Μετάβαση στο περιεχόμενο

Πολιορκία του Βερατίου (1280-1281)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η πολιορκία του Βερατίου (Berat) στην Αλβανία από τις δυνάμεις του βασιλείου των Καπετιδών-Ανζού της Σικελίας κατά της Βυζαντινής φρουράς της πόλης έγινε το 1280–1281. Το Βεράτιο ήταν ένα στρατηγικά σημαντικό φρούριο, η κατοχή του οποίου θα επέτρεπε στους Καπετίδες-Ανζού (Ανδεγαυούς) να έχουν πρόσβαση στα εδάφη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Μία Βυζαντινή δύναμη ανακούφισης έφτασε την άνοιξη του 1281, όπου κατάφερε να στήσει ενέδρα και να συλλάβει τον διοικητή των Ανδεγαυών, Ούγο του Σαλύ. Τότε ο στρατός των Ανδεγαυών πανικοβλήθηκε και τράπηκε σε φυγή, έχοντας μεγάλες απώλειες σε νεκρούς και τραυματίες, καθώς δέχτηκε επίθεση από τους Βυζαντινούς. Αυτή η ήττα έληξε την απειλή μίας χερσαίας εισβολής στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και μαζί με τον Σικελικό Εσπερινό σήμανε το τέλος της δυτικής απειλής για ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης.

Από τότε που ο Αυτοκράτορας Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος (βασ. 1259–1282) ανέκτησε την Κωνσταντινούπολη από τη Λατινική αυτοκρατορία το 1261, η αναστηλωμένη Βυζαντινή Αυτοκρατορία αντιμετώπισε την απειλή μίας Λατινικής σταυροφορίας για την ανάκτηση της πόλης. Το ανταγωνιστικό ελληνικό δεσποτάτο της Ηπείρου και τα Λατινικά κράτη της νότιας Ελλάδας, φοβούμενα τη Βυζαντινή αναζωπύρωση, ζήτησαν βοήθεια από το βασίλειο της Σικελίας, πρώτα υπό τον Mανφρέδο (βασ. 1258–1266) και μετά το 1266 υπό τον φιλόδοξο Κάρολο Α΄ (βασ. 1266–1285), ο οποίος γρήγορα καθιερώθηκε ως ο κύριος ανταγωνιστής του Βυζαντίου. Η αντιμετώπιση των συμμαχιών και των προσπαθειών του ηγεμόνα των Ανδεγαυών να κατακτήσει το Βυζάντιο θα καταλάμβανε το υπόλοιπο της βασιλείας του Μιχαήλ Η΄.[1]

Το 1258 οι Σικελοί κατέλαβαν το νησί της Κέρκυρας και τις Αλβανικές ακτές, από το Δυρράχιο μέχρι τη Βαλόνα και το Bουθρωτό, και προς στο εσωτερικό μέχρι το Βεράτιο. Αυτό έδωσε στον Mανφρέδο μία στρατηγικής σημασίας παραλία στα Βαλκάνια, ελέγχοντας το δυτικό τέρμα της μεγάλης Εγνατίας οδού, της κύριας χερσαίας διαδρομής προς την Κωνσταντινούπολη. Ήδη τον 11ο και 12ο αι. η ίδια περιοχή είχε γίνει στόχος των Νορμανδών της νότιας Ιταλίας στις επιθέσεις τους στην Αυτοκρατορία.[2] Μετά την ανατροπή του Μανφρέδου, στη συνθήκη του Βιτέρμπο (1267) ο Κάρολος Α΄ εξασφάλισε την αναγνώρισή του ως κληρονόμου του Μανφρέδου. Το 1272 οι Λατίνοι προύχοντες, που είχαν κρατήσει τα φρούρια της Βαλόνας, την Κανίνα και του Βερατίου για τον Μανφρέδο, τα παρέδωσαν στον Κάρολο Α΄ και αμέσως μετά τα στρατεύματα τού Καρόλου Α΄ κατέλαβαν και το Δυρράχιο. Έχοντας εξασφαλίσει την υποστήριξη πολλών Αλβανών οπλαρχηγών, ο Κάρολος Α΄ κήρυξε την ίδρυση του βασιλείου της Αλβανίας την ίδια χρονιά.[1]

