Βοημούνδος Γ΄ της Αντιόχειας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Βοϊμόνδος Γ' της Αντιόχειας)
Βοημούνδος Γ΄ της Αντιόχειας
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση1144 (περίπου)[1] ή 1144[2]
Θάνατος1201[3][2]
Τόπος ταφήςΒασιλική Σαιν-Ντενί
ΘρησκείαΚαθολικισμός
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταμονάρχης
Οικογένεια
ΣύζυγοςΟργκεγιέζ ντε Αράνκ (1169–1175)
Θεοδώρα Κομνηνή (1177–1180)
Sibylla (1181–1194)
Isabel
ΤέκναΡαϊμόνδος Δ΄ της Τρίπολης[4]
Βοημούνδος Δ΄ της Αντιόχειας
Constance of Antioch
Philippa of Antioch
Manuel of Antioch
Alix of Antioch
Guillaume of Antioch
Βοϊμόνδος του Μποτρούν
Eschiva of Antioch
ΓονείςΡαϋμόνδος της Αντιόχειας και Κωνσταντία της Αντιόχειας
ΑδέλφιαΦιλίππα της Αντιοχείας
Μαρία της Αντιόχειας
Αγνή της Αντιόχειας
Ιωάννα του Σατιγιόν-Αντιόχειας
ΟικογένειαΟίκος του Πουατιέ
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Πόλεμοι/μάχεςΜάχη του Χαρίμ
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Βοημούνδος Γ΄ της Αντιόχειας ή Βοημούνδος ο Τραυλός (Bohemond III d'Antioche, 1144 - 1201) από τον Οίκο του Πουατιέ-Αντιόχειας, ήταν Πρίγκιπας της Αντιόχειας (1163 - 1201).

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ήταν ο μεγαλύτερος γιος και διάδοχος της Κωνσταντίας της Αντιόχειας και του πρώτου συζύγου της Ραϋμόνδου της Αντιόχειας.[5][6] Ο Βοημούνδος Γ΄ ανέβηκε στον θρόνο της Αντιόχειας χάρη σε ένα πραξικόπημα ευγενών με το οποίο ανατράπηκε η μητέρα του με τη βοήθεια του Θόρος Β΄ της Αρμενίας. Αιχμαλωτίστηκε στη "μάχη του Αρτάχ" (1164) αλλά ο νικητής Νουρεντίν Ζενγκί Ατάμπεης στο Χαλέπι τον απελευθέρωσε για να μην συγκρουστεί με τη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Ο Βοημούνδος Γ΄ πήγε στην Κωνσταντινούπολη, έδωσε όρκο υποτέλειας στον Μανουήλ Α΄ Κομνηνό και τοποθέτησε Ορθόδοξο πατριάρχη στην Αντιόχεια. Ο Λατίνος πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης Αιμερί ντε Λιμόζ τον έθεσε υπό απαγόρευση αλλά ο Βοημούνδος Γ΄ τον επανέφερε όταν ο Έλληνας πατριάρχης πέθανε στη διάρκεια ενός σεισμού (1170). Ο Βοημούνδος Γ΄ παρέμεινε πάντοτε πιστός σύμμαχος του Βυζαντινού αυτοκράτορα, πολέμησε εναντίον του Μλεχ της Αρμενίας υποστηρίζοντας την αποκατάσταση της Βυζαντινής κυριαρχίας στην Κιλικία. Προχώρησε σε συμμαχίες με τους Μουσουλμάνους κυβερνήτες στο Χαλέπι και στη Δαμασκό εναντίον του Σαλαντίν που είχε αρχίσει να κατακτά τις γειτονικές κομητείες. Ο Λατίνος πατριάρχης Αιμερί τον αφόρισε όταν χώρισε τη δεύτερη σύζυγο του και παντρεύτηκε μία γυναίκα από την Αντιόχεια (1180).

Ο Βοημούνδος Γ΄ πίεσε τους Αρμένιους κυβερνήτες της Κιλικίας να δεχτούν στα τέλη της δεκαετίας του 1180 την κυριαρχία του, εξασφάλισε την Κομητεία της Τρίπολης για τον δεύτερο γιο του Βοημούνδο (1187). Το καλοκαίρι του 1188 ο Σαλαντίν κατέλαβε σχεδόν ολόκληρο το Πριγκιπάτο της Αντιόχειας, ο Βοημούνδος για να διατηρήσει την ειρήνη μαζί του δεν βοήθησε τους Λατίνους στην Γ΄ Σταυροφορία. Η επεκτατική πολιτική του Λέων Β΄ της Αρμενίας έφερε τη δεκαετία του 1190 σύγκρουση ανάμεσα στην Αντιόχεια και την Κιλικία. Ο Βοημούνδος Γ΄ συνελήφθη από τον Λέων που προσπάθησε να κυριεύσει την Αντιόχεια (1194) αλλά οι αστοί έδιωξαν τους Αρμένιους στρατιώτες από την πόλη, ο Βοημούνδος ελευθερώθηκε μόνο όταν αναγνώρισε την ανεξαρτησία του Λέοντα. Οι συγκρούσεις ξέσπασαν όταν ο μεγαλύτερος γιος του Βοημούνδου Γ΄ Ραϊμόνδος Δ΄ της Τρίπολης πέθανε (1197). Η χήρα του Αλίκη της Αρμενίας ανεψιά του Λέων Β΄ του γέννησε έναν μεταθανάτιο γιο τον Ραϋμόνδο Ρουπέν αλλά ο μικρότερος γιος του Βοημούνδου Γ΄ Βοημούνδος Δ΄ της Αντιόχειας εξασφάλισε τη διαδοχή. Ο Βοημούνδος Γ΄ πρέπει να υποστήριξε τον γιο του, ο "Πόλεμος Διαδοχής της Αντιόχειας" ξέσπασε με τον θάνατο του Βοημούνδου Γ΄ (1201) και διατηρήθηκε μέχρι τον θάνατο του Λέοντα (1219).

