Ζαν Πιαζέ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ζαν Πιαζέ
Γέννηση9 Αυγούστου 1896
Νεσατέλ, Ελβετία
Θάνατος16 Σεπτεμβρίου 1980 (84 ετών)
Γενεύη, Ελβετία
Περίοδος20ός αιώνας
ΠεριοχήΔυτική Φιλοσοφία
ΣχολήΑνθρώπινη Ανάπτυξη
Κύρια ΕνδιαφέρονταΦυσικές Επιστήμες
Αξιοσημείωτες ΙδέεςΔομική Επιστημολογία
Θεωρία της γνωστικής ανάπτυξης

Ο Ζαν Πιαζέ (Jean William Fritz Piaget, 9 Αυγούστου 1896 - 16 Σεπτεμβρίου 1980) ήταν Ελβετός φιλόσοφος, φυσικός επιστήμονας και ψυχολόγος, ιδιαίτερα γνωστός για τις μελέτες του σχετικά με τα παιδιά, τη θεωρία της γνωστικής ανάπτυξης (αγγλικά: Τheory of cognitive development) και για την επιστημολογική του άποψη γνωστή και ως γενετική επιστημολογία. Η σημαντικότερη συμβολή του θεωρείται η στρουκτουραλιστική κατασκευή των σταδίων της γνωστικής ανάπτυξης του ανθρώπου, ενώ όσον αφορά τη θεωρία της μάθησης υποστήριξε την εμπειριστική πρόσκτηση γνώσης μέσω της εμπειρίας, της παρατήρησης και τέλος της αφαίρεσης.

Βιογραφικά Στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε ηλικία 10 ετών δημοσίευσε το πρώτο του άρθρο, που αναφερόταν σε ένα σπάνιο είδος σπουργιτιού, στα «Χρονικά Φυσικής Ιστορίας» της Νεσατέλ. Μέσα σε πέντε χρόνια είχε πραγματοποιήσει τόσες δημοσιεύσεις ώστε του προσφέρθηκε μια θέση στο Μουσείο της Φυσικής Ιστορίας της Γενεύης, προσφορά η οποία αποσύρθηκε αμέσως όταν έγινε γνωστή η ηλικία του συγγραφέα.[1]

Γεννήθηκε στις 9 Αυγούστου του 1896 στο Νεσατέλ (Neuchâtel) της Ελβετίας όπου και μεγάλωσε. Ήταν το μεγαλύτερο παιδί του Αρτύρ Πιαζέ, πανεπιστημιακού καθηγητή Λογοτεχνίας, και της Ρεμπέκα Τζάκσον. Η αρχή της επιστημονικής του δραστηριότητας τοποθετείται στην ηλικία των 11 ετών, όταν ως μαθητής, έγραψε τις πρώτες του παρατηρήσεις για ένα σπουργίτι. Το ενδιαφέρον του για την έρευνα και της φυσικές επιστήμες συνεχίστηκε και ως αντικείμενο σπουδών του στο Πανεπιστήμιο του Νεσατέλ, όπου απέκτησε και το διδακτορικό του. Οι πρώτες του μελέτες για τη γνωστική ανάπτυξη ξεκίνησαν στο École de la rue de la Grange-aux-Belles της Γαλλίας. Σ' αυτό το πεδίο επικεντρώθηκε κυρίως το ερευνητικό του έργο. Το 1921 διετέλεσε διευθυντής σπουδών στο Ινστιτούτο Ρουσσώ στη Γενεύη της Ελβετίας. Με αντικείμενο την κοινωνιολογία,την ψυχολογία, τη γενετική και πειραματική ψυχολογία, δίδαξε σε πολλά από τα Πανεπιστήμια της Ελβετίας αλλά και στη Σορβόννη της Γαλλίας. Το 1955 ίδρυσε το Παγκόσμιο Κέντρο Γενετικής Επιστημολογίας, του οποίου ήταν και διευθυντής μέχρι τον θάνατό του. Πέθανε στη Γενεύη 16 Σεπτεμβρίου του 1980.[2] Θεωρήθηκε όχι μόνον ένας από τους σημαντικότερους θεωρητικούς και ερευνητές στον κλάδο της Ψυχολογίας, αλλά και ο τέταρτος από εκείνους που άσκησαν τη μεγαλύτερη επιρροή με το έργο τους.[3]

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Harry Beilin (Χάρι Μπέϊλιν) περιέγραψε το θεωρητικό ερευνητικό πρόγραμμα του Ζαν Πιαζέ να περιέχει τέσσερις φάσεις.

