Λυρική ποίηση

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η λυρική ποίηση είναι λογοτεχνικό είδος, το οποίο αναπτύχθηκε στην Αρχαία Ελλάδα. Είναι ποίηση η οποία, μέσα από τα μονοπάτια της τέρψης, εκφράζει τα προβλήματα του ανθρώπου.

Προέλευση όρου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στον 7ο αιώνα, κατά τη μαρτυρία του Αρχίλοχου, παρά το ότι υπήρχε η λυρική ποίηση, δεν υπήρχε ο όρος «λυρικός». Αντ’ αυτού, χρησιμοποιείτο ο όρος μέλος που σήμαινε μελωδική γραμμή, μελωδία (οι ποιητές αναφέρονται ως «μελικοί»). Τον 5ο π.Χ. αιώνα προστίθεται ο όρος «μέλπος». Η λέξη "λυρικός" παράγεται από το ουσιαστικό «λύρα» και είναι μεταγενέστερη επινόηση των Αλεξανδρινών γραμματικών για να δηλώσει την ποίηση η οποία μπορεί να τραγουδηθεί με συνοδεία λύρας, μουσικού οργάνου συνηθισμένου στην αρχαιότητα, (για το οποίο πιστεύεται ότι ήρθε στη Μυκηναϊκή Ελλάδα μέσω της Μινωικής Κρήτης), αλλά και από τη συνοδεία φόρμιγγας καθώς και άλλων έγχορδων μουσικών οργάνων. Η λέξη, ως όρος, πρωτοεμφανίζεται στον Φιλόδημο, ο οποίος ήταν φιλόσοφος και επιγραμματοποιός και έζησε τον 1ο π.Χ. αιώνα. Αυτός, στο έργο του Περί Ποιητικής, ορίζει τρεις κατηγορίες ποίησης: την κωμική, την τραγική και την λυρική.

Αρχαία λύρα

Θεματική της λυρικής ποίησης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η λυρική ποίηση ασχολείται με ποικίλα θέματα, όπως η καθημερινότητα, τα ανθρώπινα συναισθήματα, οι πολεμικές αφηγήσεις. Ο έρωτας, επίσης, αποτελεί κύριο θέμα της λυρικής ποίησης η οποία, ανέκαθεν και σε όλους τους λαούς, συνόδευε τις θρησκευτικές τελετές και τις οικιακές ή αγροτικές εργασίες. Πρώτοι λυρικοί ποιητές ήταν η Σαπφώ, ο Αλκαίος από τη Λέσβο και ο Πίνδαρος από την Βοιωτία. Ακολούθησαν ο Καλλίνος ο Εφέσιος, ο Αρχίλοχος από την Πάρο, ο Τυρταίος, ο Σιμωνίδης ο Κείος, ο Μίμνερμος από τηνΚολοφώνα, ο Ανακρέων ο Τήιος, ο Αλκμάν από τη Σπάρτη, ο Βακχυλίδης, ο Ίβυκος, ο Σόλων, ο Θέογνις ο Μεγαρεύς, ο Φωκυλίδης ο Μιλήσιος και ο Στησίχορος ο Ιμεραίος.

Η Σαπφώ

7ος π.Χ αιώνας: Εμφάνιση της λυρικής ποίησης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το ανώνυμο ή δημώδες τραγούδι είναι η αποτύπωση της λυρικής ποίησης. Πρωτοεμφανίστηκε ως προφορικό έπος. Τα πρώτα όμως δείγματα λυρικής ποίησης με τα είδη, τα μέτρα, τις θεματικές προτιμήσεις και τις τεχνοτροπικές συμβάσεις που σώζονται μέχρι σήμερα, αναφέρονται στις αρχές του 7ου αιώνα, με εκπρόσωπο τον Αρχίλοχο και τον Αλκμάνα. Παρόλα αυτά, κάποια χαρακτηριστικά (π.χ. μέτρο, λογότυποι, εκφράσεις), μας αναγκάζουν να τοποθετούμε τη λυρική ποίηση σε παλαιότερα χρόνια, στα χρόνια του Ομήρου και του Ησιόδου, λόγω κοινών χαρακτηριστικών. Στα Ομηρικά Έπη ανιχνεύονται ίχνη λυρικών τραγουδιών (π.χ. ο παιάνας εξιλέωσης στον οργισμένο Απόλλωνα, (Ιλιάδα 1.472), το τραγούδι του υμέναιου (Ιλιάδα 18.493), ή οι θρήνοι του Πάτροκλου, του Έκτορα (Ιλιάδα Ω 678-805) και το τραγούδι της Καλυψώς στην Οδύσσεια).

