Γεωγραφία της Νότιας Αφρικής

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Χάρτης της Νότιας Αφρικής.

Η Νότια Αφρική καταλαμβάνει το νότιο άκρο της Αφρικής και είναι το νοτιότερο κράτος της ηπείρου. Η ακτογραμμή της εκτείνεται σε περισσότερα από 2.850 χιλιόμετρα από τα σύνορα με τη Ναμίμπια στην ακτή του Ατλαντικού Ωκεανού (δυτικά) μέχρι τα ανατολικά σύνορα με τη Μοζαμβίκη στην ακτή του Ινδικού Ωκεανού. Η χαμηλά παράκτια ζώνη είναι στενή για μεγάλο μέρος αυτής της απόστασης, δίνοντας τη θέση της σε ένα ορεινό γιγαντιαίο «σκαλοπάτι» (το Great Escarpment), που χωρίζει την ακτή από το υψηλό οροπέδιο της ενδοχώρας. Σε ορισμένα μέρη, κυρίως στην επαρχία Κουαζούλου-Νατάλ στα ανατολικά, μια μεγαλύτερη απόσταση χωρίζει την ακτή από το σκαλοπάτι. Αν και μεγάλο μέρος της χώρας ταξινομείται ως ημίξηρη, παρουσιάζει σημαντικές διακυμάνσεις στο κλίμα, καθώς και στην τοπογραφία. Η συνολική έκταση του εδάφους της Νότιας Αφρικής είναι 1.220.813 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Η χώρα έχει επίσης την 23η μεγαλύτερη Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη μεταξύ όλων των κρατών της Γης, με έκταση 1.535.538 τετρ. χιλιόμετρα.

Το τεράστιο νοτιοαφρικανικό κεντρικό οροπέδιο διαρρέεται από μόνο δύο μείζονες ποταμούς: τον Λιμπόπο (μέρος του ορίζει τα σύνορα της χώρας με τη Ζιμπάμπουε) και τον Οράγγη (με τον σημαντικό παραπόταμό του, τον Βάαλ). Ο πρώτος ρέει προς τα ανατολικά και ο δεύτερος προς τα δυτικά.

Οι ανατολικές και νότιες παράκτιες περιοχές αποστραγγίζονται από πολυάριθμους μικρότερους ποταμούς. Υπάρχουν πολύ λίγα παράκτια ποτάμια κατά μήκος της άνυδρης δυτικής ακτής βόρεια του γεωγραφικού πλάτους 31°30΄ Νότιου. Χωρίς επαρκείς βροχοπτώσεις ή αρκετούς σημαντικούς ποταμούς, τα φράγματα και το αρδευτικό δίκτυο έχουν πολύ μεγάλη σημασία. Το μεγαλύτερο φράγμα της χώρας είναι το Γκαρίεπ στον Οράγγη.

Τοπογραφικές διαιρέσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όπως και μεγάλο μέρος της αφρικανικής ηπείρου νότια της Σαχάρας, το τοπίο της Νότιας Αφρικής κυριαρχείται από ένα υψηλό Κεντρικό Οροπέδιο, που περιβάλλεται από παράκτιες πεδιάδες. Αυτό το οροπέδιο περιβάλλεται από το μεγάλο «σκαλοπάτι», που εκτείνεται προς τα βόρεια μέχρι περίπου 10° νότια του Ισημερινού (δηλαδή στην Ανγκόλα στα δυτικά, και στον σχισμό Μουτσίνγκα στη Ζάμπια στα ανατολικά[1]).

Το «Μεγάλο σκαλοπάτι»[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στη Νότια Αφρική το οροπέδιο είναι υψηλότερο στα ανατολικά, όπου η άκρη του ποικίλλει σε υψόμετρο μεταξύ 2.000 και 3.300 μέτρα. Αυτή η άκρη του οροπεδίου, καθώς το έδαφος πέφτει απότομα στην παράκτια πεδιάδα, σχηματίζει έναν πολύ ψηλό, απότομο γκρεμό γνωστό ως όρη Ντράκενσμπεργκ. Οι νότιες και δυτικές εκτάσεις του γκρεμού δεν είναι τόσο υψηλές όσο τα Ντράκενσμπεργκ, αλλά είναι επίσης γνωστές με μια μεγάλη ποικιλία τοπικών ονομάτων, που συνοδεύονται όλα από το προσδιοριστικό «βουνά» (berge στα αφρικάανς), παρά το ότι αποτελούν τμήματα του «Μεγάλου σκαλοπατιού», του οποίου «κορυφή» είναι απλώς το κεντρικό οροπέδιο, όπως το όρος Groenberg. Αλλά από την παραλιακή πεδιάδα το σκαλοπάτι μοιάζει με μια σειρά από βουνά, εξ ου και τα ονόματα.

Πανόραμα της περιοχής «Κάστρο του Γίγαντα» των Ντράκενσμπεργκ, του υψηλότερου τμήματος του «Μεγάλου σκαλοπατιού». Εδώ το σκαλοπάτι είναι καλυμμένο από στρώμα λάβας πάχους 1.400 μέτρων, που είναι ανθεκτικό στη διάβρωση και δικαιολογεί το μεγάλο ύψος του σκαλοπατιού στην περιοχή.

Το τμήμα του Μεγάλου Σκαλοπατιού που κατεξοχήν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «βουνό» είναι το σημείο όπου αποτελεί το διεθνές σύνορο μεταξύ Κουαζούλου-Νατάλ και Λεσότο. Εκεί σχηματίζει ένα εντοπισμένο υψηλό σημείο στο Κεντρικό Οροπέδιο. Αυτό συμβαίνει επειδή καλύπτεται από στρώμα λάβας πάχους 1.400 μέτρων, που είναι ανθεκτικό στη διάβρωση και εξαπλώθηκε στο μεγαλύτερο μέρος της Νότιας Αφρικής όταν ήταν ακόμα μέρος της Γκοντβάνα.[2] Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της λάβας έχει διαβρωθεί μαζί με ένα στρώμα ιζηματογενών πετρωμάτων πάχους αρκετών χιλιομέτρων, στην κορυφή του οποίου χύθηκε η λάβα πριν από 182 εκατομμύρια χρόνια. Μόνο ένα μικρό κομμάτι αυτής της λάβας παραμένει και καλύπτει μεγάλο μέρος του Λεσότο. Έχει διαβρωθεί βαθιά από τους παραπόταμους του ποταμού Οράγγη, που αποστραγγίζουν αυτά τα υψίπεδα προς τα νοτιοδυτικά. Αυτό δίνει σε αυτή την υψηλή περιοχή την πολύ τραχιά, ορεινή της εμφάνιση.