  1. το κοινωνιολογικό μοντέλο της ανάπτυξης,
  2. το βιολογικό μοντέλο της διανοητικής ανάπτυξης,
  3. την επεξεργασία του λογικού μοντέλου της διανοητικής ανάπτυξης,
  4. τη μελέτη της παραστατικής σκέψης.

Το θεωρητικό πλαίσιο είναι αρκετά διαφορετικό από όλους τους άλλους που έχουν χαρακτηριστεί ως εκπρόσωποι των διαφόρων θεωριών του Πιαζέ. Πιο πρόσφατα, ο Jeremy Burman (Τζέρεμι Μπέρμαν) απάντησε στον Μπέϊλιν και πρόσθεσε μια φάση προτού στραφεί στην ψυχολογία : "τον πρώιμο Πιαζέ".

Πρώιμη Φάση: Ο Πιαζέ πριν την Ψυχολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Προτού ο Πιαζέ γίνει ψυχολόγος, εκπαιδευόταν στο αντικείμενο της φυσικής ιστορίας και της φιλοσοφίας. Παρέλαβε το διδακτορικό του το 1918 από το Πανεπιστήμιο της Neuchatel (Νεσατέλ). Ανέλαβε τότε μετα-διδακτορικές σπουδές στη Ζυρίχη (1918-1919) και στο Παρίσι (1919-1921). Ο θεωρητικός που αναγνωρίζουμε σήμερα, αναδείχθηκε μόνο όταν μετακόμισε στη Γενεύη, για να εργαστεί για τον Édouard Claparede (Έντουαρντ Κλαπαρέντ) ως διευθυντής έρευνας στο Ινστιτούτο Ρουσσώ, το 1922.

Πρώτη Φάση: Το Κοινωνιολογικό Μοντέλο της Ανάπτυξης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Πιαζέ εξελίχθηκε σε ψυχολόγο στη δεκαετία του 1920. Διερεύνησε την κρυφή πλευρά του παιδικού μυαλού. Ισχυρίστηκε ότι τα παιδιά μετακινούνται από τη θέση του εγωκεντρισμού (egocentrism) στον κοινωνιοκεντρισμό (sociocentrism). Προς εξήγηση, συνδύασε τη χρήση ψυχολογικών κλινικών μεθόδων για να δημιουργήσει αυτό που ονόμασε ημι-κλινική (semi-clinical) συνέντευξη. Ξεκινούσε τη συνέντευξη ρωτώντας τα παιδιά τυποποιημένες ερωτήσεις και ανάλογα με τις απαντήσεις τούς έκανε μια σειρά μη τυποποιημένων ερωτήσεων. Ο Πιαζέ αναζητούσε αυτό που ονόμασε "αυθόρμητη πεποίθηση" ("spontaneous conviction"), γι' αυτό οι ερωτήσεις που ρωτούσε στα παιδιά ζητούσε να μην είναι ούτε αναμενόμενες ούτε προβλέψιμες. Στις έρευνές του παρατήρησε ότι υπήρχε μια σταδιακή εξέλιξη από διαισθητικές σε επιστημονικές και κοινωνικά αποδεκτές απαντήσεις.Υποστήριξε ότι τα παιδιά το έκαναν αυτό εξαιτίας της κοινωνικής αλληλεπίδρασης και της πρόκλησης των ιδεών μικρότερων παιδιών, ιδέες παιδιών που βρίσκονταν σε πιο προχωρημένο επίπεδο. Το έργο αυτό χρησιμοποιήθηκε και από τον Elton Mayo (Έλτον Μάγιο). Όσον αφορά τον Πιαζέ, αυτό του επιφύλαξε ένα τιμητικό διδακτορικό στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ το 1936.

