Άγγελος Σπαχής

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Άγγελος Σπαχής
Ο Άγγελος Σπαχής στο πλοίο για την Ύδρα, στα τέλη της δεκαετίας του 1940. Ιδιωτική συλλογή
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Άγγελος Σπαχής (Ελληνικά)
Γέννηση1903
Αθήνα
Θάνατος1960
Αθήνα
Χώρα πολιτογράφησηςΕλλάδα
Εκπαίδευση και γλώσσες
Μητρική γλώσσαΕλληνικά
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταγραφίστας
ζωγράφος
σκιτσογράφος
σκηνογράφος
εικονογράφος

Ο Άγγελος Σπαχής (1903-1960) ήταν πρωτοπόρος Έλληνας γραφίστας, σκηνογράφος, σκιτσογράφος, εικονογράφος, ζωγράφος και διακοσμητής, ο οποίος έδρασε κατά τον μεσοπόλεμο και επηρεάστηκε από τον μοντερνισμό και ιδιαίτερα από τη ρωσική πρωτοπορία (σουπρεματισμός και κονστρουκτιβισμός).

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1903 και αναγκάστηκε να βιοποριστεί από μικρή ηλικία. Στις αρχές της δεκαετίας του 1920 άρχισε να εργάζεται ως σκιτσογράφος σημαντικών εφημερίδων και το 1926 άρχισε να ασχολείται με τη σκηνογραφία. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος του Συνδέσμου Ελλήνων Σκιτσογράφων[1] (ιδρύθηκε το 1926), όπου συμμετείχε στις εκθέσεις του το 1927, 1928, 1932, 1934 και 1938 και μέλος της Ομάδας «Τέχνη 1930», συμμετέχοντας στις εκθέσεις της το 1931, το 1933 και το 1940. Στη δεκαετία του 1930 άρχισε να συνεργάζεται με τις καπνοβιομηχανίες Παπαστράτος και Γ.Α. Κεράνης και δημοσίευσε τις πρώτες του τεχνοκριτικές. Υπήρξε, επίσης, ιδρυτικό μέλος της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου[2] (ιδρύθηκε το 1936) και μέλος του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος.[3] Το 1953 παντρεύτηκε την καλλιτέχνιδα Μαρία Κοζαδίνου (1895-1985) και το 1960 ολοκλήρωσε την κατασκευή της οικίας του στην Ύδρα. Πέθανε τον Δεκέμβριο του 1960 στην Αθήνα.

Το έργο του[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Άγγελος Σπαχής υπήρξε πολυπράγμων και το έργο του εκτείνεται σε αρκετούς τομείς της τέχνης. Ασχολήθηκε κυρίως με τη γραφιστική, ενώ ταυτόχρονα υπήρξε σκηνογράφος, σκιτσογράφος και ζωγράφος, εικονογράφος βιβλίων και διακοσμητής.

Γραφιστική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η γραφιστική αντιπροσωπεύει το μεγαλύτερο μέρος της καλλιτεχνικής ζωής του. Το 1927, ο Άγγελος Σπαχής, σε συνεργασία με τον Νίκο Καστανάκη (1896-1962), με τον οποίο πιθανότατα γνωρίστηκαν μέσω του Συνδέσμου Ελλήνων Σκιτσογράφων, ίδρυσε το Ατελιέ Καστανάκη-Σπαχή, που αναλάμβανε μεταξύ άλλων και τη διαφήμιση των καπνοβιομηχανιών Παπαστράτος και Γ.Α. Κεράνης. Η πρώτη αφίσα του Ατελιέ που εμφανίστηκε στον εφήμερο τύπο της εποχής αφορούσε στο εξώφυλλο της εφημερίδας Ελεύθερος Άνθρωπος του Κώστα Αθανάτου. Από εκείνη τη στιγμή και μέχρι το 1935 το Ατελιέ είχε συνεχή δραστηριότητα.             