Ένταξη της λυρικής ποίησης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η λυρική ποίηση είναι ένα από τα τρία γένη της ποίησης. Το πρώτο γένος της ποίησης είναι το έπος, το δεύτερο είναι η λυρική ποίηση και τρίτο γένος είναι το δράμα.

Έπος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο έπος, ο ποιητής αφηγείται σε τρίτο πρόσωπο μια ιστορία, την οποία δανείζεται από τον μύθο, έχει εκτεταμένο μέγεθος (μπορεί να αποτελείται από χιλιάδες στίχους) και συνήθως γράφεται και απαγγέλλεται σε στίχους εξάμετρους.

Λυρική Ποίηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στη λυρική ποίηση, ο ποιητής περιγράφει σε πρώτο πρόσωπο μία εικόνα ή μία κατάσταση, αποφεύγοντας συνήθως την εξιστόρηση μύθου. Χρησιμοποιεί διηγηματικά στοιχεία για να παραδειγματίσει, να φρονηματίσει ή να εξωτερικεύσει προσωπικά συναισθήματα, σκέψεις και εντυπώσεις και μάλιστα με τη χρήση άφθονων εκφραστικών μέσων (π.χ. σχήματα λόγου: πλεονασμούς, παρομοιώσεις, ομοιοκαταληξίες, μεταφορές κ.ά.). Είναι η ποίηση της καθημερινότητας, του ανθρώπου που ζει κοινωνικοπολιτικές μεταβολές και δεν επιμένει σε ακλόνητες αξίες και υψηλούς χαρακτήρες, στοιχεία τα οποία συναντάμε στο έπος, αλλά ασχολείται με τα απλά προβλήματα καθημερινής ζωής. Το μέγεθος του λυρικού ποιήματος είναι σύντομο (μπορεί να περιορίζεται σε μόνο δύο στίχους). Η λυρική ποίηση είναι αδόμενη (τραγουδιέται) και έχει μεγάλη ποικιλία μέτρων, κάτι που διευκολύνει τη συνοδεία της από μουσικό όργανο.

Δράμα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο δράμα, ο ποιητής γράφει σε δεύτερο πρόσωπο. Διηγείται και παρουσιάζει (συνήθως επί σκηνής) ιστορίες οι οποίες έχουν αντλήσει το θέμα τους από κάποιον μύθο, π.χ. τις τραγωδίες. Έχει μεσαίο μέγεθος, όχι πάνω από 1000-1600 στίχους και αποτελείται από μεικτά μέτρα.

