Τείχη της Ιερουσαλήμ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 31°46′28″N 35°13′48″E / 31.77444°N 35.23000°E / 31.77444; 35.23000

Τείχη της Ιερουσαλήμ
Χάρτης
Είδοςοχυρωματικό τείχος
Γεωγραφικές συντεταγμένες31°46′29″N 35°13′40″E
Διοικητική υπαγωγήΙερουσαλήμ
ΧώραΙσραήλ
Έναρξη κατασκευής1535
Μήκος4.018 μέτρα
Ύψος12 μέτρα
Προστασίατμήμα μνημείου παγκόσμιας κληρονομιάς (από 1981)[1]
Commons page Πολυμέσα
Τα τείχη της Ιερουσαλήμ του 16ου αιώνα, με τον μιναρέ της ακρόπολης της Ιερουσαλήμ.

Τα Τείχη της Ιερουσαλήμ (εβραϊκά: חומות ירושלים‎‎, αραβικά: أسوار القدس‎‎) περιβάλλουν την Παλαιά Πόλη της Ιερουσαλήμ (περίπου 1 τ.χλμ.). Το 1535, όταν η Ιερουσαλήμ ήταν μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο σουλτάνος Σουλεϊμάν Α' διέταξε να ξανακτιστούν τα κατεστραμμένα τείχη της πόλης. Η εργασία διήρκεσε περίπου τέσσερα χρόνια, μεταξύ 1537 και 1541.[2][3] Τα τείχη είναι ορατά στους περισσότερους παλαιούς χάρτες της Ιερουσαλήμ τα τελευταία 1.500 χρόνια.

Το μήκος των τοίχων είναι 4,018 χλμ., το μέσο ύψος τους είναι 12 μ. και το μέσο πάχος είναι 2,5 μ. Τα τείχη περιέχουν 34 παρατηρητήρια και επτά κύριες πύλες ανοικτές για κυκλοφορία, με δύο μικρές πύλες, που άνοιξαν ξανά από τους αρχαιολόγους.

Το 1981 τα τείχη της Ιερουσαλήμ προστέθηκαν, μαζί με την Παλαιά Πόλη της Ιερουσαλήμ, στον Κατάλογο Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO.[4]

Προϊσραηλινή πόλη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πόλη της Ιερουσαλήμ περιβάλλεται από τείχη για την άμυνά της από την αρχαιότητα. Στη Μέση Εποχή του Χαλκού, μία περίοδο γνωστή με βιβλικούς όρους και ως εποχή των Πατριαρχών, μία πόλη με το όνομα Ιεβούς κτίστηκε στον νοτιοανατολικό λόφο της Ιερουσαλήμ, σχετικά μικρή (50.000 τ. μ.) αλλά καλά οχυρωμένη. Τα υπολείμματα των τοίχων της βρίσκονται επάνω από τη σήραγγα του Σιλωάμ. Η ταύτιση της Jebus με την Ιερουσαλήμ έχει αμφισβητηθεί, κυρίως από τον Niels Peter Lemche. Υποστηρίζοντας την υπόθεσή του, κάθε μη βιβλική αναφορά της Ιερουσαλήμ που βρισκόταν στην αρχαία Εγγύς Ανατολή αναφέρεται στην πόλη ως «Ιερουσαλήμ». Ένα παράδειγμα αυτών των αρχείων είναι οι επιστολές της Αμάρνα, που χρονολογούνται στον 14ο αι. π.Χ., αρκετές από τις οποίες γράφτηκαν από τον αρχηγό της Ιερουσαλήμ Abdi-Heba και αποκαλούν την Ιερουσαλήμ είτε Urusalim (URU ú-ru-sa-lim ) ή Urušalim (URU ú-ru-ša10-lim ) (1330 π.Χ.). Επίσης στις επιστολές της Αμάρνα, ονομάζεται Beth-Shalem, ο Οίκος του Σαλήμ.[5]

Ισραηλιτική πόλη (περίπου 1000–587/86 π.Χ.)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμφωνα με την εβραϊκή παράδοση, όπως εκφράζεται στο Tanakh, η Ιερουσαλήμ παρέμεινε πόλη των Ιεβουσαίων μέχρι την άνοδο του Δαβίδ, ο οποίος κατέκτησε την Ιεβούς, τη μετονόμασε σε Πόλη του Δαβίδ και άρχισε να την επεκτείνει. Η πόλη του βρισκόταν ακόμη στον χαμηλό νοτιοανατολικό λόφο, έξω από τη σημερινή περιοχή της Παλαιάς Πόλης. Ο Σολομών, ο γιος του Δαβίδ, έκτισε τον Πρώτο Ναό στην κορυφή του λόφου (που υψώνεται ακριβώς επάνω από την πόλη που είχε κληρονομήσει) στο Όρος του Ναού και στη συνέχεια επέκτεινε τα τείχη της πόλης για να προστατεύσει τον ναό.

