Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αββαείο του Μπόμπιο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αββαείο του Μπόμπιο
Χάρτης
Είδοςβενεδικτινικό αββαείο και θρησκευτική κοινότητα
Αρχιτεκτονικήαναγεννησιακή αρχιτεκτονική
Γεωγραφικές συντεταγμένες44°46′0″N 9°23′13″E
ΘρήσκευμαΚαθολικισμός[1]
Θρησκευτικό τάγμαΤάγμα του Αγίου Βενέδικτου
Θρησκευτική υπαγωγήRoman Catholic Diocese of Piacenza-Bobbio, Territorial Abbey of San Colombano, Roman Catholic Diocese of Bobbio και Roman Catholic Archdiocese of Genoa-Bobbio
Διοικητική υπαγωγήΜπόμπιο
ΧώραΙταλία
Έναρξη κατασκευής7ος αιώνας
Ιστότοπος
Επίσημος ιστότοπος
Commons page Πολυμέσα
Η βασιλική του Αγίου Κολομβανού

Το Αββαείο του Μπόμπιο, επισήμως Αββαείο του Αγίου Κολομβανού (ιταλ. Abbazia di San Colombano) είναι ρωμαιοκαθολικό μοναστήρι, που ιδρύθηκε από τον Ιρλανδό Άγιο Κολομβανό το έτος 614 και γύρω του δημιουργήθηκε η κωμόπολη Μπόμπιο, κοντά στην Πλακεντία, στη βόρεια Ιταλία. Υπήρξε κέντρο της αντιστάσεως κατά της αιρέσεως του Αρειανισμού και είχε μία από τις μεγαλύτερες βιβλιοθήκες στην Ευρώπη κατά τον Μεσαίωνα. Εξαιτίας της τελευταίας, υπήρξε η έμπνευση πάνω στην οποία βασίσθηκε το μοναστήρι στο μυθιστόρημα Το Όνομα του Ρόδου του Ουμπέρτο Έκο, μαζί με τη μονή Σάκρα ντι Σαν Μικέλε.

Το υπόβαθρο για την ίδρυση του αββαείου ήταν η εισβολή των Λομβαρδών στην Ιταλία το 568 μ.Χ.. Ο βασιλιάς των Λομβαρδών Αγιλούλφος πήρε ως σύζυγό του τη θεοσεβούμενη Χριστιανή Θεοδελίνδη το 590 και υπό την επίδρασή αυτής και του Ιρλανδού ιεραποστόλου Κολομβανού, πείσθηκε και ασπάσθηκε τον Χριστιανισμό. Ως βάση για το ιεραποστολικό του έργο στους Λομβαρδούς, ο Αγιλούλφος εκχώρησε στον Κολομβανό έναν ερειπωμένο ναό και ερημωμένους αγρούς στην περιοχή Εμπόβιουμ, εκτάσεις που πριν την κατάληψή τους από τους Λομβαρδούς, ήταν μέρος των κτήσεων του Πάπα Ρώμης. Ο Κολομβανός επιθυμούσε αυτόν τον έρημο τόπο, διότι, παρά τον ενθουσιασμό του για την κατήχηση των Λομβαρδών, προτιμούσε τον μοναχικό βίο. Οπότε γύρω από την εκκλησιά, που ήταν αρχικώς αφιερωμένη στον Απόστολο Πέτρο, ανέγειρε σύντομα ένα μοναστήρι, που αρχικώς βασιζόταν στο μοναστικό τυπικό του κελτικού Χριστιανισμού.

Ο Κολομβανός απεβίωσε τον Νοέμβριο του 615, αλλά άφησε ικανούς διαδόχους: τον Άγιο Αττάλα (θάν. 627) και τον Άγιο Μπερτούλφο (θάν. 640), που ηγήθηκε του κοινοβίου εν μέσω της απειλής του μαχητικού Αρειανιστή βασιλιά Ροθάριου (βασ. 636-652).

Το 628, σε μια επίσκεψή του στη Ρώμη, ο Μπερτούλφος έπεισε τον Πάπα Ονώριο Α΄ να αφαιρέσει τη μονή από τη δικαιοδοσία του επιχώριου Μητροπολίτη, καθιστώντας το αββαείο άμεσα υπαγόμενο στην Αγία Έδρα (τον Πάπα Ρώμης). Υπό τον επόμενο αββά (ηγούμενο), τον Βοβόληνο, εισάχθηκε το τυπικό του Αγίου Βενέδικτου, αρχικώς προαιρετικά, αλλά με τη πάροδο του χρόνου υπερίσχυσε του αυστηρότερου τυπικού του Αγίου Κολομβανού και το Μοναστήρι του Μπόμπιο εντάχθηκε στο Κοινό του Μόντε Κασίνο (Βενεδικτίνοι μοναχοί). Το 643 ο Πάπας Θεόδωρος Α΄ έδωσε στο Αββαείο το προνόμιο της χρήσεως μίτρας και άλλων επισκοπικών συμβόλων από τον αββά.