Πηγές της λυρικής ποίησης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι πηγές της λυρικής ποίησης είναι τρεις: α) Το ανώνυμο ή δημώδες τραγούδι, το οποίο επηρέασε βαθιά τους λυρικούς ποιητές, και αυτό φαίνεται στους γαμήλιους θρήνους της Σαπφούς. β) Η μουσική: αν και η μουσική και η όρχηση της λυρικής ποίησης έχει σχεδόν εκλείψει, εν τούτοις, στον 7ο αιώνα υπήρξε πλούσια μουσική ζωή. Η λυρική ποίηση συνοδευόταν από λύρα, φόρμιγγα και διάφορα άλλα έγχορδα όργανα. Εκτός τούτου, μουσικοί ρυθμοί και όργανα της Ανατολής (από Αίγυπτο, Βαβυλώνα, Παλαιστίνη) είχαν εισέλθει στην κυρίως Ελλάδα μέσω κάποιων σημαντικών πολιτιστικών κέντρων και ενδιάμεσων ταξιδιωτικών σταθμών, όπως ήταν η Λέσβος. γ) Το έπος: Η λυρική ποίηση δέχτηκε σημαντική επίδραση από το αρχαϊκό έπος το οποίο, εκείνη την εποχή, προερχόμενο από αριστοτέχνες του είδους, πρόσφερε πρότυπα ηρώων, υψηλή τεχνική αρτιότητα και συγχρόνως ιδεολογικές προτάσεις οι οποίες ενέπνευσαν τους λυρικούς ποιητές. Η λυρική ποίηση αποσπά νοήματα και ήρωες από το έπος, χειρίζεται όμως κατάλληλα την πλοκή, αναπλάθει τους χαρακτήρες, δίνει νέο νόημα και το ερμηνεύει με δικό της τρόπο.

Μεταγενέστερη διαίρεση της αρχαϊκής λυρικής ποίησης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι όροι "λυρικός" και "μελικός" παρέμειναν σε όλη τη μεταγενέστερη αρχαιότητα. Αργότερα, υπήρξε ακόμα ένας διαχωρισμός της λυρικής ποίησης με κριτήριο το μουσικό όργανο από το οποίο συνοδευόταν. Έτσι, ο διαχωρισμός διαμορφώνεται ως εξής:

  • ελεγειακή ποίηση, ελεγεία (η οποία συνοδευόταν από αυλό, ένα είδος όμποε, με διπλό φυσητήρα από καλάμι και κυλινδρικό σώμα).
  • η μη αδόμενη ιαμβική ποίηση, (η οποία απαγγελλόταν και απλά χρησιμοποιούσε έγχορδα όργανα συνοδείας, όπως η ιαμβύκη και ο κλεψίαμβος).

Η χρήση των οργάνων είχε ρίζες ιδεολογικές: η λύρα θεωρούνταν αριστοκρατικό όργανο, κατάλληλο για την υψηλή λατρεία του Απόλλωνα ενώ, αντίθετα, ο αυλός θεωρούνταν κατώτερο όργανο, ως προερχόμενο από τις οργιαστικές λατρείες της Ανατολής, και συνδεόταν με την εκστατική λατρεία του Διονύσου.

Είδη της λυρικής ποίησης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από το όργανο το οποίο συνόδευε το εκάστοτε άσμα, διακρίθηκε η λυρική ποίηση σε τρία μέρη: στην κυρίως λυρική, την ελεγεία και τον ίαμβο. Η ελεγεία διακρίνεται αναλόγως περιεχομένου σε πολεμική, πολιτική και συμποσική. Η κυρίως λυρική ποίηση, απλώς περιγράφει καταστάσεις και δεν αφηγείται γεγονότα όπως κάνει το έπος. Χρησιμοποιεί γλώσσα και ύφος απλό και φυσικό, ενώ αναφέρεται στο παρόν και παίρνει θέματα από αυτό, χωρίς να στηρίζεται σε μύθους. Η κυρίως λυρική ποίηση διακρίνεται σε: α) μονωδική (μονωδία) Συνήθως η μονωδία ήταν γραμμένη στην αιολική διάλεκτο και ήταν απλούστερη στη δομή, με προσωπικό και συναισθηματικό χαρακτήρα. Κύριοι εκπρόσωποι της μονωδίας είναι ο Αλκαίος και η Σαπφώ, ενώ θεμελιωτής είναι ο Τέρπανδρος ο οποίος εφηύρε και την επτάχορδη λύρα ως συνοδεία στα μονωδικά τραγούδια. β) χορική το χορικό άσμα ήταν γραμμένο στη δωρική διάλεκτο, πιο σύνθετο σαν δομή και εξέφραζε τη συλλογική συνείδηση ενώ ήταν συνδεδεμένο και με χορευτικές κινήσεις. Η χορική λυρική ποίηση υμνεί θεούς και επαινεί ανθρώπους. Η ελεγεία συνοδευόταν από τον αυλό και, μετρικά, ήταν πολύ κοντά στο έπος. Γλώσσα της είναι η Ιωνική, πλούσια σε ομηρισμούς και φανερά επηρεασμένη από τα ομηρικά έπη, όπως π.χ. οι ελεγείες του Καλλίνου του Εφέσιου, ο οποίος γράφει για τον πόλεμο με τους Κιμμέριους στις ελληνικές πόλεις της Ιωνίας κατά τον 7ο π.Χ. αιώνα. Συγγενικό είδος της ελεγείας είναι το επίγραμμα, το οποίο αποτελείται από ένα ή περισσότερα δίστιχα και ξεκίνησε από τις αναθηματικές και τις επιτύμβιες επιγραφές. Ο ίαμβος έχει μεγάλη θεματική ποικιλία, γραμμένη σε μέτρο ιαμβικό και επαναλαμβανόμενο τρεις φορές, (ιαμβικό τρίμετρο) ή σε τροχαϊκό τετράμετρο. Κατά τον Παυσανία, ο ίαμβος ήταν συνδεδεμένος με τη λατρεία της Δήμητρας. Το ίδιο ισχυρίζεται και ο Αρχίλοχος ο οποίος καταγόταν από την Πάρο (κατά τον Ηρόδοτο και Παυσανία, Δημητριάς) και λατρευόταν με γιορτές γονιμότητας, με ιδιαίτερα διαδεδομένες τις βωμολοχίες και τις άσεμνες επιδείξεις, οι οποίες απέτρεπαν πιθανά κακά.

