Πύργος του Δαβίδ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Πύργος του Δαυίδ
Χάρτης
Είδοςακρόπολη και μουσείο
Γεωγραφικές συντεταγμένες31°46′34″N 35°13′40″E
Διοικητική υπαγωγήΠαλαιά Πόλη Ιεροσολύμων[1]
ΧώραΠαλαιστίνη, Ισραήλ και Κράτος της Παλαιστίνης[2]
Προστασίαμνημείο πολιτιστικής κληρονομιάς στο Ισραήλ
Ιστότοπος
Επίσημος ιστότοπος
Commons page Πολυμέσα
Ο Πύργος του Δαβίδ και τα Τείχη της πόλης.

Ο Πύργος του Δαβίδ (εβραϊκά: מגדל דוד‎‎), επίσης γνωστός ως η Citadel (αραβικά: القلعة‎‎), είναι μία αρχαία ακρόπολη, που βρίσκεται κοντά στην είσοδο της Πύλης της Γιάφας στην Παλαιά Πόλη της Ιερουσαλήμ.

Η ακρόπολη που βρίσκεται σήμερα, χρονολογείται στην περίοδο των Μαμελούκων και της Οθωμανικής περιόδου. Κτίστηκε στη θέση μίας σειράς παλαιότερων αρχαίων οχυρώσεων της Ασμοναϊκής, Ηρωδιανής, Βυζαντινής και Πρώιμης Μουσουλμανικής περιόδου, αφού καταστράφηκε επανειλημμένα κατά τις τελευταίες δεκαετίες της παρουσίας των Σταυροφόρων στους Αγίους Τόπους από τους μουσουλμάνους εχθρούς τους. [3] Περιέχει σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα, που χρονολογούνται για περισσότερο από 2.500 χρόνια, συμπεριλαμβανομένου ενός λατομείου που χρονολογείται στην περίοδο του Πρώτου Ναού, και είναι ένας δημοφιλής χώρος για αγαθοεργές εκδηλώσεις, εκθέσεις χειροτεχνίας, συναυλίες και παραστάσεις ήχου και φωτός.

Ο Ισραηλινός αρχαιολόγος Νταν Μπαχάτ γράφει, ότι οι αρχικοί τρεις Ασμοναϊκοί πύργοι που υπήρχαν σε αυτή την περιοχή της πόλης, τροποποιήθηκαν από τον Ηρώδη και ότι «ο βορειοανατολικός πύργος αντικαταστάθηκε από έναν πολύ μεγαλύτερο, πιο ογκώδη πύργο, που του δόθηκε το όνομα «Πύργος του Δαβίδ» από τον 5ο αι. μ.Χ. και μετά». [4] Το όνομα «Πύργος του Δαβίδ» από τον Ηρωδιανό αυτόν πύργο στα βορειοανατολικά της ακρόπολης μεταφέρθηκε τον 19ο αι. στον μιναρέ του 17ου αι. στην απέναντι πλευρά της ακρόπολης και μετά το 1967 έχει εγκριθεί επίσημα για ολόκληρη την ακρόπολη. [5]

Ονομασία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

«Πύργος του Δαβίδ»: Ο Ηρωδιανός πύργος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το όνομα "Πύργος του Δαβίδ" χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά για τον Ηρωδιανό πύργο τον 5ο αι. μ.Χ. από τους Βυζαντινούς Χριστιανούς, οι οποίοι πίστευαν ότι η τοποθεσία ήταν το παλάτι του βασιλιά Δαβίδ. [4] [3] Δανείστηκαν το όνομα «Πύργος του Δαβίδ» από το Άσμα Ασμάτων, που αποδίδεται στον Σολομώντα, γιο του βασιλιά Δαβίδ, ο οποίος έγραψε: «Ο λαιμός σου είναι σαν τον Πύργο του Δαβίδ κτισμένος με πυργίσκους, στον οποίο κρέμονται χίλιες ασπίδες, όλος ο οπλισμός των ισχυρών ανδρών» (Song of Songs, 4:4).