Ο Μιχαήλ Η΄ αντιμετώπισε την αναδυόμενη απειλή με μία διπλωματική αποστολή προς τον πάπα, ο οποίος στη Β΄ Σύνοδο της Λυών (1274) συμφώνησε στην ένωση της Ορθόδοξης και Καθολικής Εκκλησίας, που είχαν αποξενωθεί μετά το μεγάλο Σχίσμα του 1054 και έτσι τοποθέτησε τον Μιχαήλ Α΄ και την Αυτοκρατορία του υπό την παπική προστασία. Εκμεταλλευόμενος την εμπλοκή του Καρόλου Α΄ στη σύγκρουση μεταξύ των Γουέλφων και των Γιβελλίνων στην Ιταλία, την άνοιξη του 1274 ο Μιχαήλ Η΄ εξαπέλυσε επίθεση κατά των κτήσεων των Ανδεγαυών στην Αλβανία. Από την ενδοχώρα, το Bεράτιο και το Bουθρωτό που είχαν καταληφθεί, τα στρατεύματα του Καρόλου Α΄ απωθήθηκαν προς τα δύο λιμάνια, της Βαλόνας και του Δυρραχίου. Αν και αυτά δέχθηκαν επιθέσεις από τους Βυζαντινούς πολλές φορές το 1274-1275, παρέμειναν στα χέρια των Ανδεγαυών.[3]

Ωστόσο μέχρι το 1279 ο Κάρολος Α΄ είχε θέσει υπό τον έλεγχό του όχι μόνο Λατινικά κράτη της Ελλάδας (μετά το 1278 ήταν ορίγκιπας της Αχαΐας), αλλά έλαβε επίσης την υποταγή και την υποτέλεια του Νικηφόρου Α΄ δεσπότη της Ηπείρου.[4] Τον Αύγουστο του 1279, προετοιμάζοντας την επανέναρξη της επίθεσής του κατά του Μιχαήλ Η΄ κατά μήκος της Εγνατίας Οδού, ο Κάρολος Α΄ διόρισε ως γενικό αντιπρόσωπό του (vicar) στην Αλβανία τον Βουργουνδό Ούγκο του Συλύ. Κατά τη διάρκεια του επόμενου έτους, ο Συλύ λάμβανε μία σταθερή ροή προμηθειών, εξοπλισμού πολιορκίας και ενισχύσεων.[2]

Η είσοδος της ακρόπολης του Βερατίου, με τη Βυζαντινή εκκλησία της Αγίας Τριάδας του 13ου αι.
Ο ποταμός Άψος (Οsum), που διασχίζει το Bεράτιο, με το λόφο της ακρόπολης στα αριστερά.

Τον Αύγουστο/Σεπτέμβριο του 1280, με στρατό 2.000 ιπποτών και 6.000 πεζών ο Συλλύ ξεκίνησε την επίθεσή του εισβάλλοντας στο φρούριο Kανίνα και στη συνέχεια προχωρώντας στην κεντρική Αλβανία και πολιορκώντας το Bεράτιο. Η κατάσταση ήταν βαριά για το Βυζάντιο: το Bεράτιο ήταν, σύμφωνα με τα λόγια του ιστορικού Ντίνου Γιαννακόπουλου «το κλειδί της Εγνατίας Οδού και όλης της Μακεδονίας». Εάν καταλαμβανόταν, η Αυτοκρατορία θα ήταν ανοιχτή σε μία εισβολή, η οποία, εάν προσχωρούσαν τα Λατινικά κράτη της Ελλάδας και οι Έλληνες ηγεμόνες της Ηπείρου και της Θεσσαλίας, θα μπορούσε να οδηγήσει στην πτώση της Κωνσταντινούπολης από τον Κάρολο Α΄.[5] Απαντώντας στις εκκλήσεις για ενισχύσεις του κυβερνήτη του Βερατίου, ο Μιχαήλ Η΄ διέταξε ειδικές προσευχές για τη σωτηρία της Αυτοκρατορίας και συγκέντρωσε στρατό με επικεφαλής μερικούς από τους καλύτερους στρατηγούς του. Αρχιστράτηγος του στρατού ήταν ο μέγας Δομέστικος Μιχαήλ Ταρχανειώτης, με υποδιοικητές τους μεγάλους στρατοπεδάρχες Ιωάννη Συναδηνό, τον δεσπότη Μιχαήλ Κομνηνό Δούκα (γαμπρό του Αυτοκράτορα) και τον ευνούχο αυλικό αξιωματούχο Ανδρόνικο Ενοπολίτη.[6]

