Σχίσμα του 1054

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Σχίσμα του 1054
ΗμερομηνίαΙανουάριος–Ιούλιος 1054
Γνωστό και ωςΜεγάλο Σχίσμα,
Σχίσμα Ανατολής - Δύσης.
ΤύποςΧριστιανικό σχίσμα
ΑιτίαΘεολογικές και λειτουργικές έριδες
ΣυμμετέχοντεςΟικουμενικός Πατριάρχης Μιχαήλ Α΄ Κηρουλάριος
Πάπας και Πατριάρχης Ρώμης Λέων Θ΄
ΈκβασηΜόνιμη διαίρεση του Πατριαρχείου Ρώμης (Ρωμαιοκαθολικών) από τα Πατριαρχεία Κωνσταντινούπολης, Ιεροσολύμων, Αντιοχείας, Αλεξανδρείας (Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία)

Το Σχίσμα του 1054 ή Σχίσμα των δύο Εκκλησιών, γνωστό και ως Μεγάλο Σχίσμα, είναι η διαίρεση και διάσπαση της κοινωνίας μεταξύ της Δυτικής (Ρωμαιοκαθολικής) και της Ανατολικής (Ορθόδοξης) Χριστιανικής Εκκλησίας όταν προκαθήμενοί τους ήταν οι Πάπας και Πατριάρχης Ρώμης Λέων Θ΄ και Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Μιχαήλ Κηρουλάριος, ύστερα από τους αμοιβαίους αναθεματισμούς που εξαπολύθηκαν τον Ιούλιο του 1054. Αν και μοιάζει να προέκυψε ξαφνικά, στην πραγματικότητα επισημοποίησε μια ήδη προϋπάρχουσα κατάσταση σχίσματος το 867 καθώς, με το πέρασμα των χρόνων, τα Πατριαρχεία που βρισκόντουσαν στην Ανατολή (Κωνσταντινούπολης, Ιεροσολύμων, Αντιοχείας, Αλεξανδρείας) με το Πατριαρχείο της Ρώμης διαμόρφωσαν διαφορετικές παραδόσεις, αν και εξελίχθηκαν παράλληλα, ενώ το χάσμα μεταξύ τους διευρυνόταν σε επίπεδο δογματικό, λειτουργικό και διοικητικό.[1]

Η σταδιακή αποξένωση Δύσης και Ανατολικής Εκκλησίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι ρίζες του σχίσματος ανάγονται για ορισμένους μελετητές στο απώτατο ιστορικό παρελθόν, ακόμα και της προχριστιανικής περιόδου. Έτσι, ο δογματολόγος Ιωάννης Καρμίρης λέει, πως φτάνει «[...] μέχρι της προχριστιανικής κατακτήσεως της Ελλάδος υπό των Ρωμαίων, και αυτής της ιδρύσεως των πρώτων ελληνικών αποικιών επί ιταλικού και γαλλικού εδάφους», για να προσθέσει και της «[...] εις κατά τον Δ΄ αιώνα μεταφοράν υπό του Μ. Κωνσταντίνου της πρωτευούσης του Ρωμαϊκού κράτους από της Ρώμης εις την Κωνσταντινούπολιν»[2][3]

Η γεωγραφική απόσταση ήταν ένας εκ των παραγόντων της μεταξύ τους αποξένωσης: συγκαλούνταν τοπικές σύνοδοι σε ανατολή και δύση που αγνοούνταν τόσο από τη δυτική Εκκλησία όσο και από την ανατολική. Η διαίρεση του κράτους με τις ιστορικές περιπέτειες του καθενός τμήματος συνέβαλαν στην ανάπτυξη ξεχωριστού ιστορικού βίου σε συνδυασμό με τις μεταξύ τους εθνολογικές διαφορές.[4]

Το γλωσσικό ζήτημα παραμένει θεμελιώδες και επιδεινώνεται. Από τον 4ο αιώνα, οι Λατίνοι χριστιανοί διανοούμενοι δεν διαβάζουν πια και δεν καταλαβαίνουν τα ελληνικά.[5] Το πολιτιστικό πλαίσιο ανάπτυξης των δύο εκκλησιαστικών παραδόσεων και, κυρίως, η επιλογή διαφορετικών λύσεων αντιμετώπισης αιρέσεων και κακοδοξιών εκ μέρους τους, συνέβαλε στη μεταξύ τους σταδιακή διαφοροποίηση. Έτσι στην Ανατολή η έμφαση δίνεται σε θέματα διατύπωσης κατά τις τριαδολογικές και χριστολογικές αιρέσεις ενώ στη Δύση έδωσε έμφαση σε θέματα πρακτικά σχετιζόμενα με τη σωτηριολογία και την ανθρωπολογία όπως η χάρη και η ελεύθερη επιλογή.[6]

Έτσι, όταν φτάσαμε στα γεγονότα του 1054 «έλλειπαν τελείως οι προϋποθέσεις για να διατηρηθεί η ιδέα της εκκλησιαστικής οικουμενικότητας μέσα στον χριστιανικό κόσμο, που από αιώνες τώρα είχε διασπασθεί και πολιτικά και πολιτιστικά». [7]

Η στέψη του Καρλομάγνου το 800 μ.Χ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η στέψη του Καρλομάγνου τα Χριστούγεννα του 800 από τον Πάπα Λέοντα τον Γ΄ με τον τίτλο του αυτοκράτορα έθετε εν αμφιβόλω την οικουμενική ιδιότητα του Βυζαντινού αυτοκράτορα και ταυτόχρονα διεύρυνε το χάσμα μεταξύ ανατολής και δύσης. Ο Πάπας έβρισκε έναν προστάτη για τη Ρωμαϊκή Εκκλησία από τους εσωτερικούς αντιπάλους στην Ιταλία και διευκόλυνε τη ρήξη με την Κωνσταντινούπολη, αποσπώντας συγχρόνως από αυτήν την εκκλησιαστική δικαιοδοσία σε Σικελία και Νότια Ιταλία, που είχε η Ρώμη που είχαν αποσπάσει οι Ίσαυροι. Ο βυζαντινός αυτοκράτορας περιοριζόταν πλέον στην Ανατολή. Για τους βυζαντινούς συνιστούσε πραξικόπημα κατά της νόμιμης αυτοκρατορικής εξουσίας. Έτσι άρχιζε μια μακρά περίοδος «που θα την χαρακτήριζε το λεγόμενο πρόβλημα των δύο αυτοκρατόρων με την ανταγωνιστική αναμέτρηση των δύο αυτοκρατοριών».[8]

Η μεταρρύθμιση του Κλυνύ και το Σχίσμα του 1054[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ως τα μέσα του 11ου αιώνα η παπική Εκκλησία δεν μπορούσε να λάβει καμία πρωτοβουλία και να ασκήσει καμία επιρροή στις τύχες της Χριστιανοσύνης.[9] Η ηθική κατάπτωση του μοναστικού και του κοσμικού κλήρου ως απότοκος της εξάρτησής τους από τους κοσμικούς ηγεμόνες οδήγησε στην πρωτοβουλία ίδρυσης μονών με ελεύθερη εκλογή των ηγουμένων τους και την απαλλαγή τους από τον φόρο της δεκάτης, υπό την προστασία της Αγίας Έδρας. Έχοντας παράλληλα την υποστήριξη και των Καπετιδών, η μεταρρύθμιση του Κλυνύ έφερνε σε το μοναστικό κλήρο σε αντιπαράθεση προς τον επισκοπικό κλήρο, θέτοντας ταυτόχρονα στο επίκεντρο των μεταρρυθμιστικών κινήσεων την αναβάθμιση του ρόλου του Πάπα. Η επιχειρηματολογία για ανανέωση της Εκκλησίας συνδεόταν με την παπική εξουσία. Μόνο ο Πάπας θα μπορούσε να τους βοηθήσει να αποδεσμευθούν από τον επισκοπικό-αριστοκρατικό κλήρο.[10] Ο Πάπας Λέων Θ΄, ο πρώτος κλουνιακός μεταρρυθμιστής κλήθηκε από τον Ερρίκο Γ' για να ορισθεί στον παπικό θρόνο, αλλά εκείνος δεν αποδέχθηκε, παρά μόνο όταν επικυρώθηκε η εκλογή του από τον ρωμαϊκό κλήρο και λαό. Αυτό του έδωσε μεγαλύτερο κύρος. Στενός συνεργάτης του ήταν ο καρδινάλιος Ουμβέρτος ο οποίος αξιοποίησε το κλουνιακό κίνημα για να ετοιμάσει τη Γρηγοριανή Μεταρρύθμιση. Οι επεξεργασίες του Ουμβέρτου αφορούν: α) το λειτουργικό και νομικό πρωτείο της Ρώμης, β) την ανεξαρτησία της πνευματικής εξουσίας από την κοσμική γ) την υπεροχή της απέναντι στις κοσμικές εξουσίες. Οι απόψεις του Ουμβέρτου αποκρυσταλλώθηκαν στο έργο του Collectio in LXXIV titulus ή Diversorum Patrum Senteniae - το πρώτο εγχειρίδιο του κανονικού Δικαίου της Μεταρρύθμισης του 11ου αιώνα, συνταγμένο το 1051. Οι διατυπώσεις των παπικών αντιπροσώπων στην Κωνσταντινούπολη το 1054 συνιστούν βελτιωμένο αναβαθμό των Senteniae του Ουμβέρτου.[11] Η κλουνιακή ιδεολογία είναι παρούσα στον αφορισμό που κατατέθηκε στην Αγία Τράπεζα της Αγίας Σοφίας στην μομφή προς τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μιχαήλ Κηρουλάριο περί σιμωνίας. Η σιμωνία υπήρξε μια από τις αιχμές των δοράτων του κλουνιακού κινήματος.[12]

Ο αποφασιστικός ρόλος του Ουμβέρτου στα γεγονότα του Σχίσματος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ουμβέρτος υπήρξε αυτός που συνέβαλε καίρια στην ιδεολογική εκφορά της Κλουνιακής μεταρρύθμισης κατά τη συνάφειά της με την τελική έκβαση του Σχίσματος. Έτσι ο Ουμβέρτος είχε την πρωτοβουλία για την αφορισμό που κατατέθηκε στην Αγία Τράπεζα τον Ιούλιο του 1054, αφού ο Πάπας είχε πεθάνει από τον προηγούμενο Απρίλιο. Επίσης το ελληνικό κείμενο της επιστολής του Λέοντος Αχρίδος με το οποίο σύστηνε στον επίσκοπο Trani Ιωάννη να εγκαταλείψουν οι Εκκλησίες τη χρήση αζύμων και άλλα λατινικά έθιμα, μεταφράστηκε στα λατινικά για τον Πάπα από τον Ουμβέρτο. Ο Ουμβέρτος ήταν αυτός τελικά που υποστήριξε την αντιπαράθεση με τον κοσμικό άρχοντα της Δύσης, την επέκταση του ρόλου της παπικής δικαιοδοσίας στις υπόλοιπες εκκλησίες[13]

Η ενίσχυση των γερμανικών θεολογικών κύκλων της Ρώμης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 962 ο Γερμανός βασιλιάς Όθωνας στέφεται αυτοκράτορας στη Ρώμη από τον πάπα Ιωάννη ΙΒ'. Η παρουσία του Γερμανού αυτοκράτορα στην Ιταλία ενίσχυσε τη θέση των γερμανικών θεολογικών κύκλων της Ρώμης καθιστώντας τον πάπα υποχείριο τους και διευκολύνοντας την επικράτηση των γερμανικών αντιλήψεων επί παντός εκκλησιαστικού θέματος. Μία εξ αυτών ήταν και η προσθήκη του Fiioque.[14]Συγκεκριμένα ο ευνοούμενος του Ερρίκου Β', πάπας Βενέδικτος Η', το 1014, επέβαλε το αίτημα της γερμανικής θεολογίας για την προσθήκη αυτή [15]

Δογματικές διαφορές μεταξύ Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και Ρωμαιοκαθολικών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ιστορική εξέλιξη του Filioque (Φιλιόκβε)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η προσθήκη του Filioque παρουσιάσθηκε στην Ισπανία σε διαδοχικές συνόδους, του Τολέδο το 400 προς αντιμετώπιση των Πρισκιλλιανιστών, το 589 στην Γ' Σύνοδο του Τολέδο που επέτρεψε στους νεοβαπτισθέντες Γότθους την προσθήκη, το 653 στην Η΄ Σύνοδο του Τολέδο και το 681 σε σύνοδο στην ίδια πόλη.

Η Ισπανική Εκκλησία δεν ενήργησε εν γνώσει ότι παραβιάζει τους κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων.[16][17] Η προσθήκη αυτή ήταν ένα μέσο ισχυροποίησης της αντιαρειανικής θέσης της Ισπανικής Εκκλησίας.[18] Από την Ισπανία, η προσθήκη μεταδόθηκε και σε άλλες χώρες, όχι όμως ακόμη στη Ρώμη.

Όταν από τη Σύνοδο του Aix-La-Chapele, που συνεκλήθη από τον Καρλομάγνο το 809, στάλθηκαν από τον Καρλομάγνο τρεις θεολόγοι στον Πάπα Λέοντα Γ' για να συζητήσουν το θέμα της διπλής εκπόρευσης του Αγίου Πνεύματος, έλαβαν απάντηση αρνητική, επειδή οι Οικουμενικές Σύνοδοι απαγόρευαν κάθε προσθήκη στις αποφάσεις τους.

Στη Σύνοδο της Φραγκφούρτης, υπό την παρουσία 300 επισκόπων από Γαλλία, Ισπανία, Βρετανία, Γερμανία, έγινε δεκτή η διπλή εκπόρευση.

Ο Πάπας αντιτίθετο σε τέτοιο βαθμό στην προσθήκη ώστε διέταξε να χαραχθεί σε δύο αργυρές ασπίδες το Σύμβολο, λατινιστί και ελληνιστί άνευ της προσθήκης. Η επιγραφή αυτή υπήρχε μέχρι τα χρόνια του Μεγάλου Φωτίου και του Ιωάννη Βέκκου. Η επιγραφή εξαφανίστηκε με διαταγή του Πάπα Βενέδικτου Η΄ (1012-1024) το 1014, οπότε αυτός διέταξε την προσθήκη του filioque στο Σύμβολο μετά από παράκληση του Ερρίκου Β' της Γερμανίας.[19]

Ιεροτελεστικές διαφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Μιχαήλ Κηρουλάριος σε επιστολή[20] του προς τον Πέτρο Αντιοχείας απαριθμεί τις διαφορές που χώριζαν τις δύο Εκκλησίες:

  • το Filioque
  • την γενική καταναγκαστική αγαμία των κληρικών
  • τη νηστεία και τήρηση του Σαββάτου
  • την κατάλυση της πρώτης εβδομάδας της νηστείας της μεγάλης Τεσσαρακοστής -παραλείπει τον αναμυρισμό των βαπτισμένων και χρισμένων που τελούσαν οι Λατίνοι στη Βουλγαρία
  • η χρήση των αζύμων στη Θεία Ευχαριστία
  • την τέλεση του βαπτίσματος με μία κατάδυση και το γέμισμα του στόματος των βαπτιζομένων με αλάτι
  • τη βρώση πνικτών και μιαρών
  • την κατάλυση της νηστείας της Τετάρτης με κατανάλωση κρέατος και της Παρασκευής με κατανάλωση γαλακτοκομικών και αβγών
  • την εκφώνηση κατά τη λειτουργία του Είς άγιος,είς Κύριος,Ιησούς Χριστός, εις δόξαν Θεού Πατρός διά Πνεύματος αγίου
  • το έθιμο των Λατίνων να ξυρίζονται και των επισκόπων να φέρουν δακτυλίδι
  • επιτρέπουν σε δύο αδελφές να παντρεύονται δύο αδελφούς
  • τη διαδεδομένη φήμη ότι οι Λατίνοι δεν προσκυνούν όπως πρέπει τα λείψανα των Αγίων ούτε τις εικόνες τους, ενώ άλλοι δεν τιμούν Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας.[21]

Ο Κηρουλάριος,θεολογικά ανεκπαίδευτος ο ίδιος[22], έφερε στο προσκήνιο τις λειτουργικές διαφορές γιατί ήταν εύκολα κατανοητές στο ευρύ κοινό, και όχι τις περίπλοκες και πιο σπουδαίες διαφωνίες στα δογματικά θέματα, για λόγους τακτικής. [23] «Έτσι το σχίσμα του 11ου αιώνα ήταν σχεδόν αποκλειστικά μια διαμάχη περί των τελετουργικών συνηθειών». [24] Παραταύτα, υπάρχει σαφής αναφορά στο ζήτημα του filioque στο σημείο που αποδοκιμάζεται η προσθήκη του "δια Πνεύματος Αγίου" σε επίμαχη λειτουργική φράση.