Άλλα ονόματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ένα άλλο όνομα τού ογκώδους Ηρωδιανο-Μαμελουκικού βορειοανατολικού πύργου είναι στα αραβικά: برج القلعة‎, κ. γρ. Μπουρτζ αλ-Καλ'ά‎ 'Πύργος της Ακρόπολης'. [6] Κατά την πρώιμη Μουσουλμανική και Αγιουβιδική περίοδο ήταν γνωστός στα αραβικά ως Mihrab Dawud. «Ο χώρος προσευχής του Δαβίδ».

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Άποψη του Πύργου του Δαβίδ από υψηλά.
Στο μοντέλο αυτό της Ιερουσαλήμ διακρίνεται το Παλάτι του Ηρώδη του Μεγάλου με τους τρεις πύργους ( Φασαήλ, Ιππικός, Μαριάμνης από αριστερά προς τα δεξιά).

Ασμοναϊκή περίοδος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τον 2ο αιώνα π.Χ., η Παλαιά Πόλη της Ιερουσαλήμ επεκτάθηκε περαιτέρω στον λεγόμενο Δυτικό Λόφο. Αυτό το ύψωμα 773 μέτρων, το οποίο περιλαμβάνει τη σύγχρονη Αρμενική και Εβραϊκή Συνοικία καθώς και το όρος Σιών, οριοθετείται από απότομες κοιλάδες από όλες τις πλευρές, εκτός από τη βόρεια. Ο πρώτος οικισμός σε αυτήν την περιοχή ήταν περί το 150 π.Χ., περίπου στην εποχή των Χασμοναίων βασιλέων [4], όταν κατασκευάστηκε αυτό που ο Φλάβιος Ιώσηπος ονόμασε Πρώτο Τείχος.

Οι πύργοι του Ηρώδη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στη βάση μεγάλες ορθογώνια λαξευμένες πέτρες της εποχής του Ηρώδη, με επάνω μικρότερες πέτρες της περιόδου των Μαμελούκων.

O Ηρώδης, ο οποίος πήρε την εξουσία από τη δυναστεία των Ασμοναίων, πρόσθεσε τρεις τεράστιους πύργους στις οχυρώσεις το 37–34 π.Χ. Τους έκτισε στην ευάλωτη βορειοδυτική γωνία του Δυτικού Λόφου, όπου βρίσκεται τώρα η Ακρόπολη. Ο σκοπός του δεν ήταν μόνο να υπερασπιστεί την πόλη, αλλά να προστατεύσει το δικό του βασιλικό ανάκτορο, που βρίσκεται κοντά στο όρος Σιών. Ο Ηρώδης ονόμασε τον ψηλότερο από τους πύργους, 44 metres (144 ft) στο ύψος, του Φασαήλ στη μνήμη του αδελφού του που είχε αυτοκτονήσει, ενώ βρισκόταν σε αιχμαλωσία. Ένας άλλος πύργος ονομάστηκε της Μαριάμνης και πήρε το όνομά του από τη δεύτερη σύζυγό του, την οποία είχε εκτελέσει και θάψει σε μία σπηλιά στα δυτικά του πύργου. Ονόμασε τον τρίτο πύργο Ιππικό από έναν φίλο του. Από τους τρεις πύργους, μόνο η βάση ενός από αυτούς σώζεται μέχρι σήμερα: είναι είτε του Φασαήλ, είτε -όπως υποστήριξε ο αρχαιολόγος Hillel Geva που ανέσκαψε την Ακρόπολη,- ο Πύργος του Ιππικού. Από τον ίδιο τον αρχικό πύργο (τώρα ονομάζεται Πύργος του Δαβίδ ), περίπου δεκαέξι σειρές των ηρωδιών ορθογώνια λαξευμένων λίθων εξακολουθούν να υψώνονται από το επίπεδο του εδάφους (εν μέρει κρυμμένοι από ένα πολύ μεταγενέστερο ανάχωμα), στους οποίους προστέθηκαν μικρότερες πέτρες σε μεταγενέστερη περίοδο, που πρόσθεσαν σημαντικά στο ύψος τού εναπομείναντος ημιτελούς Ηρωδιανού πύργου.