Επιμέρους είδη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμφωνα με τις λειτουργικές ανάγκες της κοινωνίας, των πόλεων και της εποχής, αναπτύχθηκαν τα εξής είδη λυρικής χορικής ποίησης:

  • Τραγούδια που προορίζονταν για τους θεούς:

α) ο ύμνος (με υποείδη το παρθένιον άσμα, το οποίο εκτελούνταν από χορό νεανίδων) και το προσόδιον άσμα το οποίο συνόδευε πομπές προς τους βωμούς και τους ναούς των θεών. β) ο διθύραμβος (ενθουσιαστικό τραγούδι προς τιμή του Διόνυσου) γ) ο παιάν (άσμα επιβλητικό, συνήθως προς τιμή του Απόλλωνα, με υποείδος τον συμποτικό παιάνα ο οποίος ακουγόταν στα συμπόσια. δ) ο νόμος, (άσμα προς τιμή του Απόλλωνα ή της Αθηνάς, ο οποίος εκτελούνταν είτε μονωδικά από έναν σολίστα με τη συνοδεία της κιθάρας του, είτε χορικά).

  • Τραγούδια προορισμένα για επιφανείς θνητούς:

α) το εγκώμιο (με υποείδη το επινίκιο άσμα προς τιμή των νικητών στους μεγάλους αθλητικούς αγώνες, β) το σκόλιον, τραγούδι για συμπόσια, το οποίο είτε τραγουδούσε κάποιος από τους συμπότες είτε όλη η συντροφιά. Ο Πλάτωνας δηλώνει ότι χαρακτηριστικό της ανώτερης φύσης και της λυρικής ποίησης είναι το ότι στο συμποσιακό περιβάλλον, πλάι στα έργα του Διονύσου και της Αφροδίτης, ισότιμη θέση κατέχουν οι "καλοί λόγοι" (δηλαδή οι σοβαρές συζητήσεις, εξού και το γνωστό απόφθεγμα «ἡ χωρὶς λόγων τράπεζα, φάτνης οὐδὲν διαφέρει» και επίσης, οι "ποιητικοί αγώνες". Οι συμπότες, ένας ένας με τη σειρά, καλούνταν να αυτοσχεδιάσουν σε θεωρητικό ή σε ποιητικό λόγο. Εάν στερούνταν δημιουργικού ταλέντου, εκτελούσαν μουσικές επιτυχίες γνωστών ποιητών της εποχής. γ) το ερωτικόν άσμα, ο υμέναιος και το επιθαλάμιον, τραγούδια τα οποία άδονταν σε γάμους και δ) ο θρήνος (μοιρολόι), αναπόσπαστο αρχικά από τις κηδείες, ενώ αργότερα αποδεσμεύτηκε.