Το κεντρικό υψίπεδο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το κεντρικό οροπέδιο (εκτός από το υψίπεδο του Λεσότο) σχηματίζει μια σε μεγάλο βαθμό επίπεδη, κεκλιμένη επιφάνεια, η οποία, όπως υποδεικνύεται παραπάνω, είναι υψηλότερη στα ανατολικά, με ελαφρά κατωφερική κλίση προς τα δυτικά (περίπου χίλια μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας). Η καθοδική κλίση προς τα νότια είναι λιγότερο έντονη (το νότιο και νοτιοδυτικό άκρο του οροπεδίου είναι περίπου 1.600 έως 1.900 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας). Το οροπέδιο έχει επίσης κλίση προς τα κάτω, βόρεια από τις 25° 30΄ περίπου νότιου γεωγραφικού πλάτους, σε μια κοιλάδα ρήγματος 150 εκατομμυρίων ετών, που κόβει το κεντρικό οροπέδιο και τοπικά εξαφανίζει το «Μεγάλο Σκαλοπάτι»[3] σχηματίζοντας αυτό που είναι σήμερα γνωστό ως Limpopo Lowveld (= «χαμηλή πεδιάδα του Λιμπόπο), με μέσο υψόμετρο λιγότερο από 500 μ. πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Τα ποτάμια που αποστραγγίζουν το οροπέδιο, επομένως, ρέουν προς τα δυτικά και τελικά, μέσω του Οράγγη, το νερό τους χύνεται στον Ατλαντικό Ωκεανό. Βόρεια του Witwatersrand, όπου το έδαφος αρχίζει να κατέρχεται προς τα βόρεια, η αποστράγγιση είναι στον ποταμό Λιμπόπο και από εκεί στον Ινδικό Ωκεανό.

Η παραλιακή πεδινή έκταση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η παραθαλάσσια πεδιάδα, η οποία ποικίλλει σε πλάτος από περίπου 60 χιλιόμετρα στα βορειοδυτικά έως πάνω από 250 χιλιόμετρα στα βορειοανατολικά, γενικά έχει ήπια κλίση προς τα κάτω από τους πρόποδες του «σκαλοπατιού» προς την ακτή. Πολυάριθμα μικρά ποτάμια αποστραγγίζουν την περιοχή, είναι περισσότερα στις περιοχές του Κουαζούλου-Νατάλ, όπου αναδύονται στις καλά ποτισμένες πλαγιές του υψηλού «σκαλοπατιού», παρά αλλού. Στα δυτικά υπάρχουν πολύ λίγα τέτοια ποτάμια λόγω της ξηρασίας της περιοχής.

Πτυχώσεις του Ακρωτηρίου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πτυχώσεις σε σχηματισμούς πετρωμάτων του όρους Σβάρτμπεργκg. Αυτή η πολύ έντονη πτύχωση χαρακτηρίζει όλα τα όρη των πτυχώσεων του Ακρωτηρίου.

Στα νότια και νοτιοδυτικά η παράκτια πεδιάδα περιέχει μια σειρά από οροσειρές που εκτείνονται παράλληλα με την ακτογραμμή. Αυτά είναι τα όρη των πτυχώσεων του Ακρωτηρίου, των οποίων τα πετρώματα σχηματίσθηκαν πριν από 510 έως 350 εκατομμύρια χρόνια, και στη συνέχεια αναδιπλώθηκαν σε μια σειρά από παράλληλες πτυχώσεις από τη σύγκρουση του οροπεδίου Φώκλαντ στα νότια αυτού που επρόκειτο να γίνει Αφρική όταν ήταν μέρος της Κουαζούλου-Νατάλ. Αυτές οι σειρές παράλληλων πτυχών έχουν τη μορφή «L», με το δυτικό τμήμα να εκτείνεται από βορρά προς νότο και το ανατολικό τμήμα να εκτείνεται στη διεύθυνση ανατολή-δύση, για συνολικό μήκος περίπου 800 χιλιόμετρα. Η ορθή γωνία του «L» βρίσκεται στη νοτιοδυτική γωνία της χώρας, ακριβώς στην ενδοχώρα από τη χερσόνησο του Ακρωτηρίου και το Κέιπ Τάουν. Αυτές οι πτυχές βρίσκονται κατά μήκος της ακτογραμμής στον νότο και δεν είναι πολύ πλατύτερες από 100 χιλιόμετρα συνολικά στο μεγαλύτερο μέρος του μήκους τους. Στα δυτικά χωρίζονται από την ακτή με εκτεταμένη παραθαλάσσια πεδιάδα.

Οι πυθμένες των μακρών κοιλάδων μεταξύ των παράλληλων οροσειρών αποτελούνται από γόνιμα εδάφη που αποτελούνται από διαβρωμένους αργιλόλιθους, σε αντίθεση με τα φτωχά σε θρεπτικά συστατικά, αμμώδη εδάφη στα βουνά χαλαζιτικού ψαμμίτη, στις πλαγιές των κοιλάδων. Ωστόσο, οι βροχοπτώσεις είναι γενικώς λιγοστές, με το κλίμα να τείνει προς το ημίξηρο (ή και να είναι ημίξηρο, για παράδειγμα, στο «Μικρό Καρού»). Η γεωργία, η οποία περιλαμβάνει την αμπελοκαλλιέργεια και την οπωροκαλλιέργεια, εξαρτάται επομένως από την άρδευση από ποτάμια με πηγές στα βουνά, τα οποία συχνά καλύπτονται από χιόνι κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Το «Μικρό Καρού» είναι γνωστό για την εκτροφή στρουθοκαμήλων, που ξεκίνησε από τα τέλη του 19ου αιώνα για τα φτερά τους, αλλά σήμερα περιλαμβάνει το δέρμα και το κρέας στρουθοκαμήλου, το οποίο είναι πολύ άπαχο και ιδιαίτερα νόστιμο.

Τα όρη των πτυχώσεων του Ακρωτηρίου χωρίζονται από το «Μεγάλο σκαλοπάτι» Great Escarpment με πεδιάδα πλάτους περίπου 100 έως 150 χιλιομέτρων, γνωστή ως «Κάτω Καρού» (δεν πρέπει να συγχέεται με το «Μικρό Καρού») σε υψόμετρο περίπου 600 έως 800 μ. πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Γεωλογικώς και γεωγραφικώς τα όρη των πτυχώσεων του Ακρωτηρίου και το Μεγάλο σκαλοπάτι είναι αρκετά διαφορετικές μεταξύ τους και ανεξάρτητες οντότητες.

Ακτογραμμή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ακτογραμμή της Νότιας Αφρικής είναι μια εξαιρετικά ομαλή καμπύλη, με πολύ λίγα φυσικά λιμάνια. Ο λόγος είναι ότι η Νότια Αφρική ανέρχεται συνεχώς τα τελευταία 180 εκατομμύρια χρόνια, και ιδιαίτερα τα τελευταία 20 εκατομμύρια χρόνια.[2] Επομένως, η σημερινή ακτογραμμή ήταν κάποτε μέρος της υποθαλάσσιας υφαλοκρηπίδας, η οποία περιέχει πολύ λίγες βαθιές χαράδρες ή φαράγγια. Αντίθετα, μια υποχωρούσα ακτογραμμή, όπως αυτή της Νορβηγίας, τείνει να γίνει βαθιά εσοχή όπου η θάλασσα έχει πλημμυρίσει παλιά φαράγγια ποταμών και παγετωνικές κοιλάδες.