Εν τω μεταξύ, η πολιορκία του Bερατίου συνεχίστηκε και τον χειμώνα του 1280/1281. Στις αρχές Δεκεμβρίου, οι δυνάμεις των Aνδεγαυών είχαν καταλάβει μία σειρά από απομακρυσμένα οχυρά γύρω από την πόλη και διείσδυσαν στα προάστια της. Ο Κάρολος Α΄ ανυπομονούσε να καταλάβει την πόλη πριν φτάσει η Βυζαντινή δύναμη βοήθειας. Διέταξε τους κυβερνήτες του στην Αλβανία να κατευθύνουν όλους τους πόρους τους προς την πολιορκία και έδειξε το στενό του ενδιαφέρον με μία σειρά επιστολών στον Συλύ, δίνοντάς του εντολή να καταλάβει την πόλη με επίθεση, εάν χρειαζόταν.[7] Η Βυζαντινή δύναμη προχώρησε προσεκτικά και έφτασε στην περιοχή στις αρχές της άνοιξης του 1281. Ο μέγας Δομέστικος Ταρχανειώτης απέφυγε την ευθεία αντιπαράθεση και βασίστηκε σε ενέδρες και επιδρομές. Κατάφερε επίσης να ανεφοδιάσει το πολιορκημένο φρούριο με προμήθειες, οι οποίες φορτώθηκαν σε σχεδίες και στη συνέχεια αφέθηκαν να επιπλέουν στον ποταμό Άψο, που ρέει δίπλα στην ακρόπολη.[8]

Οι πολιορκητές το αντιλήφθηκαν και, σε αντίθεση με τους Βυζαντινούς, οι διοικητές των Ανδεγαυών ήταν πρόθυμοι για μία αποφασιστική σύγκρουση. Σε αυτό το σημείο, ο Συλύ αποφάσισε να αναγνωρίσει την περιοχή προσωπικά, συνοδευόμενος μόνο από μία σωματοφυλακή 25 ανδρών. Καθώς πλησίαζε στο Βυζαντινό στρατόπεδο, έπεσε σε ενέδρα Τούρκων μισθοφόρων, που υπηρετούσαν στον Βυζαντινό στρατό. Οι Τούρκοι επιτέθηκαν στον μικρό στρατό, σκότωσαν το άλογο του Συλύ, σκόρπισαν τη φρουρά του και τον αιχμαλώτισαν.[9] Μερικοί από τους φρουρούς του Συλύ διέφυγαν και έφτασαν στο στρατόπεδό τους, όπου ανέφεραν τη σύλληψή του. Με αυτή την είδηση επικράτησε πανικός στα στρατεύματα των Ανδεγαυών και άρχισαν να φεύγουν προς τη Βαλόνα. Οι Βυζαντινοί εκμεταλλεύτηκαν την άτακτη φυγή τους και επιτέθηκαν μαζί με τα στρατεύματα στην πολιορκημένη ακρόπολη. Πολλοί Λατίνοι έπεσαν, πολλοί άλλοι αιχμαλωτίστηκαν, καθώς οι Βυζαντινοί στόχευαν με τα βέλη τους στα λιγότερο προστατευμένα άλογα των Λατίνων ιπποτών, κάνοντάς τους να αφιππεύσουν. Οι Βυζαντινοί πήραν επίσης μία τεράστια λεία, συμπεριλαμβανομένων όλων των πολυάριθμων πολιορκητικών μηχανών. Μόνο ένα μικρό υπόλοιπο κατάφερε να διασχίσει τον ποταμό Αώο (Vjosë) και να φτάσει στην ασφάλεια της Κανίνα.[7]

