Βόρειες γερμανικές γλώσσες

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Οι βόρειες γερμανικές γλώσσες ανήκουν στις γερμανογενείς ή πιο απλά στις γερμανικές γλώσσες, ενός κλάδου με 515 εκ. ομιλητές, κυρίως στην Ευρώπη, τη Βόρεια Αμερική, και την Ωκεανία.

Κατηγοριοποίηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αποτελούν μία από τις τρεις κατηγορίες γερμανικών γλωσσών και, μαζί με τις δυτικές γερμανικές γλώσσες και τις ανατολικές γερμανικές γλώσσες, συνθέτουν τον γερμανικό γλωσσικό κλάδο, ο οποίος είναι μέλος της μεγάλης οικογένειας των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών. Το αλφάβητο αυτών των γλωσσών προέρχεται από το ρουνικό (πάνω σε ρούνους έγραφαν οι Τεύτονες, πιθανοί πρόγονοι των Γερμανών), του οποίου το συγγενέστερο είδος με τις σκανδιναβικές γλώσσες είναι το γερμανικό. Έτσι όλη η Σκανδιναβία - πλην της Φινλανδίας, που ανήκει στη φιννοουγγρική γλωσσική ομοεθνία και της Ισλανδίας, που αν και αποικήθηκε από Νορβηγούς Βίκινγκ, έχει γλώσσα βασισμένη στα αρχαία σκανδιναβικά - μιλά γερμανογενείς γλώσσες. 20 εκατομμύρια άνθρωποι κατά προσέγγιση δηλώνουν ομιλητές μιας σκανδιναβικής γλώσσας ως επίσημής τους γλώσσας, συμπεριλαμβανομένου ενός μειοψηφικού 5% στη Φινλανδία. Ακόμη, οι σκανδιναβικές γλώσσες είναι ευρέως διαδεδομένες στη Γροιλανδία, και, σε μικρότερο βαθμό, στη Βόρεια Αμερική από βορειοευρωπαίους μετανάστες.

Τα σκανδιναβικά ή σκανδιναβικές γλώσσες είναι μία άλλη ονομασία, συνώνυμη με την ονομασία βόρειες γερμανικές γλώσσες, που εμφανίζεται σε σπουδές των σύγχρονων τυπικών γλωσσών και στο διαλεκτικό συνεχές της Σκανδιναβίας. Αποδίδεται προκειμένου να περιγραφεί η γεωγραφική έννοια του όρου αυτού (Σκανδιναβία). Ο όρος σκανδιναβικές εμφανίστηκε στο προσκήνιο τον 18ο μ.Χ. αιώνα ως αποτέλεσμα ενός σκανδιναβικού πολιτιστικού κινήματος (σκανδιναβισμός) αναφερόμενο στους ανθρώπους, στις κουλτούρες και στις γλώσσες των τριών σκανδιναβικών κρατών, τονίζοντας την κοινή κληρονομιά τους. Σε αντιδιαστολή με τον όρο σκανδιναβικές γλώσσες, ο όρος βόρειες γερμανικές γλώσσες χρησιμοποιείται στη συγκριτική γλωσσολογία.

Υπάρχει επίσης και η χρήση του όρου νορδικές γλώσσες, όρος ο οποίος και αυτός με τη σειρά του αποδίδεται προκειμένου να περιγραφεί η γεωγραφική του έννοια (νορδικές χώρες, στις οποίες συγκαταλέγεται και η Γροιλανδία). Τα δανικά, τα σουηδικά και τα νορβηγικά είναι επίσης γνωστά ως ηπειρωτικά σκανδιναβικά, ενώ τα φερόικα και τα ισλανδικά ως νησιώτικα σκανδιναβικά.
Τα σύνορα Δανίας-Γερμανίας αποτελούν παράλληλα και σύνορα μεταξύ βόρειων και δυτικών γερμανικών γλωσσών. Οι πρώτες διαιρούνται περαιτέρω σε: δυτικές σκανδιναβικές (Νορβηγική, Ισλανδική, Φεροϊκή, Νορνική) και σε Ανατολικές σκανδιναβικές (Δανική, Σουηδική, Γκουτνική, η οποία είναι υπό εξαφάνιση).

Ιστορική αναδρομή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όλες οι γερμανικές γλώσσες θεωρούνται συνεχιστές μιας υποθετικής πρωτογερμανικής ή τευτονικής γλώσσας, που ομιλούνταν γύρω στο 500 π.Χ. Οι γεωγραφικές της καταβολές θα πρέπει να αναζητηθούν στη Νότια Σουηδία, τη Δανία και την περιοχή του Σλέσβιχ-Χόλσταϊν.