Άζυμος άρτος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η εκ μέρους των Δυτικών χρήση άζυμου άρτου (όστια) στην εκτέλεση της Θείας Ευχαριστίας ήταν γενικευμένη τον 9ο αιώνα στη Δυτική Εκκλησία. Οι Λατίνοι επικρίθηκαν γι' αυτό τον 11ο αιώνα κυρίως από τους Νικήτα Στηθάτο, Μιχαήλ Κηρουλάριο και Αρχιεπίσκοπο Βουλγαρίας Λέοντα. θεωρήθηκαν ιουδαΐζοντες. Για τους Λατίνους αυτό ίσχυε επειδή στον Μυστικό Δείπνο ο Ιησούς με τους μαθητές του έφαγαν άζυμο άρτο. Για τους Βυζαντινούς οι συμμετέχοντες σε αυτόν έφαγαν ένζυμο άρτο, και η λέξη άρτος στα ευαγγέλια αυτό δείχνει, δηλωτικό δε της ολοκλήρωσης της εποχής της Παλαιάς Διαθήκης και του τυπικού της ήταν η έλευση του Αγίου Πνεύματος. [25]Το θέμα του άζυμου άρτου ήταν το μόνο που τέθηκε σε επίπεδο σημασίας συγκρίσιμο με το filioque. [26]

Η νηστεία του Σαββάτου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Κηρουλάριος κατηγορεί τους Δυτικούς για την τήρηση της νηστείας του Σαββάτου, δηλωτικό ιουδαΐζουσας νοοτροπίας, καθώς το Σάββατο αντιμετωπιζόταν ως προπαρασκευή για την Κυριακή, το οποίο βρίσκεται σε αναλογία με τη σχέση Παρασκευής-Σαββάτου στον Ιουδαϊσμό. Τη μομφή επαναλαμβάνει ο Λέοντας Βουλγαρίας.[27]

Παπικό πρωτείο και ο θρόνος της Κωνσταντινούπολης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο θεσμός του Πάπα κατά τον Μεσαίωνα ήταν το αποτέλεσμα μιας μακράς δογματικής και θεσμικής εξέλιξης. Ο μεταρρυθμισμένος παπισμός του 11ου αι χρησιμοποίησε μια από μακρού υφιστάμενη δυτική ερμηνευτική παράδοση. Σύγκρουση μεταξύ Ρώμης και Κωνσταντινούπολης είχε προκαλέσει και το ζήτημα της χρήσης του όρου Οικουμενικός. Ο όρος ήταν εν χρήσει ήδη από τα μέσα του 5ου αι.-ο Πατριάρχης Ακάκιος για πρώτη φορά τον χρησιμοποίησε όταν ο Πάπας Γελάσιος διεκδίκησε με απόλυτο τρόπο όχι απλώς τα πρεσβεία τιμής, αλλά και την οικουμενική δικαιοδοσία. Το θέμα επανέρχεται κάθε φορά που αμφισβητείται στην Ανατολή η θεσμοποίηση της συνήθειας του εκκλήτου στον Πάπα, συνήθεια που χρησιμοποιήθηκε για την τεκμηρίωση της διεκδίκησης παγκόσμιας εκκλησιαστικής εξουσίας για τον εκάστοτε Πάπα. Ο Γρηγόριος Α' ο Διάλογος (590-604) δυσκολευόταν να κατανοήσει τη χρήση του όρου, στον οποίο έδινε ουσιαστικό και κατά κυριολεξία περιεχόμενο από τους Ανατολικούς, οι οποίοι υποστήριζαν πως ο τίτλος δεν εξέφραζε οικουμενικές αξιώσεις. Έτσι ο Γρηγόριος θεωρούσε πως από μια τέτοια χρήση του όρου λάνθανε «αμφισβήτηση της δικής του αποκλειστικής auctoritas universlalis, κυρίως όπως αυτή εκφραζόταν στο θέμα του εκκλήτου»[28]Για τους Βυζαντινούς της εποχής του Φωτίου η χρήση του όρου ήταν τεκμηρίωση και εξασφάλιση εκ μέρους τους των πρεσβειών του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως μόνο πάνω στην Εκκλησία της Βυζαντινής επικράτειας στην Ανατολή. [29] Στη Δύση, η ανόρθωση της Παποσύνης από τη γερμανική κηδεμονία είναι αποτέλεσμα και της αύξησης της σφαίρας επιρροής της με τον εκχριστιανισμό των Ούγγρων, Πολωνών και Σκανδιναβών. Αυτό όμως δεν οφειλόταν τόσο στην Παποσύνη αλλά στους Γερμανούς αυτοκράτορες. Μια τέτοια επέκταση αναπόφευκτα έδινε την τάση στη Ρωμαϊκή Εκκλησία να αναλάβει τα ηνία από τους Γερμανούς αυτοκράτορες.[30] Το Πατριαρχείο από την άλλη πλευρά μετά τις μεγάλες κατακτήσεις του Βασίλειου Β' και την προσάρτηση του σλαβικού κόσμου στην ορθοδοξία «[...]ήταν διαποτισμένο με τη συνείδηση της δύναμής του, γεγονός που ενίσχυε την αντιρωμαϊκή διάθεση, η οποία είχε αναζωπυρωθεί μετά της γερμανική επιρροή στη Δύση»[31] Ήδη σε μια σύνοδο στη Ρενς το 1049, ανέθεσε ο Λέων Θ' τη διατύπωση μιας πανηγυρικής διακήρυξης, σύμφωνα με την οποία μόνο ο επίσκοπος Ρώμης είναι αποστολικός και πρωθιεράρχης της συνολικής Εκκλησίας.[32]

Τα σχίσματα προ του Σχίσματος του 1054[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υπάρχουν διιστάμενες απόψεις σχετικά με την προγενέστερη κατάσταση στις σχέσεις Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας. Μια μερίδα ερευνητών ομιλεί περί επικράτησης ειρήνης, μια άλλη λέει πως το σχίσμα ήταν ήδη μια κατάσταση δεδομένη, ενώ μια τρίτη θεωρεί πως υπήρχε μια επιφανειακή ειρήνη, καθώς υφίστατο το σχίσμα όχι όμως επισημοποιημένο.[33]Μάλλον ισχύει η άποψη του H.G. Beck που την περιγράφει ως κατάσταση, αυξανόμενης εκκλησιαστικής αυτοτέλειας ή ανεξαρτησίας.[34] Οι σχέσεις μεταξύ των Εκκλησιών της Ανατολής και της Δύσης δεν ήταν πάντοτε αρμονικές στους οκτώ πρώτους αιώνες. Έτσι θα μπορούσαμε να αναφέρουμε τη διάσταση μεταξύ Ρώμης Βίκτωρος και Πολυκάρπου Εφέσου περί του εορτασμού του Πάσχα (192 μ.Χ) που ξεπεράστηκε με τη ρύθμιση της Α' Οικουμενικής Συνόδου. Την διαφωνία για την άφεση των αμαρτιών από τον Κάλλιστο Ρώμης (220μ.Χ). Η αντίθεση για το θέμα του βαπτίσματος των αιρετικών επί του Στέφανου Ρώμης (256 μ.Χ), η έριδα των δύο Διονυσίων Ρώμης και Αλεξανδρείας πάνω στη φράση ο Υιός αεί ην, η δυσαρέσκεια της Ρώμης για τον β' και γ' κανόνα της Β' Οικουμενικής (381 μ.Χ) περί διοικήσεως και πρεσβειών τιμής του Κωνσταντινουπόλεως.[35] Διάφοροι μελετητές έχουν αποπειραθεί να αθροίσουν τη συνολική χρονική διάρκεια της διακοπής των σχέσεων μεταξύ παλαιάς και νέας Ρώμης σε διάφορα χρονικά διαστήματα. Έτσι ο M.Jugie ,μιλάει για 217 χρόνια διακοπής από το έτος 337 έως το 843 ενώ ο L. Duchesne για 203 χρόνια υπολογίζοντάς τα από το 323 έως το 787.[36] Οι θεολογικές αντιπαραθέσεις , η πολιτιστική απόσταση και οι παρεμβάσεις των αυτοκρατόρων στη ζωή της Εκκλησίας βρίσκονται στη ρίζα πολλών παρανοήσεων μεταξύ Ανατολικών και Δυτικών,και ειδικά μεταξύ των επισκόπων της Ρώμης και της Κωνσταντινούπολης. Μια από αυτές επήλθε κατά την αντικανονική εκθρόνιση του Ιωάννη Χρυσοστόμου από τον θρόνο της Κωνσταντινούπολης το 404 και εξορίστηκε δυο φορές. Ο Ρώμης Ιννοκέντιος κρίνει την απόφαση άδικη, ( 407 μ.Χ) εξ ου και η πρώτη ρήξη που θα διαρκέσει έως το 417. [37] Η επιστροφή στην ενότητα των επόμενων ετών δεν σημαίνει ότι οι εντάσεις έπαψαν να υπάρχουν ανάμεσα στα δύο αντίζηλα πατριαρχεία. Στο τέλος του 5ου αιώνα προκύπτει μια δεύτερη ρήξη η οποία διαρκεί όχι δέκα χρόνια όπως η προηγούμενη αλλά τριάντα πέντε : τα(484-519) ο Ακακιανό σχίσμα . Αυτό υπήρξε απότοκο της καλοπροαίρετης και επιεικούς συμπεριφοράς των αυτοκρατόρων Ζήνωνα και Αναστασίου απέναντι στους μονοφυσίτες ,με στόχο να επιτύχουν συμφιλίωση των Χριστιανών της Ανατολής. Το 482 συντάχθηκε το ‘’Ενωτικό’’ –ένα πολύ αμφιλεγόμενο διάταγμα, το οποίο διευκολύνει την ενότητα , αλλά δέχεται ταυτόχρονη επίθεση από τους πιο πιστούς μονοφυσίτες και χαλκηδονιακούς, μεταξύ των οποίων και ο επίσκοπος Ρώμης Φήλιξ Γ’ Το 484 ο τελευταίος συγκαλεί στη Ρώμη μια σύνοδο η οποία αφορίζει τον Ακάκιο,ενώ στην Κωνσταντινούπολη ο πατριάρχης με τη σειρά του αφορίζει τον Φήλικα Γ’. Έτσι οι δύο Εκκλησίες βρίσκονται εκ νέου χωρισμένες. Τελικά επί Ιουστίνου καταργείται το ‘’Ενωτικόν’’ και ο πατριάρχης πιέζεται να υπογράψει την παπική διατύπωση και την ορθή πίστη που είχε διατηρηθεί στη Ρώμη. [38] Στα μέσα του 6ου αιώνα η υπόθεση των Τριών Κεφαλαίων αναθερμαίνει παλιούς ανταγωνισμούς. Το όνομά της προερχόμενο από τρεις καταδίκες που εξέδωσε ο Ιουστινιανός (544μ.Χ) κατά κειμένων των Θεόδωρου Μοψουεστίας, Θεοδώρητου Κύρου και Ίβα Εδέσσης. Ο αυτοκράτορας θέλει να δώσει στους μονοφυσίτες εγγυήσεις, καταδικάζοντας τρεις συγγραφείς τους οποίους αυτοί απεχθάνονταν διότι τους θεωρούσαν νεστοριανούς, χωρίς εντούτοις να ακυρώσει τις αποφάσεις της Συνόδου της Χαλκηδόνας που καταδίκασε τον Μονοφυσιτισμό. Οι ανατολικοί επίσκοποι δέχονται το διάταγμα παρά τους δισταγμούς. Οι δυτικοί επίσκοποι, ιδιαίτερα προσκολλημένοι στις συνοδικές αποφάσεις της Χαλκιδόνας ,γενικά το αποδοκιμάζουν. Για τον Ιουστινιανό η στάση του Πάπα Βιγίλιου είναι ενοχλητική-είχε διακόψει την κοινωνία με τον Κωνσταντινουπόλεως Μηνά- και για να τον κάνει να υπακούσει βάζει να τον απαγάγουν και τον οδηγούν στην Κωνσταντινούπολη. Η υπόθεση εκκρεμεί ακόμα όταν ο Ιουστινιανός συγκαλεί την Ε Οικουμενική σύνοδο Ο Βιγίλιος αρνείται να παρευρεθεί, αλλά τελικά υποχωρεί και δέχεται τις αποφάσεις της συνόδου. [39]Η καταδίκη του Μονοθελητισμού από τη Σύνοδο του Λατερανού (649 μ.Χ.) και των μονοθελητών πατριαρχών της Κωνσταντινούπολης οδήγησε σε ένα ακόμα σχίσμα μεταξύ ανατολικής και δυτικής εκκλησίας. [40] Κατάτην περίοδο της Εικονομαχίας οι Πατριάρχες της Ανατολής Ιεροσολύμων, Αντιοχείας Αλεξανδρείας έστειλαν υπόμνημα υπέρ των εικόνων το οποίο αναγνώσθηκε στη Σύνοδο του Λατερανού το 769 που συνεκάλεσε ο Ρώμης Στέφανος Γ’ η οποία αναθεμάτισε την εικονομαχική σύνοδο του 754 αναγνωρίζοντας την προσκύνηση των εικόνων. Τότε τοποθετούν αρκετοί μελετητές ένα ακόμα νέο σχίσμα μεταξύ Ρώμης και Κωνσταντινούπολης [41]

Το Σχίσμα του Φωτίου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: Σχίσμα του 867

Επί Μιχαήλ Γ' Μέθυσου πραγματικός κυβερνητης του κράτους ήταν ο καίσαρ Βάρδας ο οποίος δεν είχε καλές σχέσεις με τον Ιγνάτιο Κωνσταντινουπόλεως ο οποίος συνδεόταν με την προηγούμενη αυτοκράτειρα την Θεοδώρα. Ο Ιγνάτιος διώχθηκε από το 857 και το 858 ανήλθε ο Φώτιος. Έτσι δημιουργήθηκαν δύο παρατάξεις, μία υπέρ του Φωτίου και μία υπέρ του Ιγνατίου. Ο Πάπας Νικόλαος Α' που επιθυμούσε να αποδείξει την οικουμενικότητα της εξουσίας του επενέβη και τάχθηκε υπέρ του Ιγνατίου κρίνοντας την εκλογή του Φωτίου αντικανονική. Σύνοδος στο Λατερανό το 863 καθαίρεσε τον Φώτιο. Ήθελε να εμφανιστεί «ως ο ρυθμιστής της εκκλησιαστικής ζωής της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας» Επίσης αυτή η παρέμβασή του συνδυάστηκε με την είσοδο και το ιεραποστολικό έργο των Κυρίλλου και Μεθοδίου στη Μοραβία [42] Ο Πάπας Ρώμης Νικόλαος Α' επιχείρησε να εισάγει ετεροδιδασκαλίες και καινοτομίες στην νεοσυσταθείσα Βουλγαρική Εκκλησία, ενώ επιχείρησε να παρέμβει στην έριδα μεταξύ Φωτίου και Ιγνατίου, προκειμένου να επιβάλει μαζί με τις άλλες λατινικές καινοτομίες και το παπικό μοναρχικό πρωτείο εξουσίας. Η αντίδραση από τον Φώτιο ήλθε άμεσα, όταν το 866 έστειλε εγκύκλιο προς τους Πατριάρχες της Ανατολής μετά από απόφαση της ενδημούσας Συνόδου της Κωνσταντινούπολης με την οποία κατήγγειλε τις ετεροδιδασκαλίες (filioque) και τις αντικανονικές ενέργειες του Πάπα. Το 867 συγκλήθηκε σύνοδος στην Κωνσταντινούπολη με την παρουσία και του βυζαντινού αυτοκράτορα με την οποία απαγγέλθηκε καταδίκη των διδασκαλιών του Πάπα και καθαίρεση, ανάθεμα και αφορισμός του.[43]'Ετσι η εκκλησιαστική διαφωνία που ξεκίνησε με το ζήτημα της νομιμότητα του Ιγνατίου ή του Φωτίου εξελίχθηκε σε δογματική διαμάχη και είχε ως αποτέλεσμα την επισημοποίηση της δογματικής διάστασης μεταξύ Ανατολής και Δύσης.

Το ζήτημα της τετραγαμίας του Λέοντος Στ’ του Σοφού και άλλα σχίσματα μέχρι το 1054[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Καθώς ο αυτοκράτορας Λέων Στ αποφάσισε να παντρευτεί για τέταρτη φορά, επειδή από τους τρεις προηγούμενους γάμους δεν είχε αποκτήσει διάδοχο, ενώ από τον τέταρτο είχε ήδη ένα έκθεσμο γιο, ο Νικόλαος Μυστικός αρνήθηκε να τελέσει τον γάμο, ο οποίος τελικά έγινε από έναν απλό εφημέριο. Στην Κωνσταντινούπολη δημιουργήθηκε μείζων θέμα σε σχέση με τη νομιμότητα αυτού του γάμου, καθώς το κανονικό δίκαιο θέτει ως ανώτατο όριο τους τρεις γάμους. Ο αυτοκράτορας απευθύνθηκε μεταξύ άλλων και στον Ρώμης Σέργιο Γ’ ο οποίος έστειλε απεσταλμένους και αναγνώρισαν την εγκυρότητα του τέταρτου γάμου. Ο Νικόλαος Μυστικός αποδοκίμασε στον διάδοχο του Σεργίου Γ’ στον παπικό θρόνο Αναστάσιο Γ’ τη συμπεριφορά αυτή και έθεσε ως όρο για την επανεγγραφή του ονόματος του πάπα στα Δίπτυχα της εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως την καταδίκη του τέταρτου γάμου. Μετά την συνοδική καταδίκη (920) του τέταρτου γάμου , ακολούθησε και η επικύρωση της από τους παπικούς απεσταλμένους και η αναγραφή του ονόματος του Πάπα στα δίπτυχα.[44] Ο τελευταίος Πάπας το όνομα του οποίου μνημονεύθηκε στα Δίπτυχα της Κωνσταντινούπολης ήταν ο Πάπας Ιωάννης ΙΗ΄ το 1009. Ο διάδοχός του Πάπας Σέργιος Δ΄ επειδή η δήλωση πίστης του περιελάμβανε και το filioque δεν συμπεριλήφθηκε. Ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Σέργιος Β' (1000-1019) αντιδρώντας διέγραψε το όνομα του πάπα από τα δίπτυχα της Εκκλησίας. Έτσι προέκυψε το Σχίσμα των δύο Σεργίων.[45] Η άποψη που θέλει τότε να συνέβη η τελική ρήξη μεταξύ των δύο Εκκλησιών δεν ευσταθεί, επειδή «[...] η γνώση μας για τα περιεχόμενα των βυζαντινών διπτύχων είναι συμπτωματική»[46]Η κατάσταση από το 1014 έως το 1054 ήταν κατάσταση ατελούς χωρισμού και όχι σχίσματος, διάστασης και προσχισματικής κατάστασης.[47] Δεν είναι εξακριβωμένο και υπάρχει διχοστασία στους ερευνητές αν ο Κηρουλάριος είχε στείλει ενθρονιστήρια επιστολή στον Ρώμης,σίγουρο όμως είναι πως του είχε στείλει ειρηνικές επιστολές στον Πάπα, επομένως δεν ήταν παντελώς σταματημένη η μεταξύ τους επικοινωνία. Ωστόσο ο Πέτρος Αντιοχείας προέτρεπε τον Κωνσταντινουπόλεως να ελέγχει τον εκάστοτε νέο Πάπα για τις εσφαλμένες κατά την Ανατολική Εκκλησία διδασκαλίες του.[48]