Κατά τη διάρκεια του εβραϊκού πολέμου με τη Ρώμη, ο Simon bar Giora έκανε τον πύργο τόπο διαμονής του. [7] Μετά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ από τους Ρωμαίους το 70 μ.Χ. οι τρεις πύργοι διατηρήθηκαν ως μαρτυρία της ισχύος των οχυρώσεων, που κατέλαβαν οι ρωμαϊκές λεγεώνες και η τοποθεσία χρησίμευσε ως στρατώνας για τα ρωμαϊκά στρατεύματα.

Όταν η Αυτοκρατορία υιοθέτησε τον Χριστιανισμό ως την προτιμώμενη θρησκεία της τον 4ο αι, μία κοινότητα μοναχών εγκαταστάθηκε στην ακρόπολη. Ήταν κατά τη Βυζαντινή περίοδο, που ο εναπομείνας Ηρωδιανός πύργος και κατ' επέκταση η Ακρόπολη στο σύνολό της, απέκτησε την εναλλακτική ονομασία, Πύργος του Δαβίδ, αφού οι Βυζαντινοί, προσδιορίζοντας λανθασμένα τον λόφο ως Όρος Σιών, υπέθεσαν ότι ήταν το παλάτι του Δαβίδ, που αναφέρεται στα Σαμουήλ Β΄ 5:11, 11:1-27, 16:22

Πρώιμοι Μουσουλμάνοι, Σταυροφόροι, Αγιουβίδες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά την αραβική κατάκτηση της Ιερουσαλήμ το 638, οι νέοι Μουσουλμάνοι ηγεμόνες ανακαίνισαν την ακρόπολη. Αυτή η ισχυρή δομή άντεξε στην επίθεση των Σταυροφόρων το 1099 και παραδόθηκε μόνο, όταν οι υπερασπιστές της είχαν εγγυημένη ασφαλή διέλευση από την πόλη. 

Κατά την περίοδο των Σταυροφόρων χιλιάδες προσκυνητές έκαναν το προσκύνημα στην Ιερουσαλήμ μέσω του λιμανιού της Ιόππης/Γιάφας. Για να προστατεύσουν τους προσκυνητές από την απειλή των ληστών των μεγάλων οδών, οι Σταυροφόροι έκτισαν έναν πύργο, που περιβάλλεται από μία τάφρο στην κορυφή της ακρόπολης και έφτιαξαν παρατηρητήρια για να φρουρούν τον δρόμο προς τη Γιάφα. Η ακρόπολη προστάτευε επίσης το πρόσφατα ανεγερθέν παλάτι των σταυροφόρων βασιλιάδων της Ιερουσαλήμ, που βρίσκεται αμέσως νότια της ακρόπολης. [8]

Το 1187 ο σουλτάνος Σαλαντίν κατέλαβε την πόλη, συμπεριλαμβανομένης της ακρόπολης. Το 1239 ο Αγιουβίδης εμίρης του Καράκ, Αν-Νασίρ Νταούντ, επιτέθηκε στη φρουρά των Σταυροφόρων και κατέστρεψε την ακρόπολη. Το 1244 στη μάχη του Λα Φορμπή, οι Χοράσμιοι νίκησαν και έδιωξαν τους Σταυροφόρους από την Ιερουσαλήμ για τελευταία φορά, καταστρέφοντας ολόκληρη την πόλη στην επιχείρηση. Οι Μαμελούκοι κατέστρεψαν την ακρόπολη το 1260.

Οι Μαμελούκοι και η Οθωμανική ακρόπολη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1310 η ακρόπολη ξανακτίστηκε από τον σουλτάνο των Μαμελούκων Aλ-Νασίρ Μουχάμαντ ιμπν Καλαβούν, ο οποίος της έδωσε μεγάλο μέρος από το σημερινό της σχήμα. [9]

Στο οθωμανικό μασίντ Μιχράμπ εντ-Νταβούντ, δηλ. "τζαμί της Κόγχης Προσευχής του Δαβίδ", το μιχράμπ και το μινμπάρ.

