Κρυφό Σχολειό: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
βλ. συζήτηση Αναίρεση έκδοσης 3361884 από τον Ασμοδαίος (Συζήτηση χρήστη:Ασμοδαίος)
Γραμμή 215: Γραμμή 215:
*Στα βιβλία που διδάσκονται από το 1997 αναφέρεται ότι στα πρώτα χρόνια της σκλαβιάς σκοτάδι αμάθειας σκέπασε τον ελληνισμό, ότι οι δάσκαλοι έφυγαν για τη Δύση, ενώ ο σκλαβωμένος λαός έμεινε χωρίς δασκάλους και σχολεία, ενώ το κρυφό σχολειό αναφέρεται ως [[θρύλος]]:
*Στα βιβλία που διδάσκονται από το 1997 αναφέρεται ότι στα πρώτα χρόνια της σκλαβιάς σκοτάδι αμάθειας σκέπασε τον ελληνισμό, ότι οι δάσκαλοι έφυγαν για τη Δύση, ενώ ο σκλαβωμένος λαός έμεινε χωρίς δασκάλους και σχολεία, ενώ το κρυφό σχολειό αναφέρεται ως [[θρύλος]]:
{{απόσπασμα|Οι δυσκολίες για μόρφωση στα χρόνια της σκλαβιάς τροφοδότησαν το θρύλο για το κρυφό σχολειό.|2=[http://digitalschool.minedu.gov.gr/modules/ebook/show.php/DSDIM-F110/304/2104,7566/unit=2314 Στα Νεότερα Χρόνια, Ιστορία Γ' Δημοτικού], Διονύσιος Ακτύπης Αριστείδης Βελαλίδης Μαρία Καΐλα Θεόδωρος Κατσουλάκος Γιάννης Παπαγρηγορίου Κώστας Χωρεάνθης Αναθεώρηση (1997) Θεόδωρος Κατσουλάκος Αναστασία Κυρκίνη Μαρία Σταμοπούλου}}
{{απόσπασμα|Οι δυσκολίες για μόρφωση στα χρόνια της σκλαβιάς τροφοδότησαν το θρύλο για το κρυφό σχολειό.|2=[http://digitalschool.minedu.gov.gr/modules/ebook/show.php/DSDIM-F110/304/2104,7566/unit=2314 Στα Νεότερα Χρόνια, Ιστορία Γ' Δημοτικού], Διονύσιος Ακτύπης Αριστείδης Βελαλίδης Μαρία Καΐλα Θεόδωρος Κατσουλάκος Γιάννης Παπαγρηγορίου Κώστας Χωρεάνθης Αναθεώρηση (1997) Θεόδωρος Κατσουλάκος Αναστασία Κυρκίνη Μαρία Σταμοπούλου}}
*Το σχολικό έτος 2006-2007 διδάχθηκε για πρώτη φορά στην Στ' Δημοτικού εγχειρίδιο Ιστορίας το οποίο παρέλειπε κάθε αναφορά στο κρυφό σχολειό και έκανε λόγο για ελεύθερη λειτουργία ελληνικών σχολείων στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Μετά από ένταση που προκλήθηκε για το περιεχόμενό του στις 25 Σεπτεμβρίου 2007 αποφασίστηκε η απόσυρσή του από τη διδασκαλία. <ref>{{cite book|last1=Meselidis|first1=Stilianos|editor1-first=Joseph|editor1-last= Zajda|title=Globalisation, Ideology and Education Policy Reforms|edition= |series=Globalisation, Comparative Education and Policy Research|volume=11|year=2010|publisher=Springer|isbn=9789048135233|pages=41-2, 47|chapter=Teachers, History Wars and Teaching History Grade 6 in Greece}}


==Δείτε επίσης==
==Δείτε επίσης==

Έκδοση από την 20:36, 6 Ιουνίου 2012

Νικόλαος Γύζης, Το κρυφό σχολειό, ελαιογραφία, 1885/86.

Με τον όρο κρυφό σχολειό ή κρυφό σχολείο (αγγλ. secret school[1][2]) αναφέρεται από τους Έλληνες η κρυφή και απαγορευμένη από τους Τούρκους διδασκαλία η οποία σύμφωνα με αμφιλεγόμενες μαρτυρίες φέρεται ότι λάμβανε χώρα κατά την Τουρκοκρατία, είτε διότι η εκπαίδευση των Ελλήνων ήταν απαγορευμένη σε ορισμένους τόπους και κατά ορισμένες περιόδους, είτε διότι στα πλαίσια της επιτρεπόμενης εκπαίδευσης γίνονταν και μαθήματα εθνικής αφύπνισης και ανεξαρτησίας. Το «κρυφό σχολειό» διδάσκονταν ως πραγματικότητα για αρκετές δεκαετίες στα ελληνικά σχολεία μέχρι τη δεκαετία του 1970, στο πλαίσιο των μαθημάτων Ιστορίας. Σήμερα κατ' άλλους αποτελεί μύθο, κατ' άλλους θρύλο με ιστορική βάση και κατ' άλλους στοιχείο της προφορικής παράδοσης, με διάφορους οικισμούς και μοναστήρια να αναφέρονται ως σημεία που λειτουργούσε κρυφό σχολειό. Με τον τίτλο «κρυφό σχολειό» αναφέρονται επίσης πίνακας του Γύζη του 1885/6 και ποίημα του Ιωάννη Πολέμη του 1900, που είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την απήχηση της παράδοσης του Κρυφού Σχολειού.

Γενικά

Κατά την τουρκοκρατία λειτουργούσαν επίσημα ελληνικά σχολεία ιδρυθέντα από την ιδιωτική πρωτοβουλία Ελλήνων και την Εκκλησία και η παροχή παιδείας με κύριο σκοπό να ετοιμαστούν στελέχη για τις ανάγκες της[3] δεν αντιμετώπιζε την αντίδραση τής κεντρικής εξουσίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Θεωρείται όμως πιθανό πως σε ορισμένες περιπτώσεις Τούρκοι αξιωματούχοι σε απομακρυσμένες περιφέρειες δυσχέραιναν ή απαγόρευαν τη λειτουργία σχολείων για ποικίλους λόγους, που πολλές φορές σχετίζονταν με την αναστάτωση που προκαλούσαν τα απελευθερωτικά κινήματα.[4]

Η ονομασία «Κρυφό Σχολειό», σύμφωνα με βιογράφο του ζωγράφου του ομώνυμου πίνακα (Νικολάου Γύζη), συναντάται προεπαναστατικά σε ένα μικρό μοναστήρι στην Τήνο, πληροφορία η οποία έχει όμως αμφισβητηθεί και πιθανότερα δε συνδέεται με κρυφή εκπαίδευση επί τουρκοκρατίας καθώς η Τήνος ήταν φραγκοκρατούμενη.[5][6] Πρώτη γραπτή αναφορά, σε κρυφά σχολεία επί τουρκοκρατίας, έγινε το 1825[8] και ως ορολογία του συμβολισμού καθιερώθηκε στα τέλη του 19ου - αρχές του 20ου αιώνα. Η έννοια του κρυφού σχολειού, η οποία διδάχθηκε στα ελληνικά σχολεία κατά τον 20ο αιώνα, απέκτησε μεγάλη σημασία στην εθνική συνείδηση των Ελλήνων. Στη συνέχεια, με την αμφισβήτηση της ύπαρξής του, το θέμα του κρυφού σχολειού πολιτικοποιήθηκε έντονα και συνδέθηκε με τη διαφωνία για τον ρόλο της Εκκλησίας στην επιβίωση και αναγέννηση του ελληνικού στοιχείου και στην προετοιμασία της επανάστασης.[6]

Η εικόνα του κρυφού σχολειού, που έφτασε να γίνει ψευδώς το σύμβολο της μοναδικής και ταυτόχρονα απαγορευμένης εκπαίδευσης των Ελλήνων επί τουρκοκρατίας, συνάντησε τις αντιδράσεις των ιστορικών. Ελλείψει επαρκούς τεκμηρίωσης για την ύπαρξη κρυφής εκπαίδευσης και καθώς υπήρχε τεκμηριωμένα η καταγραφή πολλών σχολείων που λειτουργούσαν επίσημα, στη νεώτερη ιστοριογραφία το κρυφό σχολειό κατατάχθηκε ως μύθος της προφορικής λαϊκής παράδοσης.[9]

Σύμφωνα με διαφορετική θεώρηση, που βασίζεται σε μαρτυρίες για κρυφές διδασκαλίες τις οποίες εκτιμά ως αξιόπιστες, το κρυφό σχολειό δεν είναι μύθος αλλά «θρύλος με ιστορικό πυρήνα», με την έννοια πως ο συμβολισμός έλαβε μεγάλες διαστάσεις στη θέση ενός μικρότερου πραγματικού ρόλου κρυφής εκπαίδευσης πριν και κατά τη διάρκεια της επανάστασης. Σύμφωνα με τη θεώρηση αυτή ο ιστορικός πυρήνας από τον οποίο ξεπήδησε ο θρύλος του κρυφού σχολειού αφορά τις κρυφές διδασκαλίες που σχετίζονταν με την ελληνική ιστορία και την εμφύσηση της ελπίδας για απελευθέρωση του γένους των Ελλήνων, που δεν θα ήταν δυνατό να διδάσκονται στα αναγνωρισμένα σχολεία που λειτουργούσαν.[6]

Το εκπαιδευτικό σύστημα κατά την τουρκοκρατία

Αρχείο:Εν τω σχολείω.jpg
Λεπτομέρεια από φορητή εικόνα του 15ου αι.
μαθητή και δασκάλου, «εν τω σχολείω».
(Μονή αγίου Ιωάννη Θεολόγου, Πάτμος)

Η Οθωμανική αυτοκρατορία διαιρούνταν σε «έθνη» (τουρκ. millet, μια ευρεία θρησκευτική κοινότητα οργανωμένη γύρω από τη θρησκευτική και πολιτική εξουσία του πνευματικού της ηγέτη) και επισήμως οι κάτοικοι διαχωρίζονταν σε Μουσουλμάνους, Εβραίους και Χριστιανούς (Ελληνορθόδοξους, Αρμένιους κ.α.). Ο αρχηγός του «έθνους» θεωρούνταν υψηλόβαθμος αξιωματούχος της αυτοκρατορίας και έφερε τον τίτλο του πασά (τουρκ. paşa) με τις τρεις ουρές αλόγων στη σημαία του.[αναφ. 1]

