Μετάβαση στο περιεχόμενο

Σκοτεινοί αιώνες (Βυζάντιο)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ο όρος Σκοτεινοί Αιώνες, χρησιμοποιείται στην ιστοριογραφία για να χαρακτηρίσει τους αιώνες (7ο και 8ο) στη διάρκεια των οποίων συντελείται η μετάβαση από την Ύστερη αρχαιότητα (πρώιμη βυζαντινή περιόδος) στη Μεσοβυζαντινή εποχή. Η χρήση του όρου αναφέρεται στην έλλειψη επαρκών πρωτογενών πηγών και άλλων στοιχείων, γεγονός που έχει δυσκολέψει την ιστορική έρευνα και την ιστοριογραφία της συγκεκριμένης περιόδου.

Ο 7ος αι. υπήρξε ορόσημο της Βυζαντινής ιστορίας. Στην αρχή της, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία έλεγχε ακόμη τις περισσότερες ακτές της λεκάνης της Μεσογείου και αντιμετώπισε έναν ανατολικό αντίπαλο, την Περσική αυτοκρατορία των Σασσανιδών. Η παραδοσιακή τάξη είχε διαβρωθεί από την κατάληψη της Ιταλίας από τους Οστρογότθους και, παρά τους πολέμους ανάκτησης του Αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α΄ τον 6ο αι., πολλά από τα κέρδη του στην Ιταλία και την Ισπανία αναιρέθηκαν γρήγορα. Αλλά ήταν ακόμη ο κόσμος της ύστερης αρχαιότητας, που κυριαρχείτο από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, με κέντρο βάρους τη Μεσογειακή Θάλασσά μας (Mare nostrum) και τις πόλεις ως κύρια κοινωνική και οικονομική μονάδα. [1] Όμως οι μουσουλμανικές κατακτήσεις του 7ου αι. διέλυσαν αυτήν την τάξη: το αναδυόμενο χαλιφάτο, όχι μόνο ήταν πολύ πιο ισχυρό και απειλητικό από ό,τι ήταν ποτέ η Περσία, αλλά είχε επίσης ως αποτέλεσμα τη συντριβή της πολιτικής ενότητας του Μεσογειακού κόσμου. Το κέντρο εξουσίας του μετακινήθηκε ανατολικότερα, από τη Δαμασκό στη Βαγδάτη. Η Ρωμανία έμεινε εδαφικά μειωμένη και σε μόνιμη άμυνα, υποβιβασμένη σε καθεστώς περιφερειακής δύναμης. [1]

Αυτή η κρίση οδήγησε σε μια βαθιά μεταμόρφωση στη φύση και τον πολιτισμό του Ρωμαϊκού κράτους, που δεν ολοκληρώθηκε παρά τον 9ο αι., όταν η πίεση των μουσουλμάνων στην Αυτοκρατορία μειώθηκε. [2] Το Βυζαντινό κράτος που προέκυψε «ήταν Αυτοκρατορία και πολιτισμός επικεντρωμένος στον Αυτοκράτορα και τη θρησκεία». [3] Ήταν επίσης πολύ πιο στρατιωτικοποιημένο: η πολιτική διοικητική δομή της ύστερης αρχαιότητας, που τέθηκε σε εφαρμογή από τον Διοκλητιανό και τους διαδόχους του, αντικαταστάθηκε από τα θέματα, που το καθένα διοικείται από έναν δούκα (στρατιωτικό διοικητή, στρατηγό). Η άκαμπτη διάκριση μεταξύ πολιτικών και στρατιωτικών ιεραρχιών, που ήταν χαρακτηριστικό γνώρισμα του συστήματος της ύστερης αρχαιότητας, καταργήθηκε έτσι. [4] Με τις εδαφικές απώλειες, που μείωσαν την Αυτοκρατορία στη Μ. Ασία και σε μέρη των Βαλκανίων, η διοίκηση εξορθολογίστηκε, με την κεντρική κυβέρνηση ουσιαστικά να απορροφά την παλαιά επαρχιακή διοίκηση των πραιτοριανών επαρχιών σε μια κεντρική, αυλο-κεντρική ιεραρχία. Στην πορεία, τα λίγα μεγάλα τμήματα της ύστερης αρχαιότητας αντικαταστάθηκαν από μια σειρά από μικρότερα, πιο στενά εστιασμένα δημοσιονομικά γραφεία, όλα περίπου ίσης θέσης. [4] Μια άλλη αλλαγή ήταν, ότι τα ελληνικά αντικατέστησαν τελικά τα λατινικά ως γλώσσα διοίκησης κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. [5]

Οι μουσουλμανικές κατακτήσεις, σε συνδυασμό με τις σλαβικές εισβολές στα Βαλκάνια την ίδια περίπου εποχή, είχαν ως αποτέλεσμα την κατάρρευση των κοινωνικών τάξεων της ύστερης αρχαιότητας. Ειδικά οι πόλεις περιορίστηκαν σε μικρούς οχυρωμένους οικισμούς, που ξεχωρίζουν κυρίως ως αμυντικοί προμαχώνες και κέντρα αγοράς. Μόνο η Βυζαντινή πρωτεύουσα, η Κωνσταντινούπολη, παρέμεινε ως μια «αληθινή» πόλη, αξιοσημείωτη. [4] Η επαρχιακή αριστοκρατία παρήκμασε. Εξαφανίστηκαν αξιώματα, όπως οι decuriones των πόλεων και μαζί τους οι πολιτικές λειτουργίες της αριστοκρατίας των γαιοκτημόνων. Οι μεγάλοι γαιοκτήμονες της ύστερης αρχαιότητας καταστράφηκαν από τις συνεχείς επιδρομές και όσοι επέζησαν φαίνεται ότι άφησαν τις πόλεις για τα οχυρά επαρχιακά κτήματα. [6] Πολλοί από την επαρχιακή αριστοκρατία κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου κατάφεραν να διατηρήσουν -ή να κερδίσουν- τις θέσεις τους μέσω της κατοχής αξιωμάτων στα θέματα, και σταδιακά, στρατιωτικοποιήθηκαν και αυτοί. [6]