Φυσικές περιοχές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Highveld[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

To Highveld τον χειμώνα στα βόρεια του Γιοχάνεσμπουργκ

Το Κεντρικό Οροπέδιο χωρίζεται σε πολλές σαφώς διαφορετικές περιοχές (αν και με πολύ ασαφή όρια), κυρίως ως αποτέλεσμα της κατανομής των βροχοπτώσεων σε όλη τη Νότια Αφρική: υγρό κλίμα στα ανατολικά και όλο και πιο ξηρό και άνυδρο στα δυτικά. Το πιο υγρό και εύφορο τμήμα του Κεντρικού Οροπεδίου είναι το Highveld (= υψηλή πεδιάδα ή λιβάδι), το οποίο καταλαμβάνει το κεντρικό ανατολικό τμήμα του οροπεδίου. Γενικά βρίσκεται μεταξύ 1.500 και 2.100 μ. πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, ψηλότερα στην άκρη του «Μεγάλου σκαλοπατιού» στα ανατολικά (τα Ντράκενσμπεργκ της Επαρχίας Μπουμαλάνγκα) και με κατωφερική κλίση προς τα νότια και τα δυτικά. Το νότιο όριό του θεωρείται συχνά ο ποταμός Οράγγης, από όπου η συνέχεια του οροπεδίου είναι γνωστή ως «Μεγάλο Καρού», εκτός από μια μικρή λωρίδα ακριβώς στα νότια του Λεσότο που συχνά περιλαμβάνεται στο Highveld. Πηγαίνοντας προς τα δυτικά, το Highveld βαθμιαία παραχωρεί τη θέση του στην ξηρή σαβάνα της Δυτικής Γκρικουαλάνδης, πέρα από την οποία βρίσκεται η έρημος Καλαχάρι. Αυτό το όριο είναι πολύ ασαφές. Το Highveld επομένως περιλαμβάνει ολόκληρη την Ελεύθερη Πολιτεία και μια γειτονική λωρίδα των επαρχιών στα βόρεια της. Δέχεται μεταξύ 400 και 1.200 χιλιοστών βροχής ετησίως, και είναι σε μεγάλο βαθμό μια επίπεδη πεδιάδα-λιβάδι. Μεγάλο μέρος της περιοχής είναι αφιερωμένο στην εμπορική γεωργία, αλλά περιέχει επίσης το μεγαλύτερο αστικό συγκρότημα της Νότιας Αφρικής στην επαρχία Gauteng, το κέντρο της εξορύξεως χρυσού. Υπάρχουν όμως και σημαντικά ανθρακωρυχεία στο Highveld που συνδέονται με τους μεγάλους σταθμούς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας της Νότιας Αφρικής.

Το έδαφος είναι γενικά επίπεδο ή ήπια κυματιστό. Μόνο μερικές βραχώδεις κορυφογραμμές προεξέχουν: ο Κρατήρας Βρέντεφορντ, που διαμορφώθηκε από πρόσκρουση μικρού αστεροειδή στη Γη, η κορυφογραμμή Βιτβάτερσραντ και το Μαγκαλίσμπεργκ ακριβώς βόρεια της Πρετόρια, από όπου το Highveld δίνει τη θέση του στο Bushveld στα βόρεια.

Το Lowveld[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ελέφαντας στο Εθνικό Πάρκο Κρούγερ (Lowveld)

Το νοτιοαφρικανικό τμήμα της παράκτιας λωρίδας μεταξύ των Ντράκενσμπεργκ της Επαρχίας Μπουμαλάνγκα και του ωκεανού, μαζί με την κοιλάδα του ποταμού Limpopo, ονομάζεται Lowveld (= χαμηλή πεδιάδα ή λιβάδι).[4] Αυτά τα πεδινά μέρη, κάτω από περίπου 500 μ. υψόμετρο, σχηματίζουν τα βόρεια σύνορα της Νότιας Αφρικής με την Μποτσουάνα και τη Ζιμπάμπουε, όπου μια ρηξιγενής κοιλάδα 180 εκατομμυρίων ετών κόβει το κεντρικό οροπέδιο της Νότιας Αφρικής. Οι ποταμοί Λιμπόπο και Σάβε ρέουν από τα υψίπεδα της κεντρικής Αφρικής μέσω του Lowveld στον Ινδικό Ωκεανό στα ανατολικά. Το Lowveld του Λιμπόπο εκτείνεται προς τα νότια, ανατολικά των Ντράκενσμπεργκ, μέσω της επαρχίας Μπουμαλάνγκα και τελικά στο ανατολικό Εσουατίνι. Αυτό το νότιο άκρο του Lowveld οριοθετείται από τα σύνορα της Νότιας Αφρικής με τη Μοζαμβίκη στα ανατολικά και από το βορειοανατολικό τμήμα του Ντράκενσμπεργκ στα δυτικά. Αυτή η περιοχή είναι γενικώς θερμότερη και καλλιεργείται λιγότερο έντονα από το Highveld.

Το Lowveld ήταν γνωστό ως «χώρα του πυρετού», επειδή η ελονοσία, που μεταδιδόταν από τα κουνούπια, ήταν ενδημική σχεδόν σε ολόκληρη την περιοχή. Πριν από τα μέσα του 20ού αιώνα, το Lowveld ήταν επίσης το σπίτι της μύγας τσε-τσε, η οποία μεταδίδει τη νόσο του ύπνου στους ανθρώπους, αλλά και τη νάγκανα στα ζώα (ειδικά στα άλογα των ταξιδιωτών που προσπαθούσαν να φτάσουν στις χρυσοφόρες περιοχές των Highveld και Βιτβάτερσραντ από το Μαπούτο).[5]

Το Lowveld είναι γνωστό για την υψηλή συγκέντρωση μεγάλων θηραμάτων, συμπεριλαμβανομένων των μεγαλύτερων ζώων, όπως οι αφρικανικοί ελέφαντες, ο ρινόκερος, ο αφρικανικός βούβαλος, τα μεγάλα αιλουροειδή (λιοντάρια, λεοπαρδάλεις και τσιτάχ), η πεδινή ζέβρα και μια μεγάλη ποικιλία από αντιλόπες, ενώ τα αργά ρέοντα ρυάκια και οι υγρότοποι του Lowveld είναι ένα καταφύγιο για τους ιπποπόταμους και τους κροκόδειλους. Η ορνιθοπανίδα είναι επίσης εκπληκτικά άφθονη και ποικίλη. Αυτή η άγρια ζωή είναι ιδιαίτερα συγκεντρωμένη στο Εθνικό Πάρκο Κρούγερ, που βρίσκεται στις ανατολικές περιοχές Lowveld των επαρχιών Μπουμαλάνγκα και Λιμπόπο, σχεδόν σε όλο το μήκος των συνόρων με τη Μοζαμβίκη.[6] Αλλά πολλές ιδιωτικές «φάρμες θηραμάτων» και καταφύγια θηραμάτων μπορούν επίσης να βρεθούν σε άλλα μέρη στο Lowveld.

Το Bushveld[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χάρτης του μεγαοικοσυστήματος του Bushveld: όταν ορίζεται βοτανολογικώς, το Bushveld περιλαμβάνει αρκετό τμήμα του Lowveld, και έτσι είναι πολύ πιο εκτεταμένο από τη γεωγραφική περιοχή που γενικώς αποκαλείται Bushveld.

Το Lowveld αλληλοεπικαλύπτεται μερικώς με μια ξηρή οικοπεριοχή σαβάνας γνωστή ως Bushveld (= θαμνώδης πεδιάδα ή λιβάδι), μια λεκάνη που χαρακτηρίζεται από ανοιχτά λιβάδια με διάσπαρτα δέντρα και θάμνους. Το υψόμετρο κυμαίνεται από 600 μέτρα έως περίπου 900 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Το Bushveld είναι ένα από τα μεγαλύτερα και πιο γνωστά συμπλέγματα πυριγενών ορυκτών σε στρώσεις στον κόσμο. Καλύπτοντας μια περιοχή περίπου 350 επί 150 χιλιόμετρα, το Bushveld έχει εκτεταμένα κοιτάσματα λευκοχρύσου και χρωμίου και σημαντικά αποθέματα χαλκού, φθορίτη, χρυσού, νικελίου και σιδήρου.