Δεύτερη Φάση: Το Αισθησιοκινητικό/Προσαρμοστικό Μοντέλο της Πνευματικής Ανάπτυξης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε αυτό το στάδιο ο Πιαζέ περιέγραψε τη νοημοσύνη να είχε δύο στενά μεταξύ της μέρη. Το πρώτο μέρος, το οποίο ανήκε στο πρώτο στάδιο, ήταν το περιεχόμενο της σκέψης των παιδιών. Το δεύτερο μέρος ήταν η διαδικασία της διανοητικής δραστηριότητας. Πίστευε ότι αυτή η διαδικασία της σκέψης θα μπορούσε να θεωρηθεί ως επέκταση της βιολογικής διαδικασίας της προσαρμογής. Η προσαρμογή χωρίζεται σε δύο κομμάτια: την αφομοίωση και τη συμμόρφωση. Για να ελέγξει τη θεωρία του, ο Πιαζέ παρατήρησε τις συνήθειες των δικών του παιδιών. Υποστήριξε ότι τα βρέφη συμμετέχουν σε μια πράξη αφομοίωσης όταν πιπιλίζουν ό,τι βρίσκεται στην κοντινή τους περιοχή. Υποστήριξε πως τα βρέφη μετατρέπουν όλα τα αντικείμενα σε ένα αντικείμενο θηλασμού. Τα παιδιά αφομοίωναν τα αντικείμενα έτσι ώστε να ανταποκρίνονται στις δικές τους νοητικές δομές. Τότε ο Πιαζέ έκανε την υπόθεση ότι κάθε φορά που κάποιος διαμορφώνει τον κόσμο για να ανταποκρίνεται στις ατομικές του ανάγκες, βρίσκεται κατά κάποιο τρόπο να τον αφομοιώνει. Ο Πιαζέ παρατήρησε ακόμα ότι τα παιδιά του όχι μόνο αφομοίωναν αντικείμενα με σκοπό να ταιριάζουν στις ανάγκες τους αλλά και μετέτρεπαν ορισμένες από τις ψυχικές τους δομές προκειμένου να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του περιβάλλοντος. Αυτό είναι το δεύτερο μέρος της προσαρμογής, γνωστό και ως συμμόρφωση. Εν αρχή, τα βρέφη ασκούν κατά κύριο λόγο αντανακλαστικές αντιδράσεις όπως το πιπίλισμα, αλλά σε μικρό χρονικό διάστημα επιλέγουν πραγματικά αντικείμενα να τοποθετήσουν στο στόμα τους. Δρώντας έτσι αλλάζουν την αντανακλαστική τους απάντηση για να συμμορφώσουν αντικείμενα του εξωτερικού περιβάλλοντος σε αντανακλαστικές δράσεις. Επειδή αυτά τα δύο έρχονται συνήθως σε σύγκρουση, θα τα ωθήσουν σε πνευματική ανάπτυξη. Η επιτακτική ανάγκη εξισορρόπησης των δύο, προκαλεί πνευματική ανάπτυξη.

Τρίτη Φάση: Η Επεξεργασία του Λογικού Μοντέλου της Πνευματικής Ανάπτυξης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο τρίτο μοντέλο, ο Πιαζέ υποστήριξε την ιδέα ότι η νοημοσύνη αναπτύσσεται σε μια σειρά από στάδια τα οποία σχετίζονται με την ηλικία και είναι προοδευτικά, επειδή το ένα στάδιο πρέπει να ολοκληρωθεί προτού επέλθει το επόμενο. Για κάθε στάδιο ανάπτυξης το παιδί σχηματίζει μια άποψη για την πραγματικότητα στη συγκεκριμένη ηλικιακή περίοδο στην οποία βρίσκεται. Στο επόμενο στάδιο το παιδί πρέπει να διατηρήσει το προηγούμενο επίπεδο των ψυχικών ικανοτήτων, για να ανοικοδομήσει έννοιες. Ο Πιαζέ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η πνευματική ανάπτυξη είναι μια ανοδική επεκτεινόμενη σπείρα, στην οποία τα παιδιά πρέπει συνεχώς να τροποποιούν τις ιδέες που είχαν σχηματίσει στο προηγούμενο στάδιο και να τις αντικαθιστούν με νέες υψηλότερες έννοιες που απαιτούνται στο επόμενο επίπεδο. Είναι κυρίως το τρίτο θεώρημα του Πιαζέ το οποίο ενσωματώθηκε στην αμερικανική ψυχολογία καθώς οι ιδέες του ανακαλύφθηκαν κατά κάποιο τρόπο ξανά τη δεκαετία του 1960.

Τέταρτη Φάση: Η Μελέτη της Παραστατικής Σκέψης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Πιαζέ μελέτησε τομείς της νοημοσύνης όπως η αντίληψη και η μνήμη που δεν είναι απολύτως λογικές. Οι λογικές έννοιες περιγράφονται ως πλήρως αναστρέψιμες επειδή μπορούν πάντα να επιστρέψουν στην αφετηρία. Η αντιληπτική σύλληψη που μελέτησε δεν θα μπορούσε να παραποιηθεί. Για να περιγράψει την παραστατική διαδικασία χρησιμοποιεί εικόνες ως παραδείγματα. Οι εικόνες δεν μπορούν να χωριστούν, επειδή τα περιγράμματα δεν είναι δυνατόν να διαχωριστούν από τις μορφές που έχουν σκιαγραφηθεί. Η μνήμη λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο, όπως και οι εικόνες. Ποτέ δεν είναι εντελώς αναστρέψιμη. Κατά τη διάρκεια της τελευταίας αυτής περιόδου του έργου του, ο Πιαζέ δημοσίευσε βιβλία περί μνήμης, αντίληψης και μάθησης.

