Θεόφιλος Γκωτιέ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Θεόφιλος Γκωτιέ
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Théophile Gautier (Γαλλικά)
Γέννηση30  Αυγούστου 1811[1][2][3]
Ταρμπ[4][1][5]
Θάνατος23  Οκτωβρίου 1872[6][1][2]
Νεγί-συρ-Σεν[7][1][8]
Τόπος ταφήςΚοιμητήριο της Μονμάρτρης
ΚατοικίαHôtel de Fourcy (1828–1834)
Χώρα πολιτογράφησηςΓαλλία[9]
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΓαλλικά[2][10][11]
ΣπουδέςΛύκειο Καρλομάγνος
Λύκειο Λουί-λε-Γκραν
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότητασυγγραφέας[12][13]
ΕργοδότηςLe Figaro
Οικογένεια
ΣύζυγοςΕρνέστα Γκρίσι
ΣύντροφοςΚαρλότα Γκρίσι
Ερνέστα Γκρίσι (έως 1866)
Εζενί Φορτ (από 1836)
ΤέκναΤζουντίθ Γκωτιέ
Εστέλ Γκωτιέ
Θεόφιλος Γκωτιέ, υιός
Αξιώματα και βραβεύσεις
Αξίωμαπρόεδρος (Société nationale des beaux-arts)
ΒραβεύσειςΑξιωματικός της Λεγεώνας της Τιμής
Υπογραφή
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Πιέρ Ζυλ Τεοφίλ Γκοτιέ, επίσης Θεόφιλος Γκωτιέ (Pierre Jules Théophile Gautier) (30 Αυγούστου 1811 - 23 Οκτωβρίου 1872) ήταν Γάλλος ρομαντικός ποιητής, δραματουργός, μυθιστοριογράφος, δημοσιογράφος και λογοτεχνικός κριτικός. Η εργασία του είναι δύσκολο να ταξινομηθεί και παραμένει σημείο αναφοράς για τα επόμενα λογοτεχνικά ρεύματα, όπως ο παρνασσισμός, ο συμβολισμός και ο μοντερνισμός. Εκτιμήθηκε ευρέως από συγγραφείς τόσο διαφορετικούς όσο οι Κάρολος Μποντλέρ, αδελφοί Εντμόν και Ζυλ ντε Γκονκούρ, Στεφάν Μαλλαρμέ, Γκυστάβ Φλωμπέρ και ο Όσκαρ Γουάιλντ (Oscar Wilde). Οι τελευταίες εργασίες του υπογράμμισαν τη τελειότητα της μορφής, τη λουστραρισμένη ομορφιά της γλώσσας και των καλολογικών στοιχείων, π.χ. Emaux Et Camees (Σμάλτο και Καμέες, 1852). Ήταν επίσης ο μυθιστοριογράφος του Mademoiselle De Maupin (1835), ενώ αργότερα στράφηκε στη δημοσιογραφία. Η πίστη του στην ανώτατη σημασία της μορφής στη τέχνη, με κόστος το συναίσθημα και τις ιδέες, ενέπνευσε τους ποιητές που έγιναν γνωστοί αργότερα ως Παρνασσιστές (Les Parnassiens). Κέρδιζε τα προς το ζην από τη δημοσιογραφία, για να μπορεί να γράφει και έμεινε γνωστός κυρίως για τα διηγήματά του με τίτλο Ο Θάνατος Στον Έρωτα.

Βίος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γεννήθηκε στο Ταρμπ (Tarbes) στις 30 Αυγούστου 1811, πρωτεύουσα της επαρχίας των Άνω Πυρηναίων (Hautes-Pyrénées), στη ΝΔ Γαλλία. Ο πατέρας του, Pierre Gautier, ήταν αρκετά καλλιεργημένος, κυβερνητικός ανώτερος υπάλληλος και μητέρα του ήταν η Antoinette-Adelaide Concarde. Το 1814 η οικογένεια μετακόμισε στο Παρίσι και πιάνει διαμέρισμα στην παλιά συνοικία του Μαραί. Σπούδασε στο εξαιρετικό Collège Louis-le-Grand, απόφοιτοι του οποίου ήταν επίσης οι Μποντλέρ και Βολταίρος. Φοίτησε ελάχιστα, λόγω ασθένειας που τον ανάγκασε να συνεχίσει κατ' οίκον σπουδές κι ολοκλήρωσε τελικά στο Collège Charlemagne, απ' όπου αποφοίτησε ο Σεν Μπεβ (Charles Augustin Sainte-Beuve). Στο κολέγιο γνώρισε τον Ζεράρ ντε Νερβάλ και έγιναν ισόβιοι φίλοι. Από τη φιλία τούτη είναι που οδηγήθηκε στη λατρεία του για τον Ουγκό. Στα 18 του, ο πατέρας του τον παρότρυνε να ασχοληθεί με τη μελέτη των Λατίνων. Εκείνος αρχικά ήθελε να γίνει ζωγράφος, αλλά αντ' αυτού αφιερώθηκε στο γράψιμο.