Το Σχίσμα του 1054[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πηγές για τα γεγονότα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πιο σπουδαία δυτική έκθεση, που αποτέλεσε πηγή για τις άλλες λατινικές, είναι η Commemoratio brevis που αποδίδεται στον καρδινάλιο Ουμβέρτο. Η αλληλογραφία μεταξύ των συγχρόνων Ελλήνων και Λατίνων ιεραρχών όπως του Μιχαήλ Κηρουλλάριου προς τον Πέτρο Αντιοχείας και η απάντηση του τελευταίου, οι επιστολές του Λέοντα Θ’ προς τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Θ’, τον Μιχαήλ Κηρουλλάριο και τον Λέοντα Αχρίδας και προς τον Πέτρο Αντιοχείας. Ο A. Michel έδειξε πως όλες προέρχονται από τη γραφίδα του Ουμβέρτου. [49]

Τα προηγηθέντα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η κεντρική και νότια Ιταλία είχε περιέλθει στα χέρια των Νορμαννών και βασικός στόχος των Βυζαντινών ήταν η ανακατάληψη των εδαφών. Η περιοχή ήταν αντικείμενο διαμάχης των θρόνων της Ρώμης και της Κωνσταντινούπολης. Αρχικά η Παπική έδρα ίδρυσε τη Μητρόπολη του Οτράντο επί Νικηφόρου Φωκά και την επισκοπή Σιπόντου επί Βουλγαροκτόνου.[50] Ο πάπας Λέων Θ' προχώρησε σε συγκεκριμένες εφαρμογές διοικητικού χαρακτήρα σε σχέση με τις Εκκλησίες της Ν.Ιταλίας, Αντιοχείας και της Βουλγαρίας. Στην πρώτη διορίζει Λατίνο Αρχιεπίσκοπο στη Σικελία με σκοπό την υπαγωγή των περιοχών αυτών στον θρόνο του, ενώ συγκάλεσε σύνοδο σε περιοχή η οποία ανήκε στο Βυζάντιο, στον Σηπούντα (νοτιοανατολική Ιταλία)[51] ενώ επιχειρεί την εισαγωγή νέων λατρευτικών συνηθειών και απαιτεί τη δεκάτη από τις εκκλησίες της Απουλίας. Στον Πέτρο, πατριάρχη Αντιοχείας απευθύνει επιστολή το 1052 με την οποία του προτείνει βοήθεια στην περίπτωση που χρειαζόταν να υπερασπιστεί το κύρος του αξιώματός του έναντι του Κωνσταντινουπόλεως[52]. Τέλος ως προς τη Βουλγαρία η παπική επίθεση είναι δριμύτερη όπως αυτό φαίνεται σε επιστολή του προς τον αρχιεπίσκοπο Αχρίδας.[53]. Ο Μιχαήλ Κηρουλάριος αντιδρώντας στην περιστολή των ελληνικών εθίμων στις υπό Νορμαννική κατοχή περιοχές έλαβε αντίμετρα, διατάσσοντας να υιοθετήσουν οι Λατινικές εκκλησίες της Κωνσταντινούπολης τις ελληνικές συνήθειες και μετά από τη δική τους άρνηση το κλείσιμό τους, στα τέλη του 1052. Στη συνέχεια πείθει τον Λέοντα Αχρίδας να στείλει επιστολή στον επίσκοπο της Ελληνικής πόλης Τράνι της Απουλίας στην Ιταλία, θέλοντας να αποφύγει την ρήξη με τον Πάπα, [54] επιστολή η οποία θα διαβιβαζόταν στον Πάπα και τους επισκόπους των Φράγκων, με την οποία θα καταδίκαζε τα λειτουργικά έθιμα των Λατίνων. Η επιστολή διαβιβάστηκε και μεταφράστηκε από τον Ουμβέρτο που δεν ήξερε καλά ελληνικά και την απέδωσε πρόχειρα υπερτονίζοντας τον επιθετικό της τόνο.[55]Για το flioque δεν γινόταν καμία αναφορά.[56] Το έτος 1053 μετά την ήττα του Πάπα στους πρόποδες του Γαργάνου ο Αργυρός,βυζαντινός διοικητής στη Νότια Ιταλία, έστειλε τον αρχιεπίσκοπο του Τράνι στην Κωνσταντινούπολη για να υποβάλει στον αυτοκράτορα νέες προτάσεις για μια συμπόρευση με τον Πάπα κατά των Νορμαννών και να παρακάμψει την αντίσταση του Πατριάρχη. Ο αυτοκράτορας κατάφερε να πείσει τον Πατριάρχη να γράψει και αυτός μια φιλειρηνική επιστολή στον πάπα. Καθώς ο Πάπας βρισκόταν σε δύσκολη κατάσταση η οποία επέβαλε μια πολιτική συμφωνία με τον Πάπα και μια απάντηση στον Κηρουλάριο[57]

Οι προσωπικότητες των πρωταγωνιστών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Πάπας Λέων Θ΄ ανήκε στο μεταρρυθμιστικό ρεύμα του Κλουνύ που ήθελε αναβαθμισμένο το ρόλο του Παπισμού

Ο Μιχαήλ Κηρουλάριος ήταν άνθρωπος ιδιαίτερα φιλόδοξος αποπειρόμενος συνωμοσία κατά του Μιχάηλ Δ' να γίνει αυτοκράτορας. Διακρινόταν από υπεροψία και αλαζονεία καθώς φορούσε ερυθρά πέδιλα και συνομιλούσε ως ίσος προς ίσο με τον αυτοκράτορα.[58]Ήταν «ο πιο ισχυρογνώμων […]ιεράρχης της βυζαντινής ιστορίας. ». [59] Ο Ουμβέρτος ήταν μεν ευσεβής και μορφωμένος αλλά αλαζόνας, οξύθυμος, εγωιστής και με βρώμικη γλώσσα όταν μιλούσε για τους Έλληνες.[60] Και οι δύο, ο Κηρουλάριος με τον Ουμβέρτο, ήταν «τολμηροί και αδίστακτοι» Όσο δεν για τον Κωνσταντίνο Θ’ Μονομάχο ήταν ιδιαίτερα αδύναμος. [61]και πρόθυμος να θυσιάσει τον Πατριάρχη για χάρη της φιλίας με τη Ρώμη. Τελικά αποδείχθηκε αμφίρροπος αφού ο Κηρουλάριος τον μετάπεισε. [62] Τα κίνητρα και για τις δύο πλευρές ήταν «μικρόψυχα και προσωπικά και δεν είχαν καμία σχέση με υψηλά ζητήματα αρχών»[63]

Ο Πατριάρχης Μιχάηλ Κηρουλάριος ήταν ένας εκ των δυναμικών πρωταγωνιστών των γεγονότων της 16ης Ιουλίου του 1054.

Για τους ρωμαιοκαθολικούς ιστορικούς ο Κηρουλάριος κινήθηκε από μίσος κατά των Λατίνων και επιθυμία να εμποδίσει κάθε συμμαχία ανάμεσα στον βυζαντινό αυτοκράτορα και τον Πάπα προς αντιμετώπιση των Νορμανδων. Για τον Brihier, ο Κηρουλάριος επιθυμούσε να γίνει διά του σχίσματος αυτοκράτορας. Ή ήθελε να ματαιώσει την ένωση των δύο Εκκλησιών με σκοπό την εξασφάλιση της πλήρους ανεξαρτησίας της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης.[64]Ορισμένες συγκυρίες ήταν καθοριστικές σχετικά με την καλλιέργεια ενός εγωισμού και ενός αισθήματος ανωτερότητας έναντι του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Θ' Μονομάχου. Αυτές ήταν η αφοσίωση στοπρόσωπό του των κληρικών της Αγίας Σοφίας και των μοναχών από όλη την Αυτοκρατορία, η ύπαρξη ενός κύκλου φίλων και οπαδών ικανών και πρόθυμων να διαδώσουν τις ιδέες του, η δημοτικότητά του στους πιστούς της πρωτεύουσας και η επιδείνωση της υγείας του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου κάτι που περιόριζε τις ικανότητές του για διακυβέρνηση.[65] Υπάρχει όμως και η αντίθετη άποψη για τη στάση του Κηρουλάριου σχετικά με την ανταπόδοση του αναθέματος, που τον θεωρεί όχι ως επιτιθέμενο αλλά ως αμυνόμενο «κατά της προκλητικής πολιτικής του Λέοντος»[66]Έτσι κάθε χαρακτηρισμός, εκ μέρους των ρωμαιοκαθολικών των γεγονότων που διαδραματίστηκαν τον Ιούλιο του 1054 ως σχίσματος ελληνικού, βυζαντινού, ανατολικού ή του Κηρουλάριου δεν ευσταθεί, αλλά ακριβέστερος θα ήταν ως σχίσματος λατινικού, του Νικολάου, ή του Ουμβέρτου ή της Ρωμαϊκής Εκκλησίας [67]

Τα γεγονότα της 16ης Ιουλίου 1054[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Συγκροτήθηκε επιτροπή αποτελούμενη από τους καρδινάλιο Ουμβέρτο, τον Φρειδερίκο της Λωραίνης, αρχιγραμματέα του πάπα και ο Πέτρος αρχιεπίσκοπος του Αμάλφι η οποία θα μετέβαινε στην Κωνσταντινούπολη. Ο Αργυρός με τον οποίο συσκέφθηκαν τους εισηγήθηκε να αποφύγουν επαφή με τον Πατριάρχη αλλά με τον Αυτοκράτορα[68]. Η επιτροπή έφερε δύο επιστολές με αποδέκτες αντιστοίχως τον Πατριάρχη και τον Αυτοκράτορα.[69]. Με την πρώτη τον μέμφονταν για ιδιοποίηση του τίτλου οικουμενικός, ότι είχε αναμειχθεί στα εσωτερικά της λατινικής εκκλησίας, ενώ αμφέβαλε για την κανονικότητα της εκλογής του. Με την δεύτερη εξέφραζε παράπονα για την διαγωγή του πατριάρχη, απειλούσε με αντίποινα και ζητούσε την παροχή κάθε δυνατής βοήθειας προς τους παπικούς απεσταλμένους.[70] Η αντιπροσωπεία συναντήθηκε με τον Πατριάρχη του επέδωσε την επιστολή αλλά αποχώρησε, καθώς τους υποδέχθηκε με ψυχρότητα, επειδή δεν τον χαιρέτησαν με τον προσήκοντα τρόπο[71]. Στις 15 Απριλίου όμως ο Πάπας Λέων Θ' πέθανε κι έτσι αυτομάτως οι εκπρόσωποί του έχαναν κάθε νομικό κύρος όπως άλλωστε προβλεπόταν από το Κανονικό Δίκαιο. Έπρεπε να εκλεγεί νέος Πάπας για να δώσει νέα εντολή. Ωστόσο η επιτροπή συνέχισε τις επαφές της αυτή τη φορά με τον αυτοκράτορα-ο οποίος ίσως και την παρότρυνε να συνεχίσει να παραμένει στην Βυζαντινή πρωτεύουσα[72]. Όλα αυτά ενθάρρυναν την παπική αντιπροσωπέια να δημοσιεύσει τις λατινικές κατηγορίες τους σε βάρος της Ανατολικής Εκκλησίας. Σε αυτές απάντησε ο Νικήτας Στηθάτος και με τη σειρά του απάντησε ο Ουμβέρτος υβριστικά. Ο Κωνσταντίνος Θ', ο οποίος δεν ήθελε να να διακινδυνεύσει τη συμμαχία του με τη Ρώμη,[73] παρενέβη κατευναστικά και κάλεσε τον Στηθάτο να ανακαλέσει ζητώντας συγγνώμη. Αυτό ενθάρρυνε περισσότερο τον Ουμβέρτο να προβάλει περισσότερο τις περί filoque θέσεις του, χωρίς σε όλα αυτά να αντιδρά ο Κηρουλάριος. Τελικά το Σάββατο 16 Ιουλίου 1054 την ώρα του εσπερινού εισήλθαν στην Αγία Σοφία και άφησαν στην Αγία Τράπεζα βούλα με την οποία αφοριζόταν ο Μιχαήλ Κηρουλάριος και ο Λέωντας Αχρίδας. Καθώς αποχωρούσαν ο διάκονος του ναού έτρεξε από πίσω τους κρατώντας την παπική βούλα και ζητώντας τους να την ανακαλέσουν, εκείνοι αρνήθηκαν και εκείνος την έριξε στον δρόμο.[74]Ο αυτοκράτορας προκειμένου να αποκλιμακώσει την ένταση εφοδίασε με δώρα τους παπικούς λεγάτους. Ο Κηρουλάριος πληροφορήθηκε το περιεχόμενο του αναθέματος και αφού την μετέφρασαν οι Πρωτοσπαθάριος Κοσμάς, Πύρρος ο Ρωμαίος και ο μοναχός Ιωάννης ο Ισπανός την κοινοποίησε στον Κωνσταντίνο Θ' ο οποίος ζήτησε να δει το λατινικό πρωτότυπο του αφορισμού και στη συνέχεια κάλεσε την παπική αντιπροσωπεία για εξηγήσεις ενώπιον μιας συνόδου της Κωνσταντινούπολης. Εκείνη όμως αρνήθηκε να παρουσιαστεί και συνέχισαν το ταξίδι της επιστροφής.[75]

Στις 20 Ιουλίου ο Κηρουλάριος, παρουσία αυτοκρατορικών αξιωματούχων, αναθεμάτισε τους συντάκτες του αναθέματος και στις 24 Ιουλίου έγινε το ίδιο σε μια σύνοδο 16 μητροπολιτών και 5 αρχιεπισκόπων.[76] Οι Πατριάρχες της Ανατολής (Αλεξάνδρειας και Ιεροσολύμων) ακολούθησαν την στάση του Κηρουλάριου και διέγραψαν το όνομα του Πάπα από τα δίπτυχά τους. Ο Πέτρος Αντιοχείας, μετριοπαθής,[77] προσεγγίστηκε από τους Λατίνους και τους Βυζαντινούς. Αν και αντιπαθούσε τους πρώτους, δεν έβρισκε κάποιο όφελος από το σχίσμα. Τελικά προσχώρησαν όλοι με το μέρος του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.[78] Τόσο οι αφορισμοί των Λατίνων όσο και αυτοί των Ελλήνων στρέφονταν προσωπικά εναντίον των αξιωματούχων που είχαν φερθεί υβριστικά και όχι εναντίον των Εκκλησιών που αυτοί εκπροσωπούσαν.[79] Το σχίσμα λοιπόν του 1054 «ήταν μια περίπτωση προσωπικού αλλολοαφορισμού δύο ιεραρχών» [80] Παραταύτα, η απουσία της αναγραφής του Πάπα της Ρώμης στα δίπτυχα των τεσσάρων Πατριαρχείων της Ανατολής που ακολούθησε και η ανάλογη στάση των Παπών, κατέστησε τον συγκεκριμένο γεγονός την απαρχή μιας de facto διαίρεσης μεταξύ της Εκκλησίας της Ρώμης και των υπολοίπων Πατριαρχίων.

Το Σχίσμα εξ επόψεως Κανονικού Δικαίου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το εκ μέρους της Ρώμης ανάθεμα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ποιος ο αναθεματίζων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Συνδεόμενο άμεσα με το θέμα των όσων έλαβαν χώρα την 16η Ιουλίου 1054 είναι κατά πόσο ο Ουμβέρτος ενεργούσε ως απεσταλμένος του Πάπα Λέοντα Θ' ή έδρασαν από μόνοι τους αφού δεν ξεκίνησαν από την Ρώμη αλλά από το Μπενεβέντο ενώ τα διαπιστευτήριά τους ήταν πλαστά, καθώς φαινόταν από τις σφραγίδες των εγγράφων τους. Επίσης, το ύφος των επιστολών δεν μαρτυρούσε πως υπαγορεύθηκαν από τον Πάπα Λέοντα Θ', αλλά από τον Ουμβέρτο έστω και κατ΄εντολήν του Πάπα.[81] Αυτό ήταν και η υποψία του Κηρουλάριου κάτι που «η σύγχρονη έρευνα δικαιώνει, μάλλον απόλυτα, την εικασία του»[82] Επίσης σε ποιο βαθμό ήταν εξουσιοδοτημένοι για την επιβολή του αναθέματος ή ειδικώς εντεταλμένοι για κάτι τέτοιο. Για τον καθηγητή Ιωάννη Καρμίρη ενεργούσαν επί τη βάσει ειδικής εντολής και ευρείας εξουσιοδοτήσεως.[83] Όμως καθώς ο Πάπας είχε στο μεταξύ πεθάνει -στις 13 Απριλίου του 1054-[84] περιέπλεκε ακόμα πιο πολύ τα πράγματα. Οι Ρωμαιοκαθολικοί ερευνητές είναι διχασμένοι, καθώς άλλοι εξ αυτών δέχονται πως βάσει της εν λευκώ εξουσιοδότησης που είχαν μπορούσαν να ενεργήσουν όπως ενήργησαν, ενώ άλλοι το απορρίπτουν εντελώς αυτό το ενδεχόμενο. Τελικά όμως και επειδή οι διάδοχοι του Λέοντα επικύρωσαν το ανάθεμα, τυπικώς και ισχύει.[85]

Ποιοι οι αναθεματιζόμενοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο αναθεματισμός αναφερόταν στους Μιχαήλ Κηρουλάριο, στον Αρχιεπίσκοπο Αχρίδας Λέοντα, και τον πατριαρχικό σακελλάριο Νικηφόρο. Στη συνέχεια σε όλους τους κληρικούς της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης και των άλλων Ορθοδόξων Πατριαρχείων, οι οποίοι ακολουθούσαν τους προηγηθέντες στις απόψεις και στις πράξεις τους. Έτσι επικεντρώνονται στον κλήρο των Ορθοδόξων, διότι αυτοί και (θα) τελούσαν τις πράξεις αυτές. Τέλος κατ' επέκταση αναφερόταν και σε όλους τους Ορθόδοξους Χριστιανούς, αν και γι΄αυτήν την έκταση και τη γενίκευση του αφορισμού υπάρχουν ενστάσεις και επιφυλάξεις. [86]Ο Χανς Γκέοργκ Μπεκ θεωρεί πως η λατινική πλευρά απέφυγε να αναθεμτίσει τη βυζαντινή εκκλησία ως όλον.[87]