Στην περίπτωση των Χριστιανών, οι οποίοι στο συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο ήταν και Ορθόδοξοι, ο Οικουμενικός Πατριάρχης (Πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης) ορίστηκε επικεφαλής του έθνους (τουρκ. millet başı).[10][11] Σύμφωνα με την πολιτική που ακολούθησε το Οικουμενικού Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης διδασκόταν μόνο ότι θεωρούνταν χρήσιμο για την ανανέωση της εκκλησιαστικής ιεραρχίας.[12] Στη νεότερη ελληνική ιστορία η μετάφραση των αρχαιοελληνικών κειμένων παρακολουθεί την πνευματική πορεία του Ελληνισμού.[3]

Πολύ λίγα χρόνια αργότερα από την έναρξη της οθωμανικής κυριαρχίας έχουμε χειρόγραφες και επίσημες μαρτυρίες που βεβαιώνουν την ίδρυση και λειτουργία ελληνικών σχολείων.[αναφ. 2][13] Τα σχολεία αυτή την περίοδο λειτούργησαν με την κηδεμονία της εκκλησίας κυρίως για να ετοιμάσουν στελέχη για τις ανάγκες της. Η κεντρική διοίκηση στην Κωνσταντινούπολη δεν απαγόρευσε τη λειτουργία σχολείων, ωστόσο σε διάφορες επαρχίες και κατά περιόδους υπήρχαν σοβαρά εμπόδια έως και καταστροφές σχολείων.[3]

Η μοναδική Ορθόδοξη οργανωμένη σχολή ήταν η Πατριαρχική Ακαδημία (Μεγάλη του Γένους Σχολή), μετά την επανίδρυσή της το 1454.[12] Γόνιμη μεταφραστικά υπήρξε η εποχή της Ευρωπαϊκής Αναγέννησης, αρχικά κυρίως από πρόσφυγες βυζαντινούς λόγιους που είχαν καταφύγει στην Ιταλία πριν ή αμέσως μετά την Άλωση, διαδίδοντας τα κλασικά αρχαιοελληνικά κείμενα με μεταφράσεις στα λατινικά και έπειτα στα ιταλικά. Το παράδειγμά τους ακολούθησαν οι Ιταλοί μαθητές τους, όπως ο Μανουήλ Χρυσολωράς, ο Δημήτριος Χαλκοκονδύλης, ο Ιανός Λάσκαρις, ο Μάρκος Μουσούρος, κ.ά.[3]

Προσφώνηση στον επίσκοπο Μυλοποτάμου:
«Βλέποντας, θεοφιλέστατε δέσποτα, ότι δια την μακράν και πικροτάτην δουλοσύνην το ημέτερον γένος εξέπεσε και ουδέ καν αναθυμάται την προκοπήν όπου είχαν οι πρόγονοί μας, με την οποίαν άφησαν εις όλην την οικουμένην λαμπράν και αθάνατον δόξαν, ηθέλησα να συμβουλευθώ και να κοινολογήσω το πράγμα με όσους σοφούς και πεπαιδευμένους … με ποίον τρόπον ήθελεν διορθωθή το πάθος τούτο της απαιδευσίας και να γυρίσουν εις το καλόν. Και όλοι από μίαν γνώμην ήσαν ότι, αν ήθελαν διαβάσει και γρικήσουν τα βιβλία όπου αφήκαν εκείνοι οι παλαιοί και ενάρετοι άνδρες, εύκολα ήθελεν διορθωθή η απαιδευσία όπου πλεονάζει εις τους πολλούς. Δια τούτο λοιπόν ώρμησα και εγώ, με γνώμην και παρακίνησιν των ειρημένων ελλογίμων και ευγενών ανδρών, από όσον δύναμαι, θεού οδηγούντος να μεταγλωττίσω και να πεζεύσω από τα βιβλία όπου να είναι χρήσιμα και ωφέλιμα εις το ανακαινισθή και να αναπτερυγιάσει από την τόσην απαιδευσίαν το ελεεινόν γένος.»

— Νικόλαος Σοφιανός, Γραμματική της Κοινής των Ελλήνων Γλώσσης, επιμ.-εισ. Θανάσης Παπαδόπουλος, Αθήνα 1977, σελ. 259.

Λίγα χρόνια αργότερα, κατά το πρώτο μισό του 16ου αιώνα, άλλοι Έλληνες λόγιοι από τα Επτάνησα που είχαν μεταναστεύσει στη Βενετία, εμπνευσμένοι από την προσπάθεια των ευρωπαίων συναδέλφων τους, οι οποίοι είχαν επιδοθεί στη μετάφραση κειμένων στις νέες εθνικές γλώσσες, και με την παρακίνηση κάποιων εκδοτών, άρχισαν να μεταφράζουν[σημ. 1] στα ελληνικά, στην κοινή γλώσσα της εποχής, κείμενα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Ο Νικόλαος Σοφιανός παρατήρησε ότι στην Ελλάδα κυριαρχούσε βαθιά αγραμματοσύνη, και ότι τα απαραίτητα για την μόρφωση του λαού βιβλία ήταν ανύπαρκτα. Συνέλαβε λοιπόν την αξιοπρεπέστατη ιδέα να γράψει και να τυπώσει μια σειρά από βιβλία στην δημοτική γλώσσα. Ξεχωρίζει το έργο «Περί παίδων αγωγής του Πλουτάρχου» (η πρώτη μετάφραση (1544) πεζού κειμένου από την αρχαία ελληνική στην κοινή γλώσσα της εποχής), το οποίο κωδικοποίησε στη «Γραμματική της κοινής των Ελλήνων γλώσσης», την πρώτη γραμματική της Νέας Ελληνικής.[3] Έγραψε επίσης ρητορική, λογική, γεωμετρία, αστρονομία και άλλα βιβλία φιλοσοφικού περιεχομένου.

Από το τέλος του 16ου αιώνα, χειρόγραφες και επίσημες μαρτυρίες που σώζονται και πραγματεύονται την κατάσταση της ελληνικής παιδείας, βεβαιώνουν την ίδρυση και λειτουργία ελληνικών σχολείων. Ο Γερμανός ελληνιστής Μαρτίνος Κρούσιος, στο κυριότερο έργο του Turcograecia (1584), σημειώνει την παρουσία κοινών σχολείων, όπου τα παιδιά διδάσκονται ανάγνωση με χρήση εκκλησιαστικών λειτουργικών βιβλίων, όπως επιβεβαιώνει και ο ιερέας της γερμανικής πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη Σάλομον Σβάιγγερ (Salomon Schweigger).[14]

H δεύτερη και κυρίως η τρίτη δεκαετία του 17ου αιώνα, χαρακτηρίζεται ως περίοδος πνευματικής αναγέννησης της υπόδουλης Ελλάδας με την ελληνική παιδεία να γνωρίζει σημαντική βελτίωση που συνεχίστηκε τις επόμενες δεκαετίες.[15] Από τον 18ο αιώνα τα σχολεία πλήθυναν, τόσο μάλιστα που έφτασε να καταγράφεται πως το 1806 κάθε πόλη είχε δύο ή 3 σχολεία κατ' ελάχιστο. Μόνο στα Ιωάννινα, από το 1647 ως το 1805 ιδρύθηκαν και λειτούργησαν πέντε τουλάχιστο ονομαστές σχολές.[6] Ωστόσο, οι μεταφράσεις αρχαιοελληνικών και λατινικών κειμένων από τους λόγιους, όπως δηλώνεται και από τον Σοφιανό στην προσπάθεια τους να βοηθήσουν στην παιδεία του υπόδουλου γένους, δεν σχετίζονταν αμέσως με σχολικές ανάγκες και στα εκκλησιαστικά σχολεία της Τουρκοκρατίας αντίθετα κυριάρχησε ο δογματικός τύπος προβολής και υποδοχής της αρχαίας ελληνικής γλώσσας και γραμματείας.[3] Τα αρχαία και τα αρχαιόγλωσσα πατερικά κείμενα διδάσκονταν αμετάφραστα με περιττή και χρονοβόρα διαδικασία με αποτέλεσμα να μένουν ανερμήνευτα, με ιδιαίτερο βάρος[σημ. 2] στην αρχαία γλώσσα και τη γραμματική της και κυριαρχούσε η «ψυχαγωγία»[σημ. 3] και η γραμματική «τεχνολογία», όπως φαίνεται από την έντονη κριτική που άσκησαν σημαντικοί λόγιοι του Νεοελληνικού Διαφωτισμού (Δημήτριος Καταρτζής, Ιώσηπος Μοισιόδακας, Αδαμάντιος Κοραής).

Κοινόν:
«Τρία πράγματα κάμνουν τον άνθρωπον καλορίζικον: της ψυχής το καλόν, τουτέστιν η φρονιμάδα, του κορμιού, το οποίον έναι η υγεία, της τύχης, οπού έναι ο πλούτος. Τα δύο δεν είναι εις δύναμιν εδικήν μας, διότι το ένα έναι της φύσεως, το άλλο το άλλον της τύχης· το ένα μόνον έναι εδικόν μας, η άσκησις της ψυχής. Και αν ημείς αμελούμεν εκείνο οπού εμπορούμεν ατοί μας, κακά θέλουν μας βοηθήσειν τα άλλα εις εκείνο οπού δεν δυνόμεστεν ημείς.»
Ελληνικόν:
«Τα τον άνθρωπον ευτυχή ποιούντα τρία εισίν: το της ψυχής αγαθόν, όπερ εστί το φρονείν, το του σώματος, το υγιαίνειν και το του δαίμονος, το πλουτείν. Και των μεν τα δύο εφ' υμίν ουκ έστιν· το γαρ εν φύσει, το δ' έτερον τύχη έπεται. Εν μόνον των απάντων εφ' ημίν εστι, η της ψυχής μελέτη. Εάν δ' αυτοί τούτου αμελώμεν, δύσκολον εν τοις ουκ εφ' ημίν τα έτερα συλλήψονται.»
Μαρ. Μαντουβάλου, Η ελληνική "θεματογραφία" στη Δύση και οι κώδικες Vat. Gr. 1733, 1826, 1890, Κείμενα και μελέται νεοελληνικής φιλολογίας 88, Αθήναι 1973, σελ. 18.[16]

