Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ρινόκερος της Σουμάτρας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ρινόκερος της Σουμάτρας[1]
Ραπουνζέλ, Ρινόκερος της Σουμάτρας στον ζωολογικό κήπο του Μπρονξ
Ραπουνζέλ, Ρινόκερος της Σουμάτρας στον ζωολογικό κήπο του Μπρονξ
Κατάσταση διατήρησης
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Θηλαστικά (Mamalia)
Τάξη: Περιττοδάκτυλα (Perissodactyla)
Οικογένεια: Ρινοκερωτίδες (Rhinocerotidae)
Γένος: Δικερόρινος (Dicerorhinus)
Είδος: D. sumatrensis
Διώνυμο
Dicerorhinus sumatrensis (Δικερόρινος ο σουματρικός)
(Fischer, 1814)[3]
Κατανομή του ρινόκερου της Σουμάτρας.[4]
Υποείδη

Δικερόρινος ο σουματρικός του Χάρισον (Dicerorhinus sumatrensis harrissoni)
Δικερόρινος ο σουματρικός ο σουματρικός (Dicerorhinus sumatrensis sumatrensis)
Δικερόρινος ο σουματρικός ο λασιώτης (Dicerorhinus sumatrensis lasiotis)

Ο Ρινόκερος της Σουμάτρας (Dicerorhinus sumatrensis - Δικερόρινος ο σουματρικός) είναι μέλος της οικογένειας των Ρινοκεροτίδων και ένα από τα πέντε είδη ρινόκερων που ζουν σήμερα. Είναι ο μικρότερος ρινόκερος με ύψος 120-145 εκ. και μήκος 250 εκατοστών. Το βάρος του ποικίλει από 500-800 κιλά. Όπως και τα αφρικανικά είδη, έχει δύο κέρατα. Το μεγαλύτερο είναι το ρινικό και έχει μήκος 15-25 εκατοστά, ενώ το δεύτερο είναι μικρότερο. Το μεγαλύτερο μέρος του σώματός του καλύπτεται από κοκκινωπό τρίχωμα.

Τα μέλη αυτού του είδους ζούσαν κάποτε στα τροπικά δάση και τα έλη της Ινδίας, του Μπουτάν, του Μπανγκλαντές, της Μιανμάρ, του Λάος, της Ταϊλάνδης, της Μαλαισίας και της Ινδονησίας. Σήμερα, είναι σε σημαντικό κίνδυνο εξαφάνισης με μόνο έξι υπαρκτούς πληθυσμούς στη φύση: τέσσερις στην Σουμάτρα, έναν στο Βόρνεο, και έναν στη Μαλαισία. Ο ακριβής πληθυσμός τους είναι δύσκολο να εξακριβωθεί καθώς είναι αρκετά μοναχικά ζώα και διασκορπισμένα στην περιοχή κατοικίας τους, υπολογίζεται όμως πως ζουν περίπου 300. Η μείωση του πληθυσμού του Ρινόκερου της Σουμάτρας οφείλεται κυρίως στη λαθροθηρία, καθώς τα κέρατά του χρησιμοποιούνται ευρύτατα στην κινεζική παραδοσιακή ιατρική και η αξία τους στην μαύρη αγορά φτάνει τα 20.000€ ανά κιλό.[5] Άλλος κίνδυνος είναι η καταστροφή των εδαφών τους εξαιτίας της αποψίλωσης των δασών για τη δημιουργία καλλιεργήσιμων εκτάσεων.

Ο Ρινόκερος της Σουμάτρας είναι ένα μοναχικό ζώο εκτός από την περίοδο αναπαραγωγής και ανατροφής των απογόνων. Χρησιμοποιεί τη φωνή του για να επικοινωνήσει περισσότερο από κάθε άλλο είδος ρινόκερου. Το είδος αυτό έχει μελετηθεί διεξοδικότερα από τον επίσης μοναχικό Ρινόκερο της Ιάβας χάρη σε ένα πρόγραμμα αιχμαλωσίας 40 ρινόκερων της Σουμάτρας με σκοπό την προστασία και διατήρηση του είδους. Τελικά, το πρόγραμμα θεωρήθηκε καταστροφικό ακόμα και από τους εμπνευστές του καθώς οι περισσότεροι ρινόκεροι πέθαναν χωρίς να αφήσουν απογόνους για σχεδόν 20 χρόνια. Λόγο κυνηγιού και αφαίρεση του βιότοπου του ο Ρινόκερος της Σουμάτρας εν τέλει εξαφανίστικε το 2019