Το βόρειο σύνορο του Bushveld, εκεί όπου η πεδιάδα υψώνεται σε μια σειρά από οροπέδια και χαμηλές οροσειρές, αποτελεί το νότιο σύνορο του Lowveld και της κοιλάδας του ποταμού Λιμπόπο στην ομώνυμη Επαρχία Λιμπόπο. Τα ορεινά αυτά είναι μεταξύ άλλων το Βάτερμπεργκ και τα όρη Σουτπάνσμπεργκ. Τα τελευταία φθάνουν σε μέγιστο υψόμετρο 1.747 μέτρα. Δυτικά των Bushveld, Highveld και Lowveld απλώνεται η νότια λεκάνη της Ερήμου Καλαχάρι, που συνορεύει με τη Ναμίμπια και τη Μποτσουάνα.

Το Καρού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η δυτική πλευρά της Νότιας Αφρικής στο βόρεια των ορέων των πτυχώσεων του Ακρωτηρίου, κυριαρχείται από το Μεγάλο Καρού. Η λέξη «καρού» (Karoo) είναι δάνειο της γλώσσας των Ολλανδών αποίκων από γλώσσα των Οτεντότων και σημαίνει πεδιάδα με μόνο αραιή θαμνώδη βλάστηση (ημιερημική). Πράγματι, το Μεγάλο Καρού είναι μια ημιέρημη περιοχή που χωρίζεται από το «Μεγάλο σκαλοπάτι» στο Άνω Καρού (σε υψόμετρο 1.100 έως 1.600 μ.) και το Κάτω Καρού (σε υψόμετρο 600 έως 800 μ.). Χωρισμένο από το Μεγάλο Καρού από την οροσειρά Σβάρτμπεργκ βρίσκεται το Μικρό Καρού.

Στα νοτιοδυτικά, εκτεινόμενα παράλληλα με την ακτογραμμή, τα όρη των πτυχώσεων του Ακρωτηρίου σχηματίζουν μια σειρά που εκτείνεται με τη μορφή «L» από βορρά προς νότο, και ένα άλλο σύνολο που εκτείνεται στη διεύθυνση ανατολή-δύση, με τη διασταύρωση μεταξύ των δύο να βρίσκεται στη χερσόνησο του Ακρωτηρίου. Οι οροσειρές βορρά-νότου, παράλληλες με τις ακτές του Ατλαντικού, περιλαμβάνουν το Σέντερμπεργκ και το Γκρουτ Βίντερχεκ, και έχουν κορυφές ύψους κοντά στα 2.000 μέτρα. Οι σειρές ανατολής-δύσεως, παράλληλα με τη νότια ακτογραμμή, περιλαμβάνουν το Σβάρτμπεργκ και το Λάνγκεμπεργκ, με κορυφές που ξεπερνούν τα 2.200 μέτρα. Τα όρη των πτυχώσεων του Ακρωτηρίου αποτελούν τα νότια και δυτικά όρια του Μεγάλου Καρού. Τα άλλα όρια του Μεγάλου Καρού είναι αυθαίρετα και ασαφώς καθορισμένα. Στα βόρεια το Karoo μεταπίπτει στην ακόμη πιο άνυδρη «γη των Βουσμάνων» (Bushmanland). Στα βορειοανατολικά, ο ποταμός Οράγγης θεωρείται συχνά ως το όριο μεταξύ Καρού και Highveld. Στα ανατολικά το Καρού παραχωρεί τη θέση του στα λιβάδια των Eastern Midlands.

Η μικρή κωμόπολη Σάδερλαντ στην περιοχή Ρόγκεβελντ στο Άνω Καρού σημειώνει χειμερινές θερμοκρασίες που πέφτουν έως τους −15 °C και πιστεύεται ότι είναι το ψυχρότερο (τον χειμώνα) κατοικημένο μέρος σε όλη τη Νότια Αφρική.

Το Μικρό Καρού χωρίζεται από το Μεγάλο Καρού από την οροσειρά Σβάρτμπεργκ. Βρίσκεται σε κοιλάδα με 90 χιλιόμετρα μήκος και 40 έως 60 πλάτος, στα όρη των πτυχώσεων του Ακρωτηρίου, με την οροσειρά Σβάρτμπεργκ στα βόρεια και την οροσειρά Langeberg-Outeniqua στα νότια. Είναι τόσο άνυδρο όσο και το Μεγάλο Καρού, εκτός από τους πρόποδες του Σβάρτμπεργκ, οι οποίοι ποτίζονται καλά από ρυάκια που πέφτουν στα βουνά. Το Μικρό Καρού είναι το κέντρο της βιομηχανίας εκτροφής στρουθοκαμήλων, ειδικά γύρω από την πόλη Oudtshoorn.

Επαρχία Κουαζούλου-Νατάλ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η επαρχία Κουαζούλου-Νατάλ βρίσκεται ολόκληρη κάτω από το «Μεγάλο σκαλοπάτι», που σχηματίζει το δυτικό και νοτιοδυτικό σύνορό της. Ως εκ τούτου, αποτελεί μέρος της «παράκτιας ζώνης» της Νότιας Αφρικής, η οποία είναι, σε μεγάλο μέρος αυτής της περιοχής, πάνω από 220 χιλιόμετρα πλάτος. Η επαρχία μπορεί να υποδιαιρεθεί σε τρεις διακριτές γεωγραφικές περιοχές. Η πεδινή περιοχή κατά μήκος της ακτής του Ινδικού Ωκεανού είναι εξαιρετικά στενή στο νότο, διευρύνεται στο βόρειο τμήμα της επαρχίας, ενώ τα κεντρικά Natal Midlands αποτελούνται από έναν κυματιστό λόφο, 1.000 μ. ψηλό οροπέδιο, που φτάνει στα 1.500 μ. προς τα δυτικά, στους πρόποδες του Μεγάλου σκαλοπατιού, των ορέων Ντράκενσμπεργκ, μαζί με τα βουνά Λεμπόμπο στα βόρεια σχηματίζουν τις ορεινές περιοχές της επαρχίας.

Σαβάνα υψιπέδου κοντά στο Πιτερμάριτσμπεργκ

Οι παράκτιες περιοχές καλύπτονται συνήθως με συστάδες υποτροπικών θάμνων,, ενώ οι βαθύτερες χαράδρες και οι απότομες πλαγιές των κοιλάδων των ποταμών φιλοξενούν το Αφρομοντάνο Δάσος . Οι μεσαίες περιοχές καλύπτονται από υγρά λιβάδια με απομονωμένους θύλακες Αφρομοντανικού Δάσους. Το βόρειο τμήμα αποτελείται κυρίως από υγρό βιότοπο σαβάνας, ενώ η περιοχή των Ντράκενσμπεργκ φιλοξενεί κυρίως αλπικά λιβάδια .