Εξέλιξη της Λυρικής Ποίησης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Αρχαϊκή λυρική ποίηση από το 650 π.Χ. έως το 450 π.Χ. διέγραψε έναν πλήρη κύκλο, ενώ πάντα την επισκίαζε το ομηρικό έπος, το οποίο ποτέ δεν έπαψε να προκαλεί σε συγκρίσεις. Αρχικά, ο ποιητής Τέρπανδρος και αργότερα ο Στησίχορος ακολουθούν τον δρόμο του Ομήρου: απλά μελοποιούν μυθικές αφηγήσεις επικού τύπου. Αντίθετα, ο Αρχίλοχος, ξεκινά μια νέα λυρική πορεία:

  • απορρίπτει σαν θέμα τον μύθο
  • αντί να χρησιμοποιήσει στην τεχνική του τον δακτυλικό εξάμετρο (ο οποίος ακουγόταν επαναλαμβανόμενος και μονότονος), εισχώρησε μετρικά σχήματα και στροφικές ενότητες που δημιουργούν ένα είδος σύντομου άσματος.
  • αλλάζει ριζικά την ιδεολογία: εγκαταλείπει το επικό άσμα και τις αξίες του και αντί για πολεμικές δόξες προβάλλει την ευθραυστότητα της ανθρώπινης ύπαρξης.

Αργότερα, με τον ποιητή Αλκαίο, τη Σαπφώ και τον Ανακρέοντα, ο αρχαϊκός λυρισμός φτάνει στην ωρίμανση του. Η Σαπφώ προσθέτει στην ποίησή της φιλοσοφικές προεκτάσεις. Ο Αλκαίος ασχολείται με τους πολιτικούς αγώνες τους οποίους μεταφράζει σε γνήσια ποίηση, ενώ ο Ανακρέων γράφει για τα πάθη του έρωτα και του κρασιού. Η λυρική ποίηση περνά στη χρυσή εποχή της. Ο Ίβυκος γράφει ερωτική ποίηση, χρωματίζοντας τον λόγο του με άφθονα κοσμητικά επίθετα, ενώ αρχίζει να απομακρύνεται από τη γραμμική ανάπτυξη του ποιήματος, την οποία είχε καθιερώσει ο Αλκμάνας. Ο Πίνδαρος να αγγίζει την κορυφή του αρχαιοελληνικού λυρισμού με τις εκπληκτικές εικόνες τις οποίες κατάφερνε να περιγράφει, τη βαθιά θρησκευτική πνοή και τον εξαιρετικό τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιούσε τη γλώσσα. Ο Βακχυλίδης, με τον τρόπο του, μας εισάγει στην περιοχή του δράματος, ενώ η στοχαστική και θρηνητική ποίηση του Σιμωνίδη συγκλονίζει ακόμα και τον σημερινό αναγνώστη. Οι δημόσιες γιορτές, οι τελετές και τα συμπόσια ήταν ο κατεξοχήν χώρος εκτέλεσης της Λυρικής Ποίησης. Σ’ εκείνο το στάδιο, η ποίηση όχι μόνον δεν ανήκε σε χώρο απομακρυσμένο από την πρακτική ζωή και τις δραστηριότητες των ανθρώπων, αλλά αντίθετα αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα της. Η απαγγελία πληρούσε μια μοναδική, επικοινωνιακή λειτουργία για αισθήματα, ιδέες, και σχέδια, που εκείνη την εποχή δεν μπορούσαν να ανακοινωθούν με άλλα μέσα, ενώ μπορούσε να λάβει χώρα σε όποιο σημείο ήταν πιθανό να βρεθούν συγκεντρωμένοι οι αποδέκτες του ποιήματος. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι ελεγείες και οι ίαμβοι ξεκίνησαν όχι ως λογοτεχνία, αλλά ως πρακτικά εργαλεία για συγκεκριμένους σκοπούς και συχνά χρησιμοποιήθηκαν ως κοινωνικά όπλα, όπως π. χ. το «Πολεμικό Σάλπισμα» του Καλλίνου:

«Μέχρις τεῦ κατάκεισθε; κότ᾽ ἄλκιμον ἕξετε θυμόν,
ὦ νέοι; οὐδ᾽ αἰδεῖσθ᾽ ἀμφιπερικτίονας
ὧδε λίην μεθιέντες; ἐν εἰρήνηι δὲ δοκεῖτε
ἧσθαι, ἀτὰρ πόλεμος γαῖαν ἅπασαν ἔχει».

«Έως πότε θα κοιμάστε;
Πότε θα αποκτήσετε γενναίαν ψυχήν ω νέοι;
Και δεν ντρέπεστε τους γείτονές σας, με την τόση αμέλειά σας;
Νομίζετε αλήθεια ότι βρίσκεστε σε ειρηνική περίοδο, αλλά όμως ο πόλεμος κατέχει ολόκληρη τη γη…»

Ο Αρχίλοχος, ποιητής ιαμβογράφος και ελεγειακός, που το ταλέντο του στη στιχουργική αλλά και η προκλητικότητά του έχει αποσπάσει τον θαυμασμό από την αρχαιότητα έως σήμερα, γράφει:

«οὐ φιλέω μέγαν στρατηγὸν οὐδὲ διαπεπλιγμένον
οὐδὲ βοστρύχοισι γαῦρον οὐδ' ὑπεξυρημένον,
ἀλλά μοι σμικρός τις εἴη καὶ περὶ κνήμας ἰδεῖν
ῥοικός, ἀσφαλέως βεβηκὼς ποσσί, καρδίης πλέως».

«Δε μου αρέσει στρατηγός ψηλόκορμος με δρασκελιές μεγάλες,
να καμαρώνει για την κόμη τη βοστρυχωτή και το φιλάρεσκα ξυρισμένο γένι του.
Περισσότερο θα μου άρεσε ένας κοντός, έστω και στραβοκάνης ―μόνο στα πόδια να πατά γερά και να το λέει η καρδιά του».

Στις πόλεις της Ιωνίας και της κυρίως Ελλάδας υπήρχε πάντα πρόθυμο ακροατήριο για τους ποιητές. Τα πράγματα άλλαξαν από τον 4ο αιώνα και μετά, όταν η ποίηση άρχισε απλώς να διαβάζεται με το μάτι και χωρίς τη συνοδεία οργάνων. Για τους αρχαίους, όλα όσα τελούσαν υπό την προστασία των μουσών (ποίηση, γράμματα, τέχνες, ιστορία) είχαν έναν κοινό παρονομαστή: το αισθητικά "ωραίο" δεν πρέπει μόνο να τέρπει αλλά και να διδάσκει. Για την αρχαία αντίληψη, το τερπνόν υπήρχε μόνον μετά του ωφελίμου.

Χαρακτηριστικά του λυρικού ποιήματος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο ποιητής εκφράζει τα συναισθήματα του μέσα σε ένα είδος επικοινωνιακού κενού, γεγονός το οποίο βοηθά την αποκάλυψη προσωπικών ψυχολογικών καταστάσεων ως διάθεση να εκφραστεί όχι απέναντι σε κάποιον άλλον, αλλά στον ίδιο τον εαυτό του. Ο λυρισμός θεωρείται πληθωρικός ποιητικός λόγος, μολονότι πολλές φορές η υπερβολή και η προσθήκη φλύαρων στοιχείων υπονομεύει τον λυρισμό και μαζί με αυτόν και τον υποκειμενισμό. Η ρητορική υπερβολή μειώνει, κατά κάποιον τρόπο, την ειλικρίνεια του συναισθήματος. Η επιτυχημένη εξισορρόπηση του πληθωρικού συναισθήματος με τον λιτό λόγο, είναι το ιδανικό ζητούμενο της λυρικής ποίησης.

