Αλβανικές Ένοπλες Δυνάμεις

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αλβανικές Ένοπλες Δυνάμεις
Forcat e Armatosura Shqiptare
Έμβλημα των Αλβανικών Ενόπλων Δυνάμεων
Ίδρυση1912
Υπηρεσιακοί κλάδοι
ΑρχηγείοΤίρανα
Ηγεσία
Αρχηγός των Ενόπλων ΔυνάμεωνΠρόεδρος Ιλίρ Μέτα
Υπουργός Εθνικής ΆμυναςΝίκο Πελέσι
Αρχηγός Γενικού Επιτελείου Εθνικής ΆμυναςΣτρατηγός Μπαιράμ Μπέγκαι
Δύναμη
Ηλικία στράτευσης18ο έτος
Προσωπικό14.500
Εφεδρεία20.000
Δαπάνες
Προϋπολογισμός$250,000,000 (2020)
Ποσοστό του ΑΕΠ1,5% (2020)
Βιομηχανία
Ξένοι προμηθευτές ΗΠΑ
Γερμανία
Ιταλία

Οι Ένοπλες Δυνάμεις της Αλβανικής Δημοκρατίας (αλβανικά: Forcat e Armatosura të Republikës së Shqipërisë) αποτελούνται από το τον Αλβανικό Στρατό Ξηράς, την Αλβανική Αεροπορία και το Αλβανικό Ναυτικό. Από την 1η Απριλίου 2009 η Αλβανία είναι μέλος του ΝΑΤΟ. Σύμφωνα με το Σύνταγμα της Αλβανίας, αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων είναι ο εκάστοτε Πρόεδρος της Δημοκρατίας.

Αποστολή των Ενόπλων Δυνάμεων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμφωνα με το Σύνταγμα της Αλβανίας, οι αλβανικές Ένοπλες Δυνάμεις:

  • Προστατεύουν την εδαφική ακεραιότητα της χώρας.
  • Πάντα είναι παρόντες αναλαμβάνοντας να αντιμετωπίσουν τις απειλές
  • Βοηθούν τον πληθυσμό σε περίπτωση φυσικών και βιομηχανικών καταστροφών και προειδοποιούν για κινδύνους στρατιωτικής και μη στρατιωτικής φύσεως.
  • Προστατεύουν συνταγματική τάξη, όπως αυτή καθορίζεται από το νόμο.
  • Συμμετέχουν σε διεθνείς επιχειρήσεις, στη σύνθεση των πολυεθνικών δυνάμεων.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 4 Δεκέμβρη 1912, ο Πρωθυπουργός της Αλβανίας Ισμαήλ Κεμάλ και η κυβέρνησή του δημιούργησαν τον Αλβανικό Εθνικό Στρατό.

Ο Βασιλικός Αλβανικός Στρατός (αλβανικά: Ushtria Mbretërore Shqiptare) ήταν ο στρατός του βασιλιά Ζώγου από το 1928 έως το 1939. Αρχηγός του ήταν ο βασιλιάς και Γενικός Διοικητής ο Xhemal Aranitasi. Αρχηγός του Επιτελείου ήταν ο Αυστριακός στρατηγός Gustav von Myrdacz. Ο στρατός χρηματοδοτήθηκε και εκπαιδεύτηκε κυρίως από την Ιταλία.

Στις 7 Απριλίου του 1939, τα ιταλικά στρατεύματα εισέβαλαν στη χώρα, και την κατέλαβε σε έξι ημέρες, συναντώντας ασθενή αντίσταση.

Ψυχρός πόλεμος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η Αλβανία έγινε σοβιετική ουδέτερη χώρα. Οι τάξεις και η δομή των Αλβανικών Ενόπλων Δυνάμεων οργανώθηκαν με βάση τις σοβιετικές αξίες, αυξάνοντας έτσι τον πολιτικό έλεγχο του κράτους επί των Ενόπλων Δυνάμεων. Ένα από τα καθοριστικά χαρακτηριστικά των πολιτικο-στρατιωτικών σχέσεων κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ήταν η προσπάθεια της πολιτικής ηγεσίας να εξασφαλίσει την εμπιστοσύνη του στρατού προς τις κομμουνιστικές αξίες και τους θεσμούς του συστήματος