Τα περισσότερα όρη Ντράκενσμπεργκ της επαρχίας αυτής φθάνουν σε υψόμετρο 2.000 μ., αλλά εκεί όπου σχηματίζουν τα σύνορα με το Λεσότο ανέρχονται σε πάνω από 3.000 μ.. Τα βουνά Λεμπόμπο είναι μια μακρόστενη οροσειρά, όχι πολύ υψηλότερη από 700 μ., που εκτείνεται κατά μήκος των συνόρων της Μοζαμβίκης με τη Νότια Αφρική και το Eswatini . Από το Eswatini η σειρά συνεχίζει νοτιοανατολικά για περίπου 40 χλμ. στο KwaZulu-Natal.

Ένας μεγάλος αριθμός ποταμών πηγάζει από το Ντράκενσμπεργκ. Αυτά έχουν διανοίξει αρκετά βαθιές κοιλάδες, και περιστασιακά φαράγγια στο τοπίο του KwaZulu-Natal, δίνοντας στην επαρχία μια πολύ λοφώδη εμφάνιση. Η «Κοιλάδα των χιλίων λόφων», μεταξύ Ντέρμπαν και Πιτερμάριτσμπεργκ, είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακή. Ο μεγαλύτερος από τους ποταμούς είναι ο Τουγκέλα, μέρος των υδάτων του οποίου αντλείται πάνω από το αυλάκι στο Highveld για να συμπληρώσει την παροχή νερού στις μεγάλες βιομηχανικές πόλεις του Gauteng .

Η επαρχία περιέχει πλούσιες περιοχές βιοποικιλότητας μιας σειράς χλωρίδας και πανίδας. Το πάρκο iSimangaliso Wetland Park και το πάρκο uKhahlamba Drakensberg έχουν ανακηρυχθεί Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO . Το iSimangaliso Wetland Park, μαζί με το uKhahlamba Drakensberg Park και το Ndumo, είναι υγρότοποι διεθνούς σημασίας για τα αποδημητικά είδη και έχουν χαρακτηριστεί ως τοποθεσίες Ramsar . Η Νότια Αφρική υπέγραψε τη Σύμβαση Ραμσάρ του 1971 για να προσπαθήσει να διατηρήσει και να προστατεύσει σημαντικούς υγροτόπους λόγω της σημασίας τους για τους οικοτόπους και τα πολυάριθμα είδη.

Η περιοχή έχει ποικίλο, αλλά και ευεργετικό κλίμα, χάρη στην ποικιλόμορφη, πολύπλοκη τοπογραφία της. Γενικά, οι ακτές είναι υποτροπικές με τις εσωτερικές περιοχές να γίνονται σταδιακά πιο δροσερές το χειμώνα, αλλά πιο ζεστές το καλοκαίρι. Το Ντέρμπαν στην ακτή έχει μέση ετήσια βροχόπτωση 1.010 χιλιοστά. Η μέση μεσημεριανή θερμοκρασία κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού (Ιανουάριος-Μάρτιος) είναι 28 °C, με τις ελάχιστες θερμοκρασίες τα ξημερώματα να κυμαίνονται κατά μέσο όρο στους 21 °C. Το χειμώνα (Ιούνιος-Αύγουστος) η μέση μέγιστη θερμοκρασία είναι 23 °C και η ελάχιστη είναι 11 °C. Οι καλοκαιρινές θερμοκρασίες στο Πιτερμάριτσμπεργκ είναι παρόμοιες με εκείνες στο Ντέρμπαν, αλλά είναι πολύ πιο δροσερή πόλη τον χειμώνα. Η θερμοκρασία στο Ladysmith, στην ενδοχώρα, στην κοιλάδα του ποταμού Tugela, φτάνει τους 30 °C το καλοκαίρι, αλλά μπορεί να πέσει κάτω από το μηδέν τα βράδια του χειμώνα. Το Ντράκενσμπεργκ μπορεί να βιώσει βαρύ χειμωνιάτικο χιόνι, με ελαφρύ χιόνι να παρατηρείται περιστασιακά στις ψηλότερες κορυφές το καλοκαίρι. Η παράκτια περιοχή Ζουλουλάνδη, στα βόρεια της επαρχίας, έχει τροπικό κλίμα με υψηλές υγρασίας, υποστηρίζοντας πολλές φάρμες ζαχαροκάλαμου .

Οι παραλίες του KwaZulu-Natal είναι παγκόσμιας ποιότητας. Το ζεστό παράκτιο κλίμα σημαίνει ότι οι επισκέπτες προσελκύονται από αυτά όλο το έτος. Μερικοί από τους επισκέπτες, ωστόσο, έρχονται για την ετήσια «επιδρομή της σαρδέλας» αργά το φθινόπωρο ή στις αρχές του χειμώνα κατά μήκος της ακτογραμμής της επαρχίας KwaZulu-Natal, νότια του Ντέρμπαν. Αναφέρεται ως «το μεγαλύτερο κοπάδι ψαριών στη Γη», και εμφανίζεται όταν εκατομμύρια σαρδέλες μεταναστεύουν από τις περιοχές αναπαραγωγής τους (νότια του νότιου άκρου της Αφρικής)προς τα βόρεια κατά μήκος της ακτής του Ανατολικού Ακρωτηρίου προς το KwaZulu-Natal. Ακολουθούν μια διαδρομή κοντά στην ακτή, με αποτέλεσμα συχνά πολλά ψάρια να ξεβράζονται στις παραλίες. Το τεράστιο κοπάδι των μικρών ψαριών μπορεί να εκτείνεται για πολλά χιλιόμετρα. Κατατρώγεται από χιλιάδες θηρευτές, συμπεριλαμβανομένων των καρχαριών, των δελφινιών και των θαλάσσιων πτηνών . Συνήθως τα κοπάδια διαλύονται και τα ψάρια εξαφανίζονται σε βαθύτερα νερά γύρω από το Ντέρμπαν. Οι επιστήμονες δεν μπορούν να απαντήσουν σε πολλές ερωτήσεις σχετικά με αυτό το εξαιρετικό εποχικό γεγονός.

Η «γη των Βουσμάνων»[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τυπικό τοπίο της «γης των Βουσμάνων», που τονίζει την ξηρότητα και τον επίπεδο χαρακτήρα του εδάφους της περιοχής.
Φωλιά του πτηνού υφαντής (είδος Philetairus socius) σε δέντρο του είδους Aloe dichotomum

Το Bushmanland (= «γη των Βουσμάνων») είναι μια άνυδρη περιοχή στην ενδοχώρα από το Namaqualand (βλ. παρακάτω). Το βόρειο όριο του είναι ο ποταμός Οράγγης, πέρα από τον οποίο βρίσκεται η Ναμίμπια . Στον νότο δίνει τη θέση του στο βορειοδυτικό τμήμα του Μεγάλου Καρού . Στα δυτικά βρίσκεται το Griqualand West . Είναι ίσως η πιο αφιλόξενη περιοχή της Νότιας Αφρικής, εξαιτίας της ξηρασίας, του άγονου εδάφους και των πολύ αλμυρών υπόγειων υδάτων. Μαζί με την έρημο Καλαχάρι στα βορειοανατολικά, οι βροχοπτώσεις της είναι οι πιο μεταβλητές (σε ποσοστιαία απόκλιση από τον ετήσιο μέσο όρο) και το εύρος θερμοκρασιών της το μεγαλύτερο (διαφορά μεταξύ της μέσης θερμοκρασίας τον Ιανουάριο και τον Ιούλιο) σε όλη τη Νότια Αφρική. Ωστόσο, η άγρια ζωή της, τόσο η πανίδα όσο και η χλωρίδα, αν και αραιή, είναι γεμάτη ενδιαφέρον. Αν και το λιβάδι είναι πολύ άνυδρο για να ανθίσει όπως αυτό της δυτικής ακτής του Namaqualand, ακόμα και όταν υπάρχει ανοιξιάτικη βροχή, αυτό που φαίνεται είναι εξαιρετικά ασυνήθιστο και συχνά μαγικά όμορφο.