Από το 1931 ξεκίνησε η συνεργασία με τον Παπαστράτο, με το δίδυμο Καστανάκη-Σπαχή να σχεδιάζει τα πακέτα και τις διαφημίσεις των πολύ γνωστών στο ευρύ κοινό «Νούμερων» της καπνοβιομηχανίας. Την ίδια περίοδο, άρχισε και η συνεργασία με την Γ.Α. Κεράνης, η οποία συνεχίστηκε και μετά τη διάλυση του Ατελιέ και μέχρι τον θάνατο του καλλιτέχνη. Από τη συνεργασία προέκυψαν τα πακέτα και οι διαφημίσεις για τα τσιγάρα «Άρωμα», «Έθνος», «Δελφοί», «Αα» και «Δήλος».    

Το Ατελιέ ασχολήθηκε συστηματικά και με τον κλάδο του τουρισμού φιλοτεχνώντας αφίσες με σκοπό να διαφημίσουν την ομορφιά της Ελλάδας στο εξωτερικό. Μετά τη διάλυση του Ατελιέ, στις αρχές του 1935, ο Σπαχής συνέχισε μόνος του τη συνεργασία με τον ΕΟΤ και τις καπνικές εταιρίες. Τα γραφιστικά έργα του Σπαχή ακολουθούν την παράδοση της ευρωπαϊκής ζωγραφικής και συγκεκριμένα τον ρωσικό κονστρουκτιβισμό με τις διαγώνιες και γεωμετρικές συνθέσεις[4]. Ο Σπαχής ήρθε σε επαφή με τη συγκεκριμένη τέχνη μέσα από το βιβλιοπωλείο Ελευθερουδάκη, στο οποίο εργάστηκε για αρκετά χρόνια.

Σκηνογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πολύπλευρη προσωπικότητα του Σπαχή ασχολήθηκε και με τη σκηνογραφία, για ένα διάστημα είκοσι περίπου χρόνων (1926-1945). Το 1926 εμφανίστηκε για πρώτη φορά ως σκηνογράφος της παράστασης Κόκκινος Μύλος και από τότε και μέχρι το 1945 ανέλαβε, σε συνεργασία είτε με τον Νίκο Καστανάκη, είτε με άλλους καλλιτέχνες τα σκηνικά για 40 τουλάχιστον θεατρικές παραστάσεις[5]. Σημαντικό σταθμό στη σκηνογραφική του δουλειά διαδραμάτισε η αναβίωση της Εκάβης στο Παναθηναϊκό Στάδιο το 1927, που αποτέλεσε και την πρώτη αναβίωση του αρχαίου δράματος. Στον Τύπο της εποχής ξέσπασε διαμάχη μεταξύ των σκηνογράφων Καστανάκη και Σπαχή και του σκηνοθέτη Φώτου Πολίτη για την ακαταλληλότητα, όπως θεωρήθηκε, της μακέτας των σκηνικών[6]. Η διαφωνία μεταξύ των σκηνογράφων και του σκηνοθέτη μεταφέρθηκε στο δικαστήριο. Παρ' όλα αυτά, το συγκεκριμένο γεγονός δεν εμπόδισε την εκτέλεση άλλων πολυάριθμων σκηνικών στη δεκαετία του 1930 και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1940. Η τελευταία σκηνογραφική δουλειά του Σπαχή πραγματοποιήθηκε το 1945 για την παράσταση Χαρούμενες Ώρες.[εκκρεμεί παραπομπή]

Σκιτσογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τον Φεβρουάριο του 1922 ο Άγγελος Σπαχής πρωτοεμφανίστηκε ως σκιτσογράφος της νεοϊδρυθείσας εφημερίδας Ελεύθερον Βήμα του Δημητρίου Λαμπράκη. Το Φιντανάκι του Παντελή Χορν, το πρώτο διήγημα της εφημερίδας, εμπλουτίστηκε με τα σχέδια του καλλιτέχνη. Το ύφος του στα πολιτικά θέματα ήταν ιδιαίτερα καυστικό, δίδοντας έμφαση στην καταγγελία της βασιλικής παράταξης κατά τον Εθνικό Διχασμό που επικρατούσε εκείνο το διάστημα. Μέσα από τις γελοιογραφίες του ανέλυε τη Μικρασιατική Εκστρατεία και ασκούσε έντονη κριτική στον τρόπο που την αντιμετώπιζε η κυβέρνηση. Οι στρατιωτικές του υποχρεώσεις αναχαίτισαν την επαγγελματική του πορεία στο Ελεύθερον Βήμα, αλλά η ενασχόλησή του με τη γελοιογραφία συνεχίστηκε, μετά το τέλος της στρατιωτικής του θητείας με τη δημοσίευση έργων του σε εφημερίδες και περιοδικά της δεκαετίας του 1920, όπως η Εθνική Φωνή, ο Παντογνώστης και ο Σατανάς, με θέματα που αφορούσαν στην πολιτική και πολιτισμική ζωή της Ελλάδας. Η ένταξή του, στη συνέχεια στον Σύνδεσμο Σκιτσογράφων Αθηναϊκών Εφημερίδων και η συμμετοχή του στις εκθέσεις του το 1927, 1932, 1934 και 1938 ανέδειξαν το ξεχωριστό ύφος του. Το τελευταίο του σκίτσο δημοσιεύτηκε το 1945 στο περιοδικό Σάτιρα.

Ζωγραφική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ενασχόληση του Σπαχή με τη ζωγραφική ήταν ελάχιστη και προκύπτει μόνο μέσα από τη συμμετοχή του σε τρεις εκθέσεις της Ομάδας «Τέχνη 1930». Το 1931 συμμετείχε στη Β΄ έκθεση της Ομάδας με μία Σύνθεση, ένα βιτρό. Το έργο, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι εντάχθηκε στον τομέα της Διακοσμητικής δεν φάνηκε να ενθουσιάζει το κοινό, ενώ οι κριτικές το προσπερνούσαν χωρίς να το σχολιάσουν[7]. Δεν συνέβη το ίδια και στην επόμενη έκθεση της Ομάδας, του 1933, όπου ο Άγγελος Σπαχής συμμετείχε με τα έργα Τουρκογύφτισσες, οι οποίες εκτέθηκαν και στη Μπιενάλε της Βενετίας του 1934, Η γυναίκα με τα μαύρα γυαλιά, Εσωτερικό και Νεκρή φύση. Η πρωτοπορία του καλλιτέχνη και οι μοντέρνες ιδέες του που ακολουθούσαν τα ευρωπαϊκά πρότυπα δίχασαν το κοινό και τον έφεραν αντιμέτωπο με αυστηρές κριτικές. Ενώ η Νεκρή φύση φάνηκε να εντυπωσιάζει για την πρωτότυπη χρήση καθημερινών υλικών, Η γυναίκα με τα μαύρα γυαλιά θεωρήθηκε από μερικούς πως «φθάνει μέχρις ακατανοήτων δυστυχώς ακροτήτων»[8]. Την τελευταία του εμφάνιση ως ζωγράφος την πραγματοποίησε στην έβδομη έκθεση της Ομάδας το 1940 με το έργο Μύκονος που κινείται σε περισσότερο συντηρητικά πλαίσια. Σε ιδιωτικό βαθμό ο Σπαχής συνέχισε να σχεδιάζει μέχρι το τέλος της ζωής του.

Εικονογραφήσεις βιβλίων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τη δεκαετία του 1920 ο Άγγελος Σπαχής εμφανίστηκε για πρώτη φορά και ως εικονογράφος βιβλίων για τον εκδοτικό οίκο Παντογνώστης, με τον οποίο συνεργάστηκε από το 1922 έως και το 1924. Μεταξύ των εικονογραφήσεων ο καλλιτέχνης φιλοτέχνησε και το σήμα του εκδοτικού οίκου, έναν δαφνοστεφανωμένο νέο, το οποίο έναν χρόνο αργότερα έγινε και το σήμα της νεοϊδρυθείσας ομάδας του Ολυμπιακού.[εκκρεμεί παραπομπή] Την ίδια δεκαετία συνεργάστηκε και με άλλους εκδοτικούς οίκους, όπως η Χαραυγή. Την επόμενη δεκαετία το Ατελιέ Καστανάκη-Σπαχή συνεργάστηκε με  τους εκδοτικούς οίκους Δημητράκου και Σιδέρη για την εικονογράφηση Αναγνωστικών, συνεργασία η οποία διήρκησε μέχρι και το 1934 και το 1936 αντιστοίχως. Το 1948 άρχισε η συνεργασία του με τον εκδοτικό οίκο Αλικιώτη, η οποία διήρκησε μέχρι και το 1955. Σε αυτό το διάστημα εικονογράφησε εξώφυλλα και σελίδες πολυάριθμων παιδικών και εφηβικών βιβλίων. Αυτή η συνεργασία αποτέλεσε και την τελευταία δουλειά του στις εικονογραφήσεις βιβλίων.[εκκρεμεί παραπομπή]