Στην Επανάσταση του 1830, η οικογένεια Γκωτιέ συνάντησε τρομερές δυσκολίες κι αναγκάστηκε να μετακινηθεί προς τα περίχωρα. Ο νεαρός Θεόφιλος αποφάσισε να ζήσει ανεξάρτητος και ελεύθερος και ενοικίασε διαμέρισμα με τους φίλους του στο Doyenné, συνοικία του Παρισιού, ζώντας εκεί μιαν ευχάριστη μποέμικη ζωή. Προς τα τέλη του 1830, άρχισε να συμμετέχει στις συνεδριάσεις της Le Petit Cénacle, λέσχης που απαρτιζόταν από μιαν ομάδα καλλιτεχνών, που συναντώνταν στο στούντιο του Jehan Du Seigneur. Η ομάδα αυτή ήταν αντιγραφή της Σενάκλ του Ουγκό και μέλη της ήταν οι: Ζεράρ ντε Νερβάλ, Αλέξανδρος Δουμάς (πατήρ), Πετρύς Μπορέλ (Petrus Borel), Αλφόνς Μπρο (Alphonse Brot), Ζοζέφ Μπουσαρντύ (Joseph Bouchardy) και Φιλοτέ Ο'Νεντί (Philothée O'Neddy). Γρήγορα κέρδισαν τη φήμη των εκκεντρικών, διασκεδαστών καλλιτεχνών, αλλά παράλληλα η λέσχη αποτέλεσε για την εποχή μία διέξοδο, ένα καταφύγιο από τη σκληρή κοινωνία.

Έργο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ξεκίνησε τη καριέρα του ως ποιητής από το 1826, ρίχτηκε με μέγα πάθος στο ρομαντικό κίνημα και ήταν θαυμαστής του Βικτόρ Ουγκό (Victor Hugo). Επίσης βοηθήθηκε πολύ κι από τον Ονορέ ντε Μπαλζάκ (Honore de Balzac), που του προσέφερε δουλειά στα Chronique de Paris. Το 1832 έγραψε το πρώτο μακροσκελές ποίημά του, "Albertus", υπερβολικό θεολογικό μύθο, αξιοπρόσεκτο για την τελειότητα ύφους, το χρώμα και τα καλολογικά στοιχεία του. Κατόπιν ακολούθησε το "La Comédie de la mort" (1838), "Les Jeune-France" (επίθεση στους ψευτορομαντικούς, 1833) και το μυθιστόρημα "Mademoiselle de Maupin"(1835), που συγκλόνισαν τη κοινή γνώμη από τη περιφρόνηση που αυτός επέδειξε στην ηθική. Ο Γκωτιέ έγραψε περίπου τριάντα νουβέλες και διηγήματα, τα περισσότερα από αυτά φανταστικού χαρακτήρα που ακροβατούν στα όρια του πραγματικού και του φανταστικού, συμπλέκοντας το παρελθόν και το παρόν, με γυναίκες που επανέρχονται στη ζωή όπως η Ομφάλη (1834), Η νεκρή ερωμένη (1836) κ.ά.

Ως δημοσιογράφος για 30 χρόνια, εργάστηκε με ζήλο -κυρίως στο περιοδικό La Presse, πράγμα που του έδινε συχνά την ευκαιρία να ταξιδεύει στον κόσμο, αλλά και να συναναστρέφεται με την υψηλή κοινωνία της εποχής- κι είχε θαυμαστή επιτυχία και ως κριτικός τέχνης, παράλληλα μ' αυτή του συγγραφέα. Είχε ξεκινήσει από το 1831 μα χωρίς κάτι ιδιαίτερο, όταν ο φίλος του Εμίλ ντε Ζιραρντέν (Emile de Girardin), τον προσέλαβε στο Λα Πρες. Κατά τη διάρκεια της θητείας του εκεί, ωστόσο, έγραψε και περί τα 70 άρθρα για τη Λε Φιγκαρό (Le Figaro).

Μαζί με τους Μποντλέρ, Ουγκό, Μπαλζάκ, Φλωμπέρ, Ντελακρουά και άλλους καλλιτέχνες της εποχής και με τον Δρ Ζακ-Ζοζέφ Μορό (Jacques-Joseph Moreau) προεξάρχοντα, ανήκε σε μια λέσχη που σκοπό είχε να πειραματίζεται με τις διάφορες ουσίες και κυρίως το χασίς. Η λέσχη αυτή ονομαζόταν Λέσχη Των Χασισοποτών, που έδωσε και τον τίτλο σε κείμενό του, ένα άρθρο που περιγράφει τα πειράματα αυτά και γράφτηκε το 1846.[14] Το 1840 επισκέφτηκε την Ισπανία, αμέσως μετά τον εμφύλιο. Σε εκείνον ανήκει το ρητό, «Η Φαντασία είναι το πρώτο όπλο στον πόλεμο ενάντια στη Πραγματικότητα».