Ένα εξαιρετικά παραγωγικό ορυχείο βασικών μετάλλων στο Aggeneys Farm κοντά στον αυτοκινητόδρομο N14 μεταξύ Upington και Springbok εκμεταλλεύεται ένα μετάλλευμα πλούσιο σε ψευδάργυρο, μόλυβδο, χαλκό και ασήμι από το 1977. Κοντά του, στα ανατολικά, βρίσκεται το Ghaamsberg, που έχει πολύ μεγάλα κοιτάσματα ψευδαργύρου, αλλά το μετάλλευμα είναι χαμηλής ποιότητας και, ως εκ τούτου, επί του παρόντος, ασύμφορο για εξόρυξη μεγάλης κλίμακας. [7]

Το Vaalputs, ένας χώρος αποθηκεύσεως πυρηνικών αποβλήτων, βρίσκεται ανάμεσα στο Bushmanland και στα βορειοδυτικά του Great Karoo και λειτουργεί ως de facto φυσικό καταφύγιο.

Ναμακαλάνδη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δεν είναι καμινάδα, αλλά διετηρητέα έξοδος φρέατος αερισμού μεταλλείου, κατασκευής του 1880, στο Okiep.
Ανοιξιάτικο ανθισμένο λιβάδι στη Ναμακαλάνδη

Αυτή είναι η άνυδρη περιοχή κατά μήκος της βορειοδυτικής ακτογραμμής (προς τα βόρεια από τη γραμμή γεωγραφικού πλάτους 31° Ν) της Νότιας Αφρικής, εν μέρει πάνω και εν μέρει κάτω από το «Μεγάλο Σκαλοπάτι» . Η περιοχή εκτείνεται στη Ναμίμπια, βόρεια του ποταμού Οράγγη, όπου είναι γνωστή ως «Μεγάλη Ναμακαλάνδη» ή και «Ναμαλάνδη». Το νοτιοαφρικανικό τμήμα της είναι γνωστό ως «Μικρή Ναμακαλάνδη» και εμπίπτει στην Επαρχία Βόρειου Ακρωτηρίου . Η περιοχή είναι αραιοκατοικημένη, κυρίως από ανθρώπους που μιλούν Αφρικάανς με καταγωγή Νάμα και Χοϊχόι . Οι αρχικές γλώσσες Νάμα και Χοϊχόι ομιλούνται πλέον μόνο σε λίγες απομακρυσμένες περιοχές. Οι κύριες οικονομικές δραστηριότητες είναι η εξόρυξη και η αλιεία κατά μήκος της ακτής.

Μερικές από τις πιο εξέχουσες πόλεις σε αυτήν την περιοχή είναι το Springbok, που είναι η πρωτεύουσα αυτής της περιοχής, καθώς και οι Kleinzee και Koiingnaas, αμφότερες ιδιωτικές πόλεις εξόρυξης που ανήκουν στην De Beers Diamond Mines . Αυτή η περιοχή είναι πλούσια σε αλλουβιακά διαμάντια, που εναποτίθενται κατά μήκος της ακτής από τον Οράγγη. Το Oranjemund είναι μια άλλη πόλη ορυχείων κατά μήκος αυτής της ακτής, που βρίσκεται στη Ναμίμπια, αλλά πολύ στα σύνορα. Όπως υποδηλώνει το όνομα, βρίσκεται στις εκβολές του Οράγγη που αποτελεί το σύνορο μεταξύ της Νότιας Αφρικής και της Ναμίμπια. Η πόλη του Alexander Bay βρίσκεται στην απέναντι πλευρά της εκβολής του ποταμού (δηλαδή στη Νότια Αφρική) και συνδέεται με το Oranjemund μέσω της γέφυρας Ernest Oppenheimer . Άλλοι σύνδεσμοι που διασχίζουν τον ποταμό πιο ανάντη είναι μια επανεισαχθείσα πλωτή στο Sendelingsdrift στο Εθνικό Πάρκο Richtersveld και οδικές γέφυρες στο Vioolsdrif (το κύριο συνοριακό πέρασμα μεταξύ των δύο χωρών) και στο απομακρυσμένο συνοριακό πέρασμα του Onseepkans.

Μια ζωντανή αλιευτική βιομηχανία βρίσκεται σε αυτό το τμήμα της δυτικής ακτής της Νότιας Αφρικής, ειδικά στο Port Nolloth, το οποίο είναι επίσης ένα σημαντικό θέρετρο για τους ανθρώπους που ζουν στο εσωτερικό της Νότιας Αφρικής (π.χ. στο Gauteng), και το Hondeklipbaai (ή Dogstonebay, λέγεται έτσι λόγω ενός μεγάλου ογκόλιθου έξω από την πόλη που μοιάζει αόριστα σαν σκύλος που κάθεται).

Τα χάλκινα βραχιόλια που φορούσαν οι Χοϊχόι προκάλεσαν το ενδιαφέρον των Ολλανδών αξιωματούχων του οικισμού που ιδρύθηκε από τον Jan van Riebeeck στο Ακρωτήριο το 1652. Κατά συνέπεια, οργανώθηκαν αρκετές αποστολές για να βρουν την πηγή αυτού του χαλκού. Ένα ορυχείο σκάφτηκε στα «Όρη του Χαλκού» στο βόρειο Ναμακαλάνδη το 1685, το οποίο μπορεί ακόμα να δει κανείς κοντά στο αχρηστευμένο ορυχείο Carolusberg, λίγα χιλιόμετρα ανατολικά του Springbok. Ωστόσο, η εμπορική εξόρυξη ξεκίνησε μόλις το 1859, και τα επόμενα 140 χρόνια τεράστιες ποσότητες μεταλλεύματος εξορύχθηκαν από 23 ορυχεία της περιοχής. Το Springbok και οι γύρω πόλεις του ( Nababeep και Okiep ) ήταν το κέντρο αυτής της εξορυκτικής δραστηριότητας. Όμως, στις αρχές της δεκαετίας του 2000 το τελευταίο ορυχείο έκλεισε. Ωστόσο, περίπου 115 χιλιόμετρα παραπέρα στην ενδοχώρα, στο Bushmanland (βλ. παραπάνω), ένα μεγάλο νέο ορυχείο εξάγει χαλκό, μόλυβδο, ψευδάργυρο και ασήμι από τα κοιτάσματα του «Μαύρου Βουνού» στο Aggeneys από το 1977. Γρανίτης υψηλής ποιότητας εξορύσσεται σε πολλά σημεία (π.χ. κοντά στο Kamieskroon και το Concordia) σε αυτό το πλούσιο σε γρανίτη τοπίο.

Η Ναμακαλάνδη δέχεται πολλούς τουρίστες, τόσο Νοτιοαφρικανούς όσο και αλλοδαπούς, στις αρχές της ανοίξεως, όταν οι άγονες κατά τα άλλα εκτάσεις της καλύπτονται από ένα χαλί από αγριολούλουδα.