Με τις προσπάθειες των μαθητών του Κολομβανού, όλο και περισσότεροι Αρειανιστές Λομβαρδοί επέστρεφαν στην Εκκλησία. Ωστόσο, όλο το α΄ μισό του 7ου αιώνα, η μεγάλη περιοχή ανάμεσα στο Τορίνο, τη Βερόνα, τη Γένουα και το Μιλάνο παρέμεινε σε σχετικό χάος, με μείγματα αρειανικών και ειδωλολατρικών θρησκευτικών πρακτικών. Χρειάσθηκε η βασιλεία ενός ακόμα προσήλυτου στον Χριστιανισμό βασιλιά, του Γριμοάλδου Α΄ (663-673), ώστε ο κύριος όγκος των Λομβαρδών να ασπασθεί τον μη αιρετικό Χριστιανισμό. Και μετά από αυτό, ο Αρειανισμός εξαφανίσθηκε γρήγορα στη Δύση.

Ο υπόλοιπος Μεσαίωνας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο ανιψιός της Θεοδελίνδης Αριπέρτος Α΄ είχε αποκαταστήσει όλες τις γαίες του Μπόμπιο που ανήκαν στον Πάπα. Ο Αριπέρτος Β΄ επαναβεβαίωσε την επιστροφή τους στον Πάπα Ιωάννη Ζ΄ το 707. Οι Λομβαρδοί σύντομα καταπάτησαν και πάλι τις εκτάσεις, αλλά το ο Αϊστούλφος υποχρεώθηκε από τον Πιπίνο τον Βραχύ να παραδώσει τα εδάφη. Το 1153 ο Φρειδερίκος Α΄ Βαρβαρόσσα εκχώρησε με δύο διατάγματα διάφορα προνόμια και κτήματα στο μοναστήρι.

Η φήμη του Μπόμπιο έφθασε στην Ιρλανδία και το όνομα του Κολομβανού προσέλκυσε πολλούς θρήσκους συμπατριώτες του. Ο επίσκοπος Κουμμιανός παραιτήθηκε από την έδρα του στην Ιρλανδία για να γίνει ένας απλός μοναχός στο Μπόμπιο, όπου απεβίωσε περί το 736, όπως μνημονεύει σχετική ποιητική επιγραφή στη μονή.

Το 1014 ο Ερρίκος Β΄, Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους, με την ευκαιρία της στέψεώς του στη Ρώμη, εξασφάλισε από τον Πάπα Βενέδικτο Η΄ την ανάδειξη του Αββαείου του Μπόμπιο σε έδρα επισκοπής. Η Ρωμαιοκαθολική Επισκοπή του Μπόμπιο είχε ως πρώτο επίσκοπο τον Πέτρο Άλδο, αββά της μονής από το 999, και οι διάδοχοί του για πολλές δεκαετίες ζούσαν στο αββαείο, όπου πολλοί από αυτούς είχαν διατελέσει μοναχοί. Από το 1133 ή το 1161 το Μπόμπιο υπάχθηκε στην Αρχιεπισκοπή της Γένοβας. Από καιρού σε καιρό εμφανίζονταν διαφωνίες ανάμεσα στον επίσκοπο και τους μοναχούς, οπότε το 1199 ο Πάπας Ιννοκέντιος Γ΄ εξέδωσε διάταγμα που έδινε την εξουσία στον επίσκοπο να καθαιρεί έναν αββά εάν δεν τον υπάκουε μέσα σε ένα ορισμένο χρονικό διάστημα.

Το Αββαείο και ο ναός του αποσπάσθηκαν το 1803 από τους Βενεδικτίνους από τις δυνάμεις κατοχής των Γάλλων, που δήμευσαν την περιουσία της μονής και τη διέλυσαν. Η Ρωμαιοκαθολική Επισκοπή του Μπόμπιο συνέχισε να υπάρχει μέχρι το 1986, οπότε και καταργήθηκε επισήμως.