Πρώτα χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο πατέρας του Ραϋμόνδος της Αντιόχειας έπεσε στη "μάχη του Ινάμπ" εναντίον του Ατάμπεη του Χαλεπίου Νουρεντίν Ζενγκί (29 Ιουνίου 1149).[7][8] Ο Βαλδουίνος Γ΄ της Ιερουσαλήμ και ο αυτοκράτορας Μανουήλ Α΄ Κομνηνός προσπάθησαν να πείσουν τη μητέρα του να παντρευτεί έναν νέο σύζυγο αλλά δεν κατάφεραν τίποτα.[9][10] Η Κωνσταντία τελικά παντρεύτηκε τον Ραϋνάλδο του Σατιγιόν έναν Γάλλο ευγενή που είχε εγκατασταθεί πρόσφατα στη Συρία.[11][12] Ο Ραϋνάλδος του Σατιγιόν κυβέρνησε το Πριγκιπάτο σαν σύζυγος της Κωνσταντίας από το 1153 μέχρι τη χρονιά που αιχμαλωτίστηκε από τον κυβερνήτη του Χαλεπίου τον Νοέμβριο του 1160 ή του 1161.[13][14] Με την προτροπή ευγενών από την Αντιόχεια ο Βαλδουίνος Γ΄ των Ιεροσολύμων ανακήρυξε νόμιμο βασιλιά τον Βαλδουίνο κατηγορώντας τον Λατίνο πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης Αιμερί ντε Λιμόζ για κατάχρηση εξουσίας την περίοδο που ο Βοημούνδος ήταν ανήλικος.[15] Η Κωνσταντία που ήθελε να διατηρηθεί στην εξουσία και μετά την ενηλικίωση του Βοημούνδου ζήτησε βοήθεια από τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Μανουήλ Α΄ Κομνηνό.[16][17] Οι ευγενείς της Αντιόχειας επαναστάτησαν και τον Φεβρουάριο του 1163 με τη βοήθεια του Θόρος Β΄ της Αρμενίας η Κωνσταντία αναγκάστηκε να φύγει από την πόλη.[18]

Πρίγκιπας της Αντιόχειας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ανάκτηση του σώματος του πατέρα του Βοημούνδου Γ΄ Ραϋμόνδου του Πουατιέ μετά τη "μάχη του Ινάμπ", μικρογραφία 14ου αιώνα.

Ο Βοημούνδος Γ΄ ορκίστηκε πρίγκιπας μετά την ανατροπή της μητέρας του.[19][20] Τον Σεπτέμβριο του 1163 ο Νουρεντίν Ζενγκί άρχισε να πολιορκεί το Κρακ των Ιπποτών στην Κομητεία της Τρίπολης.[21] Ο Ραϋμόνδος Γ΄ της Τρίπολης κάλεσε τον Βοημούνδο για βοήθεια, ο Βοημούνδος Γ΄ και ο Βυζαντινός κυβερνήτης της Κιλικίας Κωνσταντίνος Δούκας Καλαμανός πήγαν αμέσως στο κάστρο, οι ενωμένες χριστιανικές δυνάμεις νίκησαν τους πολιορκητές.[22] Ο Αμωρί Α΄ της Ιερουσαλήμ εμπιστεύτηκε το Βασίλειο της Ιερουσαλήμ στον Βοημούνδο πριν αναχωρήσει τον Ιούλιο του 1164 για την εκστρατεία του στην Αίγυπτο.[23][24] Με πλεονέκτημα την απουσία του Βοημούνδου ο Νουρεντίν Ζενγκί επιτέθηκε στο Πριγκιπάτο της Αντιόχειας, ο Βοημούνδος Γ΄, ο Ραϋμόνδος Γ΄ της Τρίπολης, ο Θόρος Β΄ της Αρμενίας και ο Κωνσταντίνος Δούκας Καλαμανός συμμάχησαν ξανά και έδιωξαν τους πολιορκητές.[25]

Ο λόρδος του Χάρενς Ραϋνάλδος του Σατιγιόν συμβούλευσε τον Βοημούνδο να μην καταδιώξει τον εχθρό αλλά δεν άκουσε τη συμβουλή του, οι δύο στρατοί συναντήθηκαν στη "μάχη του Αρτάχ" (12 Αυγούστου 1164).[26][27] Ο χριστιανικός στρατός γνώρισε τρομερή συντριβή, όλοι οι χριστιανοί κυβερνήτες αιχμαλωτίστηκαν.[28][29][30][31] Οι σύμβουλοι ζήτησαν από τον Νουρεντίν Ζενγκί να προχωρήσει στην κατάκτηση της Αντιόχειας αλλά εκείνος δίστασε λόγω του φόβου του για τον αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνό.[32] Ο Νουρεντίν Ζενγκί σε λίγο καιρό απελευθέρωσε με ψηλά λύτρα τον Βοημούνδο και τον Θόρος Β΄ επειδή ήταν υποτελείς του αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνού.[33]

Ο Αλι Ιμπν Αλ-Άτιρ στο έργο του "Η Τέλεια Ιστορία" γράφει :

"Οι σύμβουλοι του Νουρεντίν Ζενγκί του ζήτησαν να κυριεύσει την Αντιόχεια επειδή την είχαν εγκαταλείψει οι στρατιώτες της αλλά εκείνος απάντησε : η πόλη είναι εύκολη αλλά η Ακρόπολη είναι πολύ ισχυρή, αρχηγός των αμυνόμενων είναι ο ίδιος ο ανιψιός του Βυζαντινού αυτοκράτορα. Ο Νουρεντίν Ζενγκί λεηλάτησε τις γειτονικές περιοχές και σκότωσε τους κατοίκους, λίγο αργότερα απελευθέρωσε τον Βοημούνδο με ανταλλάγματα ένα μεγάλο χρηματικό ποσό και την απελευθέρωση Μουσουλμάνων αιχμαλώτων."[34]

Συμμαχία με το Βυζάντιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα ερείπια του "κάστρου του Μπαργκάς".

Ο Βοημούνδος Γ΄ αμέσως μετά την απελευθέρωση επισκέφτηκε τον αυτοκράτορα Μανουήλ στην Κωνσταντινούπολη για να του δώσει όρκο υποτέλειας.[35][36] Ο Βοημούνδος συμφώνησε ταυτόχρονα να επιτρέψει στον Έλληνα Ορθόδοξο πατριάρχη της Αντιόχειας Αθανάσιο να τον συνοδεύσει στην Αντιόχεια, σε απάντηση ο Λατίνος πατριάρχης Αιμερί τον έθεσε σε απαγόρευση.[37][38] Ο ξάδελφος του Μανουήλ Α΄ Ανδρόνικος Α΄ Κομνηνός, Βυζαντινός κυβερνήτης της Κιλικίας (1166) έκανε συχνές επισκέψεις στην Αντιόχεια για να δει την πανέμορφη αδελφή του Βοημούνδου Γ΄ και ερωμένη του Φιλίππα της Αντιόχειας.[39] Ο Βοημούνδος Γ΄ ζήτησε από τον Μανουήλ Α΄ να εκδιώξει τον Ανδρόνικο, ο αυτοκράτορας ανταποκρίθηκε και τον αντικατέστησε με τον Κωνσταντίνο Καλαμανό.[40]