Οι γύρω ωκεανοί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η συγκέντρωση χλωροφύλλης, ενδεικτικό της ποσότητας πλαγκτού στους ωκεανούς γύρω από τη νότια Αφρική. Η πολύ υψηλή συγκέντρωση πλαγκτού (κόκκινο) στα νερά έξω από τη δυτική ακτή οφείλεται στη χαμηλή σχετικώς θερμοκρασία του νερού και στα ανόργανα συστατικά που μεταφέρει εξαιτίας της αναδύσεώς του από τα βάθη κατά μήκος της ακτής αυτής.

Τα μεγαλύτερα σε μήκος σύνορα της Νότιας Αφρικής είναι με τους δύο ωκεανούς, οι οποίοι, σύμφωνα με τον Διεθνή Υδρογραφικό Οργανισμό, συναντώνται επίσημα στο Ακρωτήριο Αγκούλιας, το πιο νότιο σημείο ολόκληρης της Αφρικής.[8][9] Η επικράτεια της Δημοκρατίας της Νότιας Αφρικής περιλαμβάνει τις Νήσους Μάριον και Πρίγκιπα Εδουάρδου, σχεδόν 2.000 χιλιόμετρα νότια του Κέιπ Τάουν, στον υπο-ανταρκτικό Ινδικό Ωκεανό.

Το ψυχρό θαλάσσιο ρεύμα Μπενγκιέλα είναι ένα πλούσιο σε ορυκτά ρεύμα ανόδου, το οποίο ρέει μακριά προς τα βόρεια κατά μήκος της δυτικής ακτογραμμής, αφού έχει ανέβει από τα ψυχρά βάθη του Ατλαντικού Ωκεανού . Το πλαγκτόν αναπτύσσεται σε αυτά τα εύφορα νερά και υποστηρίζει μεγάλο αριθμό ψαριών, και επομένως μια ευημερούσα (στο παρελθόν) αλιευτική βιομηχανία. Ωστόσο, η υπεραλίευση έχει μειώσει τη σημασία αυτής της αλιευτικής βιομηχανίας τόσο για την τοπική όσο και για την οικονομία της χώρας. Η ανατολική ακτή έχει το ρεύμα Μοζαμβίκης/Αγκούλιας από βορρά προς νότο, το οποίο παρέχει θερμά νερά. Αυτά τα δύο ρεύματα έχουν σημαντική επίδραση στο κλίμα της χώρας, καθώς η άμεση εξάτμιση των ανατολικών θαλασσών παρέχει γενναιόδωρες βροχοπτώσεις, ενώ το ρεύμα Μπενγκιέλα διατηρεί την υγρασία του, προκαλώντας συνθήκες ερήμου στα δυτικά..

Αρκετά μικρά ποτάμια κυλούν προς τη θάλασσα κατά μήκος της ακτογραμμής, αλλά κανένα δεν είναι πλωτό και κανένα δεν παρέχει χρήσιμα φυσικά λιμάνια. Η ίδια η ακτογραμμή, που είναι αρκετά ομαλή, παρέχει μόνο ένα καλό φυσικό λιμάνι, στον κόλπο Saldanha βόρεια του Κέιπ Τάουν. Η έλλειψη γλυκού νερού, ωστόσο, εμπόδιζε τη μόνιμη εγκατάσταση εδώ μέχρι σχετικά πρόσφατα. Ο κόλπος του Νατάλ μοιάζει, στον χάρτη, σαν ένα καλό φυσικό λιμάνι, αλλά, στη φυσική του κατάσταση, ήταν ξηρός κατά την άμπωτη. Ωστόσο, πολυσύχναστα λιμάνια υπάρχουν τώρα στο Κέιπ Τάουν, στο Πορτ Ελίζαμπεθ, στο Ηστ Λόντον, στο Ντέρμπαν, στον κόλπο του Νατάλ και στον κόλπο Ρίτσαρντς . Ο κόλπος Saldanha είναι σήμερα ένα σημαντικό λιμάνι στο τέλος της σιδηροδρομικής γραμμής Sishen-Saldanha για την εξαγωγή σιδηρομεταλλεύματος από το εσωτερικό.

Κλίμα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χάρτης της Ν. Αφρικής με κλιματικές ζώνες κατά Köppen
Μέσες θερμοκρασίες σε °C[10]
Πόλη Θέρος Χειμώνας
Κέιπ Τάουν 20,1 12,6
Ντέρμπαν 23,8 17,0
Γιοχάνεσμπουργκ 19.2 11,1
Πρετόρια 22,2 12,9

Η Νότια Αφρική είναι σε μεγάλο βαθμό μια ξηρή χώρα, με τις περισσότερες από τις δυτικές περιοχές της να είναι ημιέρημοι. Οι βροχοπτώσεις αυξάνονται στα ανατολικά (σε Highveld, KwaZulu-Natal και Eastern Midlands) και πέφτουν κυρίως το καλοκαίρι. Η στενή νότια παράκτια λωρίδα δέχεται βροχοπτώσεις όλο το έτος στα ανατολικά (το Garden Route ) και τις χειμερινές βροχοπτώσεις στα δυτικά (στη χερσόνησο του Ακρωτηρίου και στα περίχωρά της). Τα καλοκαίρια είναι λίγο έως πολύ ζεστά, ενώ οι θερμοκρασίες του χειμώνα μπορεί να ποικίλλουν, ανάλογα με την τοποθεσία, από τσουχτερό κρύο έως δροσερό. Έτσι, το Καρού, το οποίο καταλαμβάνει μεγάλο μέρος του δυτικού Κεντρικού Οροπεδίου, έχει ένα κλίμα εξαιρετικά ζεστό το καλοκαίρι και τσουχτερό κρύο το χειμώνα. Αντίθετα, η ανατολική ακτή στον Ινδικό Ωκεανό είναι πλούσια, ποτίζεται καλά και ζεσταίνεται από το ρεύμα της Μοζαμβίκης . Κατά μήκος αυτής της ακτής αναπτύσσονται τα μαγκρόβια δάση της Νότιας Αφρικής .

Η νότια ακτή, μέρος της οποίας είναι γνωστή ως Garden Route, είναι εύκρατη και πράσινη. Η χερσόνησος του Ακρωτηρίου και τα περίχωρα έχουν μεσογειακό κλίμα, με δροσερούς, υγρούς χειμώνες και ζεστά, ξηρά καλοκαίρια (που γίνονται πιο ζεστά στις εσωτερικές κοιλάδες). Χιόνι πέφτει συνήθως το χειμώνα στο υψηλότερο έδαφος των ορέων των πτυχώσεων του Ακρωτηρίου, κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Η χερσόνησος του Ακρωτηρίου έχει φήμη για τον άνεμο της: το ξηρό «Νότιο Πάσχα» που φυσάει σχεδόν ασταμάτητα το καλοκαίρι (Δεκέμβριος-Φεβρουάριος) και το «Βορειοδυτικό» που συνοδεύει τα κρύα μέτωπα που κυλούν από τον Ατλαντικό κατά τη διάρκεια του χειμώνα ( Ιούνιος–Αύγουστος). Η βλάστηση της περιοχής του Ακρωτηρίου αποτελείται από φίνμπο, μερικά λιβάδια και αλσύλλια Albany .