Η ακρόπολη επεκτάθηκε μεταξύ 1537 και 1541 από τον Οθωμανό σουλτάνο Σουλεϊμάν Α΄ τον εγαλοπρεπή, του οποίου οι αρχιτέκτονες σχεδίασαν μία μεγάλη είσοδο, πίσω από την οποία βρισκόταν μία θέση κανονιού. Για 400 χρόνια η ακρόπολη χρησίμευε ως φρουρά για τα τουρκικά στρατεύματα. Οι Οθωμανοί εγκατέστησαν επίσης ένα τζαμί (αραβ.: masjid) κοντά στη νοτιοδυτική γωνία της ακρόπολης, που είναι κοινώς γνωστό ως Μιχράμπ ελ-Καλ'ά εντ-Νταβούντ ("Κόγχη προσευχής του φρουρίου του Δαβίδ"), [10] ανεγείροντας έναν μιναρέ κατά τα έτη 1635-1655. Τον 19ο αι. ο εμφανής μιναρές, που στέκεται ακόμη και σήμερα, έγινε κοινώς γνωστός ως «Πύργος του Δαβίδ». Τουλάχιστον δύο τζαμιά είναι γνωστό ότι υπάρχουν εντός της ακρόπολης της Ιερουσαλήμ. [5]

The tower in 1911
Η τάφρος, η κύρια πύλη και ο πύργος το 1911.

Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου οι βρετανικές δυνάμεις υπό τον στρατηγό Έντμουντ Άλενμπι κατέλαβαν την Ιερουσαλήμ. Ο στρατηγός Άλενμπι κήρυξε επίσημα το γεγονός, στεκόμενος σε μία εξέδρα στην εξωτερική ανατολική πύλη της ακρόπολης.

Βρετανική και Ιορδανική περίοδος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η κύρια πύλη στην ακρόπολη, 1920.

Κατά την περίοδο της Βρετανικής κυριαρχίας (1917–1948), ο Ύπατος Αρμοστής ίδρυσε την Εταιρεία Υπέρ της Ιερουσαλήμ για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς της πόλης. Αυτή η οργάνωση καθάρισε και ανακαίνισε την ακρόπολη και την άνοιξε ξανά για το κοινό ως χώρο για συναυλίες, αγαθοεργές εκδηλώσεις και εκθέσεις τοπικών καλλιτεχνών. Στη δεκαετία του 1930 ένα μουσείο παλαιστινιακής λαογραφίας άνοιξε στην ακρόπολη, όπου εκτίθενται παραδοσιακές χειροτεχνίες και ρούχα.

Μετά τον Αραβο-Ισραηλινό Πόλεμο του 1948 η Αραβική Λεγεώνα κατέλαβε την Ιερουσαλήμ και μετέτρεψε την ακρόπολη στον ιστορικό της ρόλο ως στρατιωτική θέση, καθώς είχε κυρίαρχη θέα πέρα από τη γραμμή ανακωχής, προς στην Εβραϊκή Ιερουσαλήμ. Θα κρατούσε αυτόν τον ρόλο μέχρι το 1967.

Μουσείο Πύργου του Δαβίδ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Άποψη αρχαιολογικών ευρημάτων στην αυλή και τον οθωμανικό μιναρέ.
Ένας πολυέλαιος δημιουργία του Ντέιλ Τσίχουλυ κρέμεται στην είσοδο του Μουσείου "Πύργος του Δαβίδ".

Μετά από τον πόλεμο των έξι ημερών το 1967, ο πολιτιστικός ρόλος της ακρόπολης αναβίωσε.

Το Μουσείο Ιστορίας της Ιερουσαλήμ "Πύργος του Δαβίδ" άνοιξε το 1989 από το Ίδρυμα Ιερουσαλήμ. Τοποθετημένο σε μία σειρά από θαλάμους στην αρχική ακρόπολη, το μουσείο περιλαμβάνει μία αυλή, που περιέχει αρχαιολογικά κατάλοιπα, τα οποία χρονολογούνται πριν από 2.700 χρόνια.

