Β΄ Σταυροφορία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Δεύτερη Σταυροφορία)
Σταυροφορίες
Σταυροφορία του Μπαρμπάστρο
Α΄ Σταυροφορία
Σταυροφορία του λαού
Γερμανική Σταυροφορία, 1096
Σταυροφορία του 1101
Β΄ Σταυροφορία
Γ΄ Σταυροφορία
Δ΄ Σταυροφορία
Σταυροφορία των Αλβιγηνών
Σταυροφορία των παιδιών
Ε΄ Σταυροφορία
ΣΤ΄ Σταυροφορία
Ζ΄ Σταυροφορία
Σταυροφορία των βοσκών
Η΄ Σταυροφορία
Θ΄ Σταυροφορία
Σταυροφορία της Αραγωνίας
Σταυροφορία της Αλεξάνδρειας
Σταυροφορία της Νικόπολης
Σταυροφορία των Χουσσιτών
Σταυροφορία της Βάρνας
Βόρειες Σταυροφορίες
η μικρά Ασία κατά το 1140 διακρίνεται το βασίλειο της Ιερουσαλήμ με ροζ χρώμα και τα βασιλεία της Τρίπολης και της Αντιοχείας ενώ διακρίνετε και το βασίλειο της Κιλικίας με γαλάζιο

Η Δεύτερη Σταυροφορία ήταν μία προσπάθεια της Δύσης να αντεπιτεθεί στην όλο και αυξανόμενη πίεση των Σελτζούκων Τούρκων. Ξεκίνησε το 1147 και τερματίστηκε το 1149 επιτυγχάνοντας να χειροτερέψει την κατάσταση για τα σταυροφορικά κράτη, αλλά και να μεγαλώσει το χάσμα μεταξύ της δυτικής Χριστιανοσύνης και της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

Η αφορμή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Σελτζούκος αταμπέγ της Μοσούλης, Ζενγκί, που είχε καταφέρει να κυριεύσει και το Χαλέπι, κατέλαβε το 1144 την Έδεσσα, καταλύοντας το σταυροφορικό κράτος του οποίου ήταν έδρα. Στη συνέχεια ασχολήθηκε με προβλήματα στο εσωτερικό της επικράτειάς του και δύο χρόνια αργότερα δολοφονήθηκε από έναν αξιωματικό του. Ο γιος του και σουλτάνος του Χαλεπιού, Νουρεντίν, αντιμετώπισε με επιτυχία την εξέγερση των Αρμενίων της Έδεσσας που υποστηρίχθηκε και από τον παλιό κόμη της, Ζοσελέν Β΄. Άρχισε να πιέζει επικίνδυνα την Αντιόχεια και αναδείχθηκε στον σημαντικότερο αντίπαλο των σταυροφόρων για τα επόμενα 30 χρόνια.

Η κήρυξη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο πάπας Ευγένιος Γ΄, όταν έμαθε τα νέα για τη δυσχερή θέση στην οποία είχαν περιέλθει οι σταυροφορικές ηγεμονίες, εξέδωσε βούλα την 1η Δεκεμβρίου 1145, με την οποία κήρυσσε την έναρξη Σταυροφορίας. Μετά από διαβουλεύσεις μερικών μηνών ο βασιλιάς Λουδοβίκος Ζ΄ της Γαλλίας αποφάσισε να εκστρατεύσει στους Αγίους Τόπους. Ο αντιπρόσωπος του πάπα, Βερνάρδος του Κλαιρβώ, αφού κατάφερε να σταματήσει αντισημιτικές εκδηλώσεις στη Γαλλία και στη Γερμανία, συναντήθηκε με το Γερμανό αυτοκράτορα Κορράδο Γ΄ Χοενστάουφεν. Ο Κορράδος Γ' αρχικά αρνήθηκε να συμμετάσχει ο ίδιος στη σταυροφορία που ετοιμαζόταν, αλλά έδωσε την άδεια σε όποιους ευγενείς ήθελαν να γίνουν σταυροφόροι να το κάνουν. Τελικά τα Χριστούγεννα του 1146 ο Βερνάρδος τον έπεισε να γίνει και ο ίδιος σταυροφόρος.