Λόγοι επιβολής του αναθέματος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μεταξύ των λόγων του αναθέματος είναι οι πεποιθήσεις και οι ενέργειές τους: όπως οι Σιμωνιακοί πωλούν την χάρη της ιερωσύνης και των άλλων μυστηρίων, δέχονται ευνούχους στον κλήρο πολλούς εξ αυτών χειροτονούν και επισκόπους, όπως οι Αρειανοί αναβαπτίζουν τους ήδη βαπτισμένους και ειδικά τους λατίνους, όπως οι Νικολαΐτες επιτρέπουν στους κληρικούς να συνάπτουν σαρκικούς γάμους και να λειτουργούν και στο θυσιαστήριο, τρέφουν την κόμη της κεφαλής και την γενειάδα όπως οι Ναζωρηνοί, όπως οι Πνευματομάχοι ή Θεομάχοι δεν αναφέρουν στο Σύμβολο της Πίστεως την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος από τον Υιό, ή δογματίζουν πως το ένζυμον έμψυχον είναι.[88]

Εγκυρότητα και ισχύς του αναθέματος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξ επόψεως κανονικού δικαίου μπορούν να εγερθούν και άλλες ενστάσεις σχετικά με το κύρος του αναθέματος: πραγματοποιήθηκε επί ξένου εδάφους, επί ξένης δικαιοδοσίας ο αντίλογος είναι πως η λήψη του αφορισμού αποφασίστηκε επί Παπικού εδάφους και εξαπολύθηκε κατά προσώπων ανηκόντων σε άλλη εκκλησιαστική περιφέρεια. Ο αντίλογος σε αυτά είναι πως ο αφορισμός δεν αφορούσε απλό πιστό του Πατριάρχου Μιχαήλ Κηρουλάριου-οπότε θα ήταν αρμοδιώτερος ο ίδιος, αλλά τον Κηρουλάριο και την περί αυτόν Σύνοδο. Επίσης δεν μπορούσε να παραπέμψει το θέμα σε ανώτερο ιεραρχικώς διοικητικό όργανο, όπως μια Οικουμενική Σύνοδο, διότι λόγω των συνθηκών δεν μπορούσε να συνέλθει. Αν συνερχόταν Οικουμενική σύνοδος τα άλλα Πατριαρχεία θα ήταν αλληλέγγυα με την Κωνσταντινούπολη. Η Ρώμη,ακόμα θεωρούσε αρμοδιώτερη την ίδια να αποφαίνεται-και να αφορίζει- επί δογματικών ζητημάτων. Αλλά και μια γενική σύνοδος στη Δύση δεν θα συγκαλούνταν λόγω του Παπικού πρωτείου.Για την Ορθόδοξη Εκκλησία εξ επόψεως κανονικού Δικαίου μια τέτοια ενέργεια ήταν αντικανονική επειδή προϋποθέτει τη λειτουργία της Πενταρχίας.[89] Αν και αντικανονικός ο αναθεματισμός όμως έχει βαρύτητα για την Ορθόδοξη Εκκλησία επειδή επρόκειτο για ένα είδος κατάρας με δυσάρεστες συνέπειες για την ομαλή και ειρηνική ανάπτυξη του Εκκλησιαστικού σώματος και επειδή ήταν αναμεμειγμένος με ανυπόστατες κατηγορίες.[90]

Η Δύση και το ανάθεμα της Ρώμης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Πάπας Βίκτωρ Β' (1055-1057) διάδοχος του Λέοντα δεν απέρριψε την ενέργεια του Ουμβέρτου αν και του ετέθη υπόψιν οπότε και έμμεσα το επικύρωσε. Επίσης ένα μέλος της Ρωμαϊκής αποστολής στην Κωνσταντινούπολη ήταν ο καρδινάλιος Φρειδερίκος von Lothringen ο οποίος έγινε μετά Πάπας Ρώμης ως Στέφανος Θ' και ήταν γνώστης των ακριβών συνθηκών και ούτε αργότερα αποκήρυξε όσα έγιναν. Πέραν αυτών υπάρχει και ενδεχόμενη συνοδική επικύρωση από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και ειδικά από τη Σύνοδο του Μπάρι (1098). Βέβαια ελλείψει των πρακτικών της Συνόδου αυτής δεν έχουμε επικύρωση του αναθέματος από τον Ουμβέρτο.[91]

Το εκ μέρους της Κωνσταντινούπολης ανάθεμα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ποιος ο αναθεματίζων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά από έγκριση του Αυτοκράτορα ο αναθεματισμός επιβλήθηκε εκ μέρους της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης από τον Πατριάρχη Μιχαήλ Κηρουλάριο και την γύρω από αυτόν ενδημούσα σύνοδο της Κωνσταντινούπολης. Στην επιβολή του αναθέματος συμμετείχε και ο λαός της Κωνσταντινούπολης, αν λάβουμε υπόψιν ότι έγινε με έγκριση του αυτοκράτορα-αρχηγού του κράτους και εν μέρει αντιπρόσωπου του λαού, εκφωνήθηκε στο Μεγάλο Σέκρετο του Πατριαρχείου όπου παρίσταντο οι εκπρόσωποι της Πολιτείας και,τέλος, επρόκειτο να επαναληφθεί η ανάγνωσή του ενώπιον του πλήθους.[92]

Ποιοι οι αναθεματιζόμενοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αναθεματίστηκε ο παπικός αναθεματισμός και όλοι όσοι σχετίζονταν με την σύνταξη, έκδοση και κατάθεση αυτού ακόμα και οι κατ'ελάχιστον συναινούντες σε αυτήν την πράξη. Ο Πάπας Λέων Θ' ονομαστικώς δεν συμπεριλαμβανόταν διότι ο Κηρουλάριος δεν ήταν σίγουρος αν ήταν ο πραγματικός εντολέας του Ουμβέρτου και των συν αυτώ, όμως πίσω από τη γενικευμένη διατύπωση περί όσων έξέφεραν γνώμη για την δημιουργία του αφορισμού μπορεί να καλύπτει και τον Πάπα. Η μη αναφορά σε ακολούθους και οπαδούς του Πάπα φαίνεται πως ο αφορισμός δεν συμπεριέλαβε και όλους τους Λατίνους, ακόμα και αν αυτοί εξέφεραν αντορθόδοξες θέσεις.[93]

Λόγοι επιβολής του αναθέματος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι λόγοι επιβολής του αναθέματος ήταν αμυντικού χαρακτήρα, χαρακτήρα αντιποίνων καθώς έπρεπε να ανταποδοθεί, να απαντηθεί, να αναιρεθεί και τελικά τιμωρηθεί η προκλητική, κατά την Βυζαντινή πλευρά, ενέργεια των Παπικών απεσταλμένων. Αυτή η ενέργεια εκ μέρους του Κηρουλάριου θεμελιωνόταν και στους κανόνες της Εκκλησίας (δ' Ζ' Οικουμενικής). Όλα αυτά συνδέονταν και με τις αιρετικές πεποιθήσεις των παπικών αντιπροσώπων,όμως δεν καταδικάστηκαν αυτοί κατά κύριο λόγο για τις αιρετικές τους θέσεις, αφού όπως επισημαίνει ο Βλάσιος Φειδάς το Filoque «περιέργως δεν αναγράφεται εις το κείμενον του αναθέματος της Πατριαρχικής Συνόδου ως δογματική παρέκκλισης του παπικού θρόνου [94]Ο αμυντικός χαρακτήρας της ενέργειας του Κηρουλάριου επιβεβαιώνεται από το ότι αμέσως αφού εγκρίθηκε από τον Αυτοκράτορα ο Κηρουλάριος προέβη στον αναθεματισμό, ενώ δεν συμβουλεύθηκε εκ των προτέρων τους Πατριάρχες της Ανατολής[95]

Η Ανατολή και το ανάθεμα της Κωνσταντινούπολης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δεν έχουμε μαρτυρίες σχετικά με επίσημη επιδοκιμασία και επικύρωση ρητώς και ειδικώς του επιβληθέντος αναθέματος αλλά για διακοπή της αναφοράς του ονόματος του Πάπα στα δίπτυχα. Η βάση της αποδοχής της απόφασης της ενδημούσας συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως ήταν η εμμονή στην περί filioque διδασκαλία των Δυτικών.[96] Για τις Ανατολικές ορθόδοξες τοπικές Εκκλησίες οι Λάτίνοι μετά την επιβολή των αναθεμάτων του 1054 δεν ετέθησαν αμέσως και αυτομάτως αλλά εμμέσως και βαθμιαίως εκτός Εκκλησίας.[97] Βέβαια «επισήμως και τελεσιδίκως δι' αποφάσεως Πανορθοδόξου (Οικουμενικής) Συνόδου,δεν έχουν χαρακτηρισθεί όλοι οι Λατίνοι αιρετικοί,ούτε έχουν αναθεματισθή. Πολύ περισσότερον ούτε η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία ως σύνολον έχει χαρακηρισθή ως αίρεσις,ούτε έχει αναθεματισθή υπό της Εκκλησίας επισήμως και τελεσιδίκως δια οικουμενικής τινός συνόδου[...]»[98] Η στάση αυτή εκ μέρους της Ορθόδοξης Εκκλησίας υπαγορεύθηκε από τους εξής λόγους: α)λόγω του μεγέθους και της σημασίας της Καθολικής Εκκλησίας, β)γιατί περιμένει την επάνοδο αυτής και επιδιώκει την εν αληθεία συνεργασία με αυτήν γ) με τον αφορισμό της θα αποξενωνόταν περισσότερο.δ)εντός των κόλπων της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας υπήρχαν διαφωνίες τόσο σχετικά με το filioque όσο και με το Παπικό πρωτείο ε) υπήρχε η συνείδηση μέσα στο Ορθόδοξο πλήρωμα πως ο Παπισμός ήταν ήδη αποκομμένος από την Εκκλησία μετά και την νόθευση του Συμβόλου της Πίστεως[99]

Το Σχίσμα του 1054 στην σύγχρονη βυζαντινή ιστοριογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Σχίσμα έμεινε «μόνο στις σφαίρες της υψηλής κοσμικής και εκκλησιαστικής ιεραρχίας». [100]Το γεγονός πέρασε απαρατήρητο από τη σύγχρονη βυζαντινή ιστοριογραφία, η οποία το εξέλαβε ως μια συνηθισμένη διχογνωμία της εκκλησιαστικής ηγεσίας στην Κωνσταντινούπολη και τη Ρώμη. Έτσι τον μόνο υπαινιγμό τον εντοπίζουμε στον Μιχαήλ Ψελλό στον Επιτάφιό του στον Κηρουλάριο: Στασιάζει προς την νεωτέραν Ρώμην η πρεσβυτέρα, ου περί μικρών ουδέ παροράσθαι αξίων, αλλά περί του πρώτου λόγου της ευσεβείας και της περί την αγίαν Τριάδα θεολογίας .[101] Για την ιδεολογία του Κλουνύ αυτή η ελάχιστη μνεία από τον Ψελλό και η γενική σιωπή από τους βυζαντινούς ιστορικούς και χρονογράφους των γεγονότων του 1054, δείχνει πως εμφανίστηκε ως «[...]ένα περιφερειακό επεισόδιο στον αγώνα της για την εδραίωση του ηγεμονικού χαρακτήρα της παπικής εξουσίας»[102] Ο M. Viller, υποστηρίζει επίσης ότι ο Κεδρηνός σε σημείωσή του στο περιθώριο, την οποία ο Viller δεν παραθέτει,θεωρεί τον Κηρουλάριο υπεύθυνο για το σχίσμα. των εκκλησιών.[103]

Οι συνέπειες του Σχίσματος του 1054[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Σχίσμα του 1054 υπήρξε μεγάλη επιτυχία για τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως καθώς έτσι καθίστατο ανεξάρτητος από τον Πάπα και τη Δύση. Η εξουσία του γινόταν ακόμα μεγαλύτερη επί του Σλαβικού κόσμου και των τριών Πατριαρχείων της Ανατολής.[104] Απέναντι στην πολιτική εξουσία και στην ενδιάθετη τάση της να διατηρεί την ενότητα της Εκκλησίας με σκοπό την οικουμενική ενότητα του Κράτους , το Σχίσμα αποτέλεσε ήττα για την αυτοκρατορική εξουσία. [105] Έτσι το σχίσμα του 1054 αποτελεί συνέχεια του Φωτιανού Σχίσματος από την άποψη ότι «κάθε φορά που υποβαθμίζεται η κεντρική αυτοκρατορική διοίκηση και ισχυροποιείται η βυζαντινή εκκλησία […]τα πράγματα οδηγούν σε ρήξη ανάμεσε στη Ρώμη και στην Κωνσταντινούπολη» [106] Η προσπάθεια των Βυζαντινών να ελέγξουν τις επισκοπές Απουλίας και Καλαβρίας μαρτυρούν την βαρύτητα που είχαν οι εκκλησιαστικές αρχές ως εκπρόσωποι της κρατικής εξουσίας.[107] Η ιταλική πολιτική του αυτοκράτορα γκρεμιζόταν καθώς επιταχύνθηκε η πολιτική αποξένωση από την Ιταλία: η αντινορμανδική συμμαχία διαλύθηκε και η Αγία Έδρα στράφηκε προς τους Νορμανδούς, τους οποίους και αναγνώρισε[108], ενώ για τους Παπικούς απεσταλμένους και την Εκκλησία της Ρώμης τα γεγονότα της 16ης Ιουλίου συνιστούσαν ταπείνωση.[109] Για την εικόνα της Εκκλησίας αποκαλύφθηκε πως η ίδια δεν μπορούσε να φτάσει στο ύψος των προσδοκιών που οι άλλοι απαιτούσαν από αυτήν.[110] Οι πολιτικές συνέπειες του Σχίσματος δεν ήταν μικρότερες για την πολιτική ύπαρξη του Βυζαντίου, καθώς δυσχέραινε τις προσπάθειες οποιασδήποτε μελλοντικής συνεργασίας ανάμεσα σε Κωνσταντινούπολη και Δύση. Όπως αναφέρει ο Brehier «το σχίσμα, εμποδίζοντας τον συμβιβασμό της Αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης με την Δύση, άνοιξε τον δρόμο προς την πτώση της Αυτοκρατορίας»[111] Μια ακόμα συνέπεια του Σχίσματος ήταν ο τρόπος με τον οποίο η Δύση αντιμετώπισε την πολιτιστική κληρονομιά του Βυζαντίου, εχθρότητα που εκφράστηκε με την παραγνώριση του Βυζαντίου από την ιστορική έρευνα, με το αρνητικό επίχρισμα που έλαβε ο όρος βυζαντινός, αλλά και με την χρήση του όρου ΄΄γραικός΄΄[112] -ήδη από τον 9ο αιώνα, με εσκεμμένως υποτιμητική διάθεση.[113] Η απέχθεια των Δυτικών δεν άφησε ανεπηρέαστη και την βυζαντινή τέχνη και ιδιαίτερα την αγιογραφία η οποία παραμελήθηκε στη Δύση[114]Το σχίσμα του 1054 δεν αποτελεί την πηγή των αντιλατινικών αισθημάτων που θα λάβει βίαιες μορφές κυρίως στον βυζαντινό λαό, γιατί αυτό υπήρξε πιο πολύ υπόθεση των εκκλησιαστικών αρχών παρά του λαού. [115]Σε επίπεδο πολιτικής ιστορίας το ουσιαστικό σχίσμα μεταξύ τω δύο Εκκλησιών έλαβε χώρα μετά τις βίαιες συμπεριφορές που εκδηλώθηκαν κατά την κατάληψη και λεηλασία της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους το 1204.[116]


Αναπαράσταση των κυρίων δογμάτων του Χριστιανισμού.[117][118] Δεν αποτελεί εξαντλητική αναπαράσταση.