Κείμενα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • «Η Μαργαρίτα και τα σκίτσα της», εφ. Εθνική Φωνή, 28 Οκτωβρίου 1924.
  • «Τα σκηνικά της Εκάβης», εφ. Η Πρωία, 13 Σεπτεμβρίου 1927.
  • «Περί την “Εκάβην”», εφ. Έθνος, 14 Σεπτεμβρίου 1927.
  • «Η σκηνογραφία της “Εκάβης”. Έμπνευσις και τροποποιήσεις», εφ. Η Ελληνική, 15 Σεπτεμβρίου 1927.
  • «Τα σκηνικά της Εκάβης», εφ. Η Πρωία, 15 Σεπτεμβρίου 1927.
  • «Μια καλλιτεχνική συζήτησις. Η σκηνογραφία της “Εκάβης”», εφ. Η Ελληνική, 17 Σεπτεμβρίου 1927.
  • «Και πάλιν τα σκηνικά της “Εκάβης”», εφ. Η Πρωία, 17 Σεπτεμβρίου 1927.
  • «Τα σκηνικά της “Εκάβης”», εφ. Πολιτεία, 17 Σεπτεμβρίου 1927.
  • «Περί την “Εκάβην” καλλιτεχνικαί διαφοραί», εφ. Η Ελληνική, 19 Σεπτεμβρίου 1927.
  • «Τα σκηνικά της “Εκάβης”», εφ. Η Πρωία, 19 Σεπτεμβρίου 1927.
  • «Ρυθμική. Το πρώτο ελληνικό σχολείο ρυθμικής της Κούλας Πράτσικα», περ. 20ός Αιώνας, τχ. 3, 1934.
  • «Προλεγόμενα», εφ. Αθήναι, τχ. 3, Δεκέμβριος 1934.
  • «Περίληψη, 1834-1934», εφ. Αθήναι, τχ. 4, Ιανουάριος 1935.
  • «Η αισθητική του Άσκημου», εφ. Ελληνικά (Πασχαλινά) Φύλλα, τχ. 12, Μάρτιος 1936.
  • «Θεατρικές έρευνες. Η σκηνογραφία στην επιθεώρηση. Μια συνομιλία του συνεργάτου μας κ. Γιαν. Σιδέρη με τον κ. Άγγελο Σπαχή», περ. Τα Παρασκήνια, τχ. 57, 17 Ιουνίου 1939.
  • «Μερικοί στοχασμοί γύρω από την τέχνη της φυγής. Η έκθεση του Γ. Βακαλό», εφ. Ελεύθερη Ελλάδα, 10 Δεκεμβρίου 1946.
  • «Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ. Ο λαϊκός ζωγράφος», εφ. Ελεύθερη Ελλάδα, 13 Μαΐου 1947.
  • «Κριτικά σημειώματα. Καπράλος. Μια καλλιτεχνική έκδοση», εφ. Ελεύθερη Ελλάδα, 27 Μαΐου 1947.
  • «Εικαστικές τέχνες. Έκθεση Τσαρούχη», εφ. Ελεύθερη Ελλάδα, 3 Ιουνίου 1947.
  • «Ο Γαλάνης στην Αθήνα», εφ. Ο Ρίζος της Δευτέρας, 8 Σεπτεμβρίου 1947.
  • «Η καταγωγή του Γαλάνη και η καλλιτεχνική του συνείδηση», περ. Ελεύθερα Γράμματα, 15 Οκτωβρίου 1947.
  • «Ούτε νεκροφορμαλισμός ούτε ψευδοφορμαλισμός», περ. Ελεύθερα Γράμματα, 15 Νοεμβρίου 1947.
  • «Πανσεξουαλική αισθητική;» περ. Ελεύθερα Γράμματα, Γενάρης-Φλεβάρης 1949.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Μοσχονάς, Σπύρος (2010). Καλλιτεχνικά σωματεία και ομάδες τέχνης στην Ελλάδα κατά το α΄ μισό του 20ού αιώνα: η σημασία και η προσφορά τους (διδακτορική διατριβή). Αθήνα: Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. σελ. 496 υποσημ. 703.  Βλ. επίσης: Ελεύθερον Βήμα (Αθήνα): 2. 25 Ιανουαρίου 1926. 
  2. Καταστατικό. Αθήνα: Ένωσις υπέρ των Ελευθεριών του Ανθρώπου και του Πολίτου. 1936. σελ. 11, άρθρο 2. Ανακτήθηκε στις 7 Ιανουαρίου 2023. 
  3. Κυριακώδη, Αθηνά (2022). «Χρονολόγιο». Άγγελος Σπαχής 1903-1960. Αθήνα: Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος. σελ. 281. 
  4. Παΐσιος, Ν.Π. (2022). «Ένας ξεχασμένος πρωτοπόρος». Άγγελος Σπαχής 1903-1960. Αθήνα: Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος. σελ. 37. 
  5. Ντακόλια, Κ. (2022). «Ο σκηνογράφος Άγγελος Σπαχής». Άγγελος Σπαχής 1903-1960. Αθήνα: Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος. σελ. 55. 
  6. «Λοιπόν, η Εκάβη που παίζεται σε ένα στρατόπεδο, ως μόνο ουσιαστικό σκηνικό έχει να παρουσιάσει τα τσαντίρια ή καλύβια των πολεμιστών ή των αιχμαλώτων. Μια ζωγραφική εμφάνιση τέτοιου σκηνικού, με σκόρπια εδώ και εκεί τσαντίρια, δε θα μπορούσε με κανένα λόγο να δώσει την έννοια του τραγικού και του μεγαλειώδους, που χαρακτηρίζει την αρχαία τραγωδία.» (Μπαστιάς, Κωστής (15 Σεπτεμβρίου 1927). «Η παράσταση της Εκάβης στο Παναθηναϊκό Στάδιο». Ελληνικά Γράμματα (Αθήνα): 273. )
  7. Παΐσιος, Ν.Π. (2022). «Ένας ξεχασμένος πρωτοπόρος». Άγγελος Σπαχής 1903-1960. Αθήνα: Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος. σελ. 42. 
  8. Κυριαζής, Δ.Α. (12 Δεκεμβρίου 1933). «Η έκθεσις της Ομάδος Τέχνη εις το Ατελιέ». Έθνος (Αθήνα): 1. 