Ταξινόμηση και ονοματοδοσία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο πρώτος καταγεγραμμένος Ρινόκερος της Σουμάτρας σκοτώθηκε 16 χιλιόμετρα έξω από το Φορτ Μάλμπορο, κοντά στη δυτική ακτή της Σουμάτρας το 1793. Τα σκίτσα του ζώου και μία γραπτή περιγραφή στάλθηκαν στον τότε πρόεδρο της Βασιλικής Ακαδημίας του Λονδίνου, φυσικό Joseph Banks, ο οποίος και δημοσίευσε μία ανακοίνωση για το είδος τον ίδιο χρόνο. Το επιστημονικό όνομα του είδους δόθηκε το 1814 από τον Johann Fischer von Waldheim, Γερμανό επιστήμονα και έφορο του State Darwin Museum της Μόσχας.[6][7]

Το επιστημονικό όνομα Dicerorhinus sumatrensis προέρχεται από τις ελληνικές λέξεις δι ("δύο"), κέρας ("κέρατο") και rhinos (ρίνος, δηλαδή "μύτη").[8] Το Sumatrensis προέρχεται από τη Σουμάτρα, το νησί της Ινδονησίας όπου ανακαλύφθηκαν οι πρώτοι ρινόκεροι.[9] Ο Κάρολος Λινναίος αρχικά κατέταξε όλους τους ρινόκερους στο γένος Rhinoceros. Έτσι, αρχικά το είδος αναγνωρίστηκε ως Rhinoceros sumatrensis. Ο Joshua Brookes θεώρησε ότι ο Ρινόκερος της Σουμάτρας, που έχει δύο κέρατα, ανήκει σε διαφορετικό γένος από τον μονόκερο Rhinoceros, και του έδωσε το όνομα Didermocerus το 1828. Ο Constantin Wilhelm Lambert Gloger πρότεινε το όνομα Dicerorhinus το 1841. Το 1868, ο John Edward Gray πρότεινε το όνομα Ceratorhinus. Παρόλα αυτά, το αρχικό όνομα συνέχισε να χρησιμοποιείται μέχρι το 1977 όταν η Διεθνής Επιτροπή Ζωολογικής Ονοματοδοσίας (ICZN) καθιέρωσε ως ορθό όνομα το Dicerorhinus (Δικερόρινος).[10][3]

Υπάρχουν τρία υποείδη:

  • D.s. sumatrensis - Δ. ο σ. ο σουματρικός, γνωστός και ως Δυτικός Ρινόκερος της Σουμάτρας. Γύρω στους 275 ρινόκερους έχουν απομείνει κυρίως στη δυτική Σουμάτρα. Περίπου 75 ζουν στη χερσόνησο της Μαλαισίας. Ο κύριος κίνδυνος για αυτό το υποείδος προέρχεται από την καταστροφή της περιοχής κατοικίας του και τη λαθροθηρία. Οι ρινόκεροι στη χερσόνησο της Μαλαισίας ήταν κάποτε γνωστοί ως D.s. niger αλλά αργότερα αποδείχτηκε ότι είναι όμοιοι με τους ρινόκερους της δυτικής Σουμάτρας.[3]
  • D.s. harrissoni - Δ. ο σ. του Χάρισον, γνωστός και ως Ανατολικός Ρινόκερος της Σουμάτρας. Κάποτε κατοικούσε σε όλο το Βόρνεο. Σήμερα υπολογίζεται ότι έχουν επιζήσει περίπου 25 ζώα. Ο γνωστός πληθυσμός ζει στην περιοχή Sabah, ενώ έχει αναφερθεί πως κάποια ζώα επιζούν στο Sarawak και το Kalimantan.[11] Το υποείδος πήρε το όνομά του από τον Τομ Χάρισον ο οποίος ασχολήθηκε με τη ζωολογία και ανθρωπολογία του Βόρνεο τη δεκαετία του 1960.[12] Υπάρχει μία μικρή γενετική διαφοροποίηση ανάμεσα στον Δυτικό και στον Ανατολικό Ρινόκερο της Σουμάτρας.[13] Επίσης, το υποείδος του Βόρνεο είναι μικρότερο από τα άλλα δύο.[3]
  • D.s. lasiotis - Δ. ο σ. ο λασιώτης[14][15][16], γνωστός και ως Βόρειος Ρινόκερος της Σουμάτρας. Κάποτε ζούσε στην Ινδία και το Μπανγκλαντές αλλά σήμερα έχει εκλείψει στις δύο αυτές χώρες. Πληροφορίες ότι ίσως ένας μικρός πληθυσμός να ζει στη Μιανμάρ δεν μπορούν να ελεγχθούν λόγω της πολιτικής κατάστασης της χώρας.[17] To lasiotis προέρχεται από τα ελληνικά και σημαίνει "τριχωτά αυτιά". Αργότερα, έρευνες έδειξαν πως οι τρίχες των αυτιών τους δεν ήταν μακρύτερες από τα άλλα υποείδη του Ρινόκερου της Σουμάτρας. Ο D.s. lasiotis παρέμεινε ως υποείδος καθώς ήταν σημαντικά μεγαλύτερος από τα υπόλοιπα υποείδη.[3]