Ο Βοημούνδος παραχώρησε την Απάμεια στους Ιωαννίτες Ιππότες (1168).[41] Ένας ισχυρός σεισμός κατέστρεψε τις περισσότερες πόλεις στη βόρεια Συρία (29 Ιουνίου 1170).[42] Ο Έλληνας πατριάρχης Αθανάσιος πέθανε μέσα στον Καθεδρικό ναό του Αγίου Πέτρου όταν κατέρρευσε η στέγη, ο Βοημούνδος Γ΄ ζήτησε από τον Λατίνο πατριάρχη να επιστρέψει στην έδρα του.[43] Ο Μλεχ της Αρμενίας που είχε καταλάβει την Κιλικία με τη βοήθεια του Νουρεντίν Ζενγκί πολιόρκησε στις αρχές του 1170 το Κάστρο της Πάγρας κοντά στην Αντιόχεια στο οποίο ζούσαν οι Ιωαννίτες Ιππότες.[44] Ο Βοημούνδος Γ΄ ζήτησε υποστήριξη από τον Αμωρί Α΄ της Ιερουσαλήμ, οι δυνάμεις τους νίκησαν Μλεχ και τον ανάγκασαν να επιστρέψει πολλές πόλεις από τις πεδιάδες της Κιλικίας στη Βυζαντινή αυτοκρατορία.[45] Οι σχέσεις της Αντιόχειας με την Κιλικία παρέμειναν τεταμένες, αυτό εμπόδισε τον Βοημούνδο να αναλάβει μία ενεργή εξωτερική πολιτική μέχρι την εκθρόνιση του Μλεχ (1175).[46] Ο Βοημούνδος Γ΄ προχώρησε τον Μάιο του 1176 σε συμμαχία με τον Ατάμπεη του Χαλεπίου εναντίον του Σαλαντίν, του Αγιουβίδη κυβερνήτη της Αιγύπτου και της Συρίας.[47][48] Για να ενισχύσει τη συμμαχία του με τη Βυζαντινή αυτοκρατορία ο Βοημούνδος παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο τη Θεοδώρα Κομνηνή της Αντιόχειας ανιψιά του αυτοκράτορα Μανουήλ.[49][50]

Συμμαχία με τον Ραϋμόνδο Γ΄ της Τρίπολης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δηνάριο του Βοημούνδου Γ΄ της Αντιόχειας. εμπρός όψη: άνδρας με κράνος και αλυσωτό χιτώνα, σελήνη αριστερά, ήλιος δεξιά. + BOAMUNDUS / Σταυρός + ΑΝΤΙΟCΗΙΑ. 0,94 γραμ., 17 χλστ.

Ο Βοημούνδος συνάντησε τον Φίλιππο της Αλσατίας που ήρθε τον Σεπτέμβριο του 1177 στο Βασίλειο της Ιερουσαλήμ.[51][52] Ο Γουλιέλμος της Τύρου κατηγόρησε τον Βοημούνδο Γ΄ και τον Ραϋμόνδο Γ΄ της Τρίπολης ότι απέτρεψαν τον Φίλιππο να εκστρατεύσει στην Αίγυπτο και τον χρησιμοποίησαν για τα συμφέροντα τους.[53] Τον Δεκέμβριο ο Φίλιππος και ο Βοημούνδος πολιόρκησαν το Χάρενς ένα κάστρο που ανήκε στον εμίρη της Δαμασκού Ας-Σαλίχ Ισμαΐλ αλ-Μαλίκ (1163 - 1181), το κατέκτησαν ύστερα από προδοσία της φρουράς.[54][55] Όταν ο Ας-Σαλίχ πληροφορήθηκε ότι ο Σαλαντίν εγκατέλειψε την Αίγυπτο για τη Συρία έλυσαν την πολιορκία.[56] Ο Ας-Σαλίχ πλήρωσε 50.000 δηνάρια και αποκήρυξε τα δικαιώματα του σε όλα τα γειτονικά χωριά για χάρη του Βοημούνδου.[57]

Ο Βοημούνδος Γ΄ και ο Ραϋμόνδος Γ΄ της Τρίπολης βάδισαν στις αρχές του 1180 στο βασίλειο της Ιερουσαλήμ όπως περιγράφει ο Γουλιέλμος της Τύρου.[58] Ο Βαλδουίνος Δ΄ της Ιερουσαλήμ φοβήθηκε ότι οι δύο πρίγκιπες είχαν έρθει να τον εκθρονίσουν, η Νόσος του Χάνσεν από την οποία υπέφερε από μικρός είχε "προχωρήσει επικίνδυνα σε βαθμό μη αναστρέψιμο".[59] Ο ιστορικός Μπέρναρντ Χάμιλτον (γεν. το 1932) που δέχεται την αφήγηση του Γουλιέλμου της Τύρου γράφει ότι ο Βοημούνδος και ο Ραϋμόνδος ήρθαν στην Τρίπολη να επιλέξουν μία σύζυγο για την αδελφή του Βαλδουίνου Δ΄ Σιβύλλα της Ιερουσαλήμ και να απομακρύνουν την επίδραση της μητέρας τους.[60] Ο Βαλδουίνος Δ΄ έδωσε ωστόσο σύζυγο στην αδελφή του τον Γκυ των Λουζινιάν που υποστήριζε η μητέρα τους Αγνή του Κουρτεναί.[61] Ο γάμος της Σιβύλλας είχε αποτέλεσμα να δημιουργηθούν δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα ευγενών αφού ο Βοημούνδος Γ΄, ο Ραϋμόνδος Γ΄ και ο Οίκος του Ιμπελέν συμμάχησαν εναντίον του Γκυ των Λουζινιάν.[62]

Τρίτος γάμος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Βοημούνδος Γ΄ της Αντιόχειας και ο Ραϋμόνδος Γ΄ της Τρίπολης στον δρόμο προς την Ιερουσαλήμ, μικρογραφία 13ου αιώνα.

Ο Μανουήλ Α΄ Κομνηνός πέθανε (24 Σεπτεμβρίου 1180), ο Βοημούνδος χώρισε αμέσως τη δεύτερη σύζυγο του Θεοδώρα για να παντρευτεί μια κοινή από την Αντιόχεια τη Σιβύλλα.[63] Ο ιστορικός Αλι Ιμπν Αλ-Άτιρ (1160 - 1233) την περιγράφει σαν κατάσκοπο του Σαλαντίν που "δεχόταν δώρα από αυτόν".[64][65] Ο πατριάρχης Αιμερί κατηγόρησε τον Βοημούνδο για μοιχεία και τον αφόρισε.[66][67] Ο πρίγκιπας έκανε κατάσχεση της εκκλησιαστικής περιουσίας, ο πατριάρχης έθεσε την Αντιόχεια υπό απαγόρευση και δραπέτευσε.[68][69] Ο Βοημούνδος πολιόρκησε το κάστρο αλλά πολλοί ευγενείς που υποστήριζαν τον πατριάρχη εξεγέρθηκαν εναντίον του.[70] Ο Βαλδουίνος Δ΄ έστειλε τον πατριάρχη της Αντιόχειας Ηράκλειο μαζί με άλλους επισκόπους και τον Ραϋνάλδο του Σατιγιόν στην Αντιόχεια να διαπραγματευτούν.[71][72] Μετά από πολλές διαπραγματεύσεις με τους απεσταλμένους στη Λατάκια ο Βοημούνδος και ο Αιμερί συναντήθηκαν στην Αντιόχεια.[73] Ο Βοημούνδος συμφώνησε να αποδόσει την εκκλησιαστική περιουσία που είχε κατασχέσει, ο Αιμερί κατάργησε την απαγόρευση αλλά όχι τον αφορισμό επειδή ο πρίγκιπας αρνήθηκε να δεχτεί πίσω τη δεύτερη σύζυγο του Θεοδώρα.[74][75] Η ειρήνη δεν επανήλθε πλήρως και οι αρχηγοί της εξέγερσης δραπέτευσαν στο Αρμενικό Βασίλειο της Κιλικίας.[76] Ο Βοημούνδος έκλεισε τον Μάιο του 1182 ειρήνη με τον κυβερνήτη του Χαλεπίου από τη Δυναστεία των Ζενγκί, αναγκάστηκε ωστόσο να παραδώσει το Χαλέπι στον Σαλαντίν (11 Ιουνίου 1183).[77] Με τον φόβο μήπως δεχτεί επίθεση στην Αντιόχεια ο Βοημούνδος Γ΄ πούλησε την Ταρσό στον Ρουπέν Γ΄ της Αρμενίας για να συγκεντρώσει χρήματα.[78]