Όπως σε όλους τους άλλους κλάδους του κράτους, ο Στρατός υποβλήθηκε στον έλεγχο του Κομμουνιστικού Κόμματος. Όλοι οι υψηλόβαθμοι στρατιωτικοί αξιωματικοί και τα περισσότερα από τα χαμηλότερα και μεσαία κλιμάκια ήταν μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος, και είχαν πίστη σε αυτό. Ο στρατός αναδιοργανώθηκε μετά από εκτεταμένη κομμουνιστική πολιτική εκπαίδευση, παράλληλα με την πολεμική εκπαίδευση των στρατιωτών, από τους πολιτικούς κομισάριους. Για να αυξήσει περαιτέρω τον πολιτικό του έλεγχο, το Κομμουνιστικό Κόμμα διεύρυνε το σύστημα στράτευσης, στρατολογώντας προσωπικό αφιερωμένο στη στρατιωτική σταδιοδρομία, από τους Αλβανούς των αγροτικών περιοχών.

Το κράτος και το Κόμμα προχώρησαν ακόμη περισσότερο, ξεκινώντας από την 1η Μαΐου 1966, καταργώντας τους στρατιωτικούς βαθμούς, ακολουθώντας του παράδειγμα του κινεζικού στρατού στα χρόνια της Πολιτιστικής Επανάστασης, και υιοθετώντας στρατηγικές έννοιες που σχετίζονται με τις μορφές του ανταρτοπολέμου (δόγμα του πολέμου του Βιετνάμ). Ο στρατός ήταν ακόμη οργανωμένος κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδουμε τις βασικές μορφές δομής, αλλά ο ρόλος του στρατιωτικού διοικητή ήταν ασήμαντος σε σχέση με τον επιβλητικό ρόλο των πολιτικών κομισάριων. Το 1991 ιδρύθηκε το νέο σύστημα κατάταξης, υπό τον Πρόεδρο Ραμίζ Αλία

Κατά τη διάρκεια όλων αυτών των ετών, η Σιγκουρίμι (Sigurimi) που ήταν η αλβανική μυστική υπηρεσία κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου και διαμορφώθηκε με τη δομή της KGB, ήταν υπεύθυνη για την εκτέλεση, τη φυλάκιση και απέλαση των πάνω από 600 αξιωματικών των Ενόπλων Δυνάμεων, εξουδετερώνοντας πλήρως τη δυνατότητά τους για πραξικόπημα. Αρχικά η κομμουνιστική εκκαθάριση επικεντρώθηκε στο στρατιωτικό προσωπικό που αποφοίτησε από τις δυτικές στρατιωτικές σχολές (κυρίως από την Ιταλία, την περίοδο 1927-1939), επεκτάθηκε αργότερα και στους αξιωματικούς που αποφοίτησαν στη Σοβιετική Ένωση (μετά την εγκατάλειψη του Συμφώνου της Βαρσοβίας, το 1961). Καθώς το κομμουνιστικό καθεστώς κατέρρεε στην Αλβανία κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, δεν υπήρχε πραγματικός φόβος ότι οι Ένοπλες Δυνάμεις θα μπορούσαν να παρέμβουν για να σταματήσουν αυτή την κατάρρευση καθώς βρίσκονταν σε κατάσταση αποσύνθεσης.

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, η Αλβανία είχε μειώσει τον αριθμό των ταξιαρχιών πεζικού από 8 σε 4. Κάθε ταξιαρχία είχε τρία τάγματα πεζικού και ένα ελαφρά εξοπλισμένο τάγμα πυροβολικού. Οι τεθωρακισμένες δυνάμεις αποτελούνταν από μία ταξιαρχία. Οι δυνάμεις του πυροβολικού αυξήθηκαν από ένα έως τρία συντάγματα κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, και έξι τάγματα του παράκτιου πυροβολικού διατηρήθηκαν σε στρατηγικά σημεία κατά μήκος των παραλίων της Αδριατικής.

Εκσυγχρονισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά από αρκετά σημαντικά προγράμματα επανεξοπλισμού, το 2001 οι αλβανικές Ένοπλες Δυνάμεις ξεκίνησαν ένα δεκαετές πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων ώστε να γίνει τεχνολογικά προηγμένες και πλήρως επαγγελματικές από το 2011. Οι νέες ένοπλες δυνάμεις αποτελούνται από περίπου 14.500 στρατιώτες, συμπεριλαμβανομένων 2.000 μη οπλισμένων, εκπαιδευμένες στα πρότυπα του ΝΑΤΟ.Το ίδιο ριζική μεταρρύθμιση υλοποιήθηκε στον απαρχαιωμένο εξοπλισμό, συμπεριλαμβανομένων των αεροπλάνων, αρμάτων μάχης, ελικοπτέρων, του πυροβολικού, των πλοία του ναυτικού, των πυρομαχικών. Έτσι η Αλβανία ξεκίνησε ένα φιλόδοξο πρόγραμμα καταστροφής του εξοπλισμού αυτού. Ωστόσο, η Αλβανία εξακολουθεί να ασχολείται με ένα τεράστιο ποσό πλεοναζόντων και απαρχαιωμένων πυρομαχικών, άμεσο αποτέλεσμα της μακράς απομόνωσης της χώρας και των εθνοτικών εντάσεων στην περιοχή. Το αλβανικό υπουργείο Άμυνας εκτιμά αυτή την ποσότητα σε 85.000 τόνους, αλλά αναμένεται να αυξηθεί μέχρι και 104.000 τόνους.

Το 2004 ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Τζορτζ Μπους, στα πλαίσια του προγράμματος Nunn–Lugar Act, ενέκρινε κονδύλια για την Αλβανία, σηματοδοτώντας την πρώτη φορά που τα κεφάλαια αυτά εγκρίθηκαν για χρήση έξω από την πρώην Σοβιετική Ένωση. Με τη χρηματοδότηση αυτή οι ΗΠΑ βοήθησαν την κυβέρνηση της Αλβανίας στην καταστροφή του αποθέματος των παραγόντων χημικού πολέμου που είχαν απομείνει από το κομμουνιστικό καθεστώς (Κατηγορία 1, το συνολικό ποσό 16,7 τόνοι).Το τελικό κόστος του έργου ήταν 48 εκατομμύρια δολλάρια και ολοκληρώθηκε επίσημα στις 10 Ιουλίου 2007.

Στις 3 Απριλίου 2006, υπεγράφη στα Τίρανα μεταξύ του Αλβανικού Υπουργείου Άμυνας και της Eurocopter Deutschland GmbH η η τελική σύμβαση για την παράδοση των 12 ελαφρών δικινητήριων ελικοπτέρων πολλαπλού ρόλου Bölkow-Blom MBB BO-105. Σύμφωνα με την Αλβανική Κυβέρνηση, 6 από τα ελικόπτερα BO-105 προορίζονται για την Αλβανική Ταξιαρχία Αεροπορίας, 4 για το Υπουργείο Εσωτερικών και τα υπόλοιπα 2 για το Υπουργείο Υγείας της Αλβανίας.

Η Αλβανία έχει αποκτήσει πρόσφατα 4 ελικόπτερα Eurocopter AS 532 και έχει 2 επιπλέον ΕΚ 145, κατόπιν παραγγελίας από το 2015. Επίσης, από το 2008 έχουν διατεθεί στο Πολεμικό Ναυτικό τέσσερα περιπολικά σκάφη Damen Stan 4207, 3 εκ των οποίων έχουν κατασκευαστεί στην Αλβανία.

Στις 16 Ιουλίου 2014, η υπουργός Αμύνης της Αλβανίας δήλωσε ότι εντός του 2014 η αλβανική Μηχανοκίνητη Ταξιαρχία Πεζικού θα είναι πλήρως έτοιμος για μάχη, εξοπλισμένη με σύγχρονο οπλισμό του ΝΑΤΟ. Αυτή θα είναι η πρώτη μονάδα στις αλβανικές Ένοπλες Δυνάμεις η οποία δεν θα έχει κανένα τυφέκιο AK-47 στα αποθέματά της, καθώς το έχει αντικαταστήσει με την καραμπίνα M4.

Η συμμετοχή σε ειρηνευτικές επιχειρήσεις / αποστολές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]


Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]