Η πορεία των Γερμανών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τον Μάιο του 1147 ο Κορράδος Γ΄ με τα γερμανικά στρατεύματα ξεκίνησε για την Ανατολή. Οι Γερμανοί διέσχισαν χωρίς αναταραχές την Ουγγαρία και συνέχισαν ειρηνικά και κατά την είσοδό τους στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Ο Μανουήλ Α΄ Κομνηνός ήλπιζε ότι θα κατάφερνε να τους κρατήσει μακριά από την Κωνσταντινούπολη.[1] Στη Φιλιππούπολη έγιναν κάποιες συγκρούσεις, που συνεχίστηκαν και στην Αδριανούπολη με μεγαλύτερη σφοδρότητα. Οι Γερμανοί τελικά έφτασαν στα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης και ο Κορράδος Γ΄ πρότεινε ότι ο Μανουήλ θα έπρεπε να βγει από την πόλη προς συνάντησή του, πράγμα που θα εκλαμβανόταν ως νεύμα υποτέλειας. Όπως ήταν φυσικό, ο Μανουήλ Α΄ απέρριψε την πρόταση, και ο Κορράδος Γ΄ εγκαταστάθηκε στην άλλη ακτή του Χρυσού Κέρατος, έναντι του Παλατίου των Βλαχερνών.[2] Ο Μανουήλ Α΄ προκάλεσε σύγκρουση με ένα τμήμα του γερμανικού στρατεύματος, κατά την οποία οι Γερμανοί υπέστησαν σοβαρές απώλειες. Αμέσως μετά τη σύγκρουση, ο Μανουήλ Α΄ προσπάθησε να κάνει τον Κορράδο Γ΄ να αποδεχθεί τη Βυζαντινή επικυριαρχία, με επιστολή στην οποία κατ' εξακολούθησιν του υποδείκνυε ότι η διάκριση απέναντι σε δύο εμπολέμους δεν γίνεται με βάση την αριθμητική υπεροχή, αλλά με βάση την υπεροχή και τις πολεμικές ικανότητες των στρατευμάτων. Ακολούθησαν διαπραγματεύσεις, κατά τις οποίες η γερμανική πλευρά ήταν ιδιαίτερα προσεκτική στο να μην κάνει παραχωρήσεις, που θα μπορούσαν να ερμηνευθούν ως αναγνώριση της Βυζαντινής Αυτοκρατορικής επικυριαρχίας.[3] Τελικά, στα τέλη Σεπτεμβρίου, το γερμανικό στράτευμα ξεκίνησε με σκοπό να διασχίσει τη Μικρά Ασία, χωρίς να περιμένει τους Γάλλους. Όμως σε μία ενέδρα των Τούρκων στο Δορύλαιο οι περισσότεροι σταυροφόροι σκοτώθηκαν. Όσοι έζησαν επέστρεψαν στην Κωνσταντινούπολη.

Η πορεία των Γάλλων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Γάλλοι ξεκίνησαν στα τέλη Ιουνίου του 1147. Όταν έφτασαν στον Δούναβη, Βυζαντινοί απεσταλμένοι τούς ζήτησαν να συμπεριφερθούν με σεβασμό στον πληθυσμό της Αυτοκρατορίας, πράγμα που έγινε. Ταυτόχρονα οι Βυζαντινοί φρόντισαν για τον ανεφοδιασμό των Γάλλων με τρόφιμα, στήνοντας υπαίθριες αγορές στην πορεία τους. Όταν ο Λουδοβίκος Ζ΄ έφτασε στην Κωνσταντινούπολη, ο Αυτοκράτορας Μανουήλ Α΄ Κομνηνός τον δέχθηκε με τιμές. Στη συνέχεια ο Λουδοβίκος Ζ΄ ενώθηκε με τον Κορράδο Γ΄ και μαζί συνέχισαν ως την Έφεσο. Εκεί ο Κορράδος Γ΄ αρρώστησε και ο Μανουήλ Α΄ τον κάλεσε στην Κωνσταντινούπολη για να αναρρώσει. Όταν οι Γάλλοι έφτασαν στην Αττάλεια, ήταν εξαντλημένοι από την πορεία και αποφάσισαν να συνεχίσουν τον υπόλοιπο δρόμο με καράβια. Όμως στα πλοία δεν χωρούσε όλος ο στρατός και έτσι πολλοί έμειναν στην Αττάλεια. Από αυτούς μόνο ένα μικρό τμήμα κατάφερε να ενωθεί με τον υπόλοιπο στρατό στην Αντιόχεια. Στην Αντιόχεια ο Λουδοβίκος Ζ΄ συνάντησε τον ηγεμόνα της, Ραϋμόνδο του Πουατιέ, και παρά τις πιέσεις του, απέφυγε να δεσμευθεί για επίθεση εναντίον του Νουρεντίν και συνέχισε την πορεία του προς την Ιερουσαλήμ. Εκεί, όταν έφτασε το 1148, ξανασυναντήθηκε με τον Κορράδο Γ΄, που είχε φτάσει με καράβια από την Κωνσταντινούπολη.

