Γιαγκί Σιγιάν

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Γιαγκί Σιγιάν
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση11ος αιώνας
Θάνατος2  Ιουνίου 1098
Αντάκια
Πληροφορίες ασχολίας

Ο Γιαγκί Σιγιάν (Yağı-Sayan, ... - 2 Ιουνίου 1098) ήταν εμίρης (κυβερνήτης) της Αντιόχειας κατά τη διάρκεια της Α΄ Σταυροφορίας.

Ήταν τουρκικής καταγωγής, σκλάβος (μαμελούκος) του Σελτζούκου σουλτάνου Μαλίκ Σαχ Α΄, ο οποίος κατέλαβε την Αντιόχεια το 1085 και τον διόρισε κυβερνήτη της γύρω στο 1090. Ο Μαλίκ Σαχ πέθανε το 1092 και ο διάδοχός του Τουτούς Α΄ χορήγησε στον Γιαγκί Σιγιάν περισσότερη επικράτεια γύρω από την πόλη Μανμπίτζ και το φρούριο Τελ Μπασίρ (το Τουρμπεσσέλ των Φράγκων). Όταν ο Τουτούς Α΄ πέθανε το 1095, οι γιοι του Ραντβάν και Ντουκάκ πολέμησαν για τον έλεγχο της Συρίας, διεκδικώντας το Χαλέπι και τη Δαμασκό αντίστοιχα. Η διεκδίκηση του Χαλεπιού από τον Ραντβάν, συνάντησε την αντίσταση της συμμαχίας των Γιαγκί Σιγιάν, Ιλγκαζί και Ντουκάκ. Ο Γιαγκί Σιγιάν αντιπαθούσε το μέντορα (αταμπέκο του Ραντβἀν), Τζανάχ αντ-Ντάουλα, και όχι τόσο τον ίδιο τον Ραντβάν, συμμαχώντας με τον Ντουκάκ γι΄αυτό το λόγο.

Ο Ραντβάν και οι σύμμαχοί του επιτέθηκαν στην επικράτεια-φέουδο του Γιαγκί Σιγιάν και κατόπιν πολιόρκησαν τη Δαμασκό, με τον Ντουκάκ και τον Ιλγκαζί να έρχονται σε βοήθεια του Σιγιάν στην Αντιόχεια. Το 1097 ο Ραντβάν ήρθε σε ρήξη με τον Τζανάχ αντ-Ντάουλα και ο Γιαγκί Σιγιάν έγινε πιο επιρρεπής και πιστός σε μια συμμαχία. Αυτή συμπληρώθηκε με το γάμο της κόρης του με το Ραντβάν. Οι δυο τους ήταν έτοιμοι να επιτεθούν στην πόλη Λάρισσα (Σαϋζάρ) της βόρειας Συρίας, όταν έφτασαν τα νέα της Σταυροφορίας και όλες οι πλευρές υποχώρησαν στις επικράτειές τους για να ετοιμαστούν για τις επερχόμενες επιθέσεις.

Παρά τη συμμαχία, ο Γιαγκί Σιγιάν αφέθηκε μόνος του να πολεμήσει τους Σταυροφόρους με μόνο τον προσωπικό του στρατό στην Αντιόχεια. Για να ετοιμαστεί για την πολιορκία, εξόρισε τους χριστιανούς της ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και της αρμενικής Ορθόδοξης Αποστολικής Εκκλησίας, τους οποίους θεωρούσε αναξιόπιστους λόγω της χριστιανικής τους πίστεως. Φυλάκισε τον Έλληνα Πατριάρχη, Ιωάννη Ζ΄ Αντιοχείας, και μετέτρεψε τον καθεδρικό του Αγίου Πέτρου σε στάβλο. Οι Σύροι Ορθόδοξοι Χριστιανοί δεν πειράχθηκαν όμως, καθώς ο Γιαγκί Σιγιάν θεωρούσε πως ήταν περισσότερο πιστοί σε αυτόν και εχθροί των Ελλήνων και Αρμενίων.

Το χειμώνα του 1097-98, η Αντιόχεια πολιορκήθηκε από τους Σταυροφόρους και ο Γιαγκί Σιγιάν και ο γιος του Σαμς αντ-Ντάουλα (ο επονομαζόμενος ως Ήλιος του Κράτους) αναζήτησε τη συνδρομή του Ντουκάκ, εμίρη της Δαμασκού. Παράλληλα, ο Σιγιάν έστελνε αποστολές καταδρομής στο σταυροφορικό στρατόπεδο και επιτίθετο σε τμήματα λεηλασίας των Σταυροφόρων. Ο Γιαγκί Σιγιάν ήξερε από τους πληροφοριοδότες του ότι υπήρχαν διαμάχες μεταξύ των χριστιανών. Τόσο ο Ραϋμόνδος Δ΄ της Τουλούζης όσο και ο Βοημούνδος του Τάραντα ήθελαν την ξακουστή αυτή και πλούσια πόλη για τον εαυτό τους. Όταν ο Βοημούνδος ήταν μακριά λεηλατώντας, ο Ραϋμόνδος επιτέθηκε στις 29 Δεκεμβρίου 1097 αλλά τα στρατεύματα του Γιαγκί Σιγιάν τον ανάγκασαν να οπισθοχωρήσει. Στις 30 Δεκεμβρίου, οι ενισχύσεις υπό τον Ντουκάκ ηττήθηκαν από το τμήμα του Βοημούνδου που επέστρεφε από τις λεηλασίες, και υποχώρησε στη Χομς.