Η εκπαίδευση υπέστη σοβαρό πλήγμα την περίοδο αυτή. Κάποια μορφή τριτοβάθμιας εκπαίδευσης εξακολουθούσε να είναι διαθέσιμη στην πρωτεύουσα, αν και είναι γνωστά πολύ λίγα πρόσωπα εξέχουσας θέσης, και η ιδιωτική εκπαίδευση εξακολουθούσε να είναι διαθέσιμη για τους πλούσιους, αλλά η απόκτησή της ήταν πολύ πιο δύσκολη. Ειδικότερα, η εκπαίδευση στο ρωμαϊκό δίκαιο, που ήταν η βάση για μια δημόσια σταδιοδρομία, υπέστη απότομη πτώση, βοηθούμενη από το γεγονός ότι η νομική διδασκαλία βρισκόταν παραδοσιακά στα χέρια μιας μικρής ομάδας κυρίως εθνικών ("ειδωλολατρών") καθηγητών. [7] Η αριθμητική και ποιοτική πτώση των μορφωμένων τάξεων είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση του αριθμού των φιλολογικών έργων που παρήχθησαν, καθώς το κοινό που απέμενε για τέτοια έργα ήταν μικρό και μειωνόταν κάθε χρόνο. [7] Η τέχνη και η αρχιτεκτονική ακολούθησαν το παράδειγμά τους, και πολλά λατομεία εγκαταλείφθηκαν. Εκτός από τις οχυρώσεις —που συχνά εκτελούνται αρκετά βιαστικά— σχεδόν όλη η οικοδομική δραστηριότητα σταμάτησε κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. [8]

Η εξέταση αυτής της κρίσιμης περιόδου της Ρωμαϊκής ιστορίας έχει δημιουργήσει πολλές δυσκολίες στους σύγχρονους μελετητές, αφού οι Βυζαντινές ιστορικές πηγές για αυτήν είναι λίγες, και κυρίως μεταγενέστερες από την ίδια την περίοδο. [3] Καμία Βυζαντινή ιστορική πηγή δεν είναι γνωστή από το τέλος του τελευταίου μεγάλου Βυζαντινο-Σασανιδικού πολέμου γύρω στο 630 μέχρι τα τέλη του 8ου αι., όταν ο Νικηφόρος Α΄ Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης έγραψε τη Σύντομη Ιστορία του, ακολουθούμενη μερικές δεκαετίες αργότερα από το Χρονικό του Θεοφάνη Ομολογητή. [4] Οι διοικητικές και νομικές πηγές είναι επίσης σπάνιες, με μόνες εξαιρέσεις τον «νόμο του Αγρότη» και τον «νόμο της Ροδιακής Θάλασσας». [9] Έτσι, πολλές από τις πληροφορίες γι' αυτήν την περίοδο προέρχονται από μη Βυζαντινές πηγές, όπως οι Άραβες ιστορικοί, καθώς και από Αρμενικές και Συριακές πηγές από την περιφέρεια της Αυτοκρατορίας, αν και πολλές από αυτές είναι επίσης μεταγενέστερες. [9] Τα θεολογικά έργα αποτελούν εξαίρεση σε αυτή τη σπανιότητα πηγών, αλλά και πάλι, λόγω της παρακμής των μορφωμένων τάξεων στο ίδιο το Βυζάντιο, τα περισσότερα από αυτά γράφτηκαν στην περιφέρεια της Αυτοκρατορίας, ή μάλιστα σε εδάφη που ελέγχοντο από το χαλιφάτο, ενώ έργα από την Κωνσταντινούπολη απουσιάζουν σχεδόν εξ ολοκλήρου. [4] [7]

Bιβλιογραφικές αναφορές

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  1. 1,0 1,1 Louth 2008, σελ. 221.
  2. Louth 2008, σελ. 222.
  3. 3,0 3,1 Louth 2008, σελ. 224.
  4. 4,0 4,1 4,2 4,3 4,4 Louth 2008.
  5. Louth 2008, σελ. 238.
  6. 6,0 6,1 Treadgold 1997, σελ. 394.
  7. 7,0 7,1 7,2 Treadgold 1997.
  8. Treadgold 1997, σελ. 399.
  9. 9,0 9,1 Louth 2008, σελ. 225.
  • Gregory, Timothy E. (2010). A History of Byzantium (Second έκδοση). Wiley-Blackwell. ISBN 978-1-4051-8471-7. 
  • Haldon, John (1997). Byzantium in the Seventh Century: the Transformation of a Culture. Cambridge: Cambridge University Press. ISBN 0-521-31917-X. 
  • Louth, Andrew (2008). "Byzantium Transforming (600–700)". In Shepard, Jonathan (ed.). The Cambridge History of the Byzantine Empire c. 500–1492. Cambridge: Cambridge University Press. pp. 221–248. ISBN 978-0-521-83231-1.
  • Treadgold, Warren (1997). A History of the Byzantine State and Society. Stanford, California: Stanford University Press. ISBN 0-8047-2630-2.