Οι πρόγονοι των ρινόκερων παρεξέκλιναν από τα άλλα Περισσοδάκτυλα κατά το πρώιμο Ηώκαινο. Η σύγκριση μιτοχονδριακού DNA έχει δείξει πως οι πρόγονοι των σύγχρονων ρινόκερων χωρίστηκαν από τους προγόνους τους Ιππίδες περίπου 50 εκατ. χρόνια πριν.[18][19] Η σημερινή οικογένεια των Ρινοκερατίδων εμφανίστηκε για πρώτη φορά κατά το ύστερο Ηώκαινο στην περιοχή της Ευρασίας. Οι πρόγονοι του ρινόκερου άρχισαν να διασκορπίζονται στην Ασία κατά το Μειόκαινο.[20][5]

Ο Ρινόκερος της Σουμάτρας, σε σύγκριση με τα είδη που ζούνε σήμερα, θεωρείται το λιγότερο εξελιγμένο είδος καθώς μοιράζεται πολλά κοινά χαρακτηριστικά με τους προγόνους του, της εποχής του Μειόκαινου.[5] Παλαιοντολογικά στοιχεία, τοποθετούν το γένος Dicerorhinus στο Πρώιμο Μειόκαινο, 23-26 εκατομμύρια χρόνια πριν. Η μοριακή χρονολόγηση δείχνει πως ο διαχωρισμός του Dicerorhinus από τα άλλα τέσσερα είδη έγινε πριν από 25,9 ± 1,9 εκατομμύρια χρόνια. Τρεις θεωρίες κυριαρχούν για τη σχέση του Ρινόκερου της Σουμάτρας με τα άλλα τρία είδη. Η πρώτη, υποστηρίζει πως ο Ρινόκερος της Σουμάτρας συγγενεύει στενά με τον Μαύρο και τον Λευκό ρινόκερο της Αφρικής, καθώς και τα τρία είδη έχουν δύο κέρατα.[18] Άλλοι εκτιμούν πως ο Ρινόκερος της Σουμάτρας συγγενεύει περισσότερο με τον Ινδικό ρινόκερο και τον Ρινόκερο της Ιάβας, καθώς ζουν σε κοντινές περιοχές.[18][21] Μία τρίτη θεωρία, που βασίζεται σε πιο πρόσφατες αναλύσεις υποστηρίζει πως οι δύο Αφρικανικοί ρινόκεροι, οι δύο Ασιατικοί, και ο Ρινόκερος της Σουμάτρας αντιπροσωπεύουν τρεις διαφορετικές οικογένειες που χώρισαν πριν από 25,9 εκατομμύρια χρόνια, χωρίς να είναι ξεκάθαρο ποια ομάδα διαχωρίστηκε πρώτη.[18][22]

Εξαιτίας μορφολογικών ομοιοτήτων, πιστεύεται πως ο Ρινόκερος της Σουμάτρας συγγενεύει με τον Τριχωτό ρινόκερο (Coelodonta antiquitatis). Ο Τριχωτός ρινόκερος, που ονομάστηκε έτσι εξαιτίας του τριχώματος που κάλυπτε το δέρμα του, εμφανίστηκε στην Κίνα κατά το Ύστερο Πλειστόκαινο και επεκτάθηκε στην Ευρασία, από την Κορέα, μέχρι την Ισπανία. Ο Τριχωτός ρινόκερος επέζησε την τελευταία Εποχή των Παγετώνων, αλλά, όπως και το Τριχωτό Μαμούθ εξαφανίστηκε πριν από περίπου 10.000 χρόνια. Αν και κάποιες μορφολογικές έρευνες αμφισβήτησαν τη σχέση τους,[22] πρόσφατες μοριακές αναλύσεις έδειξαν πως τα δύο είδη συγγενεύουν.[23] Τα περισσότερα απολιθώματα ταξινομήθηκαν ως μέλη του γένους Δικερόρινος, χωρίς όμως να ανήκουν άλλα είδη στο γένος αυτό.[24]

Ο σκελετός ενός Ρινόκερου της Σουμάτρας.