Απόπειρες άρσης του Σχίσματος του 1054[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Σύνοδος του Μπάρι (1098) και οι άλλες προσπάθειες άρσης του Σχίσματος του 1054 έως το 1274[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με πρωτοβουλία του Πάπα Ουρβανού Β' (1088-1099) το 1098 οι Επίσκοποι της Ν. Ιταλίας που ακολουθούν το βυζαντινό τυπικό μπροστά στην προοπτική υποταγής τους στους προελαύνοντες Νορμανδούς συμφωνούν να συναντηθούν μαζί του. Δεν γνωρίζουμε το αποτέλεσμα της συνόδου. Τελικά οι Έλληνες της Ν. Ιταλίας αποδέχθηκαν την παπική δικαιοδοσία και το filioque, υπό την Νορμανδική πίεση. [119] Οι επόμενες απόπειρες προσέγγισης πραγματοποιούνται μετά το 1204: ο Θεόδωρος Λάσκαρις μέσω του Πατριάρχη Μανουήλ Α' απευθύνει πρόσκληση στη Ρώμη για διεξαγωγή Συνόδου, αλλά έμεινε χωρίς ανταπόκριση. Ο Ιωάννης Γ' Δούκας Βατάτζης πάλι μέσω του Πατριάρχη-του Γερμανού Β', αυτή τη φορά, ζητά διαπραγματεύσεις με τη Ρώμη, η οποία έστειλε αντιπροσώπους στη Νίκαια. Το θέμα του filoque όμως εμπόδισε τη συμφωνία στις σύνοδο του 1234. Οι συζητησεις επαναλήφθηκαν στο Νυμφαίο Ιωνίας το 1249 και απέβησαν άκαρπες. Το 1253 ο Βατάτζης έστειλε στη Ρώμη αντιπροσωπεία στη Ρώμη με την οποία αποδεχόταν την παπική πρωτοκαθεδρία και την αποκατάσταση του στην Κωνσταντινούπολη. Τελικά αν και δρομολογήθηκαν συζητήσεις δεν πραγματοποιήθηκαν λόγω του θανάτου των πρωταγωνιστών.[120]

Η Σύνοδος της Λυών (1274)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Μιχαήλ Η' επειδή διέβλεπε την δυτικόθεν απειλή διαρκή[121], θέλησε να προσεγγίσει την Ρώμη και το 1262 προσέγγισε τον Πάπα Ουρβανό Δ' αλλά επειδή ο πάπας πέθανε[122] οι επαφές έγιναν με τον λιγότερο διαλλακτικό διάδοχό του Κλήμη Δ' ,ο οποίος αξίωνε υποταγή στη Ρωμαιοκαθολική πίστη και πρωτοκαθεδρία.[123] Οι απόλυτες αυτές αξιώσεις οδήγησαν σε μια στασιμότητα την οποία θέλησε να σπάσει ο Πάπας Γρηγόριος Ι' με τελεσίγραφό του στην Βυζαντινή πλευρά. Ο Μιχαήλ υπό την πίεση αυτή έστειλε αντιπροσώπους οι οποίοι τελικά δέχθηκαν τα πρωτεία του Πάπα, το filioque και συμφώνησαν στην αποκατάσταση του ονόματος του Πάπα στα δίπτυχά τους. [124]Στην πραγματικότητα, από την πλευρά των ορθοδόξων Πατριαρχείων αυτή δεν ήταν παρά μια ληστρική σύνοδος κι όχι οικουμενικη όπως τη θεωρούσαν οι Λατίνοι, διότι δεν συμμετείχαν σε αυτήν αντιπρόσωποί τους αλλά μόνο του Αυτοκράτορα.[125] Ο Πατριάρχης Ιωσήφ Α' δεν τη δέχθηκε ενώ ο αρχικώς αντιλατίνος Ιωάννης Βέκκος τη δέχθηκε με τον όρο να διατηρηθούν τα έθιμα και το Βυζαντινό τυπικό.[126]Με την εκλογή του Πάπα Μαρτίνου Δ' οι σχέσεις διαταράχθηκαν εκ νέου καθώς αφόρισε τον Μιχαήλ Η' διαλύοντας την ένωση της Λυών και συναινώντας σε μια νέα εκστρατεία κατά της Κωνσταντινούπολης.[127]

Η Σύνοδος Φερράρας-Φλωρεντίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο αυτοκράτορας Ιωάννης Η' αντιλαμβανόμενος τον οθωμανικό κίνδυνο στράφηκε προς τη Δύση επιδιώκοντας βοήθεια και προσφέροντας ως αντάλλαγμα την ένωση των Εκκλησιών. Στη διάρκεια των εργασιών της Συνόδου η βυζαντινή αντιπροσωπεία διχάστηκε καθώς εντός των κόλπων της επικρατούσαν τόσο ανθενωτικές όσο και φιλενωτικές στάσεις. Μετά την μεταφορά των εργασιών της Συνόδου από την Φερράρα στην Φλωρεντία τον Φεβρουάριο του 1439 οι η διάσταση των απόψεων περί της εκπόρευσης του Αγίου Πνεύματος ήταν πλέον εμφανής. Ο Αυτοκράτορας Ιωάννης φοβούμενος ότι πιθανή ρήξη θα τον αποστερούσε από την Δυτικόθεν βοήθεια που προσδοκούσε πρότεινε μια συμβιβαστική λύση με αποτέλεσμα να διχαστεί ακόμα περισσότερο η ανατολική αποστολή. Τελικά στις 5 Ιουλίου 1439 υπογράφτηκε ο Όρος που προέβλεπε την ένωση των δύο Εκκλησιών, με τον εκπρόσωπο του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας Μάρκο Ευγενικό να μην προσυπογράφει. Ο ενωτικός επίσκοπος Μόσχας Ισίδωρος τέλεσε ενωτική Θεία Λειτουργία στην Αγία Σοφία στην Κωνσταντινούπολη τον Δεκέμβριο του 1452 ως προσωρινή λύση, μέχρι να αποκρουσθεί η τουρκική απειλή. Τελικά η τοπική Σύνοδος, το 1484 ακύρωσε τα αποφασισθέντα στη Φλωρεντία.[128]

Ενωτικές απόπειρες μετά τη Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας και έως την άρση του Σχίσματος το 1965[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου σε επιστολή της το 1895 προς τον Πάπα Λέοντα ΙΓ' τόνιζε τη σημασία της επανένωσης των δύο Εκκλησιών πάνω στην κοινή βάση της Ευαγγελικής διδασκαλίας και των αποφάσεων των Επτά Οικουμενικών Συνόδων. Χαρακτηριζόταν η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία όχι ως αιρετική, αλλά ως Εκκλησία των καινοτομιών, της νοθεύσεως και της παρερμηνείας και ότι έχει αποκηρυχθεί και όχι ότι έχει αναθεματιστεί.[129] Το 1902 και 1904 ο Πατριάρχης Ιωακείμ Γ' πραγματοποίησε δύο απόπειρες προσέγγισης με τη Ρώμη αλλά λόγω εσωτερικών αντιδράσεων εντός του Φαναρίου ναυάγησαν[130]

Η άρση των αναθεμάτων το 1965[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο καρδινάλιος Αυγουστίνος Μπέα ήταν ο βασικός διοργανωτής από Ρωμαιοκαθολικής πλευράς της συνάντησης πατριάρχη Αθηναγόρα Α' και Πάπα Παύλου Στ'

Η πιο σοβαρή προσπάθεια προς την κατεύθυνση της Ένωσης έλαβε χώρα το 1965. Το 1959 ο Αρχιεπίσκοπος Αμερικής Ιάκωβος συναντήθηκε με τον Πάπα Ιωάννη ΚΓ' στο Βατικανό-επρόκειτο για την πρώτη επίσκεψη ορθόδοξου αρχιερέα μετά πέντε αιώνες, καθώς το 1547 ο Πάπας Παύλος Γ' είχε δεχθεί τον Μητροπολίτη Καισαρείας Μητροφάνη, έξαρχο του Πατριάρχη Διονυσίου Β'[131]- προετοιμάζοντας την επίσκεψη του Νουντσίου Τέστα στον Οικουμενικό Πατριάρχη. Ο Ιωάννης ΚΓ με τη σειρά του κάλεσε τις Ορθόδοξες Εκκλησίες σε Οικουμενική Σύνοδο για τον Οκτώβριο του 1962. Ο Πάπας Παύλος ΣΤ΄ συνέχισε την πολιτική διαλόγου του προκατόχου του προχωρόντας σε κινήσεις καλής θέλησης όπως, η επιστροφή της κάρας του Αγίου Ανδρέα στην Πάτρα (1964) και των λειψάνων του Αγίου Σάββα στα Ιεροσόλυμα (1965). Τελικά στις 5 και 6 Ιανουαρίου 1964 συναντήθηκαν οι Παύλος και Πατριάρχης Αθηναγόρας στα Ιεροσόλυμα. Η παρουσία 2500 εκπροσώπων του τύπου «είχε ως αποτέλεσμα την προβολή της πνευματικής του διάστασης [δηλ. του Πατριαρχείου] σε μια ιδιαιτέρως κρίσιμη ιστορική περίοδο» γι' αυτό. [132]Ο Τουρκικός τύπος έσπευσε να κατηγορήσει το Πατριαρχείο για ανάπτυξη πολιτικής δραστηριότητας.[133] Ακολούθησε επίσκεψη του Μητροπολίτη Ηλιουπόλεως Μελίτωνος στο Βατικανό στις 5 Ιουλίου 1965 ο οποίος πρότεινε να κλείσουν οι εργασίες της Β' Βατικανής Σύνοδος με την αμοιβαία άρση των αναθεμάτων και ακολούθησαν εκατέροθεν επισκέψεις.[134]. Στις 7 Δεκεμβρίου 1965 έγινε η αμοιβαία άρση των αναθεμάτων των δύο Εκκλησιών κατά το πέρας των εργασιών της Β' Βατικανής Σύνοδος. Ο επίσκοπος Ιωάννης Willebads διάβασε στα γαλλικά το κείμενο της Κοινής δήλωσης (Πάπα και Πατριάρχη) σχετικά με την άρση των αναθεμάτων. Ακολούθησε Θεία Λειτουργία προεξάρχοντος του Πάπα Πάυλου και μετά ο καρδινάλιος Αυγουστίνος Μπέα διάβασε την λατινιστί συνταγμένη παπική πράξη της άρσεως. Ο Μητροπολίτης Ηλιουπόλεως έλαβε από τον Πάπα την ποντιφική πράξη, ανταλλάσσοντας χειραψία και ασπασμό. Ο Πάπας έκανε την απόλυση στα ελληνικά, Ο ευλογών τους ευλογούντας σε Κύριε.[135]Τον Ιούλιο του 1967 ο Πάπας Παύλος Στ' μετέβη στο Φανάρι πραγματοποιώντας επίσημη επίσκεψη και ο Αθηναγόρας ανταπέδωσε τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς μεταβαίνοντας στο Βατικανό.[136]

Η άρση των αναθεμάτων εκ μέρους της Ρώμης εξ επόψεως κανονικού δικαίου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βάσει του Ρωμαιοκαθολικού κανονικού δικαίου ο Πάπας Παύλος ήταν αρμόδιος για την άρση του αναθέματος, διότι αυτός ήταν ο διάδοχος του Λέοντας Θ' στο όνομα το οποίου αυτό επιβλήθηκε το 1054. Ακόμα και αν ο Ουμβέρτος αυθαιρέτως και αυτοβούλως ενήργησε, τότε και πάλι ο Πάπας ως ιεραρχικώς ανώτερος δικαιούται να άρει αυτό. Επίσης η αρμοδιότητά του πηγάζει και από το ότι οι διάδοχοι του Λέοντος δεν προχώρησαν στην ακύρωσή του. Το γεγονός πως την ημέρα της άρσεως συνεδρίαζε η Β' Βατικανή Σύνοδος, το ανάθεμα ήρε και ολόκληρη η Σύνοδος, γεγονός που έχει σημασία και εξ επόψεως Ορθόδοξης Εκκλησίας η οποία δίνει προτεραιότητα στα συλλογικά και συνοδικά όργανα της Εκκλησίας.[137] Η άρση περιορίζεται στον Κηρουλάριο και τους δύο συν αυτώ - άρα θεωρεί ότι η επιβολή του αφορούσε μόνον τους τρεις αυτούς - αλλά εμμέσως επεκτείνεται και στους ακολούθους αυτών. Η διατύπωση της άρσεως θέλομεν να απαλείψωμεν από της μνήμης της Εκκλησίας αντί του πιο συγκεκριμένου αίρομεν το ανάθεμα γεννά ερωτηματικά σχετικά με το αν έγινε άρση από τα συγκεκριμένα πρόσωπα. Η Ρωμαιοκαθολική άποψη επί του θέματος είναι πως από τη στιγμή που πεθαίνει ο αναθεματισμένος εξαλείφεται ταυτοχρόνως και ο αφορισμός. Για την Ορθόδοξη όμως πλευρά το ανάθεμα πρέπει να λυθεί με συγκεκριμένη τελετή ενώ ακόμα και το ρωμαϊκό λειτουργικό τυπικό προβλέπει ειδική ευχή απαλλαγής εκ του αναθέματος για τους πεθαμένους. Ο καθηγητής του Κανονικού Δικαίου Παναγιώτης Μπούμης επί του ζητήματος ότι «[...]η άρσις αυτή (τόσον ως προς τον αριθμόν των προσώπων, όσον και προς τον βαθμόν βεβαιότητος),παρουσιάζεται ασαφής ,αν όχι ε λ λ ι π ή ς (sic)»[138]

Η άρση των αναθεμάτων εκ μέρους της Κωνσταντινούπολης εξ επόψεως κανονικού δικαίου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο Φανάρι από την Μείζονα Επιτροπή η οποία αποτελείτο από δύο επιτροπές, των Πανορθοδόξων και Παγχριστιανικών ζητημάτων καθορίστηκε υποεπιτροπή η οποία συγκροτήθηκε από τους Μελίτωνα Ηλιουπόλεως, Σταυρουπόλεως Μάξιμο, Μύρωνα Χρυσόστομο και τους καθηγητές Εμμανουήλ Φωτιάδη και Βασίλη Σταυρίδη, αποδέχθηκε την ανάγκη άρσης του αναθέματος, αλλά διχάστηκε σχετικά με τον τρόπο και τον χρόνο της Άρσης. Τελικά μετά την ολοκλήρωση των τυπικών διαδικασιών στις 7 Δεκεμβρίου 1965 έγινε η τελετή άρσης των αναθεμάτων.[139] Έτσι την άρση των αναθεμάτων πραγματοποίησε η Πατριαρχική Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως υπό την προεδρία του Αθηναγόρα. Η Πατριαρχική Σύνοδος που ήρε τον αφορισμό ήταν αρμόδια για κάτι τέτοιο επειδή αποτελούσε αδιάσπαστη συνέχεια του Πατριαρχείου του 1054[140] Με δεδομένο όμως το γεγονός ότι το ανάθεμα του 1054 επιδοκιμάσθηκε από τον λαό της Κωνσταντινούπολης και έγινε αποδεκτό από τα άλλα Πατριαρχεία της Ανατολής τίθεται ζήτημα ανεπάρκειας και αναρμοδιότητας της Συνόδου. Και το επιχείρημα πως η Γ Πανορθόδοξη Διάσκεψη της Ρόδου, ήταν η πηγή εξουσιοδότησης για την πράξη της Άρσης των αναθεμάτων, δεν είναι ισχυρό καθώς η Πανορθόδοξος δεν ήταν Σύνοδος των Ορθοδόξων Εκκλησιών που είναι αρμοδιότερη για να εξουσιοδοτήσει την Πατριαρχική Σύνοδο για να εκπροσωπήσει την Ορθόδοξη Εκκλησία και να άρει το ανάθεμα. Έτσι παραμένει εκκρεμές το ζήτημα της δικαιοδοσίας της Πατριαρχικής Συνόδου.[141] Έτσι από την πλευρά της Κωνσταντινουπόλεως αίρεται ρητά και κατηγορηματικά το ανέθεμα της ενδημούσας Συνόδου του 1054, αλλά όχι και αυτό που εκφωνήθηκε ενώπιον του πλήθους ή τις μεταγενέστερες επικυρώσεις του, αφήνοντας αυτό σε μελλοντική Πανορθόδοξη Σύνοδο.[142] Οι ενστάσεις οι οποίες εγείρονται επί της αμοιβαιότητας της άρσης των αφορισμού αφορούν το αν η Ρωμαϊκή πλευρά αποκήρυξε τις πεπλανημένες δοξασίες της που προκάλεσαν και την επιβολή του αναθέματος. Όμως δεν είναι εν ζωή οι καταδικασθέντες για να πράξουν κάτι τέτοιο, επίσης δεν αφορίστηκαν για τις πλάνες τους αλλά για το ανάθεμα που συνέταξαν.[143]

Οι λόγοι άρσεως των αναθεμάτων εξ επόψεως εκκλησιαστικής και θεολογικής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η άρση των αναθεμάτων έγινε για λόγους αμοιβαιότητας-επειδή και ο Πάπας ήρε τον αφορισμό και στα πλαίσια της Χριστιανικής αγάπης, κατ' απομίμηση της θείας φιλανθρωπίας, χάριν της ειρήνης και της ενότητας της Εκκλησίας, της ευστάθειας και της ομόνοιας της Εκκλησίας, η σωτηρία των ψυχών των εμπλεκομένων προσώπων και η τελική ευαρέσκεια του Θεού.[144]

Οι λόγοι προσέγγισης Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως εξ επόψεως διεθνών σχέσεων και διπλωματίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Καθώς το Φανάρι βρισκόταν υπό την συνεχή απειλή της Τουρκικής Δημοκρατίας και λόγω της αναζωπύρωσης του Κυπριακού, ο Αθηναγόρας επιθυμούσε να διασφαλίσει τη συνέχεια της παραμονής του Πατριαρχείου στην Τουρκία. Αυτό θα το πετύχαινε κάνοντας ευρέως γνωστή την ύπαρξη του Πατριαρχείου «παγιώνοντας κατ' αυτόν τον τρόπο τη θέση του στη διεθνή σκακιέρα και αφετέρου να συσπειρώσει τη φωνή των ορθόδοξων Εκκλησιών εναντίον της ισχυρής Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας»[145]Αυτή η πρωτοβουλία εντασσόταν στο πάγιο αίτημα του Πατριαρχείου «ακώλυτη ελευθεροεπικοινωνία των αρχιερέων και κληρικών του [...] με εκπροσώπους άλλων εκκλησιών εκτός Τουρκίας»[146] Είναι επίσης η εποχή που η Ορθόδοξη πλευρά έχει να αντιμετωπίσει εσωτερικές τριβές καθώς αναπτύσσεται η διελκυστίνδα Κωνσταντινούπολης-Μόσχας αναφορικά με την διεθνή εκπροσώπηση της Ορθοδοξίας στηριζόμενη η δεύτερη στην αυξημένη ισχύ της και στην πενία στελεχών της πρώτης. Έτσι η διαδικασία άρσης των αναθεμάτων αναβάθμιζε τη θέση της Κωνσταντινούπολης, [147] ως του πλέον έγκυρου συνομιλητή με τον Ποντίφικα στα θέματα που αφορούσαν τις σχέσεις μεταξύ Ρωμαιοκαθολικών και Ορθοδόξων.[148] Με βάση τα αρχεία του Υπουργείου των Εξωτερικών των ΗΠΑ ο Πατριάρχης Αθηναγόρας ενημέρωνε σταθερά για τις κινήσεις του την αμερικανική πλευρά, προσβλέποντας προφανώς στην υποστήριξή της, μετά κυρίως από τα Σεπτεμβριανά, οπότε σημειώθηκε μια ψυχρότητα ανάμεσα στο Φανάρι και την Ουάσιγκτον [149]