Η διαδοχή των Ιεροσολύμων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Βαλδουίνος Δ΄ της Ιερουσαλήμ υποσχέθηκε να στείλει 300 ιππότες στην Αντιόχεια, ο Σαλαντίν δεν επιτέθηκε όμως στο πριγκιπάτο και προτίμησε να κλείσει ειρήνη με τον Βοημούνδο.[79] Ο Βαλδουίνος Δ΄ της Ιερουσαλήμ συγκάλεσε Συνέλευση το φθινόπωρο του 1183 για να συζητήσει τη διαδοχή του, ο Βοημούνδος Γ΄ ήταν παρόν.[80] Στην ίδια Συνέλευση ορίστηκαν διάδοχοι ο Γκυ των Λουζινιάν και ο μικρός γιος του Βαλδουίνου Δ΄ Βαλδουίνος Ε΄ της Ιερουσαλήμ.[81][82] Ένα διάταγμα δείχνει ότι τον Απρίλιο του 1185 που πέθανε ο λεπρός Βαλδουίνος Δ΄ ο Βοημούνδος Γ΄ βρισκόταν στην Άκρα.[83] Ο Ρουπέν Γ΄ της Αρμενίας πολιόρκησε το Λαμπρόν, έδρα του αντιπάλου του Χετούμ Γ΄ του Λαμπρόν, ο Χετούμ έστειλε απεσταλμένους στον Βοημούνδο για να ζητήσει βοήθεια.[84] Ο Βοημούνδος Γ΄ προσκάλεσε τον Ρουπέν σε ένα γεύμα στην Αντιόχεια στο οποίο τον συνέλαβε και τον αιχμαλώτισε (1185).[85][86] Ο Βοημούνδος επιτέθηκε στην Κιλικία αλλά δεν μπόρεσε να αποτρέψει τον αδελφό του Ρουπέν Λέων Β΄ της Αρμενίας να κυριεύσει το Λαμπρόν.[87] Ένας Αρμένιος ευγενής μεσολάβησε για τη σύναψη ειρήνης, ο Ρουπέν πλήρωσε ψηλά λύτρα και απαρνήθηκε τα δικαιώματα του σε πολλές πόλεις όπως το Τόλ Χαμντούν, τη Μοψουεστία και τα Άδανα, αναγνώρισε και την κυριαρχία του Βοημούνδου.[88][89] Μετά την πληρωμή των λύτρων ο Βοημούνδος απελευθέρωσε τον Ρουπέν και ανακατέκτησε τα κάστρα και τις πόλεις που είχαν παραχωρηθεί στην Αντιόχεια.[90]

Ο μικρός Βαλδουίνος Ε΄ πάθανε το καλοκαίρι του 1186, ο Ραϋμόνδος Γ΄ της Τρίπολης δεν μπόρεσε να εμποδίσει τη μητέρα του Σιβύλλη και τον σύζυγο της Γκυ των Λουζινιάν να ανέβουν στον θρόνο.[91] Ο Βαλδουίνος του Ιμπελέν ο μόνος από τους ευγενείς που αντιστάθηκαν στην άνοδο της Σιβύλλης μετακινήθηκε στην Αντιόχεια, ο Βοημούνδος του έκανε δώρο ένα φέουδο.[92][93] Οι Τούρκοι νομάδες επιτέθηκαν στην Κιλικία πιέζοντας τον νέο κυβερνήτη Λέων να ορκιστεί πίστη στον Βοημούνδο αμέσως μετά την άνοδο του (1186).[94] Οι Τούρκοι διέσπασαν το πριγκιπάτο της Αντιόχειας λεηλατώντας τα εδάφη γύρω από τη Λατάκεια και τα μοναστήρια στα γύρω βουνά.[95] Ο Βοημούνδος έκλεισε ειρήνη με τον διορισμένο από τον Σαλαντίν κυβερνήτη της Συρίας Αλ-Μουζάφαρ Ουμάρ που είχε ενωθεί με τον Σαλαντίν τον Μάιο στην επίθεση που έκανε στο Βασίλειο της Ιερουσαλήμ.[96] Ο Βοημούνδος Γ΄ έστειλε στην Ιερουσαλήμ 50 ιππότες υπό την ηγεσία του μεγαλύτερου γιου Ραϋμόνδου μετά τον αφανισμό ενός χριστιανικού στρατού στη "μάχη του Κρεσσόν".[97][98] Οι Τούρκοι συνέχισαν να κάνουν επιδρομές και να λεηλατούν τον στρατό της Αντιόχειας με πολλά λάφυρα.[99]

Ο θρίαμβος του Σαλαντίν[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα Σταυροφορικά κράτη (1165).