Οι ιστορικές της όμως καταβολές θα πρέπει να αναζητηθούν στα μέσα της 2ης χιλιετίας π.Χ., όταν οι ινδοευρωπαϊκές γλώσσες άρχισαν να καταφθάνουν και στη Βόρεια Ευρώπη, οπότε και στην περιοχή της Σκανδιναβίας, κοιτίδα των σκανδιναβικών γλωσσών. Ρουνικές επιγραφές του 2ου μ.Χ. αιώνα μαρτυρούν ότι εκείνη την εποχή, η πρωτογερμανική γλώσσα άρχισε να υποδιαιρείται σε δυτική, ανατολική και βόρεια. Η τελευταία σήμερα αναφέρεται συχνά ως πρωτονορβηγική, η οποία θεωρείται πρόγονος όλων των βορείων γερμανικών γλωσσών, μιας που είχε υιοθετήσει το γερμανικό Φούθαρκ ως σύστημα γραφής της, την αρχαιότερη μορφή του ρουνικού αλφαβήτου. Η ομιλία της πρωτονορβηγικής γλώσσας στη Βόρεια Ευρώπη είχε διάρκεια έξι αιώνων (2ος-8ος αιώνας μ.Χ.), διάρκεια η οποία αντιστοιχεί στην ύστερη ρωμαϊκή εποχή του σιδήρου και στη γερμανική εποχή του σιδήρου. Με την έλευση των Βίκινγκς τον 8ο μ.Χ. αιώνα, η πρωτονορβηγική γλώσσα μετεξελίχθηκε στα αρχαία νορβηγικά. Παράλληλα με την πρωτονορβηγική γλώσσα, το γερμανικό Φούθαρκ μετεξελίχθηκε σε νεότερο Φούθαρκ, αλφάβητο το οποίο είναι γνωστό και ως σκανδιναβικοί ρούνοι, περιλαμβάνοντας μόνο 16 χαρακτήρες.

Τον 10ο αιώνα επεκτάθηκε περαιτέρω από τους Ρούνους Χέλσινγκ. Η επιμέρους διαίρεσή του έχει να κάνει με τους Δανικούς Ρούνους και τους αντίστοιχους Σουηδικούς και Νορβηγικούς. Η διαφορά μεταξύ των δύο εκδόσεων έχει γίνει θέμα διαμάχης. Μία γενική άποψη είναι ότι η διαφορά είναι λειτουργική. Οι Σουηδικοί και Νορβηγικοί Ρούνοι ήταν σε καθημερινή χρήση για ιδιωτικά ή επίσημα μηνύματα στο ξύλο, σε αντιδιαστολή με τους Δανικούς Ρούνους, των οποίων η χρήση ήταν πιο σπάνια. Η χρήση τους περιορίστηκε μετά τον εκχριστιανισμό της Σκανδιναβίας. Από τον 12ο αιώνα, τα πιο πολλά γραπτά στη Σκανδιναβία περιείχαν το λατινικό αλφάβητο, αλλά τα ρουνικά χειρόγραφα επιβίωσαν σε οριακή χρήση υπό τη μορφή των μεσαιωνικών ρούνων (1100-1500) και των εκλατινισμένων ρούνων (1500-1910). Την εποχή των επιδρομών των Βίκινγκς, τα αρχαία Νορβηγικά διασπάστηκαν σε τρεις αμοιβαίως νοητές διαλέκτους: τα αρχαία ανατολικά Νορβηγικά, των οποίων ο γλωσσικός κορμός ήταν η Σουηδία, η Δανία και ένα κομμάτι της Αγγλίας, τα αρχαία δυτικά Νορβηγικά, που ήταν διαδεδομένα στη Νορβηγία, τα Νησιά Φερόες, σε μεγάλο μέρος της Ισλανδίας και σε ένα αντίστοιχο μικρό της Σκωτίας και τα αρχαία Γκουτνικά, με απήχηση κυρίως στο νησί Γκότλαντ της Σουηδίας. Τα τρία αυτά είδη των αρχαίων Νορβηγικών στάθηκαν ο πρόδρομος των σύγχρονων Βόρειων γερμανικών γλωσσών, των οποίων χρονολογική γενέτειρα (αφετηρία) θεωρείται ο 14ος μ.Χ. αιώνας. Η Δανονορβηγική Ένωση (1536-1814) συνέβαλλε στην εξομοίωση, ως ένα βαθμό, των Δανικών με τα Νορβηγικά, παρά το γεγονός ότι τα Νορβηγικά ανήκαν στη σφαίρα επιρροής των αρχαίων ανατολικών Νορβηγικών, ενώ τα Δανικά στην αντίστοιχη των αρχαίων δυτικών Νορβηγικών, μαζί με τα Σουηδικά. Εκείνους τους τρεις περίπου αιώνες, η γραπτή Νορβηγική γλώσσα σταμάτησε να χρησιμοποιείται και αντικαταστάθηκε από τη γραπτή Δανική γλώσσα, κάτι που είχε μεγάλη επίπτωση στις ομιλούμενες διαλέκτους της Νορβηγικής, ιδίως στις κεντρικές και ανατολικές της. Οι Σκανδιναβικές γλώσσες δέχθηκαν στον Μεσαίωνα έντονο επηρεασμό από τα κάτω Γερμανικά, παρακλάδι των υψηλών ή Αρχαίων Γερμανικών, που εκείνα τα χρόνια ήταν η lingua franca σε ό,τι έχει να κάνει με τις εμπορικές συναλλαγές, στο μεγαλύτερο μέρος της Βόρειας Ευρώπης. Ο επηρεασμός αυτός έχει να κάνει με τη μετατόπιση συμφώνων στις γερμανικές γλώσσες (νόμοι Γκριμ-Βέρνερ), γλωσσικό φαινόμενο που διαδραμάτισε πρωτεύοντα ρόλο στη διαμόρφωση της σημερινής εικόνας των γερμανικών γλωσσών. Τα κάτω Γερμανικά κάλυπταν τη σημερινή Βόρεια Γερμανία, αλλά ο επηρεασμός τους δεν εμφάνισε σπέρματα στα Ισλανδικά και τα Φερόικα (γλώσσα που ομιλείται στα Νησιά Φερόες).

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]


Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]