Δαμασκός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην Ιερουσαλήμ οι Γάλλοι και οι Γερμανοί πέρασαν δύο μήνες χωρίς συγκρούσεις με τους μουσουλμάνους που απειλούσαν το βασίλειο, αλλά με έντονες φιλονικίες μεταξύ τους. Τελικά οι τρεις σύμμαχοι, ο Λουδοβίκος Ζ΄, ο Κορράδος Γ΄ και ο Βαλδουίνος Γ΄ της Ιερουσαλήμ, αποφάσισαν να επιτεθούν στη Δαμασκό. Παρ’ όλο που στην αρχή η επίθεσή τους είχε επιτυχία, τα πράγματα γρήγορα χειροτέρεψαν. Από τη μία οι σταυροφόροι δεν έφταναν για να αποκλείσουν ολοκληρωτικά την πόλη, και από την άλλη ο Νουρεντίν, μετά από την έκκληση του εμίρη της Δαμασκού για βοήθεια, πλησίαζε με τον στρατό του. Σαν να μην έφτανε αυτό, οι σταυροφόροι διαφώνησαν για το ποιος θα διοικούσε τη Δαμασκό, όταν θα την κατελάμβαναν και αυτό αύξησε τις τριβές μεταξύ τους. Τελικά, μπροστά στον κίνδυνο να κυκλωθούν από τους Δαμασκηνούς και τον Νουρεντίν υποχώρησαν και η Β΄ Σταυροφορία έληξε με αποτυχία.

Αποτυχία και επιπτώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η συμμαχία ανάμεσα στο Βασίλειο της Ιερουσαλήμ, στους Γάλλους και στους Γερμανούς διαλύθηκε. Ο Κορράδος Γ΄ αναχώρησε αμέσως για την πατρίδα του μέσω της Κωνσταντινούπολης, ενώ ο Λουδοβίκος Ζ΄ έμεινε στην περιοχή μέχρι το 1149 αρνούμενος να παραδεχθεί την ήττα του.

Οι σταυροφορικές ηγεμονίες αντιμετώπιζαν ενωμένους, πλέον, τους μουσουλμάνους και πιο ισχυρούς από ποτέ. Στα επόμενα χρόνια η περιοχή θα συνταρασσόταν από τις μάχες ανάμεσα στο Βαλδουίνο Γ΄ της Ιερουσαλήμ και το Νουρεντίν.

Στη Δύση, ο Κορράδος Γ΄ αποφάσισε να συμμαχήσει με τον Μανουήλ Α΄ κατά των Νορμανδών της Σικελίας, ενώ ο Λουδοβίκος Ζ΄ στον δρόμο της επιστροφής έστεψε τον ηγεμόνα τους, Ρογήρο Β΄, βασιλιά. Οι Γάλλοι κατηγορούσαν τους Γερμανούς και τους Βυζαντινούς για την αποτυχία, ενώ οι Γερμανοί κατηγορούσαν τους Γάλλους. Παντού στη Δύση υπήρχε καχυποψία κατά των Βυζαντινών, που θα εξελισσόταν σε μίσος και ανοικτό πόλεμο με την Δ΄ Σταυροφορία. Η πολιτική του Αυτοκράτορα Μανουήλ Α΄ απέναντι στους σταυροφόρους είχε χαραχθεί με γνώμονα την αύξηση της ισχύος και του κύρους του Βυζαντινού Αυτοκράτορα και κατ' επέκταση της Αυτοκρατορίας απέναντι στους Λατίνους. Ήταν κυρίως αυτή η πολιτική που δημιούργησε στη Δύση ένα ισχυρό ρεύμα, το οποίο απέδιδε την ευθύνη για την αποτυχία της σταυροφορίας, στους χειρισμούς του Βυζαντινού Αυτοκράτορα.[4] Όταν μετά την ανεπιτυχή κατάληξη της Β΄ Σταυροφορίας στη Δύση είχε αρχίσει η συζήτηση για μία τρίτη, με τον Ρογήρο Β΄ να βρίσκεται στο επίκεντρο, το Βυζάντιο είχε σοβαρό λόγο να ανησυχεί. Πόσο μάλλον που ο Ρογήρος Β΄ στη διάρκεια της Β΄ Σταυροφορίας, με την κατάληψη της Κέρκυρας και τη λεηλασία της Θήβας και της Κορίνθου, είχε έμπρακτα αποδείξει ότι το κράτος των Ελλήνων ήταν τρωτό. Η απώλεια της Κέρκυρας από μόνη της ήταν αρκετή για να προκαλέσει σοβαρή ανησυχία στον Αυτοκράτορα, αφού αποτελούσε πολύτιμο προγεφύρωμα για μελλοντικές προσβολές των ελληνικών επαρχιών.[5]

Αναφορές σε πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. M. Angold, "Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία από το 1025 έως το 1204. Μια Πολιτική Ιστορία", εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 2008, σ.315.
  2. Ό. π..
  3. Angold σ. 316.
  4. Angold σσ. 320-321.
  5. Angold, 322-323.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Λήμμα Σταυροφορίες, Εγκυκλοπαίδεια Παγκόσμιας Ιστορίας, τόμος Β΄, Εκδοτική Αθηνών.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Second Crusade στο Wikimedia Commons