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Γιοφύλλης, Φώτος (1963). Ιστορία της Νεοελληνικής Τέχνης. Αθήνα: Το Ελληνικό Βιβλίο. 
  • Ζουμπουλάκης, Σταύρος, επιμ. (2022). Άγγελος Σπαχής 1903-1960. Αθήνα: Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος. 
  • Λυδάκης, Στέλιος (2007). Οι Έλληνες ζωγράφοι. Λεξικό των Ελλήνων ζωγράφων και χαρακτών. 4. Αθήνα: Μέλισσα. 
  • Ματθιόπουλος, Ευγένιος Δ., επιμ. (2000). Λεξικό Ελλήνων Καλλιτεχνών. 4. Αθήνα: Μέλισσα. 
  • Παπανικολάου, Μιλτιάδης Μ. (1999). Ιστορία της τέχνης στην Ελλάδα, ζωγραφική και γλυπτική του 20ού αιώνα. 1. Αθήνα: Αδάμ. 
  • Παπαστάμος, Δημήτρης (1981). Ζωγραφική 1930-40. Καλλιτεχνική και αισθητική τοποθέτηση στη δεκαετία. Αθήνα: Ασφαλιστική Εταιρία Αστήρ. 
  • Σπητέρης, Τώνης (1979). Τρεις αιώνες νεοελληνικής τέχνης 1660-1967. Γ΄. Αθήνα: Πάπυρος.