Διάκονος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 2: Γραμμή 2:
Ο όρος '''διάκονος''' σημαίνει κατά βάση «υπηρέτης». Στην ορολογία των [[Χριστιανισμός|χριστιανικών]] εκκλησιών μπορεί να σημαίνει είτε γενικότερα τον χριστιανό ως υπηρέτη του Θεού είτε ειδικότερα εκκλησιαστικό αξίωμα.
Ο όρος '''διάκονος''' σημαίνει κατά βάση «υπηρέτης». Στην ορολογία των [[Χριστιανισμός|χριστιανικών]] εκκλησιών μπορεί να σημαίνει είτε γενικότερα τον χριστιανό ως υπηρέτη του Θεού είτε ειδικότερα εκκλησιαστικό αξίωμα.
==Στην Παλαιά Διαθήκη==
==Στην Παλαιά Διαθήκη==
Έχει κοσμική σημασία αναφερόμενο στον υπηρέτη του βασιλέως. Στο βιβλίο των [[Παροιμίες|Παροιμιών]] (Παρ.10,4), δηλώνει τον υπηρέτη των σοφών.
Έχει κοσμική σημασία αναφερόμενο στον υπηρέτη του βασιλέως. Στο βιβλίο των [[Παροιμίες (βιβλίο)|Παροιμιών]] (Παρ.10,4), δηλώνει τον υπηρέτη των σοφών.


Στον [[Ιώσηπος|Ιώσηπο]] για πρώτη φορά υπάρχει η σύνδεση με το Θεό, του διακόνου.
Στον [[Ιώσηπος|Ιώσηπο]] για πρώτη φορά υπάρχει η σύνδεση με το Θεό, του διακόνου.

Έκδοση από την 07:35, 22 Αυγούστου 2012

Ο όρος διάκονος σημαίνει κατά βάση «υπηρέτης». Στην ορολογία των χριστιανικών εκκλησιών μπορεί να σημαίνει είτε γενικότερα τον χριστιανό ως υπηρέτη του Θεού είτε ειδικότερα εκκλησιαστικό αξίωμα.

Στην Παλαιά Διαθήκη

Έχει κοσμική σημασία αναφερόμενο στον υπηρέτη του βασιλέως. Στο βιβλίο των Παροιμιών (Παρ.10,4), δηλώνει τον υπηρέτη των σοφών.

Στον Ιώσηπο για πρώτη φορά υπάρχει η σύνδεση με το Θεό, του διακόνου.

Στην Ορθόδοξη Εκκλησία

Τμήμα μιας σειράς λημμάτων
Βαθμοί Ιεροσύνης της
Επίσκοπος
Πρεσβύτερος
Διάκονος
Oρθόδοξος διάκονος

Διάκονος στην Ορθόδοξη, αλλά και σε άλλες Εκκλησίες, είναι ο κληρικός που φέρει τον πρώτο βαθμό της ιεροσύνης.


Πηγή

  • Πρωτοπρεσβύτερου Δήμητριου Βακάρου, Η ιερωσύνη στην εκκλησιαστική γραμματεία των πέντε πρώτων αιώνων, Θεσσ/ίκη 1986, σελ.169-171, 179-183, 250-263

Δείτε επίσης