Την περίοδο της Τουρκοκρατίας, οι δάσκαλοι μαθημάτων της «Κυκλοπαιδείας» στη διδασκαλία της γραμματικής και του συντακτικού ασκούσαν τους μαθητές στο «αντίστροφο», δίνοντάς τους θέματα, όπως αναφέρει ο Κοραής, «ιδικής των επινοίας, εις το κοινόν» και υποχρεώνοντάς τους να εφαρμόζουν τους σχετικούς κανόνες και να τα μεταφέρουν «εις το ελληνικόν». Οι κώδικες που έχουν σωθεί με πλαστά κείμενα εις το κοινόν και το ελληνικόν αποτελούν δείγματα γραφής της κοινής γλώσσας. Η μονολεκτική απόδοση του αρχαίου κειμένου αντικατέστησε την «ψυχαγωγία» σε κάποια νεωτεριστικά σχολεία στις αρχές του 19ου αιώνα. Η μονολεκτική μετάφραση εφαρμόστηκε και στο Φιλολογικό Γυμνάσιο της Σμύρνης στο σύντομο διάστημα της λειτουργίας του.[3]

Ο Αδαμάντιος Κοραής, ως μία πολυσχιδής προσωπικότητα, ασχολήθηκε και με το θεολογικό κομμάτι της επιμόρφωσης των Ελλήνων. Ο ίδιος[σημ. 4] ήταν συνειδητά Ορθόδοξος Χριστιανός, αλλά πίστευε πως η Ορθόδοξη Εκκλησία είχε αλλοιωθεί αρκετά σε σχέση με το αρχική πίστη των Αποστόλων, θεωρώντας ιδιαιτέρως υπεύθυνο για αυτό το Μοναχισμό,[17] αλλά και την έλλειψη παιδείας που παρατηρούσε. Ο ίδιος επεδίωκε ουσιαστικά μία μεταρρύθμιση βασισμένη πάνω στην επιμόρφωση των υποδούλων Ελλήνων, εξ ου και ο θερμός χαιρετισμός του για τη λειτουργία της Αθωνιάδας σχολής.[αναφ. 3] Η προσπάθεια της αναγέννησης αυτής, θεωρείται πως είχε επηρεασθεί αισθητά από το κίνημα του διαφωτισμού και τις βάσεις των προτεσταντικών θεμελίων,[18] χωρίς αυτό να σημαίνει πως εξαιρούσε από την κριτική του και τις προτεσταντικές εκκλησίες.[19]

Τελικά επεδίωξε μία μεταρρύθμιση για την Ορθόδοξη Εκκλησία, βασισμένη πάνω στο μεταφυσικό οικοδόμημα του προτεσταντισμού, θεμέλια που σήμερα κάποιοι υποστηρίζουν πως έχουν κατεδαφιστεί από τις σύγχρονες κοινωνικές και θετικές επιστήμες.[20] Ως κύριο στόχο είχε την διαμόρφωση ενός γλωσσικού οργάνου κατάλληλου για την πνευματική ανάπτυξη. Ανάμεσα στις δύο αντίρροπες τάσεις της εποχής, την αποκλειστική χρήση της ομιλουμένης γλώσσας και την επαναφορά της αρχαίας, ο Κοραής κράτησε μία ενδιάμεση στάση: βάση του ήταν η ομιλουμένη γλώσσα, για την οποία πρότεινε τον «καθαρισμό» από ξένες και ιδιωματικές λέξεις και την γενικότερη «διόρθωση» από τους λογίους. Οι υποδείξεις του Κοραή οδήγησαν στην διαμόρφωση της γλωσσικής μορφής που ονομάστηκε καθαρεύουσα, η οποία από τις αρχές του 19ου αιώνα καθιερώθηκε ως γραπτή γλώσσα (με εξαίρεση τη λογοτεχνία).[21][22][23]

Κατά καιρούς εμφανίζονταν περιπτώσεις[σημ. 5][σημ. 6] κατά τις οποίες σε περιφέρειες γινόταν δυσχερής ή και απαγορευόταν η λειτουργία σχολείων, κυρίως όσο αυτή συνδεόταν με απελευθερωτικά κινήματα ή κατά τις διάφορες εξεγέρσεις.[4] O Charles Tuckermann, αμερικανός πρόξενος στην Ελλάδα μετά την Επανάσταση, παρατηρεί ότι κατά την τουρκοκρατία «τα ελληνικά σχολεία ήταν λίγα και απομακρυσμένα, και υποστηρίζονταν από τις εθελοντικές εισφορές διαφόρων οργανώσεων και από Έλληνες του εξωτερικού. Η ελευθερία διδασκαλίας δεν ήταν περισσότερη από την ελευθερία πολιτικών δραστηριοτήτων, και τα γράμματα είχαν το μερίδιό τους από την εθνική μιζέρια.».[αναφ. 12]

Μαρτυρίες για κρυφή διδασκαλία

Ίσως η πρωιμότερη ρητή αναφορά σε κρυφά διδασκαλεία υπάρχει σε ομιλία υπέρ της επανάστασης που εκφώνησε ο Κωνσταντίνος Οικονόμος «ο εξ Οικονόμων» το 1821 και δημοσίευσε το 1825. Εκεί αναφέρει[σημ. 7] ότι τα σχολεία όταν δεν μπορούσαν να λειτουργήσουν κρυφά, το κατάφερναν με τεχνάσματα ή χάρη σε δωροδοκίες Τούρκων αξιωματούχων, όπως αναφέρεται αργότερα[σημ. 8] και για τη Σχολή της Χίου. Ο λόγιος ιατρός Στέφανος Κανέλλος, σε επιστολή του της 4 Φεβρ. 1822 προς τον Γερμανό φιλέλληνα Carl Iken (δημοσιεύτηκε στα γερμανικά το 1825) αναφέρει[σημ. 9] ότι οι Τούρκοι εμπόδιζαν τα σχολεία χειρότερα και από τις εκκλησίες και ότι οι Έλληνες προσπαθούσαν «να συστένουν κοινά σχολία κρυφίως». Σε άλλο σημείο της επιστολής του αναφέρεται στην αμάθεια των υπόδουλων Ελλήνων, υποστηρίζοντας ότι δεν προερχόταν από αναισθησία ή αδιαφορία τους προς την παιδείαν, αλλά[σημ. 10] από την «αθλίαν κατάστασιν των σχολείων, αποτέλεσμα της όλης καταστάσεως του έθνους». Σημειώνει παράλληλα τον ενθουσιασμό των νέων να μάθουν γράμματα παρά την φτώχεια και τις στερήσεις. Ο Α. Αγγέλου θεωρεί αναξιόπιστη αυτή την αναφορά του Κανέλλου, πιστεύοντας ότι είχε σκοπό να προκαλέσει το ενδιαφέρον τών ευρωπαίων για την Επανάσταση. Κατά τον Χ. Πατρινέλη, ο Κανέλλος «προχειρολογεί και αυτοσχεδιάζει», τονίζοντας ειδικά την αρχή της επιστολής του προς τον Iken όπου γράφει: «Αλλ’ επειδή μ’ έδωκες την άδειαν να σε γράφω ό,τι με έλθει εις τον νουν... θέλεις συγχωρήσει την αταξίαν και ατέλειαν των όσων μέλλω να σε σημειώσω».

Στην επιρροή που άσκησαν οι λόγιοι, την οποία συνδέει με τον απελευθερωτικό αγώνα, «κρυφά» με την πένα τους αναφέρεται ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824-1879) σε λόγο του[σημ. 11] στη Λευκάδα.[αναφ. 4] Σε απόσπασμα των απομνημονευμάτων του, ο Νικόλαος Δραγούμης ανέφερε[σημ. 12] για κακομεταχείριση του πατέρα του «χάριν των ελληνικών γραμμάτων» καθώς και ότι οι Τούρκοι «κατέτρεχαν παντοιοτρόπως» τα σχολεία, ώστε δάσκαλοι και μαθητές σοφίζονταν τρόπους για να αποφεύγουν την οργή τους. Μαθητές και δάσκαλοι προσπαθούσαν να κρύψουν τη λειτουργία του σχολείου ώστε να μην ακούγεται θόρυβος ή φωνές που μαρτυρούσαν διδασκαλία, καθώς απειλούνταν με ξυλοδαρμούς δασκάλων από περαστικούς Τούρκους. Αναφορά σε λειτουργία κρυφών σχολείων κάνει λόγο στα απομνημονεύματά του και ο Φωτάκος ή Φώτιος Χρυσανθόπουλος (1798 - 1879), σύμφωνα με τον οποίο μόνο οι Έλληνες φρόντιζαν για την παιδεία, «εν τω σκότει και προφυλακτά από τους Τούρκους».[αναφ. 18] Το 1849 ο καθηγητής Γεώργιος Μαυροκορδάτος σε ομιλία του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών αναφέρει ότι η προηγούμενη γενεά νέων «εδιδάσκετο λαθραίως εν υπογείοις και εν ταις οπαίς της γης τον τύραννον διαφεύγουσα». Ο Α. Αγγέλου ασκεί αρνητική κριτική σ' αυτή την αναφορά του Μαυροκορδάτου, σχολιάζοντας ότι ο τελευταίος, εκφραζόμενος με ρητορικό λόγο, «αδιαφορεί για το βάρος των λέξεων που χρησιμοποιεί».[24], αλλά, και το έργο του Αγγέλου έχει επικριθεί για τη χρήση «συζητήσιμης επιχειρηματολογίας».[σημ. 13]

Ο τοπικός ανταποκριτής της Γαλλικής εφημερίδας «Temps», R. Puaux, κατά την απελευθέρωση στο τουρκοκρατούμενο Αργυρόκαστρο το 1913 αναφέρει[σημ. 14] τη διεξαγωγή κρυφών μαθημάτων εθνικού περιεχομένου στην πόλη μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα.[αναφ. 19] Ο ιστορικός Αντώνης Λιάκος έχει επισημάνει ότι η μαρτυρία δεν παραπέμπει "στην ύπαρξη «κρυφού σχολειού» στην Ηπειρο κατά τις παραμονές των Βαλκανικών Πολέμων, αλλά στο περιεχόμενο της εκπαίδευσης" το οποίο ελεγχόταν από το Φιλολογικό Σύλλογο Κωνσταντινουπόλεως.[25]

Η παρουσία του Κρυφού Σχολειού στη λαϊκή παράδοση πιστεύεται πως υπήρξε αποτέλεσμα της λόγιας επίδρασης των μεταπελευθερωτικών χρόνων. Τη διδασκαλία «σε κρυφούς τόπους», ειδικά πριν τον 17ο αιώνα, δέχεται[σημ. 5] ο Τρύφων Ευαγγελίδης (1936) εξηγώντας μάλιστα ότι έγραψε την πραγματεία του για να αποδείξει την θέληση των Ελλήνων για παιδεία, την οποία κατά την άποψή του[σημ. 5] μεταλαμπάδευαν ακόμα και «κρύφα και εν παραβύστω» παρά τις αντίθετες πολιτικές, γνωρίζει ότι επί τουρκοκρατίας λειτουργούσαν μεν σχολεία αλλά ταυτόχρονα υπήρχαν απαγορεύσεις και διώξεις της παιδείας.