Τότε ο Σιγιάν στράφηκε στον Ραντβάν για βοήθεια. Το Φεβρουάριο ο στρατός του Ραντβάν ηττήθηκε επίσης. Ενώ ο σταυροφορικός στρατός ήταν μακριά από την πόλη μαχόμενος τον Ραντβάν, ο Γιαγκί Σιγιάν προήλασε και επιτέθηκε στους πεζούς στρατιώτες που έμειναν πίσω να υπερασπιστούν το σταυροφορικό στρατόπεδο, αλλά και αυτός υποχώρησε όταν οι νικητές Σταυροφόροι ιππότες επέστρεψαν. Το Μάρτιο ο Σιγιάν έστησε ενέδρα στους Σταυροφόρους που μετέφεραν ξυλεία και άλλα υλικά από το λιμάνι του Αγίου Συμεών. Όταν το σταυροφορικό στρατόπεδο στην Αντιόχεια άκουσε ότι ο Ραϋμόνδος και ο Βοημούνδος είχαν σκοτωθεί, δημιουργήθηκε μεγάλος πανικός και σύγχυση και ο Γιαγκί Σιγιάν επιτέθηκε στον υπόλοιπο χριστιανικό στρατό υπό τον Γοδεφρείδο της Μπουγιόν. Οι Βοημούνδος και Ραϋμόνδος ήταν όμως παρά τις φήμες ζωντανοί και σύντομα επέστρεψαν, αναγκάζοντας τον Γιαγκί Σιγιάν να υποχωρήσει ακόμα μια φορά μέσα στην πόλη.

Αυτή τη φορά ο κυβερνήτης στράφηκε στον Κερμπογκά, τον εμίρη της Μοσούλης, για βοήθεια. Οι Σταυροφόροι ήξεραν ότι έπρεπε να πάρουν την Αντιόχεια πριν φτάσουν οι ενισχύσεις του Κερμπογκά. Ο Βοημούνδος για το σκοπό αυτό συνεννοήθηκε μυστικά με έναν Αρμένιο με το όνομα Φιρούζ, μαυραγορίτη που είχε τιμωρηθεί από τις αρχές της Αντιόχειας και ήθελε εκδίκηση, βρίσκοντας την ευκαιρία να την πάρει όντας φύλακας μιας πύλης της πόλης κατά την πολιορκία αυτής από τους Σταυροφόρους.

Τη νύχτα της 2-3 Ιουνίου 1098, οι Σταυροφόροι εισήλθαν στην πόλη σκαρφαλώνοντας στον αφύλακτο πύργο της πύλης που βρισκόταν ο Φιρούζ. Ο Γιαγκί Σιγιάν πανικοβλήθηκε και εγκατέλειψε την πόλη μαζί με τη σωματοφυλακή του, ενώ ο γιος του Σαμς αντ-Ντάουλα έμεινε πίσω και οχυρώθηκε στην ακρόπολη. Κατά τη διάρκεια της απόδρασής του, ο Γιαγκί Σιγιάν έπεσε από το άλογό του και καθώς οι φρουροί του δεν κατάφεραν να τον πάρουν μαζί τους, τραυματισμένος και ετοιμοθάνατος ως ήταν, τον άφησαν και έφυγαν. Τον βρήκε ένας περαστικός Αρμένιος υλοτόμος, ο οποίος αναγνωρίζοντάς τον, του έκοψε το κεφάλι και το έστειλε σαν δώρο στον Βοημούνδο.

Η χριστιανική πλέον Αντιόχεια διεκδικήθηκε από τον Βοημούνδο και τον Ραϋμόνδο, με τον Ραϋμόνδο να εγκαθίσταται στην κατοικία του Γιαγκί Σιγιάν και τον Βοημούνδο στην ακρόπολη της πόλης όταν αυτή κατελήφθη ένα μήνα μετά. Ο καβγάς των δύο χριστιανών αρχηγών καθυστέρησε αρκετά την εκστρατεία των Σταυροφόρων.

Οι Φράγκοι (Σταυροφόροι) αναφέρουν τον Γιαγκί Σιγιάν με διάφορα ονόματα στα λατινικά, όπως Αξιανός, Γρατιανός και Κασσιανός. Η κατοικία του στην Αντιόχεια, που διεκδικήθηκε από τον Ραϋμόνδο, ήταν γνωστή ως palatium Cassiani (παλάτι του Κασσιανού).