Αρνητικές και θετικές αντιδράσεις επί της άρσεως των αναθεμάτων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μεμονωμένα μέλη της Πατριαρχικής Συνόδου, πρόεδροι και εκπρόσωποι αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών και καθηγητές Θεολογικών Σχολών διαφώνισαν, όπως η Εκκλησία της Ρωσίας εκπρόσωπος της οποίας (ο μητροπολίτης Λένινγκραντ και Λαντόγκας Νικόδημος, δήλωσε πως δεν δεσμεύεται από την άρση των αναθεμάτων.[150] Ο Χρυσόστομος Β' Αρχιεπίσκοπος Αθηνών θεώρησε πως η άρση ελήφθη αυθαιρέτως και είναι άκυρη επομένως δεν έχει καμία ισχύ για την Οικουμενική Ορθόδοξη Εκκλησία. Ο καθηγητής Παναγιώτης Τρεμπέλας την θεωρεί ως υπέρμετρη υποχώρηση που προϋποθέτει ανάλογη στάση και από την Ρωμαϊκή πλευρά. Ο θρησκευτικός τύπος της εποχής σχολίασε αναλόγως το ζήτημα, υπογραμμίζοντας το ασύμμετρο και ετεροβαρές της ενέργειας σε σχέση με την όλη στάση της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και την διατήρηση από μέρους της της Ουνίας. Την πράξη επιδοκίμασαν ο τότε Αρχιεπίσκοπος Κρήτης Ευγένιος, ο Κύπρου Μακάριος και η Πανελλήνιος Ένωση Θεολόγων.[151]

Αποτίμηση εγχειρημάτων συμφιλίωσης Ρωμαιοκαθολικών (Λατίνων) και Εκκλησίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όλες οι προσπάθειες που έγιναν ξεκινούσαν από πολιτικά κίνητρα -ο φόβος των Ελλήνων για τους Τούρκους οι οποίοι απειλούσαν την Ανατολική Αυτοκρατορία, κάτι που έκανε τους Βυζαντινούς να στραφούν για βοήθεια στη Δύση- και από την επιθυμία της Ρώμης να επιβάλει στην Ανατολική Εκκλησία το Παπικό πρωτείο. Τα κίνητρα δεν ήταν εκκλησιαστικά, γι' αυτό κι απέτυχαν. Επίσης, η Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204 κατά την Δ' Σταυροφορία αποτέλεσε σοβαρό επιβαρυντικό παράγοντα: «Αν δεν είχαν μεσολαβήσει οι Σταυροφορίες, είναι πιθανόν οι Εκκλησίες να είχαν αποκαταστήσει τις σχέσεις τους[...]»[152]