Λαογραφία

Απ' έξω μαυροφόρ' απελπισιά

πικρής σκλαβιάς χειροπιαστό σκοτάδι
και μέσα στη θολόκτιστη εκκλησιά
στην εκκλησιά, που παίρνει κάθε βράδυ
την όψη του σχολειού
το φοβισμένο φως του καντηλιού
τρεμάμενο τα ονείρατα αναδεύει

και γύρω τα σκλαβόπουλα μαζεύει.

— Ιωάννης Πολέμης

Σημαντικότερες λαογραφικές αναφορές θεωρούνται το παιδικό τραγούδι «Φεγγαράκι μου λαμπρό...» και στη μεταγενέστερη ελληνική τέχνη ο ομώνυμος πίνακας του Νικόλαου Γύζη και το σχετικό ποίημα που εμπνεύστηκε από τον ίδιο πίνακα εν συνεχεία ο Ιωάννης Πολέμης (η μετονομασία του πίνακα από τον αρχικό τίτλο του Γύζη, «Έλληνικόν Σχολείον έν καιρώ δουλείας», οφείλεται αντιστρόφως στην απήχηση του ποιήματος).[27][26] Ως μαρτυρία για την ύπαρξη κρυφών σχολείων προβάλλεται επίσης η ύπαρξη σχετικών τοπωνυμίων σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας.

Φεγγαράκι μου λαμπρόν
φέγγε και περπάτειγε
Για να σε ρωτήσομε
Δια δυό Γραικόπουλα
Και Γρεβενητόπουλα
Χήραν Τούρκαν δούλευαν
Ολ' ημέραν στον ζυγόν
Το βράδυ στον κρεμασμόν...» [αναφ. 20][13]

Φεγγαράκι μου λαμπρό
φέγγε μου να περπατώ
να πηγαίνω στο σκολειό
να μαθαίνω γράμματα
του Θεού τα πράματα»,

όπως παρατίθεται από τον Βλαχογιάννη

Το παιδικό τραγούδι, που αναφέρεται και ως νανούρισμα, καλύπτει ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο και γνώρισε πολλές αλλοιώσεις, παρόμοιες με αυτές που συνήθως συναντώνται στα δημοτικά τραγούδια. Στη βασική μορφή του δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά από τον Sanders το 1844. Το τραγούδι δεν συσχετίζεται, από τους πρώτους συλλογείς, με το Κρυφό Σχολείο,[28] ούτε αναφέρεται σαφώς σε αυτό.

Για πρώτη φορά συνδέεται με την ύπαρξη κρυφών σχολείων το 1855, σε μελέτη του λογίου Γρ. Γ. Παπαδοπούλου, όπου σημειώνει πως «Οι μαθητές την νύκτα εξερχόμενοι λάθρα μετέβαινον εις τον διδάσκαλον, λέγοντες το γνωστόν ασμάτιον “Φεγγαράκι μου λαμπρό”...».[13] Η σύνδεση του ποιήματος με το μύθο για την ύπαρξη οργανωμένων κρυφών σχολείων υπό την αιγίδα της Εκκλησίας προέρχεται από κυριολεκτική ανάγνωση, καθώς συμπεριλαμβανόταν σε διάφορα αλφαβητάρια όπως το 1870 στη Μυτιλήνη, όπου το ποίημα (μέχρι τότε είχε δημοσιευτεί τρεις ή τέσσερις φορές) τυπώθηκε στην πρώτη σελίδα του βιβλίου, αλλά και αργότερα σε βιβλία του Οργανισμού Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων (Ο.Ε.Δ.Β.)[αναφ. 21][29] που ιδρύθηκε το 1937 υπό την εποπτεία του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων.[30] Σύμφωνα με τον Αλέξη Πολίτη, από κάποια στιγμή και μετά, η παράδοση και το τραγούδι συνυπάρχουν, ενώ είναι δύο άσχετα θέματα στη προέλευση και στη σύσταση τους.[32][33] Μεταξύ άλλων, ο Τάσος Γριτσόπουλος θεωρεί το ποίημα επιχείρημα για την ύπαρξη του κρυφού σχολειού.[34]

Ο ομώνυμος πίνακας του Γύζη παριστά ένα κρυφό σχολείο, όπως το φαντάστηκε ο καλλιτέχνης, και φιλοτεχνήθηκε το 1886. Το έργο ανήκει στις συνθέσεις ηθογραφικού χαρακτήρα του Γύζη, του οποίου ο συμβολισμός δίνεται από τον ίδιο, σε επιστολή του, όπου σημειώνει χαρακτηριστικά: «Δια του υπογείου, της κλειστής θύρας και παραθύρου και δια του ωπλισμένου νέου, εσκέφθην να παραστήσω την εποχήν εκείνην της Ελλάδος, ότε επί Τουρκοκρατίας ήσαν αυστηρώς απηγορευμένα τα σχολεία και μόνον εν κρυπτώ ελειτούργουν». Είναι άγνωστη η πηγή έμπνευσης του Γύζη αλλά εικάζεται πως συνδέεται με τη γενέτειρά του, όπου ένα μικρό μοναστήρι της Αγίας Τριάδας ήταν γνωστό, προεπαναστατικά ακόμα, ως «Το Κρυφό Σχολειό». Κατά τον Αγγέλου η ύπαρξη κρυφού σχολείου στην Τήνο έρχεται σε αντίθεση με την ιστορική πραγματικότητα διότι το νησί περιήλθε υπό τουρκική κατοχή αρκετά αργότερα (1718), χωρίς όμως να αλλοιωθούν οι συνθήκες ζωής των κατοίκων και με σχεδόν καθολική απουσία των Τούρκων από την περιοχή.[5]

Πολλοί ακόμα χώροι φέρουν το τοπωνύμιο του Κρυφού Σχολείου, γεγονός που χρησιμοποιείται ως επιχείρημα για τη λειτουργία κρυφών σχολείων στις περιοχές αυτές. Φέρεται, μεταξύ των άλλων, να έχουν λειτουργήσει σαν χώρος διδασκαλίας στην Ιερά Μονή Φιλοσόφου της Δημητσάνης, στη Μονή Στρατηγοπούλου ή Μονή Ντίλιου στο νησί των Ιωαννίνων, σε σπήλαιο της Ίου,[αναφ. 22] στη Βέργοια Λακωνίας,[35] στην Ιερά Μονή Παναγίας Βαρνάκοβας της Φωκίδας,[36] καθώς και στις μονές Φιλανθροπηνών στα Γιάννενα και Αγίας Τριάδας στην Τήνο.[37] Πρόκειται συνήθως για χώρους που ομοιάζουν με μικρές κατακόμβες και οι σχετικές μαρτυρίες στηρίζονται μόνο στην προφορική παράδοση χωρίς οποιαδήποτε χρονολογική ένδειξη για την πρώτη εμφάνιση του τοπωνυμίου.[37] Στη Μονή Φιλοσόφου είναι γνωστό πως σπούδασε ο Μιχαήλ Οικονόμου (1798 - 1879), ο οποίος στα απομνημονεύματά του δε μνημονεύει την ύπαρξη κρυφού σχολείου. [εκκρεμεί παραπομπή] Μελετώντας το χρόνο εμφάνισης των τοπωνυμίων αυτών, ο ιστορικός Παναγιώτης Στάθης έχει καταλήξει ότι μόλις οκτώ απαντώνταν τη δεκαετία του 1960, εκ των οποίων τρία προπολεμικά, ενώ ξεκινούν να αυξάνονται κατακόρυφα τη δεκαετία του 1970, φτάνοντας τα 102 σήμερα. [38]

Σύγχρονοι και παλαιότεροι μελετητές περί του κρυφού σχολειού

Τις βάσεις για την θεώρηση του κρυφού σχολείου ως μύθου έθεσαν με το έργο τους ο λόγιος Μανουήλ Γεδεών το 1939, ο ιστορικός Γιάννης Βλαχογιάννης το 1945 και ο Γιάννης Κορδάτος το 1956. Ο Λίνος Πολίτης ήταν ο πρώτος ακαδημαϊκός που επίσης αρνήθηκε το κρυφό σχολείο ως μύθο το 1957, για να ακολουθήσουν μεταγενέστερα ο Άλκης Αγγέλου και ο Δημήτριος Πάλλας το 1974.[38] Ο Αγγέλου καταλήγει στο συμπέρασμα πως από το πλήθος των μαρτυριών καθ´όλη την περίοδο της τουρκοκρατίας δεν διασώζεται καμία αναφορά στην ύπαρξη κρυφών σχολείων, ούτε μνημονεύεται ως στοιχείο της προφορικής παράδοσης.[39] Ο Βλαχογιάννης, στη Νέα Εστία, σημειώνει την απουσία ιστορικών μαρτυριών που να βεβαιώνουν την ύπαρξη κρυφού σχολείου.[αναφ. 23] Την απουσία ιστορικής απόδειξης περί της ύπαρξης του κρυφού σχολείου δέχεται[σημ. 15] επίσης ο ιστορικός Τάσος Γριτσόπουλος, αλλά πιστεύει ότι τα περί κρυφού σχολείου απηχούν μια πραγματικότητα[σημ. 13] και απορρίπτει απόψεις ιστορικών που αρνούνται την ύπαρξή του όπως ο Αγγέλου.