Το ανατολικό τμήμα του Καρού δεν εκτείνεται τόσο βόρεια όσο το δυτικό τμήμα, δίνοντας τη θέση του στο επίπεδο τοπίο της Ελεύθερης Πολιτείας, το οποίο (αν και ακόμα ημίξηρο) δέχεται κάπως περισσότερη βροχή. Βόρεια του ποταμού Βάαλ το Highveld είναι καλύτερα ποτισμένο, με ετήσια βροχόπτωση 760 χιλιοστόμετρα και μεγάλο υψόμετρο (περίπου 1.750 μέτρα) που μετριάζει τις ακραίες θερμοκρασίες μιας ηπειρωτικής περιοχής σε αυτό το γεωγραφικό πλάτος. Οι χειμώνες είναι κρύοι, αν και το χιόνι είναι σπάνιο.

Πιο βόρεια και ανατολικά, ειδικά όπου μια πτώση του υψομέτρου πέρα από τον γκρεμό δίνει το όνομά του στο Lowveld, η θερμοκρασία ανεβαίνει. Ο Τροπικός του Αιγόκερω διασχίζει τον ακραίο βορρά. Εδώ βρίσκει κανείς το τυπικό νοτιοαφρικανικό Bushveld .

Υπάρχει σκι το χειμώνα στις ψηλές ορεινές περιοχές: τα βουνά Drakensberg που σχηματίζουν τον ανατολικό λόφο κατά μήκος των συνόρων KwaZulu-Natal/Λεσότο και στα βουνά Hex River της ζώνης των πτυχώσεων του Ακρωτηρίου, αλλά το πιο κρύο μέρος της χώρας είναι το Σάδερλαντ στη δυτική περιοχή Roggeveld του Άνω Καρού, με ελάχιστες μεσοχειμερινές θερμοκρασίες έως -15 °C. Το βαθύ εσωτερικό παρέχει τις πιο καυτές θερμοκρασίες: το 1948 ο υδράργυρος έφθασε τους 51,7 °C στο βόρειο ακρωτήριο Καλαχάρι κοντά στο Άπινγκτον .

Κλιματική αλλαγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η κλιματική αλλαγή στη Νότια Αφρική αναμένεται να επιφέρει σημαντική θέρμανση και ξήρανση σε μεγάλο μέρος αυτής της ήδη ημιάνυδρης περιοχής, με μεγαλύτερη συχνότητα και ένταση ακραίων καιρικών φαινομένων όπως καύσωνες, πλημμύρες και ξηρασία. Σύμφωνα με υπολογιστική μοντελοποίηση του κλίματος που παρήχθη από το Εθνικό Ινστιτούτο Βιοποικιλότητας της Νότιας Αφρικής, τμήματα της χώρας θα δουν αύξηση της θερμοκρασίας κατά περίπου ένα βαθμό Κελσίου κατά μήκος της ακτής σε περισσότερους από 4 βαθμούς C στην ήδη καυτή ενδοχώρα όπως η Βόρεια Ακρωτήρι στα τέλη της άνοιξης και το καλοκαίρι μέχρι το 2050. Το Cape Floral Kingdom, που έχει αναγνωριστεί ως ένα από τα παγκόσμια «hotspot» της βιοποικιλότητας, προβλέπεται ότι θα πληγεί σκληρά από την κλιματική αλλαγή. Η ξηρασία, η αυξημένη ένταση και η συχνότητα των πυρκαγιών, καθώς και οι ανερχόμενες θερμοκρασίες αναμένεται να ωθήσουν πολλά σπάνια είδη προς την εξαφάνιση.

Πολλές οντότητες εργάζονται για την καταπολέμηση των επιπτώσεων της ξηρασίας. Στην περιοχή του Γκεμπέχα η εθνική ΜΚΟ «Living Lands», σε συνεργασία με μια γεωργική ασφαλιστική εταιρεία, φύτεψε 3,7 εκατομμύρια δέντρα στα τέλη του 2015, προκειμένου να αποκαταστήσει το σύστημα λεκάνης απορροής και να σταματήσει τη διάβρωση[11]

Περιβαλλοντικά θέματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Νότια Αφρική έχασε μια μεγάλη περιοχή φυσικού οικοτόπου από το 1980 περίπου μέχρι σήμερα, κυρίως λόγω του υπερπληθυσμού, των εκτεταμένων αναπτυξιακών προτύπων και της αποψιλώσεως των δασών κατά τον 19ο αιώνα. Η Νότια Αφρική είναι μία από τις χώρες που πλήττονται περισσότερο στον κόσμο όσον αφορά την εισβολή εξωγήινων ειδών με πολλά (π.χ. μαύρη ιτιά, ιτιά Port Jackson, Hakea, Lantana και Jacaranda ) να αποτελούν σημαντική απειλή για την εγγενή βιοποικιλότητα και το ήδη σπάνιο νερό πόροι. Το αρχικό εύκρατο δάσος που βρήκαν οι πρώτοι Ευρωπαίοι άποικοι αξιοποιήθηκε ανελέητα, έως ότου απέμειναν μόνο μικρά τμήματα. Επί του παρόντος, τα νοτιοαφρικανικά δέντρα σκληρού ξύλου, όπως είναι το γνήσιο κιτρινόξυλο (Podocarpus latifolius), το βρομόξυλο (Ocotea bullata) και το μαύρο σιδηρόξυλο της Νότιας Αφρικής ( Olea laurifolia) βρίσκονται υπό την προστασία του κράτους. Στατιστικά στοιχεία από το τμήμα περιβαλλοντικών υποθέσεων της Νότιας Αφρικής δείχνουν το ρεκόρ 1.215 ρινόκερων που σκοτώθηκαν το 2014.[12]

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]


Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. The Times comprehensive atlas of the world, σσ. 88-89, Times Books Group, Λονδίνο 1999
  2. 2,0 2,1 McCarthy T. & Rubidge B.: The Story of Earth & Life, Struik Publishers, Cape Town 2005, σσ. 192, 209-269
  3. McCarthy, T.S.: «The Okavango delta and its place in the geomorphological evolution of Southern Africa», South African Journal of Geology, τόμ. 116 (έτος 2013), σσ. 1-54
  4. Atlas of Southern Africa, Reader's Digest Association, Cape Town 1984, σσ. 13, 192, 195
  5. «Map of Lowveld». Saexplorer.co.za. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 14 Φεβρουαρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 31 Οκτωβρίου 2012. 
  6. «Lowveld & Kruger National Park». Wheretostay.co.za. Ανακτήθηκε στις 31 Οκτωβρίου 2012. 
  7. Norman, N & Whitfield, G.: Geological Journeys, Struik Publishers, Cape Town 2006, σσ. 217, 270-273
  8. «IOC Oceans - United Nations Educational, Scientific and Cultural Organization» (PDF). ioc.unesco.org. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 8 Νοεμβρίου 2006. Ανακτήθηκε στις 25 Φεβρουαρίου 2024. 
  9. «Where the two oceans really meet». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 15 Φεβρουαρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 2 Φεβρουαρίου 2015. 
  10. Lew Leppan: The South African Book of Records, εκδ. Don Nelson, Cape Town 1999
  11. Barbee, Jeff: «Insurance firm turns to planting trees in South Africa to combat drought risk», The Guardian, 23 Δεκεμβρίου 2015
  12. Environmental Affairs (22 January 2015). «Progress in the war against poaching». Environmental Affairs (Ν. Αφρική). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 23 January 2015. https://web.archive.org/web/20150123231507/https://www.environment.gov.za/mediarelease/molewa_waragainstpoaching2015. Ανακτήθηκε στις 22 January 2015.