Απορροφημένος στην εργασία του, μετά την Επανάσταση του 1848 έγραψε πάνω από 100 άρθρα, που συγκροτούν 4 συμπαγείς τόμους βιβλίων, μέσα σε 9 μήνες. Σε τούτο συμμετείχαν ενεργά κι άλλοι ρομαντικοί της εποχής μαζί κι ο Ουγκό, όπως οι: Σατωμπριάν (François-René De Chateaubriand), Λαμαρτέν (Alphonse De Lamartine), Αλφρέ ντε Βινί και Αλφρέ ντε Μυσσέ. Το γόητρό του ισχυροποιήθηκε από την εποχή που ήταν διευθυντής του περιοδικού Revue De Paris (1851-6). Κατόπιν, και αφού παράτησε και το Λα Πρες, έπιασε δουλειά σαν απλός δημοσιογράφος στο Le Moniteur, (επίσημο περιοδικό της 2ης Αυτοκρατορίας) βρίσκοντας ωστόσο βαρύ και ταπεινωτικό αυτό το φορτίο. Κι όμως ανέλαβε την έκδοση της Αναθεώρησης Των Καλλιτεχνών, το 1856 και εκεί κοινοποίησε την αγάπη του για την τέχνη, μέσω πολλών και διαφόρων εξαίσιων άρθρων, διατυπώνοντας παράλληλα το χαρακτηριστικό του δόγμα, «Η Τέχνη για τη Τέχνη».

Η 10ετία του 1860 ήταν δική του, παρόλο που απορρίφθηκε 3 φορές από τη Γαλλική Ακαδημία (1867-8-9). Ο διάσημος κριτικός τέχνης -μεταξύ άλλων- Σεν Μπεβ, αφιέρωσε τουλάχιστον 3 άρθρα του, για τη συλλογική μέχρι τότε δουλειά του Γκωτιέ, το 1863. 2 χρόνια μετά, το γόητρό του ανέβηκε μιας και κλήθηκε πολλάκις στο Σαλόνι της πριγκίπισσας Ματίλντ Μποναπάρτ, εξαδέλφης του Ναπολέοντα Γ' και ανεψιάς του Ναπολέοντα Βοναπάρτη. Η Ματίλντ του πρόσφερε μιαν αργομισθία, ως βιβλιοθηκάριό της, το 1868, πράγμα που του έδωσε πρόσβαση στην αυλή του Ναπολέοντα Γ'. Από το 1862 είχε εκλεγεί πρόεδρος της Société Nationale Des Beaux-Arts, κι εκεί ήρθε σ' επαφή με επιτροπή αποτελούμενη από τους πιο γνωστούς καλλιτέχνες της εποχής, όπως οι: Ευγένιος Ντελακρουά, Πιέρ Πυβί ντε Σαβάν, Εντουάρ Μανέ, Αλμπέρ-Ερνέστ Καριέ-Μπελέζ και Γκυστάβ Ντορέ. Το 1863 δημοσίευσε το ιστορικό μυθιστόρημα Ο καπετάν Φρακάς.

Ταξίδια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ταξίδεψε πάρα πολύ στον κόσμο κι επισκέφτηκε χώρες όπως η Ισπανία, η Ιταλία, η Αίγυπτος, η Ρωσία, η Αλγερία, η Τουρκία κ.λπ. Τα ταξίδια αυτά πολλάκις τον ενέπνευσαν στα γραπτά του. Για παράδειγμα, το Ταξίδι στην Ισπανία (Voyage en Espagne, 1843), το Θησαυροί Τέχνης στη Ρωσία (Trésors d' Art de la Russie, 1858), το Ταξίδι στη Ρωσία (Voyage en Russie, 1867) και η Κωνσταντινούπολη[15]. Η ταξιδιωτική αυτή λογοτεχνία του, σήμερα εξετάζεται με πολλή προσοχή. Έχει προσωπικό ύφος, περιγράφοντας τις προτιμήσεις του για τον πολιτισμό και τη τέχνη γενικότερα και ως εκ τούτου θεωρείται και κατέχει μιαν από τις κορυφαίες θέσεις στον 19ο αιώνα. Έγραψε και πολλά σενάρια για μπαλέτα με κυριότερο κείνο της "Ζιζέλ" (Giselle) και του οποίου η πρώτη ερμηνεύτρια, μπαλαρίνα Καρλότα Γκρίζι (Carlotta Grisi), υπήρξε ο μεγάλος έρωτας της ζωής του. Επειδή δεν μπόρεσε να τη παντρευτεί, πήρε την αδερφή της, την τραγουδίστρια Ερνεστίνα. Ήταν επίσης λάτρης των γατών.