Η σημερινή Βασιλική του Αγίου Κολομβανού ανεγέρθηκε από το 1456 έως το 1530 σε αναγεννησιακό ρυθμό, έχοντας κάτοψη σε σχήμα λατινικού σταυρού, με κυρίως ναό και δύο πλευρικά κλίτη. Η κόγχη είναι ορθογώνια. Ο ναός διατρεί το προϋπάρχον στον πρώτο ναό βαπτιστήριο του 9ου αιώνα. Η αγιογράφηση του κυρίως ναού με νωπογραφίες ολοκληρώθηκε τον 16ο αιώνα από τον Μπερναρντίνο Λαντσάνι. Η κρύπτη του ναού (15ος αιώνας) φιλοξενεί τη σαρκοφάγο του Αγίου Κολομβανού, έργο του Τζοβάννι ντεϊ Πατριάρκι (1480), όπως και τις σαρκοφάγους των πρώτων δύο ηγουμένων, του Αγίου Αττάλα και του Αγίου Μπερτούλφου. Επίσης, στην κρύπτη υπάρχει ένα ψηφιδωτό δαπέδου του 12ου αι., που απεικονίζει ιστορίες των Maccabeans και τον κύκλο των μηνών του έτους. Σήμερα δεν είναι ορατές δομές των αρχικών μοναστηριακών κτισμάτων.[2]

Το καμπαναριό, έργο του ύστερου 9ου αιώνα, προέρχεται από το αρχικό κτίσμα. Αντιθέτως, ο Torre del Comune (πύργος) ανεγέρθηκε το διάστημα 1456-1485.

Το μουσείο του Αββαείου περιέχει ευρήματα και υπολείμματα της ρωμαϊκής εποχής (τάφους, βωμούς και γλυπτά), αλλά και της εποχής των Λομβαρδών (π.χ. ταφόπλακες). Στεγάζει επίσης ένα polyptych by Bernardino Luini και τη «Συλλογή Μπόμπιο», τη δεύτερη μεγαλύτερη παγκοσμίως συλλογή «φιαλιδίων της Μόντσα», μικρών δοχείων για αγιασμό ή αγιασμένο έλαιο που είχαν μαζί τους οι προσκυνητές του πρώιμου Μεσαίωνα (6ος αιώνας).

Ο πυρήνας της βιβλιοθήκης της μονής δημιουργήθηκε πιθανώς από τα χειρόγραφα που είχε φέρει μαζί του ο Κολομβανός από την Ιρλανδία (αν και αυτά πρέπει να ήταν ελάχιστα) και τις πραγματείες που συνέγραψε ο ίδιος. Ο λόγιος Ιρλανδός μοναχός Ντούνγκαλ του Μπόμπιο (απεβίωσε μετά το 827) κληροδότησε στη βιβλιοθήκη τα βιβλία του, περί τους 27 τόμους.

Χάρη σε έναν κατάλογο του ύστερου 9ου αιώνα, που εκδόθηκε από τον Λοντοβίκο Αντόνιο Μουρατόρι (έκδοση που ξεπεράστηκε πλέον από αυτή του M. Tosi[3]), γνωρίζουμε ότι όλοι οι κλάδοι της γνώσεως εκείνης της εποχής, θεολογικής και κοσμικής, αντιπροσωπεύονταν σε αυτή τη βιβλιοθήκη. Ο κατάλογος περιέχει περισσότερους από 600 τόμους. Πολλά από τα βιβλία έχουν χαθεί, τα υπόλοιπα έχουν διασκορπισθεί σε άλλες συλλογές, των οποίων θεωρούνται από τα πολυτιμότερα αποκτήματα.

Το 1616 ο Καρδινάλιος Φεντερίκο Μπορρομέο πήρε για την Αμβροσιανή βιβλιοθήκη του Μιλάνου 86 τόμους, μεταξύ των οποίων το περίφημο «Bobbio Orosius», το «Αντιφωνάριο του Μπάνγκορ» και ο «Ιερώνυμος του Μπόμπιο», που είναι γραμμένος επάνω σε μια Gothic μετάφραση της Βίβλου από τον Ουλφίλα. Κι άλλοι 26 τόμοι δόθηκαν το 1618 στον Πάπα Παύλο Ε΄ για τη Βιβλιοθήκη του Βατικανού. Πολλοί άλλα βιβλία στάλθηκαν στο Τορίνο, όπου (πέρα από όσα βρίσκονται στα Βασιλικά Αρχεία), υπήρχαν 71 τόμοι στη Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου μέχρι την καταστροφική πυρκαγιά της 26ης Ιανουαρίου 1904.

Ο Ζερμπέρ ντ' Ωριγιάκ, ο μετέπειτα Πάπας Σιλβέστρος Β΄, έγινε αββάς του Μπόμπιο το 982 και με τη βοήθεια των πολλών αρχαίων πραγματειών που βρήκε εκεί εκπόνησε το σημαντικό έργο του πάνω στη γεωμετρία.


  1. Ανακτήθηκε στις 6  Ιανουαρίου 2021.
  2. Destefanis, Eleonora (2008). La diocesi di Piacenza e il monastero di Bobbio. Spoleto: Fondazione Centro Italiano di Studi sull'Alto Medioevo. σελ. 91. ISBN 9788879889339. 
  3. M. Tosi: «Il governo abbaziale di Gerberto a Bobbio», στο Archivum Bobiense, τόμος 2 (1985), σσ. 195-223

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]