Ένας ενήλικος Ρινόκερος της Σουμάτρας έχει ύψος 120-145 εκατοστά και μήκος περίπου 250 εκατοστά. Το βάρος του κυμαίνεται από 500 έως 800 κιλά, αν και ρινόκεροι σε ζωολογικούς κήπους φτάνουν μέχρι και τα 1.000 κιλά. Όπως και τα Αφρικανικά είδη (Λευκός και Μαύρος ρινόκερος) έχει δύο κέρατα. Το μεγαλύτερο από αυτά, το ρινικό έχει μήκος 15-25 εκ., ενώ το μακρύτερο που έχει καταγραφεί είχε μήκος 81 εκατοστά.[25] Το δεύτερο κέρατο είναι μικρότερο και έχει μήκος λιγότερο από 10 εκατοστά. Έχουν χρώμα σκούρο γκρι ή μαύρο. Τα κέρατα των αρσενικών είναι μακρύτερα από αυτά των θηλυκών, αν και το είδος δεν παρουσιάζει άλλη φυλετική δυμορφία. Ο ρινόκερος της Σουμάτρας ζει 30-35 χρόνια στη φύση, ενώ ο μεγαλύτερος χρόνος ζωής σε αιχμαλωσία ήταν τα 32 χρόνια και 8 μήνες ενός θηλυκού D. lasiotis που πέθανε στο ζωολογικό κήπο του Λονδίνου το 1900.[24]

Το δέρμα του είναι λεπτό (10-16 χιλ.), και όταν ζει στην φύση δεν έχει καθόλου υποδόριο λίπος. Όταν γεννιέται, οι τρίχες του είναι πυκνές ενώ με τα χρόνια αραιώνουν. Αν και όταν ζει στην φύση είναι καλυμμένες με λάσπη, το χρώμα τους είναι κοκκινωπό ή σκούρο καφέ. Όπως όλοι οι ρινόκεροι, έχει φτωχή όραση. Ο ρινόκερος της Σουμάτρας είναι ταχύς και ευκίνητος. Ανεβαίνει εύκολα στους λόφους και άνετα διασχίζει λόφους και ποτάμια.[9][25][24]

Διασπορά και κατοικία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το Εθνικό Πάρκο Taman Negara της Μαλαισίας περιλαμβάνει τον μόνο γνωστό συγκεντρωμένο πληθυσμό Ρινόκερου της Σουμάτρας στην ηπειρωτική Ασία.

Ο Ρινόκερος της Σουμάτρας ζει σε υψηλού ή χαμηλού υψομέτρου τροπικά δάση και βάλτους. Προτιμάει περιοχές με λόφους και εύκολη πρόσβαση σε νερό. Παλαιότερα, η διασπορά του καταλάμβανε μία μεγάλη περιοχή από τη Μιανμάρ, μέχρι την Ανατολική Ινδία και το Μπανγκλαντές. Υπάρχουν επίσης πληροφορίες για πληθυσμό στη Καμπότζη, το Λάος και το Βιετνάμ. Σήμερα, οι γνωστοί πληθυσμοί περιορίζονται στη χερσόνησο της Μαλαισίας, το νησί της Σουμάτρας, και την πολιτεία Sabah του Βόρνεο. Αν και δεν θεωρείται πολύ πιθανό, κάποιοι επιστήμονες πιστεύουν ότι ένας μικρός πληθυσμός ρινόκερου της Σουμάτρας ίσως να ζει στη Μιανμάρ. Η πολιτική κατάσταση εκεί όμως, δεν επιτρέπει τις περαιτέρω έρευνες.[26]