Κέρδισε θέση στη Λεγεώνα Της Τιμής, για μιαν εργασία του που κέρδισε την επιτροπή για το σχεδιασμό του τάφου του Ναπολέοντα. Κατά τη διάρκεια του Γαλλοπρωσικού Πολέμου, ο Θεόφιλος Γκωτιέ γύρισε πίσω στο Παρίσι, μόλις έμαθε για την εισβολή των Πρώσων στη πρωτεύουσα και έμεινε εκει για όλη σχεδόν τη κατοχή, ώσπου πέθανε στις 23 Οκτωβρίου 1872 ξαφνικά, από μια μακριά καρδιακή πάθηση και τάφηκε με τιμές, στο κοιμητήριο της Μονμάρτρης (Cimetière de Montmartre), στο Παρίσι, σε ηλικία 61 ετών.

Απόψεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Λάτρεψε τον Ουγκό και συμμερίστηκε τις απόψεις του για την έννοια της λέξης "τραγωδία", θαύμασε τον Μπαλζάκ για τη προσφορά του στα γαλλικά γράμματα κι επίσης συμπάθησε μεγάλους ζωγράφους της εποχής όπως ο Γάλλος Ενγκρ (Jean-Auguste-Dominique Ingres), αλλά και τους Ισπανούς: Μουρίλο (Murillo), Βελάσκεθ (Velasquez) & Ριμπέρα (Ribera). Ο ρόλος του στα περιοδικά κυρίως, εκτός από την ενημέρωση, ήταν αυτός του θεατρικού και λογοτεχνικού κριτικού. Η κριτική του ήταν ανακλαστική και κυρίως μαρτυρούσε όχι εμπορικές, αλλά προσωπικές του προτιμήσεις καθαρά. Επηρεάστηκε στη κριτική του, από τον Ντενί Ντιντερό (Denis Diderot), που πίστευε πως ο κριτικός έπρεπε να "μεταφράζει" έτσι το εκάστοτε έργο, ώστε να μπορεί να το καταλαβαίνει ο αναγνώστης. Πάντως έκανε μια σαφή διάκριση μεταξύ πεζού λόγου και ποίησης, δηλώνοντας πως ουδέποτε το πεζό μπορεί να χαρακτηριστεί ίσο με το ποίημα. Επίσης ήταν πρόθυμος να δεχτεί ως εφάμιλλη την κωμωδία με την τραγωδία.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 «Краткая литературная энциклопедия». (Ρωσικά) Συνοπτική Λογοτεχνική Εγκυκλοπαίδεια. Η Μεγάλη Ρωσική Εγκυκλοπαίδεια. Μόσχα. 1962.
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. data.bnf.fr/ark:/12148/cb11904435k. Ανακτήθηκε στις 10  Οκτωβρίου 2015.
  3. 3,0 3,1 (Ολλανδικά) RKDartists. 30490. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  4. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά, Αγγλικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 11  Δεκεμβρίου 2014.
  5. «Большая советская энциклопедия» (Ρωσικά) Η Μεγάλη Ρωσική Εγκυκλοπαίδεια. Μόσχα. 1969. Ανακτήθηκε στις 28  Σεπτεμβρίου 2015.
  6. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας.
  7. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά, Αγγλικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 31  Δεκεμβρίου 2014.
  8. Ιστορικό Αρχείο Ρικόρντι. 10529. Ανακτήθηκε στις 3  Δεκεμβρίου 2020.
  9. (Ολλανδικά) RKDartists. rkd.nl/explore/artists/30490. Ανακτήθηκε στις 19  Ιουνίου 2020.
  10. Τσεχική Εθνική Βάση Δεδομένων Καθιερωμένων Όρων. jn19990002583. Ανακτήθηκε στις 1  Μαρτίου 2022.
  11. CONOR.SI. 24915811.
  12. The Fine Art Archive. cs.isabart.org/person/16146. Ανακτήθηκε στις 1  Απριλίου 2021.
  13. «Library of the World's Best Literature». Library of the World's Best Literature. 1897.
  14. Βλ. La Pipe d'opium (Η πίπα του οπίου κ.α. διηγήματα) ― μετάφρ.Ταρνανάς("Αιγόκερως")
  15. Constantinople, 1853 ― ελλην.μετάφρ.Έρση Μπομπολέση ("Καστανιώτης")

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]