Στη σύγχρονη ιστοριογραφία έχει διατυπωθεί η άποψη ότι οι μαρτυρίες για κρυφά σχολειά που πλήθαιναν συνεχώς, μετά την επανάσταση, στερούνται ιστορικής αξίας, ως πολύ μεταγενέστερες της εποχής στην οποία υποτίθεται ότι αναφέρονται (και η οποία τοποθετείται στα πρώτα εκατό και πλέον χρόνια μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης) και πως δημιουργήθηκαν μέσα στο κλίμα της εθνικής σκοπιμότητας που καλλιεργήθηκε κατά την Επανάσταση του '21. Κατά τον Αγγέλου, το Κρυφό Σχολειό σχηματοποιήθηκε στη νεοελληνική ιστορική συνείδηση κατά τα μεταπελευθερωτικά χρόνια. Στα μετεπαναστατικά χρόνια, η συνέχιση του μύθου ήταν εύκολη, καθώς αυτό το κλίμα παρέσυρε αρκετούς ιστορικούς, με τη συνδρομή και της τέχνης του λόγου (όπως το ποίημα του Πολέμη) και των εικαστικών τεχνών (ο πίνακας του Γύζη).[42] Ο θρύλος που ξεκίνησε να διαμορφώνεται σταδιακά, γνώρισε εν τέλει μεγάλη δημοτικότητα χάρη στο κλίμα του ενθουσιασμού και της εθνικής εξάρσεως, που χαρακτηρίζει το 19ο αιώνα,[13] εναρμονισμένος με τα στοιχεία που συνέθεταν το πνευματικό κλίμα της εποχής, και περνώντας κυρίως μέσα από το ρητορικό λόγο, αλλά σχεδόν καθόλου από το φυσικό του χώρο, δηλαδή την ιστορία της εκπαίδευσης.[43] Ο θρύλος του Κρυφού Σχολείου καλύπτει συνήθως την περίοδο από την άλωση έως τον 17ο αιώνα. Με δεδομένη την επιβράδυνση που προκάλεσε η τουρκική κατάκτηση στην παιδεία, εικάζεται ότι μεμονωμένες προσπάθειες για κάποια εκπαιδευτική κίνηση θα ήταν τόσο αδύναμες ώστε τελικά να αφήσουν ελάχιστα ίχνη της παρουσίας τους.[44]
Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι το Κρυφό Σχολείο αποτέλεσε προνομιακό στόχο μιας σχολής δυτικής ιστορικής και κοινωνιολογικής σκέψης η οποία επιχειρεί την αποσύνθεση των εθνικών ταυτοτήτων μέσω της αποσύνθεσης των εθνικών «αφηγήσεων», ιδιαίτερα σε ότι αφορά τα έθνη της περιφέρειας, επισημαίνοντας ξανά τον προηγούμενο συσχετισμό του θέματος «Κρυφό Σχολειό» με την επιχειρούμενη «απονομιμοποίηση» και άλλων θεμάτων της ιστορίας, όπως η κλεφτουριά και οι αγώνες των Σουλιωτών.[σημ. 17]

Αναφορές στο Κρυφό Σχολειό σε σχολικά βιβλία της Ελλάδας

Σε σχολικά βιβλία του 20ού αιώνα διδασκόταν, με διάφορες εκδοχές για τη χρονική περίοδο και πάντα συνυφασμένη με το κρυφό σχολειό, η ανυπαρξία της επίσημης εκπαίδευσης των Ελλήνων και η απαγόρευσή της από την τουρκική ηγεσία:

  • Σε σχολικό βιβλίο το 1946 αναφέρεται πως σχολεία εκτός της Πατριαρχικής Ακαδημίας διατηρούνταν μόνο όπου δεν είχαν επίβλεψη οι τουρκικές αρχές, σε μοναστήρια και νάρθηκες εκκλησιών, τα οποία και ονοματίζει ως κρυφά σχολεία. Όλο αυτό αφήνεται να φανεί ως μια κατάσταση που διαιωνίζεται ως το τέλος του 17ου αιώνα. Τα κρυφά σχολεία περιγράφονται ως φτωχά σε ότι αφορά τον πλούτο της γνώσης που μετέδιδαν, περιοριζόμενα στα εκκλησιαστικά γράμματα, αλλά αξιόλογα στο ότι διατηρούσαν ζωντανή την έχθρα προς ένα τυραννικό καθεστώς και δίδασκαν στους νέους την καταγωγή και την ιστορία τους. Τα βιβλία σημειώνουν πως συνέβη πραγματική πρόοδος στην παιδεία μόλις τον 18ο αιώνα:

Εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν καὶ μετὰ τὴν ῞Αλωσιν οὐδέποτε ἔπαυσε νὰ λειτουργῇ τὸ ἑλληνικὸν Πατριαρχικὸν σχολεῖον, ἡ Πατριαρχικὴ ᾽Ακαδημία , ὅπως ὠνομάζετο, ἡ ὁποία δύναται νὰ θεωρηθῇ ὡς συνέχεια τοῦ Πανδιδακτηρίου καὶ τοῦ περιφήμου Πανεπιστημίου τῆς Μαγναύρας.᾽Αλλ’ εἰς τὸ σχολεῖον τοῦτο δὲν εἰσέδυσε τὸ φῶς τῆς νεωτέρας ἐπιστήμης καὶ διὰ τοῦτο ἐπὶ πολὺ ἔμεινε καθυστερημένον, διότι δὲν κατώρθωσε νὰ παρακολουθήσῃ τὴν κίνησιν τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης, ἡ ὁποία κατὰ τοὺς χρόνους αὐτοὺς εἶχεν ἀναπτυχθῆ πολὺ εἰς τὰ γράμματα καὶ τὰς ἐπιστήμας. ῾Η παιδεία ἀφ’ ἑτέρου περιωρίσθη μόνον εἰς τὸν κλῆρον καὶ τὰ ἐκκλησιαστικὰ γράμματα, σχολεῖα δὲ ἑκτὸς τῆς ᾽Ακαδημίας διετηροῦντο μόνον μακρὰν τοῦ βλέμματος τῆς ἀρχῆς, εἰς μοναστήρια ἢ εἰς τοὺς νάρθηκας τῶν ἐκκλησιῶν. Αὐτὰ εἶναι τὰ περίφημα κρυφὰ σχολεῖα , τὰ ὁποῖα δὲν διεκρίθησαν βεβαίως διὰ τὸν πλοῦτον τῶν γνώσεων, ἀλλὰ ἐξυπηρέτησαν ἀξιόλογα τὸ ἔθνος, διότι διετήρησαν ἄσβεστον τὸ μῖσος κατὰ τοῦ τυράννου καὶ ἐδίδαξαν εἰς τοὺς μικροὺς ἑλληνόπαιδας τὴν καταγωγὴν καὶ τὴν ἱστορίαν των.
Πραγματικὴ πρόοδος τῆς ἑλληνικῆς παιδείας ἔγινε κυρίως τὸν 18ον αἰῶνα. Κατ’ αὐτὸν ἡ παιδεία ἤρχισε νὰ γίνεται κοσμικοτέρα, δηλαδὴ νὰ περιλαμβάνῃ χρησίμους διὰ τὴν ζωὴν γνώσεις, διότι ἡ τάξις τῶν ἐμπόρων ἐζήτει πρακτικωτέραν μόρφωσιν. Διὰ τοῦτο ἐδημιουργήθησαν σχολεῖα εἰς πολλὰ μέρη. Περὶ τὸ τέλος τοῦ 17ου αἰῶνος ἀνεκαινίσθη ἡ Πατριαρχικὴ Σχολὴ τοῦ Φαναρίου, ἡ ὁποία, διατελοῦσα ὑπὸ τὴν ἐπίβλεψιν τοῦ κλήρου, ἀπέκτησε μεγάλην ὑπόληψιν καὶ κατὰ τὸ παράδειγμα αὐτῆς ἱδρύθησαν τὸν 18ον αἰῶνα σχολεῖα εἰς Πάτμον, Ἰωάννινα, Λάρισαν, Θεσσαλονίκην, Τύρναβον, ᾽Αδριανούπολιν κ.ἀ.

— Αναστάσιος Λαζάρου (1946). «Ανάπτυξις της ελληνικής παιδείας τον 18ον αιώνα». Ιστορία των νέων χρόνων - ελληνική και ευρωπαϊκή (1453-1821) Β' Λυκείου (PDF). ΟΕΣΒ. σελίδες 219–220. 
  • Το σχολικό βιβλίο που εκδόθηκε το 1951 στα ελληνικά στη Βουλγαρία για εκπαίδευση των παιδιών που είχαν αποσταλεί στις Ανατολικές Χώρες,[σημ. 18] γραμμένο από κομμουνιστές ιστοριογράφους, δεν περιείχε αναφορές στο Κρυφό Σχολειό. Στο σχολικό βιβλίο που εκδόθηκε το 1963 στα ελληνικά στη Βαρσοβία για τον ίδιο σκοπό, την εκπαίδευση των παιδιών που είχαν αποσταλεί στις Ανατολικές Χώρες[σημ. 19] γίνεται υιοθέτηση του μύθου του κρυφού σχολειού από την κομμουνιστική ιστοριογραφία με ταυτόχρονη αναφορά του ποιήματος «φεγγαράκι μου λαμπρό» και έχοντας τον πίνακα του Γύζη ως εικονογράφηση, κάτι που πιθανόν ως ένα βαθμό μπορεί να συνδέεται και με το αίτημα των εξόριστων κομμουνιστών για παλλινόστηση και την αγωνιώδη προσπάθειά τους να αποδείξουν ότι «έμειναν Έλληνες»[45]:

Αυτήν ακριβώς την κατάσταση καθρεφτίζει η παράδοση για το κρυφό σχολειό, που έφτασε ως τις μέρες μας. Τα παιδιά των ραγιάδων διψούσαν για μάθηση. Όμως οι καταχτητές, στα πρώτα χρόνια ύστερα από το πάρσιμο της Πόλης, δεν επιτρέπανε να λειτουργούν σχολειά. Γι’ αυτό οι γονείς, συνεννοούνταν με κανένα καλόγηρο ή παπά για να μαθαίνει στα παιδιά τους λίγα κολυβογράμματα στα κρυφά. Μόλις νύχτωνε, λοιπόν, κι έβγαινε το φεγγάρι, ένα – ένα τα παιδιά ξεπορτίζανε και τραβούσαν για το "κρυφό σχολειό”, που ήταν συνήθως σε κάποια εκκλησία ή παρεκκλήσι. Η ανάμνηση του "κρυφού σχολειού” διατηρήθηκε στο παρακάτω ποίημα : Φεγγαράκι μου λαμπρό, φέγγε μου να περπατώ, να πηγαίνω στο σχολειό, να μαθαίνω γράμματα, πράγματα, σπουδάγματα… Φυσικά, μια και οι δάσκαλοι αυτών των σχολειών ήταν μισογραμματισμένοι κληρικοί, που ξέραν μόνο τα εκκλησιαστικά βιβλία, ανάλογα ήταν και τα γράμματα που μάθαιναν οι μαθητές […]Τα κρυφά σχολειά κράτησαν ακοίμητη την ελπίδα στην καρδιά των ραγιάδων για την ανάσταση του γένους.

