τον πρώτο βαθμό της ιεροσύνης.
'''Διάκονος''' στην [[Ορθόδοξη Εκκλησία|Ορθόδοξη]], αλλά και σε άλλες Εκκλησίες, είναι ο κληρικός που φέρει τον πρώτο βαθμό της ιεροσύνης.



==Παραπομπές==
<references />


==Πηγή==
==Πηγή==

Έκδοση από την 07:47, 22 Αυγούστου 2012

Ο όρος διάκονος σημαίνει κατά βάση «υπηρέτης». Στην ορολογία των χριστιανικών εκκλησιών μπορεί να σημαίνει είτε γενικότερα τον χριστιανό ως υπηρέτη του Θεού είτε ειδικότερα εκκλησιαστικό αξίωμα.

Στην Παλαιά Διαθήκη

Έχει κοσμική σημασία αναφερόμενο στον υπηρέτη του βασιλέως. Στο βιβλίο των Παροιμιών (Παρ.10,4), δηλώνει τον υπηρέτη των σοφών.

Στον Ιώσηπο για πρώτη φορά υπάρχει η σύνδεση με το Θεό, του διακόνου.

Στην Καινή Διαθήκη

Στην Καινή Διαθήκη χρησιμοποιείται ο όρος με διάφορες έννοιες όπως, υπηρέτης, διάκονος του βασιλιά, διάκονος του Ευαγγελίου, διάκονος της Εκκλησίας, διάκονος της Καινής Διαθήκης, του Θεού, του Χριστού, της δικαιοσύνης, του σατανά, του Κυριου.

Οι ασκούντες το ομώνυμο εκκλησιαστικό λειτούργημα είναι οι Επίσκοποι και οι Πρεσβύτεροι ως λειτουργοί της Εκκλησίας, κι έτσι, δηλαδή διάκονοι, προσφωνούνται από τον Παύλο και στις Αποστολικές Διαταγές. Ως βαθμός ιερωσύνης αναφέρεται ο διάκονος στην Α' Επιστολή προς Τιμόθεο και στην Επιστολή προς Φιλιππησίους[1]

Στην Ορθόδοξη Εκκλησία

Τμήμα μιας σειράς λημμάτων
Βαθμοί Ιεροσύνης της
Επίσκοπος
Πρεσβύτερος
Διάκονος
Oρθόδοξος διάκονος

Διάκονος στην Ορθόδοξη, αλλά και σε άλλες Εκκλησίες, είναι ο κληρικός που φέρει τον πρώτο βαθμό της ιεροσύνης.


Παραπομπές

  1. Α΄Τιμ.3,8,12 και Φιλιπ.,1,1 αντίστοιχα.

Πηγή

  • Πρωτοπρεσβύτερου Δήμητριου Βακάρου, Η ιερωσύνη στην εκκλησιαστική γραμματεία των πέντε πρώτων αιώνων, Θεσσ/ίκη 1986, σελ.169-171, 179-183, 250-263

Δείτε επίσης