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Νικόλαος Οικονομίδης, «Το Βυζάντιο και η Δύση», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τομ.Η' (1979), σελ.149
  2. Ιωάννης Καρμίρης, Η διαίρεσις της Χριστιανοσύνης και δυνατότης επανενώσεως αυτής-επί τη 900η επετείω του σχίσματος 1054-1954, Ισταμπούλ, 1954, σελ. 4
  3. Ζακ Λε Γκοφ, «Η Δύση μπροστά στο Βυζάντιο, έλλειψη κατανόησης και παρεξηγήσεις», στο: Ελένη Μπιμπίκου Αντωνιάδη κ.α , Βυζάντιο και Ευρώπη-Συμπόσιο Παρίσι (22 Απριλίου 1994), μτφρ. Γιάννης Κουμπουρλής, εκδ.Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 1996, σελ. 95
  4. Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, Η Ορθόδοξος Ανατολική Εκκλησία-Γενική Ιστορική Επισκόπησις, εν Αθήναις 1954, σελ.92
  5. Ζακ Λε Γκοφ, «Η Δύση μπροστά στο Βυζάντιο, έλλειψη κατανοήσης και παρεξηγήσεις», στο: Ελένη Μπιμπίκου Αντωνιάδη κ.α , Βυζάντιο και Ευρώπη-Συμπόσιο Παρίσι (22 Απριλίου 1994), μτφρ. Γιάννης Κουμπουρλής, εκδ.Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 1996, σελ.96
  6. Χρήστος Αραμπατζής, «Το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας ως παράγοντας ενότητας της ανατολικής και δυτικής Εκκλησίας κατά τον 13ο αιώνα», Βυζαντινά, τομ. 29 (2009), σελ.362
  7. Georg Ostrogorsky, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, τομ. 2,μτφρ. Ιωάννης Παναγόπουλος, εκδ.Στεφ. Βασιλόπουλος, Αθήνα , 1979, σελ. 222
  8. Ευάγγελος Χρυσός, «Το Βυζάντιο και η διεθνής κοινωνία του μεσαίωνα», στο: Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών/Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών-Διεθνείς Συμπόσια 16, Το Βυζάντιο ως οικουμένη, Αθήνα, 2005, σελ.69-71
  9. Ζαχαρίας Τσιρπανλής, Η Δυτική Ευρώπη στους μέσους χρόνους (5ος-15ος αι.), εκδ. Π.Πουρναράς, Θεσσαλονίκη, 1985, σελ.120
  10. Νικολέττα Γιάντση-Μελετιάδη, «Η επίδραση της ιδεολογίας του Cluny στο Σχίσμα του 1054 », στο:Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών/Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών Η Αυτοκρατορία σε κρίση (;) Το Βυζάντιο τον 11ο αιώνα (1025-1081), Αθήνα, 2003, σελ.291-295
  11. Νικολέττα Γιάντση-Μελετιάδη, «Η επίδραση της ιδεολογίας του Cluny στο Σχίσμα του 1054 », στο: Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών/Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών Η Αυτοκρατορία σε κρίση (;) Το Βυζάντιο τον 11ο αιώνα (1025-1081), Αθήνα, 2003, σελ.296-297
  12. Νικολέττα Γιάντση-Μελετιάδη, «Η επίδραση της ιδεολογίας του Cluny στο Σχίσμα του 1054 », στο: Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών/Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών Η Αυτοκρατορία σε κρίση (;) Το Βυζάντιο τον 11ο αιώνα (1025-1081), Αθήνα, 2003, σελ.304
  13. Νικολέττα Γιάντση-Μελετιάδη, «Η επίδραση της ιδεολογίας του Cluny στο Σχίσμα του 1054 », στο: Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών/Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών Η Αυτοκρατορία σε κρίση (;) Το Βυζάντιο τον 11ο αιώνα (1025-1081), Αθήνα, 2003, σελ.302
  14. Ιωάννης Καραγιαννόπουλος, Ιστορία Βυζαντινού Κράτους, τομ Β',εκδ.Σάκκουλας, Θεσσαλονίκη, 1981, σελ. 531
  15. Αριστείδης Πανώτης, Η άρσις των αναθεμάτων μεταξύ Παλαιάς και Νέας Ρώμης,εκδ.Κέντρον Ορθοδόξων Θεολογικών Σπουδών Η του Θεού Σοφία, Αθήναι, 1966, σελ. 17
  16. αρχιεπ. πρ. Θυατείρων, Μεθόδιος Φούγιας, Έλληνες και Λατίνοι, Αθήναι 1990, σελ.165
  17. Χρήστος Αραμπατζής, «Η Ελληνική μετάφραση του Συμβόλου της Α' Συνόδου του Τολέδου από τον Δημήτριο Κυδώνη ή τον Μανουήλ Καλέκα», Βυζαντινά τομ. 21 (2000), σελ. 387, υποσ. 2
  18. Ιωάννης Μάγιεντορφ, Βυζαντινή θεολογία, μτφρ. π. Παύλος Κουμαριανός, Βασίλης Τσάγκαλος, εκδ. Ίνδικτος, Αθήνα, 2010, σελ. 202
  19. αρχιεπ. πρ. Θυατείρων, Μεθόδιος Φούγιας, Έλληνες και Λατίνοι, Αθήναι 1990, σελ.166-167
  20. σε νεοελληνική απόδοση από τον Δημήτρη Τσουγκαράκη στο: A.P. Kazhdan, Ann Wharton Epstein, Αλλαγές στον Βυζαντινό πολιτισμό κατά τον 11ο και 12ο αιώνα,μτφρ.Ανδρέας Παππάς, εκδ.Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα, 1997, σελ. 451-452
  21. Ιωάννης Καρμίρης, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τομ. Ι, εν Αθήναις 1960,σελ. 338
  22. Hans-Georg Beck, Ιστορία της Ορθόδοξης Εκκλησίας στη Βυζαντινή αυτοκρατορία, μτφρ.Λευτέρης Αναγνώστου, τομ.1ος, εκδ.Στέφανος Βασιλόπουλος, Αθήνα, 2004,σελ. 398
  23. Georg Ostrogorsky, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, τομ. 2,μτφρ. Ιωάννης Παναγόπουλος, εκδ.Στεφ. Βασιλόπουλος, Αθήνα , 1979, σελ. 224
  24. Ιωάννης Μάγιεντορφ, Βυζαντινή θεολογία, μτφρ. π. Παύλος Κουμαριανός, Βασίλης Τσάγκαλος, εκδ. Ίνδικτος, Αθήνα, 2010, σελ. 209
  25. Δήμητρα Πλακαλή, «Τα Σχίσματα της Ανατολικής με τη Δυτική Εκκλησία. Συμβολή στη μελέτη τους», Βυζαντινός Δόμος, τομ.10-11, (1999-2000), σελ.221-222
  26. Ιωάννης Μάγιεντορφ, Βυζαντινή θεολογία, μτφρ. π. Παύλος Κουμαριανός, Βασίλης Τσάγκαλος, εκδ. Ίνδικτος, Αθήνα, 2010, σελ. 210
  27. Δήμητρα Πλακαλή, «Τα Σχίσματα της Ανατολικής με τη Δυτική Εκκλησία. Συμβολή στη μελέτη τους», Βυζαντινός Δόμος, τομ.10-11, (1999-2000), σελ.222
  28. Ευάγγελος Χρυσός, «Το Βυζάντιο και η διεθνής κοινωνία του μεσαίωνα», στο: Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών/Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών-Διεθνείς Συμπόσια 16, Το Βυζάντιο ως οικουμένη, Αθήνα, 2005, σελ.67
  29. Ευάγγελος Χρυσός, «Το Βυζάντιο και η διεθνής κοινωνία του μεσαίωνα», στο: Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών/Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών-Διεθνείς Συμπόσια 16, Το Βυζάντιο ως οικουμένη, Αθήνα, 2005, σελ.68
  30. Βασιλική Βλυσίδου, «Προσέγγιση ή εχθρότητα με τη Δύση; Βυζάντιο και Ευρώπη τον 9ο και 10ο αιώνα», στο:Το Βυζάντιο και οι απαρχές της Ευρώπης, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα, 2004, σελ.115
  31. Σταυρούλα Χονδρίδου, Ο Κωνσταντίνος Θ' Μονομάχος και η εποχή του (ενδέκατος αιώνας μ.Χ), εκδ.Ηρόδοτος, Αθήνα, 2002, σελ.418
  32. Hans-Georg Beck, Ιστορία της Ορθόδοξης Εκκλησίας στη Βυζαντινή αυτοκρατορία, μτφρ.Λευτέρης Αναγνώστου, τομ.1ος, εκδ.Στέφανος Βασιλόπουλος, Αθήνα, 2004,σελ. 395
  33. Παναγιώτης Μπούμης, Τα αναθέματα Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως και κανονικότης της άρσεως αυτών,Αθήναι 1980, σελ. 19
  34. Παναγιώτης Μπούμης, Τα αναθέματα Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως και κανονικότης της άρσεως αυτών,Αθήναι 1980, σελ. 20
  35. Αριστείδης Πανώτης, Η άρσις των αναθεμάτων μεταξύ Παλαιάς και Νέας Ρώμης,εκδ.Κέντρον Ορθοδόξων Θεολογικών Σπουδών Η του Θεού Σοφία, Αθήναι, 1966, σελ. 15,υποσ. 3
  36. Ιωάννης Καρμίρης, Η διαίρεσις της Χριστιανωσύνης και δυνατότης επανενώσεως αυτής-επί τη 900η επετείω του σχίσματος 1054-1954, Ισταμπούλ, 1954, σελ. 7
  37. Βασίλειος Στεφανίδης, Εκκλησιαστική Ιστορία, εκδ. Παπαδημητρίου, 1998 (6η έκδ) σελ. 209
  38. Βασίλειος Στεφανίδης, Εκκλησιαστική Ιστορία, εκδ. Παπαδημητρίου, 1998 (6η έκδ), σελ. 227 κ.εξ Βλάσιος Φειδάς, Εκκλησιαστική Ιστορία Α’, Αθήναι 2002 (γ’έκδ.), σελ. 664-678
  39. Βλάσιος Φειδάς, Εκκλησιαστική Ιστορία Α’, Αθήναι 2002 (γ’έκδ.), σελ. 701-726
  40. Βασίλειος Στεφανίδης, Εκκλησιαστική Ιστορία, εκδ. Παπαδημητρίου, 1998 (6η έκδ), σελ.245
  41. Βασίλειος Στεφανίδης, Εκκλησιαστική Ιστορία, εκδ. Παπαδημητρίου, 1998 (6η έκδ), σελ. 259
  42. Δήμητρα Πλακαλή, «Τα Σχίσματα της Ανατολικής με τη Δυτική Εκκλησία. Συμβολή στη μελέτη τους», Βυζαντινός Δόμος, τομ.10-11, (1999-2000), σελ.186
  43. Ιωάννης Καρμίρης, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τομ. Ι, εν Αθήναις 1960, σελ. 316-318
  44. Βλάσιος Φειδάς, Εκκλησιαστική Ιστορία Β’, Αθήναι 2002 (γ’έκδ.), σελ 141-146 Βασίλειος Στεφανίδης, Εκκλησιαστική Ιστορία, εκδ. Παπαδημητρίου, 1998 (6η έκδ) , σελ. 371
  45. Στήβεν Ράνσιμαν, Δύση και Ανατολή σε Σχίσμα, μτφρ.Χρήστος Μακρόπουλος, εκδ.Εν πλω, Αθήνα, 2008, σελ. 55 Παναγιώτης Μπούμης, Τα αναθέματα Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως και κανονικότης της άρσεως αυτών,Αθήναι 1980, σελ.24
  46. Μίλτων Ανάστος, «Οι Νορμανδοί και το σχίσμα του 1054», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τομ.Η' (1979), σελ.263
  47. Και από την άποψη του Κανονικού Δικαίου δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως σχισματική η κατάσταση μετά το 1014, διότι ο Σέργιος έπρεπε για να διακόψει την κοινωνία και την αναφορά του ονόματος του Πάπα να συγκληθεί προηγουμένως σύνοδος με τη συμμετοχή των επικεφαλής των άλλων θρόνων της Ανατολής. Εντούτοις οι κανόνες επιτρέπουν την μη μνημόνευση του ονόματος κάποιου αιρετικού πατριάρχη. Παναγιώτης Μπούμης, Τα αναθέματα Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως και κανονικότης της άρσεως αυτών,Αθήναι 1980, σελ.31- 33
  48. Παναγιώτης Μπούμης, Τα αναθέματα Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως και κανονικότης της άρσεως αυτών,Αθήναι 1980, σελ. 25
  49. Georg Ostrogorsky, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, τομ. 2,μτφρ. Ιωάννης Παναγόπουλος, εκδ.Στεφ. Βασιλόπουλος, Αθήνα , 1979, σελ. 203
  50. Δήμητρα Πλακαλή, «Τα Σχίσματα της Ανατολικής με τη Δυτική Εκκλησία. Συμβολή στη μελέτη τους», Βυζαντινός Δόμος, τομ.10-11, (1999-2000), σελ.193-194
  51. Δήμητρα Πλακαλή, «Τα Σχίσματα της Ανατολικής με τη Δυτική Εκκλησία. Συμβολή στη μελέτη τους», Βυζαντινός Δόμος, τομ.10-11, (1999-2000), σελ. 194 Hans-Georg Beck, Ιστορία της Ορθόδοξης Εκκλησίας στη Βυζαντινή αυτοκρατορία, μτφρ.Λευτέρης Αναγνώστου, τομ.1ος, εκδ.Στέφανος Βασιλόπουλος, Αθήνα, 2004, σελ.395-396
  52. Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, Ιστορία της Εκκλησίας της Αντιόχειας,εν Αλεξανδρεία, 1951,σελ. 849
  53. Νικολέττα Γιάντση-Μελετιάδη, «Η επίδραση της ιδεολογίας του Cluny στο Σχίσμα του 1054 », στο:Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών/Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών Η Αυτοκρατορία σε κρίση (;) Το Βυζάντιο τον 11ο αιώνα (1025-1081), Αθήνα, 2003, σελ.297-298
  54. Γεώργιος Σπυρίδων Μάμαλος, «Εκκλησία και διπλωματία: Η προσέγγιση των εκκλησιών Ρώμης-Κωνσταντινούπολης κατά τη δεκαετία του 1960», στο: Κωνσταντίνος Δημάδης (επιμ.), Πρακτικά του Γ' Ευρωπαϊκού Συνεδρίου Νεοελληνικών Σπουδών: Βουκουρέστι, 2-4 Ιουνίου 2006, Ο Ελληνικός κόσμος ανάμεσα στην εποχή του Διαφωτισμού και στον εικοστό αιώνα, τομ. Α', εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2007, σελ.528, υπόσ. 4
  55. Στήβεν Ράνσιμαν, Δύση και Ανατολή σε Σχίσμα, μτφρ.Χρήστος Μακρόπουλος, εκδ.Εν πλω, Αθήνα, 2008, σελ. 67-68
  56. Hans-Georg Beck, Ιστορία της Ορθόδοξης Εκκλησίας στη Βυζαντινή αυτοκρατορία, μτφρ.Λευτέρης Αναγνώστου, τομ.1ος, εκδ.Στέφανος Βασιλόπουλος, Αθήνα, 2004,σελ. 399
  57. Hans-Georg Beck, Ιστορία της Ορθόδοξης Εκκλησίας στη Βυζαντινή αυτοκρατορία, μτφρ.Λευτέρης Αναγνώστου, τομ.1ος, εκδ.Στέφανος Βασιλόπουλος, Αθήνα, 2004, σελ. 399-400
  58. Διονύσιος Ζακυθηνός, Βυζαντινή Ιστορία 324-1071, εκδ. Αφοί Μυρτίδη, Αθήναι 1972, σελ. 505-506
  59. Georg Ostrogorsky, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, τομ. 2,μτφρ. Ιωάννης Παναγόπουλος, εκδ.Στεφ. Βασιλόπουλος, Αθήνα , 1979, σελ. 223
  60. Ιωάννης Καραγιαννόπουλος, Ιστορία Βυζαντινού Κράτους, τομ Β',εκδ.Σάκκουλας, Θεσσαλονίκη, 1981, σελ. 534
  61. Georg Ostrogorsky, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, τομ. 2,μτφρ. Ιωάννης Παναγόπουλος, εκδ.Στεφ. Βασιλόπουλος, Αθήνα , 1979, σελ. 223
  62. Georg Ostrogorsky, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, τομ. 2,μτφρ. Ιωάννης Παναγόπουλος, εκδ.Στεφ. Βασιλόπουλος, Αθήνα , 1979, σελ. 224
  63. Michael Angold, Η Βυζαντινή αυτοκρατορία από το 1025 έως το 1204. Μια πολιτική ιστορία, μτφρ. Ευαγγελία Καργιανιώτη, εκδ.Παπαδήμα, Αθήνα, 1997,σελ. 100
  64. Θεόδωρος Ποπέσκου, «Διατί επετέθη κατά των Λατίνων ο Πατριάρχης Μιχαήλ Κηρουλάριος (1053);», στο:Εναίσιμα, επί τη τριακοστή πέμπτη επετηρίδι της επιστημονικής δράσεως του Μακαριωτάτου Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου , (επίμ. Γρηγόριος Παπαμιχαήλ), Αθήναι,1931, σελ. 368-369
  65. Σταυρούλα Χονδρίδου, Ο Κωνσταντίνος Θ' Μονομάχος και η εποχή του (ενδέκατος αιώνας μ.Χ), εκδ.Ηρόδοτος, Αθήνα, 2002,σελ. 421
  66. Ιωάννης Καρμίρης, Η διαίρεσις της Χριστιανωσύνης και δυνατότης επανενώσεως αυτής-επί τη 900η επετείω του σχίσματος 1054-1954, Ισταμπούλ, 1954, σελ. 15
  67. Ιωάννης Καρμίρης, Η διαίρεσις της Χριστιανωσύνης και δυνατότης επανενώσεως αυτής-επί τη 900η επετείω του σχίσματος 1054-1954, Ισταμπούλ, 1954, σελ. 15
  68. Hans-Georg Beck, Ιστορία της Ορθόδοξης Εκκλησίας στη Βυζαντινή αυτοκρατορία, μτφρ.Λευτέρης Αναγνώστου, τομ.1ος, εκδ.Στέφανος Βασιλόπουλος, Αθήνα, 2004, σελ. 401
  69. μητροπ. Πισιδίας, Μεθόδιος Φούγιας, Ορθοδοξία, Ρωμαιοκαθολικισμός, Αγγλικανισμός, μτφρ. Χρήστος Γιαννούλας, εκδ.Νέα Σύνορα-Λιβάνης, Αθήνα, 1996, εδώ αντιστοίχως σελ. 226-227 και 228-29
  70. Ιωάννης Καραγιαννόπουλος, Ιστορία Βυζαντινού Κράτους, τομ Β',εκδ.Σάκκουλας, Θεσσαλονίκη, 1981, σελ. 537
  71. Hans-Georg Beck, Ιστορία της Ορθόδοξης Εκκλησίας στη Βυζαντινή αυτοκρατορία, μτφρ.Λευτέρης Αναγνώστου, τομ.1ος, εκδ.Στέφανος Βασιλόπουλος, Αθήνα, 2004, σελ. 402
  72. Michael Angold, Η Βυζαντινή αυτοκρατορία από το 1025 έως το 1204. Μια πολιτική ιστορία, μτφρ. Ευαγγελία Καργιανιώτη, εκδ.Παπαδήμα, Αθήνα, 1997, σελ. 99
  73. Hans-Georg Beck, Ιστορία της Ορθόδοξης Εκκλησίας στη Βυζαντινή αυτοκρατορία, μτφρ.Λευτέρης Αναγνώστου, τομ.1ος, εκδ.Στέφανος Βασιλόπουλος, Αθήνα, 2004, σελ. 403
  74. Ιωάννης Καραγιαννόπουλος, Ιστορία Βυζαντινού Κράτους, τομ Β',εκδ.Σάκκουλας, Θεσσαλονίκη, 1981, σελ. 538
  75. Στήβεν Ράνσιμαν, Δύση και Ανατολή σε Σχίσμα, μτφρ.Χρήστος Μακρόπουλος, εκδ.Εν πλω, Αθήνα, 2008, σελ. 76-77
  76. Hans-Georg Beck, Ιστορία της Ορθόδοξης Εκκλησίας στη Βυζαντινή αυτοκρατορία, μτφρ.Λευτέρης Αναγνώστου, τομ.1ος, εκδ.Στέφανος Βασιλόπουλος, Αθήνα, 2004, σελ. 405
  77. Georg Ostrogorsky, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, τομ. 2,μτφρ. Ιωάννης Παναγόπουλος, εκδ.Στεφ. Βασιλόπουλος, Αθήνα , 1979, σελ. 224
  78. Δήμητρα Πλακαλή, «Τα Σχίσματα της Ανατολικής με τη Δυτική Εκκλησία. Συμβολή στη μελέτη τους», Βυζαντινός Δόμος, τομ.10-11, (1999-2000), σελ. 195
  79. John Julius Norwich, Σύντομη ιστορία του Βυζαντίου, μτφρ. Δ.Π.Κωστελένος, εκδ.Γκοβόστης, Αθήνα, 1999, σελ. 362
  80. Steven Runciman, Η Βυζαντινή θεοκρατία, μτφρ. Ιωσήφ Ροηλίδης, εκδ.Δόμος, Αθήνα, 1991 , σελ. 109
  81. Παναγιώτης Μπούμης, Τα αναθέματα Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως και κανονικότης της άρσεως αυτών,Αθήναι 1980, σελ. 41-43
  82. Hans-Georg Beck, Ιστορία της Ορθόδοξης Εκκλησίας στη Βυζαντινή αυτοκρατορία, μτφρ.Λευτέρης Αναγνώστου, τομ.1ος, εκδ.Στέφανος Βασιλόπουλος, Αθήνα, 2004, σελ.405
  83. Ιωάννης Καρμίρης, Η διαίρεσις της Χριστιανωσύνης και δυνατότης επανενώσεως αυτής-επί τη 900η επετείω του σχίσματος 1054-1954, Ισταμπούλ, 1954, σελ.14
  84. Ιωάννης Καρμίρης, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τομ. Ι, εν Αθήναις 1960,σελ. 336
  85. Παναγιώτης Μπούμης, Τα αναθέματα Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως και κανονικότης της άρσεως αυτών,Αθήναι 1980, σελ.45-46
  86. Παναγιώτης Μπούμης, Τα αναθέματα Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως και κανονικότης της άρσεως αυτών,Αθήναι 1980, σελ.46-58
  87. Hans-Georg Beck, Ιστορία της Ορθόδοξης Εκκλησίας στη Βυζαντινή αυτοκρατορία, μτφρ.Λευτέρης Αναγνώστου, τομ.1ος, εκδ.Στέφανος Βασιλόπουλος, Αθήνα, 2004, σελ. 406
  88. Παναγιώτης Μπούμης, Τα αναθέματα Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως και κανονικότης της άρσεως αυτών,Αθήναι 1980, σελ. 58-64
  89. Παναγιώτης Μπούμης, Τα αναθέματα Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως και κανονικότης της άρσεως αυτών,Αθήναι 1980, σελ.64-71
  90. Παναγιώτης Μπούμης, Τα αναθέματα Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως και κανονικότης της άρσεως αυτών,Αθήναι 1980, σελ.72-73
  91. Παναγιώτης Μπούμης, Τα αναθέματα Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως και κανονικότης της άρσεως αυτών,Αθήναι 1980, σελ.100-104
  92. Παναγιώτης Μπούμης, Τα αναθέματα Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως και κανονικότης της άρσεως αυτών,Αθήναι 1980, σελ.78-80
  93. Παναγιώτης Μπούμης, Τα αναθέματα Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως και κανονικότης της άρσεως αυτών,Αθήναι 1980, σελ.81-87
  94. παρατίθεται στο: Παναγιώτης Μπούμης, Τα αναθέματα Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως και κανονικότης της άρσεως αυτών,Αθήναι 1980, σελ.93, υποσ. 2
  95. Παναγιώτης Μπούμης, Τα αναθέματα Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως και κανονικότης της άρσεως αυτών,Αθήναι 1980, σελ.93-94
  96. Παναγιώτης Μπούμης, Τα αναθέματα Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως και κανονικότης της άρσεως αυτών,Αθήναι 1980, σελ.106-110
  97. Παναγιώτης Μπούμης, Τα αναθέματα Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως και κανονικότης της άρσεως αυτών,Αθήναι 1980, σελ.113
  98. Παναγιώτης Μπούμης, Τα αναθέματα Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως και κανονικότης της άρσεως αυτών,Αθήναι 1980, σελ.120
  99. Παναγιώτης Μπούμης, Τα αναθέματα Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως και κανονικότης της άρσεως αυτών,Αθήναι 1980, σελ.122-128
  100. Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, Γιατί το Βυζάντιο, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 2009, σελ. 215
  101. Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή Ιστορία Β2 εκδ.Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 1997, σελ. 439, υποσ. 1
  102. Νικολέττα Γιάντση-Μελετιάδη, «Η επίδραση της ιδεολογίας του Cluny στο Σχίσμα του 1054 », στο: Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών/Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών Η Αυτοκρατορία σε κρίση (;) Το Βυζάντιο τον 11ο αιώνα (1025-1081), Αθήνα, 2003, σελ.305, υποσ. 40
  103. Σταυρούλα Χονδρίδου, Ο Κωνσταντίνος Θ' Μονομάχος και η εποχή του (ενδέκατος αιώνας μ.Χ), εκδ.Ηρόδοτος, Αθήνα, 2002,σελ. 419,υποσ. 238
  104. A. A. Vasiliev, Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, μτφρ. Δημοσθένης Σαβράμης, εκδ.Μπεργαδής, Αθήνα,1954, σελ. 420
  105. Διονύσιος Ζακυθηνός, Βυζαντινή Ιστορία 324-1071, εκδ. Αφοί Μυρτίδη, Αθήναι 1972, σελ. 509 Steven Runciman, Η Βυζαντινή θεοκρατία, μτφρ. Ιωσήφ Ροηλίδης, εκδ.Δόμος, Αθήνα, 1991, σελ. 109
  106. Τηλέμαχος Λουγγής, Επισκόπηση βυζαντινής ιστορίας, τομ. Α (324-1204), εκδ. Σύγχρονη εποχή, Αθήνα, 1998, σελ. 283
  107. A.P. Kazhdan, Ann Wharton Epstein, Αλλαγές στον Βυζαντινό πολιτισμό κατά τον 11ο και 12ο αιώνα,μτφρ.Ανδρέας Παππάς, εκδ.Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα, 1997, σελ. 263
  108. Νικόλαος Οικονομίδης, «Το Βυζάντιο και η Δύση», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τομ.Η' (1979), σελ.148
  109. Michael Angold, Η Βυζαντινή αυτοκρατορία από το 1025 έως το 1204. Μια πολιτική ιστορία, μτφρ. Ευαγγελία Καργιανιώτη, εκδ.Παπαδήμα, Αθήνα, 1997, σελ. 100,101
  110. Michael Angold, Η Βυζαντινή αυτοκρατορία από το 1025 έως το 1204. Μια πολιτική ιστορία, μτφρ. Ευαγγελία Καργιανιώτη, εκδ.Παπαδήμα, Αθήνα, 1997,σελ. 100
  111. A. A. Vasiliev, Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, μτφρ. Δημοσθένης Σαβράμης, εκδ.Μπεργαδής, Αθήνα,1954,σελ. 421
  112. Λεωνίδας Μαυρομάτης, «Ρωμαϊκή ταυτότητα , ελληνική ταυτότητα (ΙΓ'-ΙΕ' αι.)», Σύμμεικτα, τομ.7 (1987),σελ.189-190
  113. Δήμητρα Πλακαλή, «Τα Σχίσματα της Ανατολικής με τη Δυτική Εκκλησία. Συμβολή στη μελέτη τους», Βυζαντινός Δόμος, τομ.10-11, (1999-2000), σελ.215
  114. Δήμητρα Πλακαλή, «Τα Σχίσματα της Ανατολικής με τη Δυτική Εκκλησία. Συμβολή στη μελέτη τους», Βυζαντινός Δόμος, τομ.10-11, (1999-2000), σελ.216
  115. Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, Η πολιτική ιδεολογία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, μτφρ.Τούλα Δρακοπούλου, εκδ. Ψυχογίος, Αθήνα, 1988 (γ’εκδ.), σελ. 94
  116. Μίλτων Ανάστος, «Οι Νορμανδοί και το σχίσμα του 1054», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τομ.Η' (1979), σελ. 264
  117. «Religion Flow Chart: Christianity». Faiths and Freedoms: Religious Diversity in New York City. Macaulay Honors College at CUNY. Ανακτήθηκε στις 31 Μαρτίου 2015. 
  118. «Branches of Chrisitianity». Waupun, WI: Waupun Area School District. Ανακτήθηκε στις 27 Μαρτίου 2015. 
  119. Δήμητρα Πλακαλή, «Τα Σχίσματα της Ανατολικής με τη Δυτική Εκκλησία. Συμβολή στη μελέτη τους», Βυζαντινός Δόμος, τομ.10-11, (1999-2000), σελ.197
  120. Δήμητρα Πλακαλή, «Τα Σχίσματα της Ανατολικής με τη Δυτική Εκκλησία. Συμβολή στη μελέτη τους», Βυζαντινός Δόμος, τομ.10-11, (1999-2000), σελ.197-198
  121. Ο Κάρολος του Ανζού βασιλιάς της Νάπολης και της Σικελίας συμμαχεί με τον Βαλδουίνο και τον Γουλιέλμο Βιλαρδουίνο για να ανακτήσουν την Κωνσταντινούπολη. Donald Nicol, Το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, μτφρ.Μάριος Μπλέτας, εκδ.Καρδαμίτσας, Αθήνα, 2007, σελ.24
  122. Αρχικά δεν έθιξε το ζήτημα της ένωσης ο Μιχαήλ επειδή ήταν πρόσφατη η ήττα των Λατίνων το 1261. Το 1262 όμως άρχισε να μιλά υπαινικτικά γι αυτήν, κάτι που ικανοποίησε τον Πάπα. Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος, Ο Αυτοκράτορας Μιχαήλ Παλαιολόγος και η Δύσις 1258-1282. Μελέτη επί των Βυζαντινο-λατινικών σχέσεων, εδκ,Καραβία, Αθήναι 1969, σελ.113,116-117
  123. Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος, Ο Αυτοκράτορας Μιχαήλ Παλαιολόγος και η Δύσις 1258-1282. Μελέτη επί των Βυζαντινο-λατινικών σχέσεων, εδκ,Καραβία, Αθήναι 1969, σελ.155-158
  124. Δήμητρα Πλακαλή, «Τα Σχίσματα της Ανατολικής με τη Δυτική Εκκλησία. Συμβολή στη μελέτη τους», Βυζαντινός Δόμος, τομ.10-11, (1999-2000), σελ.200 Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος, Ο Αυτοκράτορας Μιχαήλ Παλαιολόγος και η Δύσις 1258-1282. Μελέτη επί των Βυζαντινο-λατινικών σχέσεων, εκδ. Καραβία, Αθήναι 1969, σελ. 195 κ. εξ
  125. Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος, Ο Αυτοκράτορας Μιχαήλ Παλαιολόγος και η Δύσις 1258-1282. Μελέτη επί των Βυζαντινο-λατινικών σχέσεων, εδκ,Καραβία, Αθήναι 1969, σελ.198, υποσ. 20
  126. Δήμητρα Πλακαλή, «Τα Σχίσματα της Ανατολικής με τη Δυτική Εκκλησία. Συμβολή στη μελέτη τους», Βυζαντινός Δόμος, τομ.10-11, (1999-2000), σελ.201
  127. Donald Nicol, Το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, μτφρ.Μάριος Μπλέτας, εκδ.Καρδαμίτσας, Αθήνα, 2007, σελ.32-33
  128. Γεώργιος Σπυρίδων Μάμαλος, «Εκκλησία και διπλωματία: Η προσέγγιση των εκκλησιών Ρώμης-Κωνσταντινούπολης κατά τη δεκαετία του 1960», στο: Κωνσταντίνος Δημάδης (επιμ.), Πρακτικά του Γ' Ευρωπαϊκού Συνεδρίου Νεοελληνικών Σπουδών: Βουκουρέστι, 2-4 Ιουνίου 2006, Ο Ελληνικός κόσμος ανάμεσα στην εποχή του Διαφωτισμού και στον εικοστό αιώνα, τομ. Α', εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2007, σελ.530
  129. Παναγιώτης Μπούμης, Τα αναθέματα Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως και κανονικότης της άρσεως αυτών,Αθήναι 1980, σελ.127 Ιωάννης Καρμίρης, Η διαίρεσις της Χριστιανωσύνης και δυνατότης επανενώσεως αυτής-επί τη 900η επετείω του σχίσματος 1054-1954, Ισταμπούλ, 1954,σελ. 18-19
  130. Γεώργιος Σπυρίδων Μάμαλος, «Εκκλησία και διπλωματία: Η προσέγγιση των εκκλησιών Ρώμης-Κωνσταντινούπολης κατά τη δεκαετία του 1960», στο: Κωνσταντίνος Δημάδης (επιμ.), Πρακτικά του Γ' Ευρωπαϊκού Συνεδρίου Νεοελληνικών Σπουδών: Βουκουρέστι, 2-4 Ιουνίου 2006, Ο Ελληνικός κόσμος ανάμεσα στην εποχή του Διαφωτισμού και στον εικοστό αιώνα, τομ. Α', εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2007, σελ.531
  131. Γεώργιος Σπυρίδων Μάμαλος, «Εκκλησία και διπλωματία: Η προσέγγιση των εκκλησιών Ρώμης-Κωνσταντινούπολης κατά τη δεκαετία του 1960», στο: Κωνσταντίνος Δημάδης (επιμ.), Πρακτικά του Γ' Ευρωπαϊκού Συνεδρίου Νεοελληνικών Σπουδών: Βουκουρέστι, 2-4 Ιουνίου 2006, Ο Ελληνικός κόσμος ανάμεσα στην εποχή του Διαφωτισμού και στον εικοστό αιώνα, τομ. Α', εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2007, σελ.534, υπόσ. 25
  132. Γεώργιος-Σπυρίδων Μάμαλος, Το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως κατά την περίοδο 1918-1972. Διεθνής πολιτική και Οικουμενικός προσανατολισμός, εκδ.Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 2011,σελ. 376
  133. Γεώργιος-Σπυρίδων Μάμαλος, Το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως κατά την περίοδο 1918-1972. Διεθνής πολιτική και Οικουμενικός προσανατολισμός, εκδ.Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 2011, σελ. 377
  134. Παναγιώτης Μπούμης, Τα αναθέματα Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως και κανονικότης της άρσεως αυτών,Αθήναι 1980, σελ.134-135
  135. Παναγιώτης Μπούμης, Τα αναθέματα Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως και κανονικότης της άρσεως αυτών,Αθήναι 1980, σελ.138-139
  136. Γεώργιος Σπυρίδων Μάμαλος, «Εκκλησία και διπλωματία: Η προσέγγιση των εκκλησιών Ρώμης-Κωνσταντινούπολης κατά τη δεκαετία του 1960», στο: Κωνσταντίνος Δημάδης (επιμ.), Πρακτικά του Γ' Ευρωπαϊκού Συνεδρίου Νεοελληνικών Σπουδών: Βουκουρέστι, 2-4 Ιουνίου 2006, Ο Ελληνικός κόσμος ανάμεσα στην εποχή του Διαφωτισμού και στον εικοστό αιώνα, τομ. Α', εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2007, σελ.540
  137. Παναγιώτης Μπούμης, Τα αναθέματα Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως και κανονικότης της άρσεως αυτών, Αθήναι 1980, σελ.139-142
  138. Παναγιώτης Μπούμης, Τα αναθέματα Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως και κανονικότης της άρσεως αυτών,Αθήναι 1980, σελ.142-151
  139. Παναγιώτης Μπούμης, Τα αναθέματα Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως και κανονικότης της άρσεως αυτών,Αθήναι 1980, σελ.159-161
  140. Παναγιώτης Μπούμης, Τα αναθέματα Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως και κανονικότης της άρσεως αυτών,Αθήναι 1980, σελ.163-164
  141. Παναγιώτης Μπούμης, Τα αναθέματα Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως και κανονικότης της άρσεως αυτών,Αθήναι 1980, σελ.163-172
  142. Παναγιώτης Μπούμης, Τα αναθέματα Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως και κανονικότης της άρσεως αυτών,Αθήναι 1980, σελ.173-176
  143. Παναγιώτης Μπούμης, Τα αναθέματα Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως και κανονικότης της άρσεως αυτών,Αθήναι 1980, σελ.183
  144. Παναγιώτης Μπούμης, Τα αναθέματα Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως και κανονικότης της άρσεως αυτών,Αθήναι 1980, σελ.176-185, 187-190
  145. Γεώργιος Σπυρίδων Μάμαλος, «Εκκλησία και διπλωματία: Η προσέγγιση των εκκλησιών Ρώμης-Κωνσταντινούπολης κατά τη δεκαετία του 1960», στο: Κωνσταντίνος Δημάδης (επιμ.), Πρακτικά του Γ' Ευρωπαϊκού Συνεδρίου Νεοελληνικών Σπουδών: Βουκουρέστι, 2-4 Ιουνίου 2006, Ο Ελληνικός κόσμος ανάμεσα στην εποχή του Διαφωτισμού και στον εικοστό αιώνα, τομ. Α', εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2007, σελ.535
  146. Αλέξης Αλεξανδρής, «Το μειονοτικό ζήτημα,1954-1987. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο», στο:Θάνος Βερέμης, (επί.), Οι Ελληνοτουρκικές σχέσεις,εκδ.Γνώση, Αθήνα,1988, σελ.539
  147. Γεώργιος Σπυρίδων Μάμαλος, «Εκκλησία και διπλωματία: Η προσέγγιση των εκκλησιών Ρώμης-Κωνσταντινούπολης κατά τη δεκαετία του 1960», στο: Κωνσταντίνος Δημάδης (επιμ.), Πρακτικά του Γ' Ευρωπαϊκού Συνεδρίου Νεοελληνικών Σπουδών: Βουκουρέστι, 2-4 Ιουνίου 2006, Ο Ελληνικός κόσμος ανάμεσα στην εποχή του Διαφωτισμού και στον εικοστό αιώνα, τομ. Α', εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2007, σελ.541
  148. Αλέξης Αλεξανδρής, «Το μειονοτικό ζήτημα,1954-1987. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο», στο:Θάνος Βερέμης, (επί.), Οι Ελληνοτουρκικές σχέσεις,εκδ.Γνώση, Αθήνα,1988, σελ. 540
  149. Γεώργιος-Σπυρίδων Μάμαλος, Το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως κατά την περίοδο 1918-1972. Διεθνής πολιτική και Οικουμενικός προσανατολισμός, εκδ.Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 2011, σελ. 355
  150. Παναγιώτης Μπούμης, Τα αναθέματα Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως και κανονικότης της άρσεως αυτών,Αθήναι 1980, σελ.209-210
  151. Παναγιώτης Μπούμης, Τα αναθέματα Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως και κανονικότης της άρσεως αυτών,Αθήναι 1980, σελ.212-215
  152. μητροπ. Πισιδίας, Μεθόδιος Φούγιας, Ορθοδοξία, Ρωμαιοκαθολικισμός, Αγγλικανισμός, μτφρ. Χρήστος Γιαννούλας, εκδ.Νέα Σύνορα-Λιβάνης, Αθήνα, 1996, σελ.61