Κατά την περίοδο του Πρώτου Ναού τα τείχη της πόλης επεκτάθηκαν, για να συμπεριλάβουν και τον βορειοδυτικό λόφο, δηλαδή την περιοχή όπου βρίσκεται η σημερινή Εβραϊκή και Αρμενική Συνοικία.

Ολόκληρη η πόλη καταστράφηκε το 587/86 π.Χ. κατά τη διάρκεια της πολιορκίας υπό τον Ναβουχοδονόσορα Β΄ της Βαβυλώνας.

Εβραϊκή μεταεξορική πόλη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά την αιχμαλωσία στους Βαβυλώνιους και την περσική κατάκτηση της Βαβυλώνας, ο Κύρος Β' της Περσίας επέτρεψε στους Εβραίους να επιστρέψουν στην Ιουδαία και να ξανακτίσουν τον Δεύτερο Ναό. Η κατασκευή ολοκληρώθηκε το 516 π.Χ. ή το 430 π.Χ. Στη συνέχεια, ο Αρταξέρξης Α' ή πιθανώς ο Δαρείος Β' επέτρεψε στον Έσδρα και τον Νεεμία να επιστρέψουν και να ξανακτίσουν τα τείχη της πόλης και να κυβερνήσουν την Ιουδαία, η οποία κυβερνιόταν ως επαρχία Γιεχούντ (Yehud) υπό τους Πέρσες. Κατά την περίοδο του Δεύτερου Ναού, ιδιαίτερα κατά την περίοδο των Ασμονέvων, τα τείχη της πόλης επεκτάθηκαν και ανακαινίστηκαν, αποτελώντας αυτό που ο Ιώσηπος αποκαλεί Πρώτο Τείχος. Ο Ηρώδης ο Μέγας πρόσθεσε αυτό, που ο Ιώσηπος ονομάζει Δεύτερο Τείχος, κάπου στην περιοχή μεταξύ της σημερινής Πύλης της Γιάφας και του Όρους του Ναού. Ο Ηρώδης Αγρίππας Α' (βασ. 41–44 Κ.Χ.) άρχισε αργότερα την κατασκευή του Τρίτου Τείχους, το οποίο ολοκληρώθηκε μόλις στην αρχή του Πρώτου Εβραϊο-Ρωμαϊκού Πολέμου.[6] Μερικά ερείπια αυτού του τείχους βρίσκονται σήμερα κοντά στο βενζινάδικο της Πύλης της Αμυγδαλιάς (Mandelbaum).

Aιλία Καπιτωλίνα και Βυζαντινή Ιερουσαλήμ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πύλη παλαιάς ρωμαϊκής εποχής, κάτω από την Πύλη της Δαμασκού στην Ιερουσαλήμ.

Το 70 μ.Χ., ως αποτέλεσμα της ρωμαϊκής πολιορκίας κατά τη διάρκεια του Πρώτου Εβραιο-ρωμαϊκού Πολέμου, τα τείχη καταστράφηκαν σχεδόν ολοκληρωτικά. Η Ιερουσαλήμ θα παρέμενε ερειπωμένη για περίπου έξι δεκαετίες και χωρίς προστατευτικά τείχη για πάνω από δύο αιώνες.

Η παγανιστική ρωμαϊκή πόλη, Aelia Capitolina, που κτίστηκε μετά το 130 από τον Αυτοκράτορα Αδριανό, έμεινε αρχικά χωρίς προστατευτικά τείχη. Μετά από δύο περίπου αιώνες χωρίς τείχη, ένα νέο σύνολο τειχών ανεγέρθηκε γύρω από την πόλη, πιθανώς κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Αυτοκράτορα Διοκλητιανού, κάπου μεταξύ του 289 και του 300. Τα τείχη ανακαινίστηκαν εκτενώς από την αυτοκράτειρα Αιλία Ευδοκία (σύζυγο του Θεοδοσίου Β΄) κατά την εξορία της στην Ιερουσαλήμ (443–460).