Θεωρία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Πιαζέ ήταν ο κύριος εκπρόσωπος της γνωστικής προσέγγισης στην ανάπτυξη. Θεωρούσε ότι μέσω των νοητικών λειτουργιών (το γνωστικό σύστημα) επιτυγχάνεται η προσαρμογή του ατόμου στο περιβάλλον. Η βιολογική ωρίμανση του οργανισμού, το κοινωνικό περιβάλλον που προσφέρει στο άτομο ερεθίσματα καθώς και η δραστηριότητα ( π.χ. κινητική) του ίδιου συντελούν ταυτόχρονα στην ανάπτυξή του.

Στάδια Ανάπτυξης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Πιαζέ υποστηρίζει πως η ανάπτυξη συντελείται σε διακριτά και καθολικά στάδια, τα οποία ξεκινούν από τη γέννηση και εκτείνονται μέχρι και την εφηβεία. Θεωρεί πως η διαδοχή των σταδίων αυτών σχετίζεται με ποιοτικές διαφορές στον τρόπο σκέψης του ατόμου. Σε κάθε ηλικία συγκροτούνται και εγκαθίστανται συγκεκριμένες νοητικές ικανότητες που χαρακτηρίζουν και το κάθε στάδιο. Συγκεκριμένα:

  • Το αισθησιο-κινητικό στάδιο που διαρκεί από τη γέννηση ως και την ηλικία των 2 ετών (καλύπτει τη βρεφική ηλικία): Στην περίοδο αυτή, τα αντανακλαστικά που αποτελούν τα πρώτα μέσα που διαθέτει ο άνθρωπος για την επιβίωση και την προσαρμογή στο περιβάλλον, αποτελούν τη βάση για την ανάπτυξη εκούσιων δραστηριοτήτων. Σημαντικό ρόλο στη διαδικασία αυτή παίζουν οι αισθήσεις και η ικανότητα της κίνησης που αποκτά το βρέφος. Μ' αυτό τον τρόπο δημιουργούνται τα πρώτα σχήματα (αισθησιοκινητικά).

Το αισθησιοκινητικό στάδιο διακρίνεται σε έξι υποστάδια:

Τροποποίηση των αντανακλαστικών (διαρκεί από τη γέννηση μέχρι τον 1ο μήνα):

Στο υποστάδιο αυτό τα βρέφη μαθαίνουν να ελέγχουν και να συντονίζουν τα αντανακλαστικά τους (π.χ πιπιλάνε όταν τοποθετούνται αντικείμενα στο στόμα τους). Τα αντανακλαστικά αυτά παρέχουν την ώθηση για την ίδια τους την αλλαγή καθώς παράγουν επιπλέον ερεθίσματα. Ο Πιαζέ πίστευε ότι αυτά τα αντανακλαστικά αποτελούν δομικά υλικά της ευφυΐας.

Πρωτογενείς κυκλικές αντιδράσεις (διαρκεί από τον 1ο έως τον 4ο μήνα):

Στο υποστάδιο αυτό τα βρέφη επαναλαμβάνουν ευχάριστες πράξεις μόνο και μόνο για την ευχαρίστηση που τους προκαλούν. Οι πράξεις αυτές ονομάζονται πρωτογενείς γιατί τα αντικείμενα στα οποία απευθύνονται αποτελούν τμήμα του σώματος του ίδιου του βρέφους. Ο Πιαζέ πίστευε ότι οι πρωτογενείς κυκλικές αντιδράσεις παρέχουν τις πρώτες ενδείξεις της γνωστικής ανάπτυξης.

Δευτερογενείς κυκλικές αντιδράσεις (διαρκεί από τον 4ο έως τον 8ο μήνα):

Στο υποστάδιο αυτό τα βρέφη ενδιαφέρονται όλο και περισσότερο για αποτελέσματα που συμβαίνουν πέρα από το σώμα τους. Το βρέφος αρχίζει να συνειδητοποιεί ότι υπάρχει σχέση μεταξύ των πράξεών του και του περιβάλλοντος.

Συντονισμός δευτερογενών αντιδράσεων (διαρκεί από τον 8ο μήνα έως τον 12ο):

Στο υποστάδιο αυτό τα βρέφη είναι ικανά να συντονίσουν δύο η περισσότερες δευτερογενείς κυκλικές αντιδράσεις. Συνδυάζουν σχήματα για την επίτευξη ενός επιθυμητού αποτελέσματος. Παρατηρείται μια πρώιμη μορφή επίλυσης προβλημάτων.

Τριτογενείς κυκλικές αντιδράσεις (διαρκεί από τον 12ο έως τον 18ο μήνα):

Με την εμφάνιση των τριτογενών κυκλικών αντιδράσεων τα βρέφη ψάχνουν ενεργά για καινούργιους τρόπους αλληλεπίδρασης με τα αντικείμενα και εξερευνούν τις πιθανές χρήσεις τους.

