Άνθιμος Μιχαήλωφ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Άνθιμος Μιχαήλωφ
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση1816[1][2]
Σαράντα Εκκλησιές
Θάνατος1  Δεκεμβρίου 1888 ή 1888[2]
Βίντιν
Τόπος ταφήςΒίντιν
ΚατοικίαΚωνσταντινούπολη
ΕθνικότηταΒούλγαροι
Χώρα πολιτογράφησηςΒουλγαρία
ΘρησκείαΑνατολικός Ορθόδοξος Χριστιανισμός
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΒουλγαρικά[3]
ΣπουδέςΘεολογική Ακαδημία της Μόσχας
Ιερά Θεολογική Σχολή της Χάλκης[4]
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταπολιτικός
ορθόδοξος ιερέας[5]
Αξιώματα και βραβεύσεις
Αξίωμαμέλος της Βουλγαρικής Εθνοσυνέλευσης
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Άνθιμος Α΄ (βουλγ. Антим I, «Αντίμ»), κατά κόσμο Ατανάς Μιχαήλωφ Τσαλίκωφ (βουλγ. Aтанас Михайлов Чалъков, 1816 – 1 Δεκεμβρίου 1888) ήταν Βούλγαρος λόγιος και κληρικός, που υπήρξε ο πρώτος επικεφαλής της Βουλγαρικής Εξαρχίας, ένα αξίωμα που κατείχε από το 1872 μέχρι το 1877. Επίσης, μετά την ανακήρυξη του ημιαυτόνομου από τους Οθωμανούς βουλγαρικού κράτους, ο Άνθιμος διετέλεσε το 1879 ο πρώτος Πρόεδρος στην ιστορία της Εθνοσυνελεύσεως της Βουλγαρίας, τόσο της Συντακτικής Βουλής όσο και της «Α΄ Μεγάλης Εθνοσυνελεύσεως»[6].

Ο Ατανάς Μιχαήλωφ γεννήθηκε στην πόλη Σαράντα Εκκλησιές (βουλγ. Λόζενγκραντ) της Ανατολικής Θράκης, τότε μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (όπως και σήμερα ανήκει στην Τουρκία με την ονομασία «Κιρκλάρελι»). Αρχικώς εξάσκησε το επάγγελμα του ράφτη στην Κωνσταντινούπολη και αργότερα έγινε μοναχός στη σερβική Μονή Χιλανδαρίου στο Άγιον Όρος.[7]

Σπούδασε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, στην Οδησσό, καθώς και στη Σλαβοελληνολατινική Ακαδημία (στη Λαύρα Τρόιτσε-Σέργκιεβα έξω από τη Μόσχα), από όπου και απεφοίτησε το 1856. Τότε χειροτονήθηκε ιερομόναχος ως Άνθιμος από τον Μητροπολίτη Μόσχας Φιλάρετο Ντροζντόφ. Η γνώμη του Π. Καρολίδη[8] ότι ο Άνθιμος διετέλεσε καθηγητής και σχολάρχης της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης δεν φαίνεται από μελέτη των πηγών να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Ο Άνθιμος απλώς υπήρξε ένας από τους πρώτους 4 αποφοίτους στην ιστορία της Σχολής αυτής.[9]

Επιστρέφοντας στη Βουλγαρία, ως ένας από τους πιο μορφωμένους Βουλγάρους κληρικούς της εποχής, χειροτονήθηκε επίσκοπος και διορίσθηκε Μητροπολίτης Πρεσλάβας (από το 1861) και κατόπιν Βιδινίου (από το 1868).[10]

Mετά από έντονη παρασκηνιακή δραστηριότητα και πιέσεις του Ρώσου πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη Νικολάι Ιγνάτιεφ, που ασκούσε μεγάλη επιρροή στον Σουλτάνο Αμπντούλ Αζίζ, ένα σουλτανικό φιρμάνι στις 28 Φεβρουαρίου (παλ. ημερολ.) 1870, αγνοώντας το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ίδρυσε την αυτόνομη «Βουλγαρική Εξαρχία» με έδρα την Κωνσταντινούπολη, της οποίας όμως ο εκάστοτε εκλεγόμενος έξαρχος θα διοριζόταν μετά από οθωμανικό βεράτιο, και με επικύρωση του Οικουμενικού Πατριάρχη. Ως πρώτος έξαρχος της αντι-κανονικής αυτής Εκκλησίας ορίσθηκε το 1872 ο Ιλαρίων Α΄ (κατά κόσμο Ιβάν Ιβάνοφ), μητροπολίτης Λόβετς («Λοφτζού»), που όμως είχε καθαιρεθεί από το Πατριαρχείο. Επιπλέον, οι μετριοπαθέστεροι Βούλγαροι απεδοκίμασαν την εκλογή του, και έτσι δεν έγινε αποδεκτός από τον Σουλτάνο και παραιτήθηκε μετά από μόλις 4 ημέρες. Κατά την επαναληπτική εκλογή που ακολούθησε, ως έξαρχος επιλέχθηκε ο τότε μητροπολίτης του Βιδινίου, ο Άνθιμος, ως «Άνθιμος Α΄».