Ο Σαλαντίν συνέτριψε τον χριστιανικό στρατό στη Μάχη του Χαττίν (4 Ιουλίου 1187), ο γιος του Βοημούνδου ήταν ένας από τους χριστιανούς ηγέτες που δραπέτευσαν από τη μάχη.[100][101][102] Σε λίγους μήνες ο Σαλαντίν κυρίευσε σχεδόν ολόκληρο το βασίλειο της Ιερουσαλήμ.[103] Ο Ραϋμόνδος Γ΄ της Τρίπολης που πέθανε στα τέλη της προηγούμενης χρονιάς κληροδότησε την κομητεία της Τρίπολης στον μεγαλύτερο γιο και διάδοχο του Βοημούνδου Γ΄ Ραϋμόνδο.[104] Ο Βοημούνδος έστειλε τον μικρότερο ομώνυμο γιο του να κυβερνήσει την Τρίπολη αφού τον έπεισε ότι ένας μόνο ηγέτης δεν μπορεί να ελέγξει τόσο την Τρίπολη όσο και την Αντιόχεια.[105][106] Ο συγγραφέας Αλι Ιμπν Αλ-Άτιρ (1160 - 1233) γράφει ότι μετά την εγκατάσταση του γιου του στην Τρίπολη ο Βοημούνδος Γ΄ έγινε "ο κορυφαίος των Φράγκων και ο μεγαλύτερος ηγέτης".[107][108] Ο Βοημούνδος Γ΄ πρόσφερε όρκο υποτέλειας στον Γουλιέλμο Β΄ της Σικελίας με αντάλλαγμα στρατιωτική υποστήριξη.[109][110] Ο Σαλαντίν επιτέθηκε στη βόρεια Συρία (1 Ιουλίου 1188), τα στρατεύματα του κυρίευσαν τη Λαττάκεια (22 Ιουλίου 1188), το Κάστρο του Σαλαντίν (26 Ιουλίου 1188) και όλα τα κάστρα γύρω από τον Ορόντη τον Αύγουστο.[111][112] Όταν οι Ναΐτες Ιππότες παρέδωσαν τα κάστρα τους στον Σαλαντίν (26 Σεπτεμβρίου 1188) ο Βοημούνδος εκλιπαρούσε ειρήνη προτείνοντας να ελευθερώσει όλους τους Μουσουλμάνους αιχμαλώτους.[113][76][114] Ο Σαλαντίν συμφώνησε τελικά να κλείσει ειρήνη από τις 1 Οκτωβρίου 1188 μέχρι τις 31 Μαΐου 1189.[115] Ο Βοημούνδος κατάφερε μόνο να κρατήσει την πρωτεύουσα και το λιμάνι του Σαιν-Σιμεόν.[116] Ο Σαλαντίν ήταν βέβαιος ότι η Αντιόχεια θα παραδοθεί χωρίς αντίσταση αν δεν έρθουν οι ενισχύσεις μέχρι τα τέλη του Μαΐου του 1189.[117] Ο Βοημούνδος κάλεσε τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Φρειδερίκο Βαρβαρόσσα να έρθει στη Συρία και του πρόσφερε την κυριαρχία στην Αντιόχεια.[118]

Μία επιστολή του αρχηγού Ιωαννιτών στον Λεοπόλδο Ε΄ της Αυστρίας τον Νοέμβριο του 1188 γράφει :[119]

"Το καλοκαίρι ο Σαλαντίν κατέστρεψε την Ταρτούς εκτός από τον ναό των Ναιτών, έκαψε τη Βαλανεία και στη συνέχεια μετακινήθηκε προς την Αντιόχεια διεκδικώντας την Τζαμπλέ, τη Λατάκεια και όλα τα οχυρά μέχρι την ίδια την πόλη. Το πριγκιπάτο καταστράφηκε ολόκληρο εκτός από το ισχυρό οχυρό στο Μαργκάτ και ο λαός της Αντιόχειας έκανε ταπεινωτική συμφωνία με τον Σαλαντίν να του παραδώσει την Αντιόχεια για τους επόμενους επτά μήνες αν δεν έρθει βοήθεια, μια πόλη που αποκτήθηκε με πολύ χριστιανικό αίμα."

Γ΄ Σταυροφορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Γκυ των Λουζινιάν που είχε ελευθερωθεί πρόσφατα ήρθε στην Αντιόχεια τον Αύγουστο του 1188, ο Βοημούνδος Γ΄ δεν τον υποστήριξε στρατιωτικά και αναχώρησε για την Αντιόχεια.[120] Ο Φρειδερίκος Α΄ Βαρβαρόσσα αναχώρησε τον Μάιο του 1189 από την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ο κύριος στόχος της Σταυροφορίας ήταν η υπεράσπιση της Αντιόχειας.[121][122] Ο Φρειδερίκος Βαρβαρόσσα πέθανε απρόσμενα, πνίγηκε ενώ περνούσε ένα ποτάμι στη Μικρά Ασία, στην περιοχή Σελεύκεια Ισαυρίας (10 Ιουνίου 1190).[123] Ο γιος του Φρειδερίκος ΣΤ΄ της Σουαβίας ανέλαβε τη διοίκηση του στρατού ενώ οι περισσότεροι Σταυροφόροι επέστρεψαν στην Ευρώπη, τα υπολείμματα του Γερμανικού στρατού έφτασαν στην Αντιόχεια (21 Ιουνίου 1190).[124][125] Ο Βοημούνδος έδωσε όρκο υποτέλειας στον Φρειδερίκο ΣΤ΄ της Σουαβίας.[59][126][127] Το σώμα του Φρειδερίκου Α΄ μεταφέρθηκε στην Αντιόχεια και τάφηκε στον Καθεδρικό ναό της πόλης πριν συνεχίσει ο δούκας τη Σταυροφορία για τους Αγίους Τόπους.[128]

Ο Βοημούνδος Γ΄ εξέπλευσε τον Μάιο του 1191 για τη Λεμεσό με τον Γκυ των Λουζινιάν και τον Λέων Β΄ της Αρμενίας, συνάντησαν τον Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο που ήρθε να ανακτήσει τους Αγίους Τόπους από τον Σαλαντίν.[129] Το καλοκαίρι του 1191 ο Ριχάρδος ξεκίνησε Πολιορκία της Άκρας αλλά ο Βοημούνδος δεν παρείχε στρατιωτική υποστήριξη στους Σταυροφόρους.[130] Οι σχέσεις του Λέων Β΄ της Αρμενίας με τον Βοημούνδο ήταν τεταμένες από την εποχή που ο Βοημούνδος κυρίευσε τη Βάργκας και αρνήθηκε να την παραχωρήσει στους Ναΐτες.[131] Μετά την αναχώρηση του Ριχάρδου του Λεοντόκαρδου ο Βοημούνδος Γ΄ συνάντησε τον Σαλαντίν στη Βηρυτό (30 Οκτωβρίου 1192).[132][133] Ο συγγραφέας Αλι Ιμπν Αλ-Άτιρ γράφει ότι στη συνάντηση "ο Βοημούνδος υποκρίθηκε" και ο Σαλαντίν του "παραχώρησε τιμητικά μία ρόμπα".[134][135] Ο Βοημούνδος και ο Ριχάρδος υπέγραψαν ανακωχή δέκα ετών με τον όρο να μην παρέμβει κανένας από τους δύο στο Αρμενικό Βασίλειο της Κιλικίας παρά το ότι ο Λέων ήταν υποτελής του Βοημούνδου.[136] Η σύζυγος του Βοημούνδου Σιβύλλη ήθελε να εξασφαλίσει την Αντιόχεια στον γιο της Γουλιέλμο με την υποστήριξη του Λέων Β΄ της Αρμενίας που η σύζυγος του Ισαβέλλα ήταν ανεψιά της.[137][138] Ο Λέων Β΄ προσκάλεσε τον Βοημούνδο Γ΄ και την οικογένεια του στο Μπαργκάς στις αρχές του 1194 με το πρόσχημα ότι ήθελε να παραδώσει το κάστρο στον ίδιο ή στους Ναΐτες.[139][140] Η συνάντηση είχε ωστόσο μία παγίδα, ο Βοημούνδος συνελήφθη και μεταφέρθηκε αιχμάλωτος στην πρωτεύουσα του Λέοντα Σις.[141][142]

Τελευταία χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα Σταυροφορικά κράτη (1190).