Αρχές αναπαραστατικής σκέψης (διαρκεί από τον 18ο μήνα έως τον 24ο):

Στο υποστάδιο αυτό εικόνες και λέξεις αντιπροσωπεύουν οικεία αντικείμενα. Τα βρέφη επινοούν νέους τρόπους επίλυσης προβλημάτων μέσω των συμβολικών συνδυασμών. Αποτελεί το μεταβατικό σημείο στο οποίο παράγονται για πρώτη φορά εσωτερικευμένες αναπαραστάσεις.


  • Το στάδιο της προ-λογικής νόησης από τα 2 έως τα 6 έτη (νηπιακή ηλικία): Καταλυτικό ρόλο παίζει η ανάπτυξη της γλώσσας, που σηματοδοτεί την έναρξη της ικανότητας του συμβολισμού και των εσωτερικών αναπαραστάσεων. Σ' αυτή τη φάση της ανάπτυξης το νήπιο, σκέφτεται με βάση το αντιληπτικά επικρατέστερο, παραβλέποντας ορισμένες παραμέτρους. Επίσης, η σκέψη και η επικοινωνία του χαρακτηρίζεται ως εγωκεντρική, καθώς αντιλαμβάνονται το περιβάλλον και τους άλλους μόνο μέσα από τη δική τους προοπτική.
  • Το στάδιο της συγκεκριμένης λογικής σκέψης από τα 6 έως τα 12 έτη (παιδική ηλικία): Τα παιδιά κατακτούν τη λογική σκέψη, λαμβάνουν υπόψη τους τόσο διαφορετικές παραμέτρους όσο και τους άλλους ( κατάργηση της εγωκεντρικής επικοινωνίας). Τα κύρια ελλείμματα που εμφανίζονται αφορούν την αφηρημένη σκέψη.
  • Το στάδιο της λογικής σκέψης από τα 12 έτη έως το τέλος της εφηβείας: Συντελείται η ανάπτυξη της λογικής σκέψης, βελτιώνεται η ικανότητα για κατανόηση και ερμηνεία, επιτυγχάνεται η κατάκτηση της αφηρημένης σκέψης.[4]

Γενετική Επιστημολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμφωνα με τον Πιαζέ η γενετική επιστημολογία επιχειρεί να εξηγήσει τη γνώση, και ιδίως την επιστημονική γνώση, σε σχέση με την ιστορία της, τη γέννηση της κοινωνίας, και ιδιαίτερα την ψυχολογική προέλευση των εννοιών και των πράξεων πάνω στις οποίες στηρίζεται. Πίστευε ότι μπορούσε να δοκιμάσει τις επιστημολογικές ερωτήσεις μελετώντας την ανάπτυξη της σκέψης και της πράξης των παιδιών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός κλάδου, γνωστού ως γενετική επιστημολογία, με δικές του μεθόδους αλλά και δικά του προβλήματα. Όρισε τον κλάδο αυτό ως μελέτη της ανάπτυξης των παιδιών, διαμέσου της οποίας είναι δυνατή η απάντηση επιστημολογικών ερωτήσεων.

Ερευνητικές Μέθοδοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Πιαζέ θέλησε να επαναστατήσει όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο ήταν οργανωμένες οι ερευνητικές μέθοδοι. Παρόλο που ξεκίνησε την έρευνα με τους συνεργάτες του χρησιμοποιώντας την παραδοσιακή μέθοδο συλλογής στοιχείων δεν ήταν πλήρως ευχαριστημένος με τα αποτελέσματα και θέλησε να συνεχίσει την προσπάθεια προκειμένου να βρει νέους τρόπους έρευνας, χρησιμοποιώντας ένα συνδυασμό στοιχείων, που περιλαμβάνουν : νατουραλιστική παρατήρηση, ψυχομετρία και ψυχιατρική κλινική εξέταση, με σκοπό να ακολουθήσει μία λιγότερο καθοδηγούμενη μορφή έρευνας με γνήσια αποτελέσματα. Καθώς ο Πιαζέ ανέπτυσσε νέες μεθόδους έρευνας, έγραψε ένα βιβλίο με τίτλο The Language of Thought of the Child με στόχο να συνθέσει μεθόδους που θα χρησιμοποιούσε για να μελετήσει τα συμπεράσματα παιδιών σε διάφορες καταστάσεις και τον τρόπο που καταλήγουν σ' αυτά τα συμπεράσματα. Η βασική ιδέα ήταν να παρατηρήσει πως τα παιδιά απαντούσαν σε ορισμένες περιπτώσεις για δικούς τους λόγους, προκειμένου να εξετάσει τις διαδικασίες της σκέψης τους. (Mayer 2005)