Τα εκθέματα απεικονίζουν 4.000 χρόνια ιστορίας της Ιερουσαλήμ, από τις απαρχές της ως Χαναναϊκή πόλη έως τη σύγχρονη εποχή. Χρησιμοποιώντας χάρτες, βιντεοκασέτες, ολογράμματα, σχέδια και μακέτες, οι εκθεσιακοί χώροι απεικονίζουν την Ιερουσαλήμ υπό τους διάφορους κυβερνήτες της. Οι επισκέπτες μπορούν επίσης να ανέβουν στις επάλξεις, οι οποίες προσφέρουν θέα 360 μοιρών της Παλαιάς Πόλης και της Νέας Πόλης της Ιερουσαλήμ.

Από το 2002 το Ίδρυμα της Ιερουσαλήμ ανέφερε ότι πάνω από 3.500.000 επισκέπτες είχαν περιηγηθεί στο μουσείο.

Αρχαιολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 2010 μία έρευνα του χώρου πραγματοποιήθηκε από τον Γιεχουντάχ Ρουπουάνο για λογαριασμό της Εφορείας Αρχαιοτήτων του Ισραήλ (IAA). [11]

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βιβλιογραφικές αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. (Γερμανικά, Αγγλικά, Γαλλικά, Ισπανικά, Ιταλικά) archINFORM. 5461. Ανακτήθηκε στις 31  Ιουλίου 2018.
  2. (Γερμανικά, Αγγλικά, Γαλλικά, Ισπανικά, Ιταλικά) archINFORM. 5461. Ανακτήθηκε στις 24  Ιανουαρίου 2024.
  3. 3,0 3,1 Murphy-O'Connor, Jerome (2008). The Holy Land: An Oxford Archaeological Guide from Earliest Times to 1700. Oxford Archaeological Guides (5η έκδοση). New York: Oxford University Press. σελίδες 23–24. ISBN 978-0-19-923666-4. Ανακτήθηκε στις 14 Ιουνίου 2020. 
  4. 4,0 4,1 4,2 Bahat, Dan (2007). «Jerusalem Between the Hasmoneans and Herod the Great». Στο: Rami Arav. Cities Through the Looking Glass: Esays on the History and Archaeology of Biblical Urbanism. Eisenbraunds. σελίδες 122–124. ISBN 978-1575061429. 
  5. 5,0 5,1 Hawari, Mahmoud (2010). «The Citadel of Jerusalem: A Case Study in the Cultural Appropriation of Archaeology in Palestine». Present Pasts (London: University College London (UCL), Institute of Archaeology, Heritage Studies Section) 2: 89-95 [94]. doi:10.5334/pp.25. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2021-06-26. https://web.archive.org/web/20210626023001/https://www.presentpasts.info/articles/10.5334/pp.25/. Ανακτήθηκε στις 2021-06-26. 
  6. إسرائيل, طاقم تايمز أوف. «مبادرة لتكنولوجيا الواقع الإفتراضي في مختبر الإبتكار الجديد في متحف برج قلعة القدس». تايمز أوف إسرائيل (στα Αραβικά). Ανακτήθηκε στις 17 Οκτωβρίου 2020. 
  7. Josephus, The Jewish War (V.IV.3; VII.II.1)
  8. Gilbert, Martin (1987). Crusader Jerusalem (Map 11) (PDF). Oxford. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 14 Αυγούστου 2015. Ανακτήθηκε στις 20 Οκτωβρίου 2015. 
  9. The Citadel: Position, EnjoyJerusalem.com (EU-supported Palestinian website)
  10. «al-Qal'a Mosque (Masjid Mehrab e Dawud)». Madain Project. Ανακτήθηκε στις 14 Ιουνίου 2020. 
  11. Israel Antiquities Authority, Excavators and Excavations Permit for Year 2010, Survey Permit # A-5826

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Περαιτέρω ανάγνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]