Τρεις μόλις μήνες μετά, στις 11 Μαΐου 1872, ο Άνθιμος Α΄, ανεκήρυξε μονομερώς, κατά παράβαση των Ιερών Κανόνων, την πλήρη ανεξάρτησία της Εξαρχίας ως αυτοκέφαλης Εκκλησίας (Μάιος 1872). Σε αυτό ίσως να είχε επηρεάσει τους Βούλγαρους εξαρχικούς το αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Ελλάδος, που αναγνωρίσθηκε το 1850 και από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. `Ομως, αντίθετα με την Ελλάδα, η Βουλγαρία δεν ήταν ακόμα ανεξάρτητο κράτος, αλλά απλό τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Σύμφωνα με τον κανόνα 36 της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου, προϋπόθεση για ύπαρξη ανεξάρτητης Εκκλησίας είναι η ύπαρξη προηγουμένως πολιτικής ανεξαρτησίας. Τότε ο Οικουμενικός Πατριάρχης Άνθιμος ΣΤ΄, στις 13 Μαΐου, προέβη στην καθαίρεση του Εξάρχου Ανθίμου και των συνεργατών αυτού επισκόπων και άλλων κληρικών της Εξαρχίας, ανακοινώνοντας την πράξη αυτή προς όλες τις Εκκλησίες. Η καταδίκη επικυρώθηκε από την Ιερά Σύνοδο του Πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους.[11] Οι τότε αυτοκέφαλες εκκλησίες αναγνώρισαν όλες την ορθότητα και την κανονικότητα της πράξεως του Οικουμενικού Πατριαρχείου, εκτός βέβαια από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ρωσίας. Η ύπαρξη αυτής της σχισματικής «Βουλγαρικής Εκκλησίας», της Εξαρχίας, στάθηκε ο σημαντικότερος παράγοντας για την εθνική συνειδητοποίηση των Βουλγάρων και ο πυρήνας για τη δημιουργία του βουλγαρικού εθνικισμού, που οδήγησε στον Μακεδονικό Αγώνα.

Ο Άνθιμος απεβίωσε στο Βιδίνιο σε ηλικία 72 ετών και ο μεγαλόπρεπος τάφος του βρίσκεται στο προαύλιο του αρχιεπισκοπικού μεγάρου του Βιδινίου.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]


Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 (Αγγλικά, Ιταλικά, Ιαπωνικά) opac.vatlib.it. 495/62705.
  2. 2,0 2,1 2,2 Τσεχική Εθνική Βάση Δεδομένων Καθιερωμένων Όρων. js20221160973. Ανακτήθηκε στις 14  Σεπτεμβρίου 2022.
  3. Τσεχική Εθνική Βάση Δεδομένων Καθιερωμένων Όρων. js20221160973. Ανακτήθηκε στις 9  Φεβρουαρίου 2023.
  4. Ανακτήθηκε στις 10  Ιουλίου 2019.
  5. Τσεχική Εθνική Βάση Δεδομένων Καθιερωμένων Όρων. js20221160973. Ανακτήθηκε στις 20  Δεκεμβρίου 2022.
  6. Black, Cyril E. (1943). The Establishment of Constitutional Government in Bulgaria. Princeton, NJ: Princeton University Press. σελ. 79. Ανακτήθηκε στις 21 Ιουνίου 2021 – μέσω Internet Archive. 
  7. MacDermott, Mercia (1962). A History of Bulgaria 1395-1885Απαιτείται δωρεάν εγγραφή. Νέα Υόρκη: Frederick A. Praeger. σελ. 166. Ανακτήθηκε στις 21 Ιουνίου 2021 – μέσω Internet Archive. 
  8. Παύλου Καρολίδη: Σύγχρονος Ιστορία των Ελλήνων, Εκ του τυπογραφείου Αλεξ. Βιτσικουνάκη, Αθήναι 1922, τόμ. 4ος, σελ. 265
  9. Β. Στεφανίδη: Εκκλησιαστική Ιστορία, Αθήναι 1948, σελ. 673
  10. Buchan, John, επιμ. (1924). «Bulgaria». Bulgaria and Romania: The Nations of Today; A New History of the World. Βοστώνη και Νέα Υόρκη: Houghton Mifflin Company. σελ. 33. Ανακτήθηκε στις 20 Ιουνίου 2021 – μέσω Internet Archive. 
  11.  Bourchier, James David (1911) «Bulgaria/History» στο: Chisholm, Hugh, επιμ. Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάννικα 4 (11η έκδοση) Cambridge University Press, σσ. 779-784 

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Το ομώνυμο λήμμα στη Νέα Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια «Χάρη Πάτση», τόμος 5, σελ. 655