Ο Πιαζέ χορήγησε ένα τεστ σε δεκαπέντε αγόρια, ηλικίας από 10-14 ετών, στο οποίο ζήτησε από τους συμμετέχοντες να περιγράψουν τη σχέση μεταξύ μιας ανθοδέσμης με ανάμεικτα λουλούδια και μιας με λουλούδια ιδίου χρώματος. Ο στόχος της μελέτης ήταν να αναλύσει τη διαδικασία σκέψης των αγοριών και να βγάλει συμπεράσματα για τη λογική διαδικασία που χρησιμοποιούσαν, η οποία ήταν μια ψυχομετρική τεχνική έρευνας. Ο Πιαζέ επίσης χρησιμοποιούσε την ψυχαναλυτική μέθοδο που αρχικά είχε αναπτυχθεί από τον Φρόιντ. Ο σκοπός της χρήσης τέτοιων μεθόδων ήταν να εξετάσει τον ασυνείδητο νου, καθώς και να συνεχίσει παράλληλα μελέτες χρησιμοποιώντας διαφορετικές αναλυτικές μεθόδους. Η ψυχανάλυση απορρίφθηκε αργότερα από τον Πιαζέ, γιατί τη θεωρούσε πολύ εμπειρική. (Mayer 2005)

Ο Πιαζέ υποστήριξε ότι τα παιδιά και οι ενήλικες χρησιμοποιούν τον λόγο για διαφορετικούς σκοπούς. Για να επιβεβαιώσει τη θεωρία του, πειραματίστηκε αναλύοντας την παιδική εκδοχή μιας ιστορίας. Στο πείραμα, το παιδί άκουσε μια ιστορία και μετά αφηγήθηκε την ίδια ιστορία σε ένα φίλο του με δικά του λόγια. Ο σκοπός της μελέτης αυτής ήταν να εξετάσει πώς τα παιδιά εκφράζουν και κατανοούν το ένα το άλλο χωρίς την παρέμβαση ανηλίκων. Ο Πιαζέ θέλησε να εξετάσει τα όρια της νατουραλιστικής παρατήρησης, για να καταλάβει τη συλλογιστική του παιδιού. Συνειδητοποίησε τη δυσκολία να διαβάσει τις παιδικές σκέψεις, καθώς είναι δύσκολο να καταλάβεις αν ένα παιδί προσποιείται ότι πιστεύει τις σκέψεις του ή όχι. Ο Πιαζέ ήταν πρωτοπόρος ερευνητής που εξέτασε την παιδική συνομιλία σε κοινωνικό πλαίσιο - ξεκινώντας από την εξέταση της ομιλίας και των πράξεών τους - όπου τα παιδιά ήταν άνετα και αυθόρμητα (Kose 1987)

Θέματα και πιθανές λύσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ύστερα από πολλές μελέτες, ο Πιαζέ κατάφερε να εντοπίσει σημαντικές διαφορές στον τρόπο που οι ενήλικες και τα παιδιά αιτιολογούν καθετί. Δεν είχε όμως κατορθώσει ακόμα να βρει το μονοπάτι της λογικής αιτιολογίας και των μη λεκτικών σκέψεων των παιδιών, πράγμα το οποίο θα του επέτρεπε να μελετήσει τη διανοητική ανάπτυξη κατά το πέρασμα του χρόνου. Στο βιβλίο του The Child' s Conception of the World ο Πιαζέ αναγνώρισε τις δυσκολίες των προηγούμενων τεχνικών του και τη σημαντικότητα της κλινικής ψυχιατρικής εξέτασης. Ο ερευνητής πίστευε πως με τον τρόπο που ήταν δομημένες οι κλινικές εξετάσεις επηρέαζαν το πως η εσωτερική πραγματικότητα ενός παιδιού έρχεται στην επιφάνεια. Τα παιδιά θα απαντούσαν ανάλογα με τον τρόπο που θα ήταν δομημένη η έρευνα, τις ερωτήσεις που θα ζητούνταν ή την οικειότητα που θα είχαν με το περιβάλλον. Η κλινική εξέταση που διεξάγεται στο τρίτο βιβλίο του προωθεί μια περαιτέρω έρευνα στη διαδικασία σκέψης ενός παιδιού. Ένα παράδειγμα ερώτησης που χρησιμοποιούσε για την έρευνα μιας τέτοιας διαδικασίας ήταν: "Μπορείς να δεις μια σκέψη;" (Mayer 2005, σελ. 372).

