Φυσικό πρόσωπο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Φυσικό πρόσωπο καλείται από το Δίκαιο κάθε άνθρωπος που έχει την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, ανεξάρτητα γένους, ηλικίας, εθνικότητας και θρησκείας. Μόνο ο άνθρωπος θεωρείται "φυσικό πρόσωπο", σε αντιδιαστολή με το Νομικό πρόσωπο.

Έναρξη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το "φυσικό πρόσωπο" αρχίζει να υπάρχει από την γέννησή του και παύει με τον θάνατό του. Δυνατόν όμως είναι καίτοι να μην έχει αποδεδειγμένα επέλθει ο θάνατος, κάποιο φυσικό πρόσωπο να θεωρηθεί από το Δίκαιο ως «μή υπάρχον». Τέτοια περίπτωση είναι η αφάνεια. Δηλαδή σε περιπτώσεις που κάποιος άνθρωπος εξαφανισθεί υπό συνθήκες κινδύνου (π.χ. ναυτικό ατύχημα) με μεγάλη πιθανότητα του θανάτου του ή αν από μακρού χρόνου απουσιάζει χωρίς είδηση, μπορεί με δικαστική απόφαση να κηρυχθεί άφαντος, οπότε και ο νόμος τον θεωρεί κατά πλάσμα αποθανόντα.

Ικανότητα δικαίου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο κάθε άνθρωπος από τη γέννησή του και ως το θάνατό του έχει ικανότητα Δικαίου, την ικανότητα δηλαδή να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Προς την ικανότητα Δικαίου αντιδιαστέλλεται η ικανότητα προς δικαιοπραξία, η ικανότητα δηλαδή να διαθέτει αυτοβούλως τα δικαιώματά του και να αναλαμβάνει αυτοβούλως υποχρεώσεις. Η πλήρης ικανότητα προς δικαιοπραξία αναγνωρίζεται στους ανθρώπους με τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας τους. Μέχρι το 18ο έτος ο άνθρωπος είναι είτε ανίκανος για δικαιοπραξία είτε περιορισμένα ικανός (μπορεί να διαθέσει ορισμένα δικαιώματα και να αναλάβει ορισμένες υποχρεώσεις). Οι ανίκανοι για δικαιοπραξία μπορούν να εκποιούν δικαιώματα και να αναλαμβάνουν υποχρεώσεις μόνο μέσω του νομίμου αντιπροσώπου τους (συνήθως των γονέων, εκτός αν έχει οριστεί άλλος). Ο περιορισμός της δικαιοπρακτικής ικανότητας στοχεύει στην προστασία των ανηλίκων από την ανάληψη υποχρεώσεων, την έκταση των οποίων δεν είναι σε θέση να συνειδητοποιήσουν. Ενήλικοι μπορεί να είναι ανίκανοι για δικαιοπραξία, αν κηρυχθούν με δικαστική απόφαση σε δικαστική συμπαράσταση. Η κήρυξη σε δικαστική συμπαράσταση γίνεται κυρίως σε περιπτώσεις ψυχικών νόσων που δεν επιτρέπουν στο άτομο να έχει συνείδηση των πράξεών του. Η δικαστική απόφαση οφείλει να ορίζει και το νόμιμο αντιπρόσωπο, το δικαστικό συμπαραστάτη, ο οποίος θα διενεργεί πράξεις στο όνομα του αντιπροσωπευομένου.

Το έμβρυο ως υποκείμενο δικαίου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το έμβρυο (nasciturus) θεωρείται αναδρομικά υποκείμενο δικαίου, αν γεννηθεί ζωντανό. Η ρύθμιση αυτή έχει σημασία στο Κληρονομικό Δίκαιο: αν έμβρυο οριστεί κληρονόμος με διαθήκη ή εξ αδιαθέτου, κληρονομεί αναδρομικά μόνο αν γεννηθεί ζωντανό (ακόμη κι αν πεθάνει αμέσως μετά τη γέννα).

Μεταβολές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Για κάθε μεταβολή της προσωπικής κατάστασης ενός φυσικού προσώπου (γέννηση, γάμος, υιοθεσία, θάνατος) συντάσσονται ειδικές "πράξεις" που αποσκοπούν την επίσημη βεβαίωση των παραπάνω γεγονότων που ονομάζονται ληξιαρχικές πράξεις οι οποίες καταχωρούνται από ειδικούς υπαλλήλους ληξίαρχους σε ειδικά δημόσια βιβλία που λέγονται ληξιαρχικά. Σε περίπτωση αδυναμίας πρόσβασης στο ληξιαρχείο (π.χ. γέννηση ή θάνατος σε πλοίο «εν πλω» ή στο εξωτερικό) την πράξη αυτή συντάσσει άλλο όργανο με εξουσίες ληξιάρχου (ο Πλοίαρχος, ο Πρόξενος κλπ.).

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]