Γκουτνική γλώσσα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η γκουτνική (σουηδικά: gutniska ή gutamål) είναι η αρχική γλώσσα που ομιλείται σε μέρη των νησιών Gotland και Fårö. Οι διαφορετικές διάλεκτοι της γκουτνικής, ενώ προέρχονται από την ποικιλία της παλαιάς γκουτνικής (σουηδικά: Forngutniska) που προέρχεται από την πρωτο-γερμανική, μερικές φορές θεωρούνται μέρος της σύγχρονης σουηδικής γλώσσας.

Η γκουτνική υπάρχει σε δύο παραλλαγές, την υπειρωτική γκουτνική (Storlandsgutamål ή Storlandsmål), που ομιλείται κυρίως στο νότιο και νοτιοανατολικό τμήμα της Gotland, όπου η διάλεκτος Lau έγινε η τυπική μορφή στο Κύριο Νησί (Lau Gutnish → Laumål) και την γκουτνική Fårö : Faroymal· σουηδικά: Fårömål), που ομιλείται στο νησί Fårö. Η UNESCO ορίζει τη γκουτνική ως μια «ορώς απειλούμενη γλώσσα» από το 2010.

Γίνονται σημαντικές προσπάθειες για την αναβίωση της παραδοσιακής εκδοχής της σύγχρονης γκουτνικής και η Gutamålsgillet, η γκουτνική γλωσσική συντεχνία, διοργανώνει μαθήματα και συναντήσεις για ομιλητές της παραδοσιακής γκουτνικής.

Παραδείγματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Nätt'l för manfolk u kungvall för kune.

Neie slags örtar för ymsedere.

Svalk di bei saudi, styrk di me dune

um däu jär djaupt i naudi nere!

Vävald pa raini, rindlaug i hagen

täusen sma kluckar gynnar ljaude.

Die aimar fran marki u rydmen av dagen

slucknar langum för livnes u daude.

— Gustaf Larsson, Um kvälden

Staingylpen gärdä bryllaup,

langhalu bigravdä läik,

tra torkä di däu sigderäivarä

va fyrä komst däu intä däit?

— Nach P.A. Säve, Staingylpen

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]