Η ανάπτυξη νέων μεθόδων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Πιαζέ κατάλαβε ότι τα ψυχομετρικά τεστ είχαν και τα όρια τους, καθώς τα παιδιά δεν ήταν ικανά να φανερώσουν στον ερευνητή τις ενδότερες σκέψεις και την εσωτερική νόησή τους. Επίσης, ήταν δύσκολο να γνωρίζει εάν τα αποτελέσματα των εξετάσεων ενός παιδιού αντανακλούσαν αυτό που πραγματικά πίστευαν τα παιδιά, ή εάν ήταν μόνο μια προσποιητή κατάσταση. Για παράδειγμα, είναι πολύ δύσκολο να γνωρίζει κανείς με σιγουριά, αν ένα παιδί που συζητά με ένα παιχνίδι πιστεύει ότι αυτό είναι ζωντανό ή απλά προσποιείται. Έπειτα από αρκετά συμπεράσματα σχετικά με τις ψυχομετρικές μελέτες, ο Πιαζέ ξεκίνησε να αναπτύσσει την κλινική μέθοδο της εξέτασης. Η μέθοδος αυτή περιελάμβανε ερωτήσεις προς το παιδί και προσεκτική εξέταση των απαντήσεών του - προκειμένου να παρατηρήσει πως απαντούσε το παιδί σύμφωνα με τις ερωτήσεις που ζητούνταν - και μετά εξέταζε την αντίληψη του παιδιού σχετικά με τον κόσμο μέσα από τις απαντήσεις του. Ο Πιαζέ αναγνώρισε τις δυσκολίες που υπάρχουν όταν παίρνει κανείς συνέντευξη από ένα παιδί και ότι είναι πολύ σημαντικό να γίνεται διάκριση μεταξύ των ελεύθερων και των αυθόρμητων απαντήσεων.

Κριτική των ερευνητικών μεθόδων του Πιαζέ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

"Η αναπτυξιακή θεωρία του Πιαζέ επικρίνεται στη βάση της ότι είναι εννοιολογικά περιορισμένη, εμπειρικά λανθασμένη, ή φιλοσοφικά και επιστημολογικά αστήρικτη." (Lourenco & Machado, 1996, σελ. 143). Ο Πιαζέ απάντησε στην κριτική, γνωρίζοντας ότι η πλειοψηφία των κριτικών δεν καταλαβαίνει το αποτέλεσμα που επιθυμούσε να λάβει από την έρευνά του.

Ανάπτυξη ερευνητικών μεθόδων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Πιαζέ θέλησε να ερευνήσει σε περιβάλλοντα τα οποία θα επέτρεπαν στα παιδιά να συνδεθούν με ορισμένες υπάρχουσες απόψεις για τον κόσμο. Η ιδέα ήταν να αλλάξει την προσέγγιση που περιγράφεται στο βιβλίο του The Child' s Conception of the World και να απομακρυνθεί από τις ασαφείς ερωτήσεις των συνεντεύξεων. Αυτή η νέα προσέγγιση περιγράφεται στο βιβλίο του The Child' s Cosception of Physical Casuality, όπου παρουσιάζονταν στα παιδιά διλήμματα και είχαν να σκεφθούν πιθανές λύσεις από μόνα τους. Αργότερα, έπειτα από πολύ προσεκτική ανάλυση προηγούμενων μεθόδων, ο Πιαζέ ανέπτυξε ένα συνδυασμό από νατουραλιστικές παρατηρήσεις με κλινική συνέντευξη στο βιβλίο του Judgment and Reasoning in the Child, όπου ο νους ενός παιδιού δοκιμάστηκε με ερωτήσεις και στενή παρακολούθηση. Ο Πιαζέ ήταν πεπεισμένος ότι βρήκε τον τρόπο ανάλυσης και πρόσβασης στις σκέψεις του παιδιού για τον κόσμο με πολύ αποτελεσματικό τρόπο (Mayer 2005). Η έρευνα του Πιαζέ παρείχε ένα συνδυασμό θεωρητικών και πρακτικών ερευνητικών μεθόδων και συνεισέφερε σημαντικά στον τομέα της αναπτυξιακής ψυχολογίας (Beilin, 1992). "Ο Πιαζέ συχνά επικρίνεται γιατί οι ερευνητικές μέθοδοί του, αν και κάπως έχουν τροποποιηθεί τα τελευταία χρόνια, παραμένουν κυρίως κλινικά προσανατολισμένες". Παρατηρεί το περιβάλλον και τη συμπεριφορά του παιδιού. Στη συνέχεια επινοεί μια υποθετική δοκιμή και εστιάζει τόσο στο περιβάλλον όσο και στη συμπεριφορά μετά από κάποια αλλαγή λόγω του περιβάλλοντος.