Ο Βοημούνδος Γ΄ κλήθηκε να παραδώσει την Αντιόχεια στον Λέων, διόρισε τον στρατηγό Βαρθολομαίο Τιρέλ να συνοδεύσει τα στρατεύματα των Αρμενίων στην Αντιόχεια που ήταν υπό τις διαταγές του Χετούμ του Σάσων.[143][144] Οι ευγενείς της Αντιόχειας επέτρεψαν στους στρατιώτες του Λέων να μπουν στην πόλη αλλά οι Έλληνες και Λατίνοι κάτοικοι αντιστάθηκαν σκληρά.[145][146] Ένας Αρμένιος στρατιώτης πρόσβαλε τον Άγιο Ιλάριο που το παρεκκλήσι του βρισκόταν στην Αντιόχεια, αυτό προκάλεσε μεγάλες ταραχές στην πόλη και οι Αρμένιοι εκδιώχθηκαν.[147] Οι κάτοικοι της Αντιόχειας συγκάλεσαν Συνέλευση στον Καθεδρικό ναό της πόλης υπό την προεδρεία του πατριάρχη Αιμερί, όρισαν τον μεγαλύτερο γιο του Βοημούνδου Ραϋμόνδο σαν αντιβασιλιά την εποχή που ο πατέρας του ήταν ακόμα αιχμάλωτος.[148] Ο μικρότερος γιος του Βοημούνδου επίσης Βοημούνδος κλήθηκε να έρθει από την Τρίπολη στην Αντιόχεια, οι δυνάμεις των Αρμενίων επέστρεψαν στην Κιλικία.[149]

Ο Ερρίκος Β΄ της Καμπανίας ήρθε στην Αντιόχεια στις αρχές του 1195 να μεσολαβήσει για τη σύναψη ειρήνης.[150][151] Όταν ο Βοημούνδος απαρνήθηκε τα δικαιώματα του στην Κιλικία ο Λέων Β΄ τον απελευθέρωσε μαζί με τη συνοδεία του.[152][153] Ο μεγαλύτερος γιος και διάδοχος του Ραϊμόνδος Δ΄ της Τρίπολης είχε παντρευτεί την ανεψιά του Λέοντα Αλίκη της Αρμενίας.[154][155] Ο Ραϊμόνδος πέθανε στις αρχές του 1197 και η χήρα του γέννησε έναν μεταθανάτιο γιο τον Ραϋμόνδο Ρουπέν.[156][157] Ο Βοημούνδος Γ΄ έστειλε την Αλίκη και τον γιο της στην Κιλικία για άγνωστο λόγο ή να εξασφαλίσει την Αντιόχεια για τον άλλο του γιο ή για την προστασία τους.[158] Τον Οκτώβριο του 1197 ο Ερρίκος Α΄ της Βραβάντης συμμετείχε στην ανακατάληψη της Βηρυτού και ο Βοημούνδος τον υποστήριξε.[159] Ο Βοημούνδος Γ΄ αποφάσισε να πολιορκήσει την Τζαμπλέ και τη Λατάκεια αλλά επέστρεψε στην Αντιόχεια για να συναντήσει τον παπικό απεσταλμένο Κορράδο των Βίττελσμπαχ αρχιεπίσκοπο του Μάιντς.[160] Ο αρχιεπίσκοπος είχε έρθει στην Αντιόχεια για να εγγυηθεί τη διαδοχή του μικρού Ραϋμόνδου Ρουπέν στο πριγκιπάτο, ο Βοημούνδος Γ΄ συγκάλεσε την αριστοκρατία που ορκίστηκε πίστη στον εγγονό του.[161]

Θάνατος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Βοημούνδος της Τρίπολης που έβλεπε τον εαυτό του σαν τον νόμιμο διάδοχο σαν τον μεγαλύτερο επιζήσαντα γιο του πατέρα του ήρθε στα τέλη του 1198 στην Αντιόχεια για να πιέσει να γίνει αποδεκτή η διαδοχή του.[162][163] Ο νεώτερος Βοημούνδος επέστρεψε κατόπιν στην Τρίπολη ενώ ο πατέρας του έδειξε ότι έκανε αποδεκτά τα αιτήματα του.[164][165] Ο Λέων Β΄ έκανε έκκληση στην Αγία Έδρα για να προστατέψει τα δικαιώματα του εγγονού του αλλά οι Ναΐτες Ιππότες διαμαρτυρήθηκαν ότι δεν τους απέδωσε το Μπάργκας όπως είχε υποσχεθεί.[166][167] Ο Βοημούνδος Γ΄ πέθανε τον Απρίλιο του 1201 και ο γιος του Βοημούνδος ήρθε στην Αντιόχεια για να παραστεί στην κηδεία του, οι ευγενείς τον ανακήρυξαν πρίγκιπα αλλά πολλοί που ήταν πιστοί στον Ραϋμόνδο Ρουπέν δραπέτευσαν στην Κιλικία.[168] Ο "Πόλεμος Διαδοχής της Αντιόχειας" που ακολούθησε κράτησε πολλά χρόνια και έληξε με τον θάνατο του Λέων Β΄ τον Μάιο του 1219.[169]

Οικογένεια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πρώτη σύζυγος του Βοημούνδου Γ΄ ήταν η Οργκιγιέζ ντ' Αρένκ, αναφέρεται για πρώτη φορά σε διάταγμα το 1170 κάτι που δείχνει ότι την είχε παντρευτεί πριν από εκείνη τη χρονιά.[170][171] Η Οργκιγιέζ ντ' Αρένκ αναφέρεται για τελευταία φορά σε διάταγμα τον Φεβρουάριο ή τον Μάρτιο του 1175, μαζί της απέκτησε :[172][173][174]

Η δεύτερη σύζυγος του Βοημούνδου Γ΄ ήταν η Θεοδώρα Κομνηνή της Αντιόχειας, συγγενής του Βυζαντινού αυτοκράτορα Μανουήλ Α΄ Κομνηνού.[175] Ο ιστορικός Τσάρλς Μ. Μπράντ την καταγράφει σαν κόρη του ανεψιού του Μανουήλ Ιωάννη Κομνηνού, μαζί της έκανε έναν γιο τον

  • Μανουήλ του Πουατιέ (1176 - 1211).[176] Οι "Γενεαλογίες του Ουτρεμέρ" την καταγράφουν σαν "Ειρήνη" και γράφουν επίσης ότι έκανε μια κόρη, την
  • Κωνσταντία, που δεν αναφέρεται σε άλλες πηγές.[177]