Η νίκη στο Βεράτιο αντιπροσώπευε τη μεγαλύτερη επιτυχία του Μιχαήλ Η΄ στη μάχη κατά των Λατίνων από τη Μάχη της Πελαγονίας 20 χρόνια νωρίτερα. Οι πολλοί κρατούμενοι -συμπεριλαμβανομένου του Συλύ- μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου παρέλασαν δημόσια σε έναν θρίαμβο, που τέλεσε ο ενθουσιώδης Αυτοκράτορας, ο οποίος παρήγγειλε περαιτέρω τοιχογραφίες -που απεικόνιζαν σκηνές από την εκστρατεία- να ζωγραφιστούν στο παλάτι του.[10] Στον απόηχο της νίκης τους στο Βεράτιο, τα Αυτοκρατορικά στρατεύματα αποκατέστησαν τον έλεγχό τους στην Αλβανία, εκτός από τα δύο προπύργια των Ανδεγαυών: το Δυρράχιο και τη Βαλόνα. Η ήττα έληξε τα σχέδια του Καρόλου Α΄ για μία χερσαία επίθεση στο Βυζάντιο, αλλά ο ηγεμόνας των Ανδεγαυών διπλασίασε τώρα τις προσπάθειές του, με στόχο να ξεκινήσει μία θαλάσσια εισβολή στην Αυτοκρατορία με τη Βενετική βοήθεια.[8] Αυτό το εξασφάλισε με τη συνθήκη του Ορβιέτο το 1281. Ο πάπας επίσης, μετά την εκλογή του φιλο-Ανδεγαυού Μαρτίνου Δ΄, ενέκρινε τελικά τα σχέδιά του, αφορίζοντας τον Μιχαήλ Η΄ και τερματίζοντας την Ένωση των Εκκλησιών. Ο Μιχαήλ Η΄ το αντιμετώπισε με μία συμμαχία με τον Πέτρο Γ΄ της Αραγονίας (βασ. 1276–1285) και με την υποστήριξή του σε διάφορες δυνάμεις κατά των Ανδεγαυών στην Ιταλία. Την ώρα που ο Κάρολος Α΄ ήταν έτοιμος να ξεκινήσει την επίθεσή του, μία εξέγερση γνωστή ως Σικελικός Εσπερινός ξέσπασε στις 30 Μαρτίου 1282. Οι πόλεμοι που ακολούθησαν, σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα των διπλωματικών προσπαθειών του Μιχαήλ Η΄, τερμάτισαν την απειλή του Καρόλου Α΄ για το Βυζάντιο.[2]

Βιβλιογραφικές αναφορές

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Bartusis, Mark C. (1997). The Late Byzantine Army: Arms and Society, 1204–1453. Philadelphia, Pennsylvania: University of Pennsylvania Press. ISBN 0-8122-1620-2.
  • Fine, John Van Antwerp (1994) [1987]. The Late Medieval Balkans: A Critical Survey from the Late Twelfth Century to the Ottoman Conquest. Ann Arbor, Michigan: University of Michigan Press. ISBN 0-472-08260-4.
  • Geanakoplos, Deno John (1959). Emperor Michael Palaeologus and the West, 1258–1282: A Study in Byzantine-Latin Relations. Cambridge, Massachusetts: Harvard University Press. OCLC 1011763434.
  • Nicol, Donald M. (1993). The Last Centuries of Byzantium, 1261–1453 (Second ed.). Cambridge: Cambridge University Press. ISBN 978-0-521-43991-6.
  • Setton, Kenneth M. (1976). The Papacy and the Levant (1204–1571), Volume I: The Thirteenth and Fourteenth Centuries. Philadelphia: The American Philosophical Society. ISBN 0-87169-114-0.