Οι πληθυσμοί του ρινόκερου της Σουμάτρας είναι αρκετά διασκορπισμένοι στην ακτίνα κατοικίας τους, δυσκολεύοντας έτσι τις προσπάθειες διάσωσης του είδους.[26] Μόνο έξι περιοχές είναι γνωστό πως φιλοξενούν σημαντικό αριθμό ζώων: τα Εθνικά Πάρκα Bukit Barisan Selatan, Gunung Leuser, Kerinci Seblat και Way Kambas στη Σουμάτρα της Ινδονησίας, το Εθνικό Πάρκο Taman Negara στη Μαλαισία, και το καταφύγιο άγριας ζωής Tabin στο Βόρνεο.[27][5]

  1. Wilson, D. E., and Reeder, D. M. (eds), ed (2005). Mammal Species of the World (3rd edition ed.) Αρχειοθετήθηκε 2009-02-24 στο Wayback Machine.. Johns Hopkins University Press. ISBN 0-8018-8221-4. http://www.bucknell.edu/msw3/browse.asp?id=14100054 Αρχειοθετήθηκε 2009-02-24 στο Wayback Machine..
  2. van Strien, N.J., Manullang, B., Sectionov, Isnan, W., Khan, M.K.M, Sumardja, E., Ellis, S., Han, K.H., Boeadi, Payne, J. & Bradley Martin, E. (2008). Dicerorhinus sumatrensis. 2008 IUCN Red List of Threatened Species. IUCN 2008. Ανακτήθηκε 28 November 2008.
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 3,4 Rookmaaker, L.C. (1984). «The taxonomic history of the recent forms of Sumatran Rhinoceros (Dicerorhinus sumatrensis)». Journal of the Malayan Branch of the Royal Asiatic Society 57 (1): 12–25. 
  4. Derived from range maps in:
    • Foose, Thomas J. and van Strien, Nico (1997), Asian Rhinos – Status Survey and Conservation Action Plan, IUCN, Gland, Switzerland, and Cambridge, UK, ISBN 2-8317-0336-0 
      and
    • Dinerstein, Eric (2003). The Return of the Unicorns; The Natural History and Conservation of the Greater One-Horned Rhinoceros. New York: Columbia University Press. ISBN 0-231-08450-1. 
      This map does not include unconfirmed historical sightings in Laos and Vietnam or possible remaining populations in Burma.
  5. 5,0 5,1 5,2 5,3 Dinerstein, Eric (2003). The Return of the Unicorns; The Natural History and Conservation of the Greater One-Horned Rhinoceros. New York: Columbia University Press. ISBN 0-231-08450-1. 
  6. Rookmaaker, Kees (2005). «First sightings of Asian rhinos». Στο: Fulconis, R., επιμ. Save the rhinos: EAZA Rhino Campaign 2005/6. London: European Association of Zoos and Aquaria. σελ. 52. 
  7. Morales, Juan Carlos; Andau, Patrick Mahedi; Supriatna, Jatna; Zainal-Zahari, Zainuddin; Melnick, Don J. (1997). «Mitochondrial DNA Variability and Conservation Genetics of the Sumatran Rhinoceros». Conservation Biology 11 (2): 539–543. doi:10.1046/j.1523-1739.1997.96171.x. https://archive.org/details/sim_conservation-biology_1997-04_11_2/page/539. 
  8. Liddell, Henry G.· Scott, Robert (1980). Greek-English LexiconΑπαιτείται δωρεάν εγγραφή (Συνοπτική έκδοση). Oxford: Oxford University Press. ISBN 0-19-910207-4. 
  9. 9,0 9,1 van Strien, Nico (2005). «Sumatran rhinoceros». Στο: Fulconis, R., επιμ. Save the rhinos: EAZA Rhino Campaign 2005/6. London: European Association of Zoos and Aquaria. σελίδες 70–74. 
  10. International Commission on Zoological Nomenclature (1977). "Opinion 1080. Didermocerus Brookes, 1828 (Mammalia) suppressed under the plenary powers". Bulletin of Zoological Nomenclature, 34:21–24.
  11. van Strien, N.J., Manullang, B., Sectionov, Isnan, W., Khan, M.K.M, Sumardja, E., Ellis, S., Han, K.H., Boeadi, Payne, J. & Bradley Martin, E. 2008. Dicerorhinus sumatrensis. IUCN Red List of Threatened Species Version 2009.2.. IUCN 2009. Ανακτήθηκε στις 4 Νοεμβρίου, 2008.