— Ζωίδης Γιώργης, Ιστορία της Ελλάδας, Νέοι Χρόνοι, Βιβλίο Πρώτο, Τουρκοκρατία, Επανάσταση του 1821, για τη Μέση Παιδεία, Panstwowoe Zaklady Wydawnictw Szkolnych, Warszawa 1963.
  • Το 1966 στο σχολικό βιβλίο Γυμνασίου αναφέρεται σαφώς απαγόρευση, και μάλιστα με «μίσος» έναντι του Ελληνισμού, από την κεντρική ηγεσία των Τούρκων, της εκπαίδευσης των Ελλήνων για 100 και πλέον χρόνια από την υποδούλωσή τους, ως την εποχή του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς. Αναφέρεται πως εκείνη την περίοδο δεν υπήρχαν διδάσκαλοι και πως τα σχολεία ήταν κρυφά, με αποτέλεσμα το πνευματικό σκότος και την αμάθεια των Ελλήνων. Πιο γενικά, το βιβλίο αναφέρει πως όταν οι Τούρκοι απαγόρευαν την εκπαίδευση, τα κελιά των μοναστηριών και οι νάρθηκες των ναών μεταβάλλονταν σε κρυφά σχολεία, όπου οι νέοι διδάσκονταν και παράλληλα τροφοδοτούνταν με την ελπίδα της «Αναστάσεως του Γένους» και τη «Μεγάλη Ιδέα»:

῞Οταν ἡ ἑλληνικὴ ἐκπαίδευσις ἀπηγορεύετο ἀπὸ τοὺς Τούρκους, τὰ κελλιὰ τῶν μοναστηρίων καὶ οἱ νάρθηκες τῶν ναῶν εἶχον μεταβληθῆ εἰς κρυφὰ σχολεῖα, ὅπου οἱ μοναχοὶ καὶ οἱ ἱερεῖς ἀνέλαβον τὴν διδασκαλίαν τῶν νέων καὶ τοὺς ἐτροφοδότουν τὴν ἐλπίδα τῆς ᾽Αναστάσεως τοῦ Γένους μὲ τὴν Μεγάλην ᾽Ιδέαν.

Εἰς τὴν κατεχομένην ῾Ελλάδα, ἕνεκα τοῦ μίσους τῶν πρώτων σουλτάνων ἀπέναντι τοῦ ῾Ελληνισμοῦ καὶ λόγῳ τῆς φυγῆς εἰς τὴν Εὐρώπην πολλῶν μορφωμένων, ἐπικρατεῖ πνευματικὸν σκότος καὶ ἀμάθεια. ᾽Επὶ 100 καὶ πλέον χρόνια ἀπηγορεύετο εἰς τοὺς ραγιάδες νὰ ἐκπαιδεύσουν τὰ τέκνα των˙ διδάσκαλοι δὲν ὑπῆρχον καὶ τὰ σχολεῖα ἦσαν κρυφά.

῾Η ἀνάπτυξις τῆς παιδείας καὶ τῶν γραμμάτων ἀρχίζει μὲ τὰς ἐλευθερίας ποὺ παρεχωρήθησαν ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τοῦ Σουλεϊμὰν τοῦ Μεγαλοπρεποῦς.

— Α. Ματαράση και Σ. Παπασταματίου (1966). «Ο Ελληνισμός μέχρι του 17ου αιώνος». Ιστορία των νεωτέρων και των νεωτάτων χρόνων Γ' Γυμνασίου (PDF). ΟΕΔΒ. σελίδες 71, 73. 
  • Το 1967 στο σχολικό βιβλίο Λυκείου αναφέρεται ότι οι υπόδουλοι στερήθηκαν επί 200 χρόνια την εκπαίδευση, ενώ από τον ΙΖ' (17ο) αιώνα η επιεικέστερη πολιτική των Τούρκων και η οικονομική ακμή της Ελληνικής κοινότητας στη Βενετία επέτρεψαν την ίδρυση σχολών σε διάφορες πόλεις των υπόδουλων ελληνικών χωρών:

Εἰς τὴν ἄλλην Ἑλλάδα, τὴν κατεχομένην ὑπὸ τῶν Τούρκων, αἱ φοβεραὶ ἀνωμαλίαι καὶ καταστροφαὶ τῆς ΙΕ΄ καὶ ΙΣΤ΄ ἑκατονταετηρίδος δὲν ἐπέτρεψαν τὴν ἵδρυσιν σχολείων, ὥστε οἱ ὑπόδουλοι ἐστερήθησαν ἐπὶ 200 περίπου ἔτη πάσης παιδεύσεως. Περὶ τὰ τέλη τῆς ΙΣΤ΄ ἑκατονταετηρίδος ὁ Πατριἀρχης Κωνσταντινουπόλεως Ἱερεμίας ὁ Β΄ συνιστᾷ εἰς τὴν Σύνοδον τοῦ 1593 νὰ μεριμνήσωσιν οἱ Ἐπίσκοποι διὰ τὴν ἵδρυσιν σχολείων εἰς τὰς περιφερείας των. Διδάσκαλοι ὅμως δὲν ὑπῆρχον, οἱ δὲ κληρικοὶ, τῶν κατωτέρων ἱερατικῶν βαθμῶν μάλιστα, ἦσαν καὶ αὐτοὶ κατὰ τὸ πλεῖστον ἀπαίδευτοι.

Ἀλλὰ ἀπὸ τῆς ΙΖ΄ ἑκατονταετηρίδος τὰ πράγματα μετεβλήθησαν. Ἐπιεικεστέρα κάπως πολιτικὴ τῶν Τούρκων καὶ οἰκονομικὴ ἀκμὴ τῆς ἐν Ἑνετίᾳ Ἑλληνικῆς Κοινότητος ἐπέτρεψαν τὴν ἵδρυσιν σχολῶν εἰς διαφόρους πόλεις τῶν ὑποδούλων ἐλληνικῶν χωρῶν.

...

Πλησίον τῶν ἐκκλησιῶν εἰς τὰ χωρία καὶ τὰς κωμοπόλεις, ἢ τῶν μητροπολιτικῶν μεγάρων εἰς τὰς πόλεις, ἐλειτούργουν σχολεῖα, μικρὰ ἢ μεγάλα. Ἐδιδάσκετο συνήθως εἰς αὐτὰ ἡ Ὀκτώηχος, ὁ Απόστολος, τὸ Ψαλτήριον καὶ ἄλλα ἐκκλησιαστικὰ καὶ ἱερὰ βιβλία. Ὅπου δὲν ἐλειτούργουν σχολεῖα οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ μοναχοὶ ἐκάλουν τοὺς ἑλληνόπαιδας εἰς τοὺς νάρθηκας τῶν ναῶν καὶ τοὺς ἐδίδασκον τὰ πρῶτα γράμματα.

— Βασίλειος Ε. Πετρούνιας, 1967, Εκκλησιαστική Ιστορία, Πρώτη Λυκείου, ΟΕΔΒ
  • Το 1969 το σχολικό βιβλίο του Δημοτικού αναφέρει ότι επί δύο αιώνες από την Άλωση οι Τούρκοι δεν επέτρεπαν σχολεία στους Έλληνες και πως είχε επέλθει σκότος αμάθειας από τα σχολεία που έκλεισαν και τους λίγους εγγράμματους που απέμειναν από την καταδίωξη ή φυγή των πνευματικών ανθρώπων κατά τους πρώτους χρόνους από την υποδούλωση. Αναφέρεται πως οι Έλληνες έστελναν κρυφά τα παιδιά τους σε ιερείς, μοναχούς ή και «λαϊκούς εγγράμματους» για να διδαχθούν, πως συνήθως πήγαιναν στα κρυφά σχολεία τη νύχτα και γίνεται σύνδεση με το δημοτικό τραγούδι «φεγγαράκι μου λαμπρό». Αποδίδεται με έμφαση, πέραν της διδαχής των γραμμάτων στα κρυφά σχολεία, η καλλιέργεια της αγάπης για τη θρησκεία, την πατρίδα και την ελευθερία και η τόνωση του θάρρους και της ελπίδας. Μαζί με τους Διδάσκαλους του Γένους αναφέρεται πως τα κρυφά σχολεία είχαν τον ρόλο της διατήρησης της εθνικής συνείδησης, της χριστιανικής πίστης και της φλόγας και του πόθου για εθνική ελευθερία.