Μεγαλύτερες επιτυχίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εφόδια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • 1921-25 Διευθυντής Ερευνών, Ινστιτούτο Ζακ Ρουσσώ, Γενεύη
  • 1925-29 Καθηγητής Ψυχολογίας, Κοινωνιολογίας και Φιλοσοφίας, Πανεπιστήμιο Νεσατέλ
  • 1929-39 Καθηγητής της Ιστορίας της Επιστημονικής Σκέψης, Πανεπιστήμιο Γενεύη
  • 1929-67 Διευθυντής, Διεθνές Γραφείο Εκπαίδευσης, Γενεύη
  • 1932-71 Διευθυντής του Ινστιτούτου Παιδαγωγικών Επιστημών, Γενεύη
  • 1938-51 Καθηγητής Πειραματικής Ψυχολογίας και Κοινωνιολογίας, Πανεπιστήμιο Λωζάννης
  • 1939-51 Καθηγητής Κοινωνιολογίας, Πανεπιστήμιο Γενεύης
  • 1940-71 Καθηγητής Ψυχολογίας, Πανεπιστήμιο Γενεύης
  • 1952-64 Καθηγητής Γενετικής Ψυχολογίας, Σορβόννη, Παρίσι
  • 1954-57 Πρόεδρος της Διεθνούς Ένωσης Επιστημονικής Ψυχολογίας
  • 1955-80 Διευθυντής, Διεθνές Κέντρο για τη Γενετική Επιστημολογία, Γενεύη
  • 1971-80 Ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου της Γενεύης

Αποφθέγματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • "Νοημοσύνη είναι αυτό που χρησιμοποιείς όταν δεν ξέρεις τι να κάνεις."
  • "Η νοημοσύνη οργανώνει τον κόσμο με το να οργανώνει την ίδια."
  • Ο πρωταρχικός στόχος της εκπαίδευσης στα σχολεία είναι να δημιουργεί άντρες και γυναίκες ικανούς να κάνουν νέα πράγματα και όχι να επαναλάβουν αυτά που έκαναν προηγούμενες γενιές.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Εγκυκλοπαίδεια Δομή, τόμ. 23, σ. 760 ISBN 960-8177-73-1
  2. http://archivespiaget.ch/en/jean-piaget/life/index.html Αρχειοθετήθηκε 2012-07-12 στο Wayback Machine., Η ζωή του Ζαν Πιαζέ
  3. http://psychology.about.com/od/historyofpsychology/tp/ten-influential-psychologists.htm Αρχειοθετήθηκε 2016-01-21 στο Wayback Machine., Οι 10 ψυχολόγοι που άσκησαν μεγαλύτερη επιρροή
  4. Robert S. Feldman, (2010), Εξελικτική Ψυχολογία: δια βίου ανάπτυξη, τόμος 1ος, επιστημ. επιμέλεια Ηλίας Γ. Μπεζεβέγκης, μετάφραση Ζωή Αντωνοπούλου, Μαργαρίτα Κουλεντιανού, Αθήνα, εκδόσεις Gutenberg

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • "Η ανάπτυξη των παιδιών", τόμος 1ος, επιστημ. επιμέλεια Ζάϊρα Παπαληγούρα, Παναγιώτα Βορριά, μετάφραση Μαρία Σόλμαν, εκδόσεις τυποθήτω, ISBN 960-8041-49-X
  • "Πως σκέφτονται τα παιδιά" Robert S. Siegler, μετάφραση ΖΩΗ ΚΟΥΛΕΝΤΙΑΝΟΥ, επιμέλεια ΣΤΕΛΛΑ ΒΟΣΝΙΑΔΟΥ, εκδόσεις Gutenberg, ISBN 960-01-0940-0

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Mayer, S. (2005). "The early evolution of Jean Piaget's clinical method". History of Psychology 8 (4): 362–382.
  • Beilin, H. (1992). "Piaget's enduring contribution to developmental psychology". Developmental Psychology 28 (2): 191–204.
  • Beilin, H. (1994). Jean Piaget's enduring contribution to developmental psychology. A century of developmental psychology (pp. 257–290). Washington, DC US: American Psychological Association.
  • Phillips, John L. (1969). The Origin of Intellect: Piaget's Theory. San Francisco: W. H. Freeman.
  • Kose, G. (1987). "A philosopher's conception of Piaget: Piagetian theory reconsidered". Theoretical & Philosophical Psychology 7 (1): 52–57.
  • Περσελής Εμμανουήλ. (2000). Θεωρίες θρησκευτικής ανάπτυξης και αγωγής. Erik H. Erikson και Jean Piaget, Αθήνα, Εκδόσεις Γρηγόρη.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]