Η τρίτη σύζυγος του Βοημούνδου Γ΄ ονομαζόταν Σιβύλλα, σύμφωνα με τις περισσότερες πηγές "ασκούσε μάγια" που έφθειραν τον Βοημούνδο.[178] Ο ιστορικός Μιχαήλ ο Σύριος (1126 - 1199) την περιγράφει ως "πόρνη".[179] Η αδελφή της ήταν σύζυγος ενός υποτελούς του Βοημούνδου.[180][181] Η κόρη τους

  • Αλίκη, έγινε σύζυγος του Γουίδωνα Α΄ Εμπριάκο πλούσιου κυρίου της Τζαμπλέ (Βύβλου) και ο γιος τους
  • Γουλιέλμος, πήρε το όνομα του από τον Γουλιέλμο Β΄ της Σικελίας.[182]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 www.cachecoins.org/bohemondiiiantioch.htm.
  2. 2,0 2,1 2,2 www.biografiasyvidas.com/biografia/b/bohemundo_iii.htm.
  3. www.muenzen-ritter.de/54455-kreuzfahrerstaaten-antiochia-fuerstentum-bohemund-iii-denar-1163-1201-fvz.html?___store=gb&___from_store=de.
  4. Darryl Roger Lundy: (Αγγλικά) The Peerage.
  5. Runciman 1989a, σσ. 183–184, 330, Appendix III (Γενεαλογικό δέντρο No. 2.).
  6. Burgtorf 2016, σ. 197.
  7. Lock 2006, σ. 50.
  8. Barber 2012, σ. 193.
  9. Barber 2012, σ. 199.
  10. Runciman 1989a, σσ. 331–333.
  11. Baldwin 1969, σ. 540.
  12. Barber 2012, σ. 206.
  13. Lock 2006, σ. 55.
  14. Barber 2012, σσ. 206, 214–215.
  15. Runciman 1989a, σ. 358.
  16. Runciman 1989a, σ. 360.
  17. Runciman 1989a, σ. 364.
  18. Lock 2006, σ. 56.
  19. Lock 2006, σ. 56.
  20. Runciman 1989a, σ. 365.
  21. Runciman 1989a, σ. 367.
  22. Runciman 1989a, σ. 367.
  23. Barber 2012, σ. 238.
  24. Runciman 1989a, σ. 369.
  25. Runciman 1989a, σ. 369.
  26. Runciman 1989a, σ. 369.
  27. Barber 2012, σ. 240.
  28. Runciman 1989a, σ. 369.
  29. Barber 2012, σ. 240.
  30. Riley-Smith 2005, σ. 105.
  31. Baldwin 1969, σ. 551.
  32. Runciman 1989a, σ. 370.
  33. Runciman 1989a, σ. 370.
  34. The Chronicle of Ibn Al-Athir for the Crusading Period from Al-Kamil Fi'l-Ta'rikh (The year 559)), σ. 148.
  35. Runciman 1989a, σ. 371.
  36. Hamilton 2000, σ. 66.
  37. Runciman 1989a, σ. 371.
  38. Barber 2012, σ. 242.
  39. Runciman 1989a, σ. 378.
  40. Runciman 1989a, σ. 378.
  41. Hamilton 2000, σ. 56.
  42. Runciman 1989a, σ. 389.
  43. Runciman 1989a, σ. 389.
  44. Runciman 1989a, σσ. 389–390.
  45. Runciman 1989a, σ. 390.
  46. Hamilton 2000, σ. 103.
  47. Hamilton 2000, σ. 103.
  48. Lock 2006, σ. 63.
  49. Hamilton 2000, σ. 114.
  50. Runciman 1989a, σ. 419.
  51. Hamilton 2000, σ. 128.
  52. Runciman 1989a, σ. 414.
  53. Hamilton 2000, σ. 128.
  54. Runciman 1989a, σ. 416.
  55. Hamilton 2000, σ. 136.
  56. Runciman 1989a, σ. 416.
  57. Hamilton 2000, σ. 137.
  58. Hamilton 2000, σσ. 151, 154.
  59. Hamilton 2000, σ. 152.
  60. Hamilton 2000, σ. 154.
  61. Baldwin 1969, σσ. 596–597.
  62. Barber 2012, σ. 275.
  63. Runciman 1989a, σ. 429.
  64. The Chronicle of Ibn Al-Athir for the Crusading Period from Al-Kamil Fi'l-Ta'rikh (Έτος 584)), σ. 352.
  65. Hamilton 2000, σ. 165.
  66. Hamilton 2000, σ. 165.
  67. Runciman 1989a, σ. 429.
  68. Hamilton 2000, σ. 165.
  69. Runciman 1989a, σ. 429.
  70. Hamilton 2000, σ. 165.
  71. Hamilton 2000, σ. 165.
  72. Runciman 1989a, σ. 430.
  73. Hamilton 2000, σ. 165.
  74. Runciman 1989a, σ. 430.
  75. Hamilton 2000, σ. 166.
  76. Hamilton 2000, σ. 166.
  77. Barber 2012, σ. 280.
  78. Hamilton 2000, σ. 188.
  79. Barber 2012, σ. 280.
  80. Hamilton 2000, σ. 194.
  81. Hamilton 2000, σ. 194.
  82. Barber 2012, σ. 282.
  83. Hamilton 2000, σ. 209 (Σημείωση 81).
  84. Der Nersessian 1969, σ. 644.
  85. Der Nersessian 1969, σ. 644.
  86. Runciman 1989a, σ. 430.
  87. Der Nersessian 1969, σ. 644.
  88. Der Nersessian 1969, σ. 644.
  89. Burgtorf 2016, σ. 198.
  90. Der Nersessian 1969, σ. 644.
  91. Lock 2006, σ. 70.
  92. Hamilton 2000, p. 223.
  93. Runciman 1989a, σσ. 449–450.
  94. Runciman 1989b, σ. 87.
  95. Hamilton 2000, σ. 229.
  96. Hamilton 2000, σ. 229.
  97. Hamilton 2000, σ. 229.
  98. Barber 2012, σσ. 298–299.
  99. Hamilton 2000, σ. 229.
  100. Der Nersessian 1969, σ. 644.
  101. Runciman 1989b, σ. 87.
  102. Hamilton 2000, σ. 229.
  103. Lock 2006, σ. 71.
  104. Lock 2006, σ. 72.
  105. Lock 2006, σ. 72.
  106. Runciman 1989a, σ. 470.
  107. The Chronicle of Ibn Al-Athir for the Crusading Period from Al-Kamil Fi'l-Ta'rikh (Έτος 584)), σ. 353.
  108. Barber 2012, σ. 322.
  109. Burgtorf 2016, σ. 198.
  110. Van Tricht 2011, σ. 434.
  111. Runciman 1989a, σσ. 470–471.
  112. Barber 2012, σσ. 318–319.
  113. Runciman 1989a, σ. 471.
  114. Barber 2012, σ. 322.
  115. Barber 2012, σ. 322.
  116. Runciman 1989a, σ. 471.
  117. Barber 2012, σ. 322.
  118. Van Tricht 2011, σ. 434.
  119. Letters from the East: Crusaders, Pilgrims and Settlers in the 12th–13th Centuries (Γράμμα No. 48)), σ. 86.
  120. Runciman 1989b, σ. 21.
  121. Van Tricht 2011, σ. 434.
  122. Runciman 1989b, σ. 11.