    Τὰ κρυφὰ σχολεῖα . Μετὰ τὴν ἅλωσιν τῆς Κων/πὸλεως οἱ διδάσκαλοι καὶ οἱ σπουδαιότεροι λόγιοι κατεδιώχθησαν, ἐφόνεύθησαν ἤ ἔφυγον πρὸς τὸ ἐξωτερικὸν. Τὰ σχολεῖα ἔκλεισαν καὶ αἱ βιβλιοθῆκαι κατεστράφησαν. Τὸ σκότος τῆς δουλείας καὶ τῆς ἀμαθείας ἐκάλυψε τὴν χώραν τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς σοφίας.
    Ἔπὶ δύο αἰῶνας οἱ Τοῦρκοι δὲν ἐπέτρεπον εἰς τοὺς Ἕλληνας νὰ ἔχουν σχολεῖα. Τὰ γράμματα ἔμειναν ὀπίσω. Μορφωμένοι πλέον ἐθεωροῦντο οἱ ὀλίγοι κληρικοί. Οἱ Τοῦρκοι ἤλπιζον, ὅτι κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον οἱ Ἕλληνες θὰ ἐλησμόνουν τὴν καταγωγήν των, τὴν ἐθνικότητα καὶ τὴν ἱστορίαν των. Ὅτι τελικῶς θὰ ἐξισλαμίζοντο καὶ θὰ ἀφωμοιοῦντο μὲ αὐτούς.
    Οἱ Ἕλληνες ὅμως ἐγνώριζον τὴ ν ἀξίαν τῶν γραμμάτων, Ἔστελλον λοιπὸν κρυφίως τὰ τέκνα των εἰς τοὺς ἱερεῖς καὶ μοναχοὺς ἤ εἰς μερικοὺς λαϊκοὺς ἐγγραμμάτους, διὰ νὰ μάθουν ὀλίγα γράμματα. Τὰ μικρὰ Ἑλληνόπουλα ἐπὴγαιναν συνήθως κατὰ τὰς μακράς νύκτας τοῦ χειμῶνος εἰς τὰ κρυφὰ σχολεῖα των. Τοῦτο μαρτυρεῖ καὶ τὸ γνωστὸν δημοτικὸν τραγούδι :
    Φεγγαράκι μου λαμπρό,
    φέγγε μου νὰ περπατῶ,
    νὰ πηγαίνω στὸ σχολειό...
    Ἐκεῖ, κάτω ἀπὸ τὸ «φοβισμένο φῶς τοῦ καντηλιοῦ», εἰς τοὺς νάρθηκας τῶν ἐκκλησιῶν, ἐμάνθανον ὀλίγην ἀνάγνωσιν καὶ γραφήν, ὀλίγην ἀριθμητικὴν καὶ πολλὰ ἐκκλησιαστικὰ τροπάρια. Πρὸ παντὸς ὅμως οἱ πρόχειροι ἐκεῖνοι διδάσκαλοι ἤθελαν νὰ καλλιεργήσουν εἰς τὰς ψυχάς τῶν μικρῶν ἑλληνοπαίδων τὴν ἀγάπην πρὸς τὴν θρησκείαν, τὴν πατρίδα καὶ τὴν ἐλευθερίαν. Ἤθελον νὰ τονώσουν τὸ θάρρος καὶ τὴν ἐλπίδα των :
    - Μὴ σκιάζεστε στὰ σκὁτη ! Ἡ ἐλευθεριὰ
    σὰν τῆς αὐγῆς τὸ φεγγοβόλο ἀστέρι
    τῆς νύχτας τὸ ξημέρωμα θὰ φέρῃ...
    Περίληψις . Τὰ κρυφὰ σχολεῖα καὶ οἱ διδάσκαλοι τοῦ Γένους διετήρησαν ἀναλλοίωτον τὴν ἐθνικὴν συνείδησιν καὶ τὴν χριστιανικὴν πίστιν τῶν ὑποδούλων Ἑλλὴνων, ἐκράτησαν δέ ἄσβεστον τὴν φλόγα καὶ τὸν πόθον τῆς ἐθνικῆς μας ἐλευθερίας.

    — Κων/νος Σακκαδάκης (1969). «Αι πνευματικαί δυνάμεις του Ελληνισμού». Ελληνική Ιστορία των νεωτέρων χρόνων (έκτη δημοτικού) (PDF). ΟΕΔΒ. σελίδες 30, 33. 
  • Το 1974, το σχολικό βιβλίο του Δημοτικού έγραφε ότι μόλις κυρίευσαν την Ελλάδα οι Τούρκοι έκλεισαν τα ελληνικά σχολεία και απαγόρευσαν στους Έλληνες να μαθαίνουν γράμματα, ενώ αφού πέρασαν οι δυο πρώτοι αιώνες σκλαβιάς, επιφανείς και πλούσιοι Έλληνες κατόρθωσαν να πείσουν με υποσχέσεις και με χρήματα το Σουλτάνο να επιτρέψει την ίδρυση μερικών σχολείων. Τα κρυφά σχολειά περιγράφονται να λειτουργούν κατά τη νύχτα, με φόβο, και να διδάσκουν στοιχεία της χριστιανικής θρησκείας και της εθνικής ιστορίας των Ελλήνων. Σε αυτά αποδίδεται πρώτιστα (αναφέρονται χωριστά, πριν τους μεγάλους διδάσκαλους του Γένους) μεγάλη υπηρεσία προς το Ελληνικό Γένος.

    α) Τὰ κρυφά σχολειά. Μόλις κυρίευσαν τὴν ῾Ελλάδα οἱ Τοῦρκοι, ἔκλεισαν τὰ ἑλληνικὰ σχολεῖα καὶ ἀπαγόρευσαν στοὺς ῞Ελληνες νὰ μαθαίνουν γράμματα. Πίστευαν ὅτι οἱ ῞Ελληνες μὲ τὸν καιρὸ θὰ λησμονοῦσαν τὴ γλώσσα τους καὶ τὴν ἱστορία τους καὶ σιγὰ σιγὰ θὰ γίνονταν Μωαμεθανοί. Γι’ αὐτὸ καταδίωκαν καὶ τιμωροῦσαν πολὺ αὐστηρὰ ὅσους ἀνακάλυπταν νὰ μαθαίνουν γράμματα. Ὅμως οὔτε οἱ ἀπαγορεύσεις, οὔτε ὁ κίνδυνος τῆς σκληρῆς τιμωρίας μπόρεσαν νά σβήσουν τὴ δίψα τῶν σκλαβωμένων Ἑλλήνων γιὰ τὰ ἑλληνικὰ γράμματα. Στὶς ἐκκλησίες καὶ στὰ Μοναστήρια εὐλαβεῖς καὶ θαρραλέοι μοναχοὶ καὶ ἱερεῖς μάζευαν κρυφὰ τὶς νύχτες τὰ παιδιὰ τῶν σκλάβων καὶ κάτω ἀπὸ τὸ ἀδύνατο φῶς τοῦ καντηλιοῦ τὰ μάθαιναν τὴν ἀνάγνωση καὶ τὴ γραφὴ καὶ τὰ πρῶτα στοιχεῖα τῆς χριστιανικῆς θρησκείας καὶ τῆς ᾽Εθνικῆς Ἱστορίας. Τὰ σχολειὰ αὐτὰ ὀνομάστηκαν κρυφὰ σχολειὰ καὶ πρόσφεραν μεγάλη ὑπηρεσία στὸ Γένος, γιατὶ βοήθησαν νὰ διατηρηθῆ ἄσβεστη ἡ χριστιανικὴ πίστη στὶς καρδιές τῶν σκλαβωμένων ῾Ελλήνων στοὺς δύο πρώτους σκοτεινοὺς αἰῶνες τῆς δουλείας.
    β) Οἱ διάφορες ἑλληνικὲς σχολές . Ἀφοῦ πέρασαν οἱ δύο πρῶτοι αἰῶνες τῆς σκλαβιᾶς, διάφοροι ἐπιφανεῖς καὶ πλούσιοι Ἕλληνες κατόρθωσαν νὰ πείσουν μὲ ὑποσχέσεις καὶ χρήματα τὸ Σουλτάνο νὰ ἐπιστρέψη τὴν ἵδρυση μερικῶν σχολείων. Τότε μερικές κοινὸτητες ἵδρυσαν μὲ κοινοτικὰ χρήματα σχολεῖα. Πολλὰ ἀπὸ αὐτὰ μὲ τὸν καιρό προόδευσαν πολὺ καὶ ἔγιναν περίφημες σχολὲς ἑλληνοχριστιανικῆς Παιδείας. Τέτοιες σχολές ἦσαν τῆς Χίου, τῆς Δημητσιάνας, τῆς Πάτμου, τῆς Λάρισσας, τῆς Ἀδριανούπολης, τοῦ Τυρνάβου, τῆς Θεσσαλονίκης, τῶν Ἰωαννίνων καὶ ἡ περίφημη Μεγάλη τοῦ Γένους Σχολὴ στὴν Κωνσταντινούπολη, ἡ Εὐαγγελικὴ Σχολὴ τῆς Σμύρνης καὶ ἡ Ἀθωνιάδα Σχολὴ.

    — Γ. Καφεντζής (1974). «Η Παιδεία την εποχή της Τουρκοκρατίας». Ιστορία των νεωτέρων χρόνων (έκτη δημοτικού) (PDF). ΟΕΔΒ. σελίδες 20–21. 
  • Το 1977, βιβλίο του τότε εξατάξιου Γυμνασίου αναφέρει το "κρυφό σχολείο" ως μύθο που δεν υπήρξε στην πραγματικότητα, αλλά και ότι η πραγματική πρόοδος της ελληνικής παιδείας συμβαίνει μετά τον 18ο αιώνα [σημ. 13]. Έκδοση της Αποστολικής Διακονίας για το Κρυφό Σχολειό, αναφέρει ότι με παρέμβαση της Ιεράς Συνόδου της Ελλάδος, ο από το 1977 υπουργός Παιδείας Ιωάννης Βαρβιτσιώτης έδωσε εντολή[σημ. 20] που αναφέρεται σε έγγραφο των Τµηµάτων ∆ηµοτικής και Μέσης Εκπαιδεύσεως του ΚΕΜΕ προς αθηναϊκή εφηµερίδα της 21.5.1978, ώστε από τα υπό εκτύπωση τότε νέα σχολικά βιβλία να απαλειφθεί η φράση: «Σύµφωνα µε τα τελευταία πορίσµατα της ιστορικής επιστήµης το Κρυφό Σχολειό είναι ένας µύθος και δεν υπήρξε στην πραγµατικότητα», από τη σελ. 173 της υπό εκτύπωσης «Ιστορίας» της Γ’ Λυκείου.[46]
  • Στα βιβλία που διδάσκονται από το 1997 αναφέρεται ότι στα πρώτα χρόνια της σκλαβιάς σκοτάδι αμάθειας σκέπασε τον ελληνισμό, ότι οι δάσκαλοι έφυγαν για τη Δύση, ενώ ο σκλαβωμένος λαός έμεινε χωρίς δασκάλους και σχολεία, ενώ το κρυφό σχολειό αναφέρεται ως θρύλος:

Οι δυσκολίες για μόρφωση στα χρόνια της σκλαβιάς τροφοδότησαν το θρύλο για το κρυφό σχολειό.