  12. Groves, C.P. (1965). «Description of a new subspecies of Rhinoceros, from Borneo, Didermocerus sumatrensis harrissoni». Saugetierkundliche Mitteilungen 13 (3): 128–131. 
  13. Asian Rhino Specialist Group (1996). Dicerorhinus sumatrensis ssp. sumatrensis Αρχειοθετήθηκε 2008-06-27 στο Wayback Machine.. 2007 IUCN Red List of Threatened Species. IUCN 2007. Ανακτήθηκε στις 13 Ιανουαρίου, 2008.
  14. lasiotis means hairy-ears in greek
  15. Alfred L. Gardner. «The gender of genus-group names ending in either -otis or -otus» (PDF). Bulletin of Zoological Nomenclature (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 19 Ιουνίου 2013. [νεκρός σύνδεσμος]
  16. «λάσιος». Greek Word Study Tool (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 19 Ιουνίου 2013. 
  17. Asian Rhino Specialist Group (1996). Dicerorhinus sumatrensis ssp. lasiotis Αρχειοθετήθηκε 2008-06-27 στο Wayback Machine.. 2007 IUCN Red List of Threatened Species. IUCN 2007. Ανακτήθηκε στις 13 Ιανουαρίου, 2008.
  18. 18,0 18,1 18,2 18,3 Tougard, C.; Delefosse, T.; Hoenni, C.; Montgelard, C. (2001). «Phylogenetic relationships of the five extant rhinoceros species (Rhinocerotidae, Perissodactyla) based on mitochondrial cytochrome b and 12s rRNA genes». Molecular Phylogenetics and Evolution 19 (1): 34–44. doi:10.1006/mpev.2000.0903. 
  19. Xu, Xiufeng; Janke, Axel; Arnason, Ulfur (1996). «The Complete Mitochondrial DNA Sequence of the Greater Indian Rhinoceros, Rhinoceros unicornis, and the Phylogenetic Relationship Among Carnivora, Perissodactyla, and Artiodactyla (+ Cetacea)». Molecular Biology and Evolution 13 (9): 1167–1173. http://mbe.oxfordjournals.org/cgi/reprint/13/9/1167. Ανακτήθηκε στις 2007-11-04. 
  20. Lacombat, Frédéric (2005). «The evolution of the rhinoceros». Στο: Fulconis, R., επιμ. Save the rhinos: EAZA Rhino Campaign 2005/6. London: European Association of Zoos and Aquaria. σελίδες 46–49. 
  21. Groves, C. P. (1983). «Phylogeny of the living species of rhinoceros». Zeitschrift fuer Zoologische Systematik und Evolutionsforschung 21: 293–313. 
  22. 22,0 22,1 Cerdeño, Esperanza (1995), «Cladistic Analysis of the Family Rhinocerotidae (Perissodactyla)», Novitates (American Museum of Natural History) (3143), ISSN 0003-0082, http://digitallibrary.amnh.org/dspace/bitstream/2246/3566/1/N3143.pdf, ανακτήθηκε στις 2008-08-14 
  23. Ludovic, Orlando; Leonard, Jennifer A.; Thenot, Aurélie; Laudet, Vincent; Guerin, Claude; Hänni, Catherine (September 2003). «Ancient DNA analysis reveals woolly rhino evolutionary relationships». Molecular Phylogenetics and Evolution 28 (2): 485–499. doi:10.1016/S1055-7903(03)00023-X. 
  24. 24,0 24,1 24,2 Groves, Colin P., and Fred Kurt (1972). «Dicerorhinus sumatrensis». Mammalian Species (21): 1–6. doi:10.2307/3503818. http://www.science.smith.edu/departments/Biology/VHAYSSEN/msi/pdf/i0076-3519-021-01-0001.pdf. 
  25. 25,0 25,1 van Strien, N.J. (1974). «Dicerorhinus sumatrensis (Fischer), the Sumatran or two-horned rhinoceros: a study of literature». Mededelingen Landbouwhogeschool Wageningen 74 (16): 1–82. 
  26. 26,0 26,1 Foose, Thomas J. and van Strien, Nico (1997), Asian Rhinos – Status Survey and Conservation Action Plan, IUCN, Gland, Switzerland, and Cambridge, UK, ISBN 2-8317-0336-0 
  27. Dean, Cathy· Foose, Tom (2005). «Habitat loss». Στο: Fulconis, R., επιμ. Save the rhinos: EAZA Rhino Campaign 2005/6. London: European Association of Zoos and Aquaria. σελίδες 96–98.