Αποτελέσματα αναζήτησης
Μήπως εννοούσατε ανικητοσ;
Λήμμα «Ανίκανος» δεν υπάρχει σε αυτή τη Βικιπαίδεια!
Θέλετε να το δημιουργήσετε; Ελέγξτε πρώτα ότι το θέμα δεν έχει ήδη καλυφθεί στα παρακάτω αποτελέσματα και, στη συνέχεια, βεβαιωθείτε ότι είναι κατάλληλο για την εγκυκλοπαίδεια.
Για να δημιουργήσετε το «Ανίκανος», ακολουθήστε τον οδηγό!
- Αντιβασιλέας αντικαθιστούσε τον Βασιλιά όταν/και αν ήταν ανήλικος, απών ή ανίκανος να ασκήσει τα καθήκοντά του. Κατάλογος Αρχηγών Κράτους της Ελλάδας Πρόεδρος...9 KB (42 λέξεις) - 18:07, 29 Μαρτίου 2024
- είτε ανίκανος για δικαιοπραξία είτε περιορισμένα ικανός (μπορεί να διαθέσει ορισμένα δικαιώματα και να αναλάβει ορισμένες υποχρεώσεις). Οι ανίκανοι για...6 KB (437 λέξεις) - 07:32, 6 Ιανουαρίου 2022
- να ενεργεί αντί του Προέδρου αν πεθάνει ο Προέδρος, παραιτηθεί ή κριθεί ανίκανος. Οι αντιπρόεδροι εκλέγονται είτε από κοινού με τον πρόεδρο ως επικεφαλής...2 KB (163 λέξεις) - 14:57, 15 Μαΐου 2020
- να κηρυχθεί σε κατάσταση απαγόρευσης, όπως λέγεται σήμερα, οικείος του ανίκανος λόγω διανοητικής κατάστασης στην οποία είχε περιέλθει, να διαχειρίζεται...1 KB (101 λέξεις) - 18:38, 28 Μαρτίου 2023
- δικαίου του Δία είναι για τον Κράτο η μόνη δυνατή δικαιοσύνη. Ο Κράτος είναι ανίκανος να αισθανθεί φιλία ή οίκτο, επειδή, δεν έχει δικό του σύστημα αξιών, παρεκτός...4 KB (293 λέξεις) - 08:22, 13 Φεβρουαρίου 2024
- εξουσία του βασιλιά ήταν περιορισμένη από τους αριστοκράτες ο ίδιος στάθηκε ανίκανος ακόμα και να ηγηθεί εκστρατεία. Αντιμετώπισε μια εξέγερση (763 π.Χ.) και...1 KB (74 λέξεις) - 22:28, 3 Οκτωβρίου 2020
- «χουμχούμης» είναι προφανώς ηχομιμητική λέξη, ενώ το «μογίλαλος» σημαίνει «ανίκανος να εκφραστεί, μουγκός». Φαίνεται ότι τους χαρακτηρισμούς αυτούς τους είχε...13 KB (590 λέξεις) - 18:41, 7 Νοεμβρίου 2023
- κάπως προκατειλημμένες) μαρτυρίες της εποχής, ήταν γενικώς απαίδευτος, ανίκανος, χυδαίος, και μέθυσος, εξαρτημένος από το αλκοόλ, ο Μητροπολίτης Ηρακλείας...9 KB (561 λέξεις) - 09:40, 13 Ιουνίου 2021
- ανίκανος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀνίκανος < ἀν- στερητικό + ἱκανός < ἱκνέομαι / ἱκνοῦμαι για τον σεξουαλικά ανίκανο < σημασιολογικό δάνειο
- ύστερα από λίγα λεπτά, λίγα δευτερόλεπτα, θα ευρίσκετο κάτω στο χώμα, ανίκανος πλέον να σωθή από τους αγρίους Τσέτες της γειτονιάς. Εις ομοίαν περίστασιν
- ΄τσιγκούνης, αν τα ξοδεύει είναι σπάταλος, αν δεν έχει λεφτά τότε είναι ανίκανος, αν δε θέλει να τα έχει τότε είναι άβουλος. Εάν τα έχει από κληρονομιά
- Μίκολα Αζάροφ είναι ανίκανος να φέρει εις πέρας τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις που χρειάζεται η χώρα. Επίσης, ο Μίκολα Αζάροφ είναι ανίκανος να υπερασπιστεί
- του ότι το Πρώτο Κινούν είναι ακίνητο και αμετάβλητο καθιστούσε τον Θεό ανίκανο να παρέμβει στην λειτουργία του Σύμπαντος. Τα πάντα στον αριστοτελικό κόσμο
- αρκετές νίκες εναντίον των Βουλγάρων την περίοδο 990-994, μαθαίνει πως ο ανίκανος διοικητής Βούρτζης έχασε μία μάχη εναντίον των Αράβων στην Αντιόχεια και