— Στα Νεότερα Χρόνια, Ιστορία Γ' Δημοτικού, Διονύσιος Ακτύπης Αριστείδης Βελαλίδης Μαρία Καΐλα Θεόδωρος Κατσουλάκος Γιάννης Παπαγρηγορίου Κώστας Χωρεάνθης Αναθεώρηση (1997) Θεόδωρος Κατσουλάκος Αναστασία Κυρκίνη Μαρία Σταμοπούλου
  • Το σχολικό έτος 2006-2007 διδάχθηκε για πρώτη φορά στην Στ' Δημοτικού εγχειρίδιο Ιστορίας το οποίο παρέλειπε κάθε αναφορά στο κρυφό σχολειό και έκανε λόγο για ελεύθερη λειτουργία ελληνικών σχολείων στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Μετά από ένταση που προκλήθηκε για το περιεχόμενό του στις 25 Σεπτεμβρίου 2007 αποφασίστηκε η απόσυρσή του από τη διδασκαλία. Σφάλμα αναφοράς: Λείπει η ετικέτα κλεισίματος </ref> για την ετικέτα <ref>

[47]

[48]

[49]

[50]

[51]

[52]

[53]

[54]

[αναφ. 22] }}

Σύγχρονη Βιβλιογραφία και Δημοσιεύματα
  1. Joseph Zajda, Globalisation, Ideology and Education Policy Reforms, Springer, 2010, σελ. 47.
  2. Jim Potts, The Ionian Islands and Epirus, Oxford University Press, 2010, σελ. 217.
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 3,4 3,5 3,6 3,7 Ν. Δ. Βαρμάζης, Ιστορική επισκόπηση της ενδογλωσσικής μετάφρασης: Η ενδογλωσσική μετάφραση στην Τουρκοκρατία, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 12 Φεβρουαρίου 2009.
  4. 4,0 4,1 λήμμα «Κρυφό σχολειό», εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα, τόμ. 36, 2004.
  5. 5,0 5,1 Αγγέλου, 1997[7] σελ. 60
  6. 6,0 6,1 6,2 6,3 Φάνης Ι. Κακριδής (17 Μαρ 2011). «Άσκηση απο-απομυθοποίησης: το κρυφό σχολειό ! - Ομιλία του Φάνη Ι. Κακριδή, ομότιμου καθηγητή κλασικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων». Έδρα Εκπαίδευσης. Ανακτήθηκε στις 14 Μαρ 2012.  Ελέγξτε τις τιμές ημερομηνίας στο: |accessdate=, |date= (βοήθεια)
  7. 7,0 7,1 7,2 7,3 7,4 7,5 7,6 7,7 7,8 Άλκης Αγγέλου (1997). Το Κρυφό Σχολειό - Χρονικό ενός μύθου. ΕΣΤΙΑ. 
  8. Αγγέλου, 1997[7] σελ. 19-20
  9. Αγγέλου, 1997[7] σελ. 13-18
  10. Ortaylı, İlber (2006), Son İmparatorluk Osmanlı, İstanbul: Timaş Yayınları (Timaş Press), σελ. 87–89, ISBN 975-263-490-7 .
  11. Thomas F. King, Doing Archaeology: A Cultural Resource Management Perspective, Left Coast Press, 2005, σελ. 16.
  12. 12,0 12,1 Efthymios Nicolaidis, Susan Emanuel, Science and Eastern Orthodoxy: From the Greek Fathers to the Age of Globalization, Johns Hopkins University Press, 2011, σελ. 130.
  13. 13,0 13,1 13,2 13,3 13,4 13,5 13,6 13,7 Χρήστος Πατρινέλης (ΜΒ΄). «Το κρυφό σχολειό και πάλι». Ερανιστής 25/2005. http://www.ardin.gr/?q=node/996. 
  14. Salomon Schweigger, Ein newe Reyssbeschreibung, Νυρεμβέργη 1608, σ. 22 [13]
  15. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τόμος Ι΄, σελ. 380
  16. Αντίστροφο: από το κοινόν εις το ελληνικόν (επιμέλεια Ν. Βαρμάζης - Τ. Γιάννου).
  17. Κ. Δημαράς, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, σελ. 152
  18. Γεώργιος Μεταλληνός, Φωτομαχικά-Αντιφωτομαχικά, Κάτοπτρο-Ιστορητής, Αθήνα 2001, σελ. 40 & υποσημ. #72.
  19. Βασίλειος Καραγεώργος, Ο Αδαμάντιος Κοραής και η Ευρώπη, Αθήνα 1984, σελ. 28.
  20. Γεώργιος Μεταλληνός, Παράδοση και αλλοτρίωση, τομές στην πνευματική πορεία του νεώτερου ελληνισμού κατά τη Μεταβυζαντινή περίοδο, Δόμος, Αθήνα 1994, σελ. 176
  21. Κ.Θ. Δημαράς, «Ο Κοραής και η εποχή του», Ελληνικός Διαφωτισμός, Ερμής, Αθήνα 19802, σελ. 301-90.
  22. Κ.Θ. Δημαράς, «Το σχήμα του Διαφωτισμού», Ελληνικός Διαφωτισμός, Ερμής, Αθήνα 19802, σελ. 23-120.
  23. Κώστας Κανάκης, Νεοελληνική γραμματική (τη δημοτικής). Ανατύπωση της έκδοσης του ΟΕΣΒ (1941) με διορθώσεις, Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη] 1996. Σελ. 456.
  24. Αγγέλου, 1997[7] σελ. 30
  25. Αντώνης Λιάκος (8 Μαρτίου 1998). «Διάλογος Είναι μύθος το «κρυφό σχολειό»;». Το Βήμα. http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=96898. Ανακτήθηκε στις 6 Ιουνίου 2012. 
  26. 26,0 26,1 Έλληνικόν Σχολείον έν καιρώ δουλείας – Νικόλαος Γύζης, Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού.
  27. «Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας», Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο, σελ. 217, Αθήνα 1999.[26]
  28. Αγγέλου, 1997[7] σελ. 18
  29. 29,0 29,1 Δημοτικό: Φεγγαράκι μου λαμπρό – (snhell.gr, ηλεκτρονική έκδοση του Σπουδαστηρίου Νέου Ελληνισμού).
  30. Πληροφορίες για τον Οργανισμό Εκδόσεων Διδακτικών Βιβλίων, Υπουργείο Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων.
  31. 31,0 31,1 Πολίτης Αλέξης, Το μυθολογικό κενό. Δοκίμια και σχόλια για την ιστορία, τη φιλολογία, την ανθρωπολογία και άλλα, Αθήνα, Πόλις, 2000.
  32. Α. Πολίτης, 2000[31] σελ. 31.
  33. Μανώλης Πιμπλής, «Μύθοι και σκληρές αλήθειες για την Επανάσταση του 1821», εφημερίδα Τα Νέα, Δευτέρα 22 Μαρτίου 2010.
  34. Α. Πολίτης, 2000[31] σσ. 29-33.
  35. Σαράντος Καργάκος, εφημερίδα Εξουσία, 24/4/1998
  36. Ο Όσιος Δαυίδ και καλογεροδάσκαλοι της Βαρνάκοβας επί Τουρκοκρατίας (Ι.Μ. Παναγίας Βαρνάκοβας, 2004).
  37. 37,0 37,1 Αγγέλου, 1997[7] σελ. 16
  38. 38,0 38,1 Παναγιώτης Στάθης, «Το κρυφό σχολειό: διαδρομές του μύθου, διαδρομές της ιστορίας» Πρακτικά συνεδρίου «Η ιστορία ως διακύβευμα , Μορφές σύγχρονης ιστορικής κουλτούρας», cd ένθετο Historein 4 (2003-2004)
  39. Αγγέλου, 1997[7] σελ. 13-14
  40. 40,0 40,1 40,2 40,3 Τάσος Αθ. Γριτσόπουλος, «Το κρυφό σχολειό», Πελοποννησιακά, τομ. ΙΓ' (1978-79)
  41. Τάσος Γριτσόπουλος, ΤΟ ΑΜΦΙΣΒΗΤΟΥΜΕΝΟΝ ΚΡΥΦΟ ΣΧΟΛΕΙΟ, Περιοδικὸ ΕΚΚΛΗΣΙΑ, Ιούλιος 2004.
  42. Ιστορία του Ελληνικούς Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τ. Ι, σ.367.
  43. Αγγέλου, 1997[7], σελ. 45
  44. Αγγέλου, 1997[7] σελ. 81
  45. Τα σχολικά εγχειρίδια νεοελληνικής ιστορίας της υπερορίας, Η επανάσταση του 1821 κάτω από τον προβολέα του ΕΑΜ, Δημήτρης Μαριόλης
  46. 46,0 46,1 Το «Κρυφό Σχολειό». Η προσφορά της εκκλησίας στην ελληνική παιδεία των χρόνων της Τουρκοκρατίας. Κοινωνικά Θέματα αριθ. 3. Εκδόσεις Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα.
  47. Κωνσταντίνος Οικονόμου [1821], «Λόγος προτρεπτικός προς Έλληνας», στο Λόγοι εκκλησιαστικοί εκφωνηθέντες εν τη γραικική εκκλησία της Οδησσού, κατά το 1821-1822 έτος, Βερολίνο, 1833, σελ. 252.
  48. Σπυρίδων Τρικούπης, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Β΄ έκδοσις, εν Λονδίνω 1860, τομ. 1, σ. 194.
  49. Tuckermann Charles, The Greeks of today, G.P. Putnam & Sons, New York, 1872, σσ. 175 και 176.
  50. Alexander Gruar Forbes, The empires and cities of Asia, 1873, σελ. 188.
  51. Α. Δημητρακόπουλος, Eπανορθώσεις σφαλμάτων παρατηρηθέντων εν τη Nεοελληνική φιλολογία του K. Σάθα μετά τινων προσθηκών, Τεργέστη 1872.
  52. René Puaux, The sorrows of Epirus, Hurst & Blackett, London, 1918, σελ. 103.
  53. Τρύφων Ευαγγελίδης, H Παιδεία επί Tουρκοκρατίας, Αθήνα 1936, Tόμος A.
  54. Γιάννης Βλαχογιάννης (15 Αυγ 1945). «Το κρυφό σκολειό». Νέα Εστία 436 (ΛΗ'): 678-683. http://www.ekebi.gr/magazines/flipbook/showissue.asp?file=71917&code=0382. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Προτεινόμενη βιβλιογραφία

  • Αντώνης Αναστασόπουλος, «Προσεγγίζοντας το ζήτημα της ανάγνωσης των πηγών: μια μαρτυρία περί οικοδιδασκαλίας τον 17ο αιώνα και το Κρυφό Σχολειό», Τα Ιστορικά, 53 (Δεκέμβριος 2010), 349-364.
  • Μανουήλ Γεδεών, Η Πνευματική Κίνησης του Γένους κατά τον ΙΗ' και ΙΘ' αιώνα, Αθήνα 1976.
  • Ηλίας Γκρης, Το 1821 στην ελληνική ποίηση, Κέδρος, 2011. ([1], [2])


Σφάλμα αναφοράς: Υπάρχουν ετικέτες <ref> για κάποια ομάδα με το όνομα «αναφ.», αλλά δεν βρέθηκε καμία αντίστοιχη ετικέτα <references group="αναφ."/>
Σφάλμα αναφοράς: Υπάρχουν ετικέτες <ref> για κάποια ομάδα με το όνομα «σημ.», αλλά δεν βρέθηκε καμία αντίστοιχη ετικέτα <references group="σημ."/>