  123. Runciman 1989b, σ. 15.
  124. Runciman 1989b, σ. 16.
  125. Runciman 1989b, σ. 17.
  126. Runciman 1989b, σσ. 16–17.
  127. Barber 2012, σ. 328.
  128. Runciman 1989b, σ. 17.
  129. Runciman 1989b, σ. 44.
  130. Barber 2012, σ. 354.
  131. Lock 2006, σ. 76.
  132. Lock 2006, σ. 76.
  133. Barber 2012, σ. 354.
  134. The Chronicle of Ibn Al-Athir for the Crusading Period from Al-Kamil Fi'l-Ta'rikh (Έτος 588)), σ. 402.
  135. Barber 2012, σ. 354.
  136. Lock 2006, σ. 79.
  137. Burgtorf 2016, σσ. 198–199.
  138. Runciman 1989b, σ. 87.
  139. Lock 2006, σ. 79.
  140. Burgtorf 2016, σ. 199.
  141. Burgtorf 2016, σ. 199.
  142. Hardwicke 1969, σ. 527.
  143. Hardwicke 1969, σ. 527.
  144. Runciman 1989b, σ. 87.
  145. Burgtorf 2016, σ. 199.
  146. Runciman 1989b, σ. 87.
  147. Runciman 1989b, σ. 87.
  148. Runciman 1989b, σ. 87.
  149. Runciman 1989b, σ. 89.
  150. Hardwicke 1969, σ. 527.
  151. Runciman 1989b, σ. 89.
  152. Hardwicke 1969, σ. 527.
  153. Runciman 1989b, σ. 89.
  154. Burgtorf 2016, σ. 199.
  155. Boase 1978, σ. 19.
  156. Burgtorf 2016, σ. 199.
  157. Runciman 1989b, σ. 99.
  158. Runciman 1989b, σ. 99.
  159. Runciman 1989b, σσ. 96, 99.
  160. Runciman 1989b, σ. 99.
  161. Runciman 1989b, σ. 99.
  162. Runciman 1989b, σ. 100.
  163. Riley-Smith 2005, σ. 106.
  164. Burgtorf 2016, σ. 199.
  165. Runciman 1989b, σ. 100.
  166. Burgtorf 2016, σ. 199.
  167. Runciman 1989b, σ. 100.
  168. Burgtorf 2016, σ. 200.
  169. Burgtorf 2016, σσ. 200, 203.
  170. Barber 2012, σ. 418.
  171. Hamilton 2000, σ. 114 (Σημείωση 27).
  172. Barber 2012, σ. 418.
  173. Hamilton 2000, σ. 114 (Σημείωση 27).
  174. Runciman 1989a, σ. 470, Appendix III (Γενεαλογικό δέντρο No. 2.).
  175. Runciman 1989a, σ. 419 (Σημείωση 2).
  176. Hamilton 2000, σ. 114.
  177. Runciman 1989a, σ. 419 (Σημείωση 2).
  178. Hamilton 2000, σ. 165.
  179. Hamilton 2000, σ. 165.
  180. Hamilton 2000, σ. 164.
  181. Barber 2012, σ. 320.
  182. Burgtorf 2016, σ. 198.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Letters from the East: Crusaders, Pilgrims and Settlers in the 12th–13th Centuries (Translated by Malcolm Barber and Keith Bate) (2010). Ashgate.
  • The Chronicle of Ibn Al-Athir for the Crusading Period from Al-Kamil Fi'l-Ta'rikh (Part 2: The Years 541-582/1146-1193: The Age of Nur ad-Din and Saladin) (Translated by D. S. Richards) (2007). Ashgate.
  • Baldwin, Marsall W. (1969). "The Latin States under Baldwin III and Amalric I, 1143–1174". In Setton, Kenneth M.; Baldwin, Marshall W. (eds.). A History of the Crusades, Volume I: The First Hundred Years. The University of Wisconsin Press.
  • Barber, Malcolm (2012). The Crusader States. Yale University Press.
  • Burgtorf, Jochen (2016). "The Antiochene war of succession". In Boas, Adrian J. (ed.). The Crusader World. The University of Wisconsin Press.
  • Der Nersessian, Sirarpie (1969). "The Kingdom of Cilician Armenia". In Setton, Kenneth M.; Wolff, Robert Lee; Hazard, Harry (eds.). A History of the Crusades, Volume II: The Later Crusades, 1189–1311. The University of Wisconsin Press.
  • Dunbabin, Jean (2000). France in the Making, 843-1180. Oxford University Press.
  • Hamilton, Bernard (2000). The Leper King and His Heirs: Baldwin IV and the Crusader Kingdom of Jerusalem. Cambridge University Press.
  • Hardwicke, Mary Nickerson (1969). "The Crusader States, 1192–1243". In Setton, Kenneth M.; Wolff, Robert Lee; Hazard, Harry (eds.). A History of the Crusades, Volume II: The Later Crusades, 1189–1311. The University of Wisconsin Press.
  • Lock, Peter (2006). The Routledge Companion to the Crusades. Routledge.
  • Riley-Smith, Jonathan Simon Christopher (2005). The Crusades: A History. Continuum.
  • Runciman, Steven (1989a). A History of the Crusades, Volume II: The Kingdom of Jerusalem and the Frankish East, 1100–1187. Cambridge University Press.
  • Runciman, Steven (1989b). A History of the Crusades, Volume III: The Kingdom of Acre and the Later Crusades. Cambridge University Press.
  • Van Tricht, Filip (2011). The Latin Renovatio of Byzantium: The Empire of Constantinople (1204–1228).
  • Richard, Jean (1999). The Crusades: c. 1071–c. 1291. Cambridge University Press.
  • The Editors of Encyclopædia Britannica (2016). "Bohemond III Prince of Antioch". Encyclopædia Britannica, Inc. Retrieved 25 April 2016.
  • Cawley, Charles (30 May 2014). "Medieval Lands: A prosopography of medieval European noble and royal families; Antioch, Chapter 2: Princes of Antioch 1136–1268 (Poitiers)". Foundation for Medieval Genealogy.
Βοημούνδος Γ΄ της Αντιόχειας
Γέννηση: 1144 Θάνατος: 1201
Προκάτοχος
Κωνσταντία των Ωτβίλ
Πρίγκιπας της Αντιόχειας

1163 - 1201
Διάδοχος
Βοημούνδος ο Μονόφθαλμος