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Αλέξης Αλεξανδρής, «Το μειονοτικό ζήτημα,1954-1987. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο», στο:Θάνος Βερέμης, (επί.), Οι Ελληνοτουρκικές σχέσεις,εκδ.Γνώση, Αθήνα,1988, σελ.535-542
  • Γεώργιος-Σπυρίδων Μάμαλος, Το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως κατά την περίοδο 1918-1972. Διεθνής πολιτική και Οικουμενικός προσανατολισμός, εκδ.Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 2011
  • Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, Γιατί το Βυζάντιο, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 2009
  • A.P. Kazhdan, Ann Wharton Epstein, Αλλαγές στον Βυζαντινό πολιτισμό κατά τον 11ο και 12ο αιώνα,μτφρ.Ανδρέας Παππάς, εκδ.Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα, 1997
  • Ζακ Λε Γκοφ, «Η Δύση μπροστά στο Βυζάντιο, έλλειψη κατανοήσης και παρεξηγήσεις», στο: Ελένη Μπιμπίκου Αντωνιάδη κ.α , Βυζάντιο και Ευρώπη-Συμπόσιο Παρίσι (22 Απριλίου 1994), μτφρ. Γιάννης Κουμπουρλής, εκδ.Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 1996, σελ.93-105
  • Νικόλαος Οικονομίδης, «Το Βυζάντιο και η Δύση», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τομ.Η' (1979), σελ.148-151
  • Hans-Georg Beck, Ιστορία της Ορθόδοξης Εκκλησίας στη Βυζαντινή αυτοκρατορία, μτφρ.Λευτέρης Αναγνώστου, τομ.1ος, εκδ.Στέφανος Βασιλόπουλος, Αθήνα, 2004
  • Ευάγγελος Χρυσός, «Το Βυζάντιο και η διεθνής κοινωνία του μεσαίωνα», στο: Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών/Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών-Διεθνείς Συμπόσια 16, Το Βυζάντιο ως οικουμένη, Αθήνα, 2005, σελ.59-78
  • Βασιλική Βλυσίδου, «Προσέγγιση ή εχθρότητα με τη Δύση; Βυζάντιο και Ευρώπη τον 9ο και 10ο αιώνα», στο:Το Βυζάντιο και οι απαρχές της Ευρώπης, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα, 2004, σελ.99-117
  • Θεόδωρος Ποπέσκου, «Διατί επετέθη κατά των Λατίνων ο Πατριάρχης Μιχαήλ Κηρουλάριος (1053);», στο:Εναίσιμα, επί τη τριακοστή πέμπτη επετηρίδι της επιστημονικής δράσεως του Μακαριωτάτου Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου , (επίμ. Γρηγόριος Παπαμιχαήλ), Αθήναι,1931, σελ.367-388
  • Μίλτων Ανάστος, «Οι Νορμανδοί και το σχίσμα του 1054», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τομ.Η' (1979), σελ.263-264
  • Michael Angold, Η Βυζαντινή αυτοκρατορία από το 1025 έως το 1204. Μια πολιτική ιστορία, μτφρ. Ευαγγελία Καργιανιώτη, εκδ.Παπαδήμα, Αθήνα, 1997
  • Στήβεν Ράνσιμαν, Δύση και Ανατολή σε Σχίσμα, μτφρ.Χρήστος Μακρόπουλος, εκδ.Εν πλω, Αθήνα, 2008
  • Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή Ιστορία Β2 εκδ.Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 1997
  • Γεώργιος Σπυρίδων Μάμαλος, «Εκκλησία και διπλωματία: Η προσέγγιση των εκκλησιών Ρώμης-Κωνσταντινούπολης κατά τη δεκαετία του 1960», στο: Κωνσταντίνος Δημάδης (επιμ.), Πρακτικά του Γ' Ευρωπαϊκού Συνεδρίου Νεοελληνικών Σπουδών: Βουκουρέστι, 2-4 Ιουνίου 2006, Ο Ελληνικός κόσμος ανάμεσα στην εποχή του Διαφωτισμού και στον εικοστό αιώνα, τομ. Α', εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2007, σελ. 527-541
  • Διονύσιος Ζακυθηνός, Βυζαντινή Ιστορία 324-1071, εκδ. Αφοί Μυρτίδη, Αθήναι 1972
  • Παναγιώτης Μπούμης, Τα αναθέματα Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως και κανονικότης της άρσεως αυτών,Αθήναι 1980
  • Σταυρούλα Χονδρίδου, Ο Κωνσταντίνος Θ' Μονομάχος και η εποχή του (ενδέκατος αιώνας μ.Χ), εκδ.Ηρόδοτος, Αθήνα, 2002
  • John Julius Norwich, Σύντομη ιστορία του Βυζαντίου, μτφρ. Δ.Π.Κωστελένος, εκδ.Γκοβόστης, Αθήνα, 1999
  • Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, Η Ορθόδοξος Ανατολική Εκκλησία-Γενική Ιστορική Επισκόπησις, εν Αθήναις 1954
  • Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, Ιστορία της Εκκλησίας της Αντιόχειας,εν Αλεξανδρεία, 1951
  • Ιωάννης Καρμίρης, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τομ. Ι, εν Αθήναις 1960
  • Ιωάννης Καρμίρης, Η διαίρεσις της Χριστιανωσύνης και δυνατότης επανενώσεως αυτής-επί τη 900η επετείω του σχίσματος 1054-1954, Ισταμπούλ, 1954
  • Αριστείδης Πανώτης, Η άρσις των αναθεμάτων μεταξύ Παλαιάς και Νέας Ρώμης,εκδ.Κέντρον Ορθοδόξων Θεολογικών Σπουδών Η του Θεού Σοφία, Αθήναι, 1966
  • Ion Chivu, «Ο ιερός Φώτιος και ο Πάπας Ιωάννης Η' κατά της προσθήκης του Filioque», στο:Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Μνήμη Αγίων Γρηγορίου Θεολόγου και Μεγάλου Φωτίου Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως Πρακτικά επιστημονικού Συμποσίου (14-17 Οκτωβρίου 1993) Θεσσαλονίκη, 1994, σελ.407-422
  • μητροπ. Πισιδίας, Μεθόδιος Φούγιας, Ορθοδοξία,Ρωμαιοκαθολικισμός, Αγγλικανισμός, μτφρ. Χρήστος Γιαννούλας, εκδ.Νέα Σύνορα-Λιβάνης, Αθήνα, 1996
  • Νικολέττα Γιάντση-Μελετιάδη, «Η επίδραση της ιδεολογίας του Cluny στο Σχίσμα του 1054 », στο:Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών/Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών Η Αυτοκρατορία σε κρίση (;) Το Βυζάντιο τον 11ο αιώνα (1025-1081), Αθήνα, 2003, σελ.291-305
  • Ιωάννης Καραγιαννόπουλος, Ιστορία Βυζαντινού Κράτους, τομ Β',εκδ.Σάκκουλας, Θεσσαλονίκη, 1981
  • αρχιεπ. πρ. Θυατείρων, Μεθόδιος Φούγιας, Έλληνες και Λατίνοι, Αθήναι 1990
  • Ζαχαρίας Τσιρπανλής, Η Δυτική Ευρώπη στους μέσους χρόνους (5ος-15ος αι.), εκδ. Π.Πουρναράς, Θεσσαλονίκη, 1985
  • A. A. Vasiliev, Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, μτφρ. Δημοσθένης Σαβράμης, εκδ.Μπεργαδής, Αθήνα,1954
  • Χρήστος Αραμπατζής, «Η Ελληνική μετάφραση του Συμβόλου της Α' Συνόδου του Τολέδου από τον Δημήτριο Κυδώνη ή τον Μανουήλ Καλέκα», Βυζαντινά τομ. 21 (2000), σελ.385-398
  • Χρήστος Αραμπατζής, «Το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας ως παράγοντας ενότητας της ανατολικής και δυτικής Εκκλησίας κατά τον 13ο αιώνα», Βυζαντινά, τομ. 29 (2009), σελ. 361-384
  • Δήμητρα Πλακαλή, «Τα Σχίσματα της Ανατολικής με τη Δυτική Εκκλησία. Συμβολή στη μελέτη τους», Βυζαντινός Δόμος, τομ.10-11, (1999-2000), σελ.179-230
  • Λεωνίδας Μαυρομάτης, «Ρωμαϊκή ταυτότητα , ελληνική ταυτότητα (ΙΓ'-ΙΕ' αι.)», Σύμμεικτα, τομ.7 (1987),σελ.183-191
  • Ελεωνόρα Κουντουρά-Γαλάκη, «Η Αγία Ευφημία στις σχέσεις Παπών και Αυτοκρατόρων», Σύμμεικτα, τομ.7 (1987),σελ.59-75
  • Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος, Ο Αυτοκράτορας Μιχαήλ Παλαιολόγος και η Δύσις 1258-1282. Μελέτη επί των Βυζαντινο-λατινικών σχέσεων, εδκ,Καραβία, Αθήναι 1969
  • Donald Nicol, Το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, μτφρ.Μάριος Μπλέτας, εκδ.Καρδαμίτσας, Αθήνα, 2007
  • Steven Runciman, Η Βυζαντινή θεοκρατία, μτφρ. Ιωσήφ Ροηλίδης, εκδ.Δόμος, Αθήνα, 1991
  • Georg Ostrogorsky, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, τομ. 2,μτφρ. Ιωάννης Παναγόπουλος, εκδ.Στεφ. Βασιλόπουλος, Αθήνα, 1979
  • Τηλέμαχος Λουγγής, Επισκόπηση βυζαντινής ιστορίας, τομ. Α (324-1204), εκδ. Σύγχρονη εποχή, Αθήνα, 1998
  • Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, Η πολιτική ιδεολογία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, μτφρ.Τούλα Δρακοπούλου, εκδ. Ψυχογίος, Αθήνα, 1988 (γ’εκδ.)
  • Ιωάννης Μάγιεντορφ, Βυζαντινή θεολογία, μτφρ. π. Παύλος Κουμαριανός, Βασίλης Τσάγκαλος, εκδ. Ίνδικτος, Αθήνα, 2010
  • Jean-Pierre Moisset, Ιστορία του Καθολικισμού, μτφρ. Μιχάλης Ρούσσος, Αιμίλιος Βαλασιάδης, Μάρκος Ρούσσος, Γιάννης Κώστας,εκδ.Πόλις, Αθήνα, 2011
  • Βασίλειος Στεφανίδης, Εκκλησιαστική Ιστορία, εκδ. Παπαδημητρίου, 1998 (6η έκδ)
  • Βλάσιος Φειδάς, Εκκλησιαστική Ιστορία Α’, Αθήναι 2002 (γ’έκδ.)
  • Βλάσιος Φειδάς, Εκκλησιαστική Ιστορία Β’, Αθήναι 2002 (γ’έκδ.)
  • αρχιμ. Ανδρόνικος Δημητρακόπουλος, Η ιστορία του Σχίσματος της Λατινικής από της Ορθοδόξου Ελληνικής Εκκλησίας,εκδ. Τήνος, Αθήναι 1996

Επιπλέον βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Μαρία Λεοντσίνη, «Ο Πάπας της Pώμης και ο αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης. Οι διαδοχικές φάσεις της ανεξαρτητοποίησης του επισκόπου της Pώμης, στο: Στ. Λαμπάκης (έκδ.), Σεμινάρια περί Βυζαντινής Διπλωματίας, Υπ. Εξωτερικών, Διπλωματική Ακαδημία και Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα 2006, σελ. 107-156
  • Α. Παπαδάκης- J. Meyendorff, Η Χριστιανική Ανατολή και η άνοδος του. Παπισμού. Η Εκκλησία από το 1071 έως το 1453, (μτφρ. Στ. Ευθυμιάδης), εκδ.Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 2003
  • Βασίλειος Μήλιος, «Ενωτικές διαπραγματεύσεις μεταξύ Παλαιάς και Νέας Ρώμης αμέσως μετά την απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους: Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος και Ουρβανός Δ' (1261-1264)», Βυζαντιακά, τομ. 23 (2003), σελ. 229-247
  • Σπύρος Τρωιάνος, «Ανατολή και Δύση στο κανονικό έργο του Ματθαίου Βλαστάρη», Βυζαντινά, τομ.19 (1998), σελ.383-394
  • Χρήστος Γιανναράς, Η Ευρώπη γεννήθηκε από το "σχίσμα',εκδ. Ίκαρος, Αθήνα, 2015

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]