Άξονες της λυρικής ποίησης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Υποβλητική διαδοχή λέξεων και εικόνων
Κωστής Παλαμάς
  • Εσωτερική μουσικότητα
  • Υποκειμενικότητα
  • Φαντασία
  • Ρυθμός
  • Ομοιοκαταληξία (όχι πάντα)
  • Εικόνες (κυριολεκτικές, μεταφορικές, συμβολικές).

Ο κοινός παρονομαστής μεταξύ των δύο παρακάτω ποιημάτων παρά την απόσταση των δυόμισι χιλιάδων χρόνων που τα χωρίζει, δίνει την ουσία της λυρικής ποίησης: Το λυρικό οκτάστιχο, από τις "Εκατό φωνές" του Κωστή Παλαμά:

«Αγνάντια το παράθυρο· στο βάθος
ο ουρανός, όλο ουρανός, και τίποτ' άλλο·
κι ανάμεσα, ουρανόζωστον ολόκληρο,
ψηλόλιγνο ένα κυπαρίσσι· τίποτ' άλλο.
Και ή ξάστερος ο ουρανός ή μαύρος είναι,
στη χαρά του γλαυκού, στης τρικυμιάς το σάλο,
όμοια και πάντα αργολυγάει το κυπαρίσσι,
ήσυχο, ωραίο, απελπισμένο. Τίποτ' άλλο».

Και το λυρικό ποίημα του Ίβυκου:

«Ἦρι μὲν αἵ τε Κυδώνιαι
μηλίδες ἀρδόμεναι ῥοᾶν
ἐκ ποταμῶν, ἵνα Παρθένων
…κῆπος ἀκήρατος, αἵ τ' οἰνανθίδες
αὐξόμεναι σκιεροῖσιν ὑφ' ἕρνεσιν
οἰναρέοις θαλέθοισιν· ἐμοί δ' ἔρος
οὐδεμίαν κατάκοιτος ὥραν.
…ὑπὸ στεροπᾶς φλέγωνbr /> Θρηίκιος Βορέας
ἀΐσσων παρὰ Κύπριδος ἀζαλέαις
μανίαισιν ἐρεμνὸς ἀθαμβὴς
ἐγκρατέως πεδόθεν…φυλάσσει…[ή τινάσσει]
ἡμετέρας φρένας».

«Την άνοιξη φουντώνουνε οι κυδωνιές,
νοτισμένες απ’ τα τρεχούμενα ποτάμια,
στον άβατο τον κήπο των παρθένων·
φουντώνουνε και τ' άνθη της κληματαριάς,
θεριεμένα κάτω απ’ τα σκιερά κλωνάρια του κλήματος.
Για μένα όμως δεν υπάρχει εποχή
που να κοιμάται ο έρωτας.
Αλλά, σαν τον θρακιώτη το Βοριά,
φλεγόμενος από τις αστραπές
και πνέοντας από την Κύπριδα,
σκοτεινός κι αδιάντροπος,
μια τρέλα που μαραίνει τα πάντα,
καταλαμβάνει την καρδιά μου
και τη συγκλονίζει απ’ τα συθέμελά της».

Η "καθαρή" λειτουργία της Λυρικής Ποίησης είναι, κατά βάση, περιγραφική. Η λυρική ποίηση σαρώνοντας τον χώρο, "περιγράφει" ό,τι βλέπει: αφενός εικόνες εξωτερικές ως προς τον άνθρωπο (εικόνες της φύσης), και αφετέρου εικόνες των συναισθημάτων και της κατάστασής του. Όπως συμβαίνει και στα δύο ανωτέρω ποιήματα, οι εξωτερικές εικόνες εσωτερικεύονται ενώ, δίνοντας συμβολισμούς, συνδέουν τον εξωτερικό με τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]