Μεσαίωνας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Πύλη της Δαμασκού με τις πολεμίστρες της, θέα από βορρά.

Το 1033, τα περισσότερα από τα τείχη που κατασκεύασε η Ευδοκία καταστράφηκαν από σεισμό. Έπρεπε να ξανακτιστούν από τους Φατιμίδες, οι οποίοι άφησαν έξω τα νοτιότερα μέρη που είχαν προηγουμένως συμπεριληφθεί: το όρος Σιών με τις εκκλησίες του και τον νοτιοανατολικό λόφο (την πόλη του Δαβίδ) με τις εβραϊκές γειτονιές, που βρίσκονται νότια του Όρους του Ναού. Στο πλαίσιο της προετοιμασίας για την αναμενόμενη πολιορκία των Σταυροφόρων του 1099, τα τείχη ενισχύθηκαν και πάλι, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Η κατάληψη έφερε κάποια καταστροφή και ακολούθησε ανοικοδόμηση, όπως και η εκ νέου κατάκτηση από τον Σαλαντίν το 1187. Το 1202 έως το 1212 ο ανιψιός του Σαλαντίν, Aλ-Μαλίκ αλ-Μουαζάμ Ισά, διέταξε την ανοικοδόμηση των τειχών της πόλης, αλλά αργότερα, το 1219, μετά την κατασκευή των περισσότερων παρατηρητηρίων επανεξέτασε την κατάσταση και έριξε τα τείχη κάτω, κυρίως γιατί φοβόταν ότι οι Σταυροφόροι θα ωφελούνταν από τις οχυρώσεις, αν κατάφερναν να ανακαταλάβουν την πόλη. Για τους επόμενους τρεις αιώνες η πόλη παρέμεινε χωρίς προστατευτικά τείχη, με το Όρος του Ναού (Haram ash-Sharif) και την ακρόπολη να είναι έτσι οι μόνες καλά οχυρωμένες περιοχές.

Οθωμανική περίοδος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τον 16ο αιώνα, κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην περιοχή, ο σουλτάνος Σουλεϊμάν Α΄ ο μεγαλοπρεπής αποφάσισε να ανοικοδομήσει πλήρως τα τείχη της πόλης, εν μέρει στα ερείπια των αρχαίων τειχών. Κτισμένα γύρω στο 1537-1541, είναι τα τείχη που υπάρχουν σήμερα.

Πρόσοψη βορειοδυτικού τοίχου στην Ιερουσαλήμ, με αραβική επιγραφή.

Μία επιγραφή στα αραβικά από την βασιλεία του Σουλεϊμάν Α΄ αναφέρει:

Έχει διατάξει την ανέγερση του τείχους αυτός που προστάτεψε το σπίτι του Ισλάμ με το σθένος και την εξουσία του και εξάλειψε την τυραννία των ειδώλων με τη δύναμη και την ισχύ του, που μόνο αυτόν ο Θεός έδωσε τη δυνατότητα να υποδουλώσει τους λαιμούς των βασιλέων σε χώρες (μακριά και πλατιά) και απέκτησε επάξια τον θρόνο του Χαλιφάτου, ο σουλτάνος, γιος σουλτάνου, γιου σουλτάνου, γιου σουλτάνου, ο Σουλεϊμάν.[7]

Πύργος του Γολιάθ/Ταγκρέδου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

 Στη βορειοδυτική γωνία του οθωμανικού τείχους οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν τα πενιχρά ερείπια ενός μεγάλου πύργου, π. 35 μ. x 35 μ., που κτίστηκε πιθανώς για πρώτη φορά τον 11ο αι. κατά την περίοδο των Φατιμιδών, που έπεσε στα χέρια των Φράγκων στο τέλος της Α΄ Σταυροφορίας το 1099, και προφανώς επεκτάθηκε από τους Αγιουβίδες μετά την ανακατάληψη της πόλης από τον Σαλαντίν το 1187.[8] Ο πύργος είναι γνωστός ως Πύργος του Γολιάθ (αραβ.: Qasr al-Jalud) και στους Σταυροφόρους ως Πύργος του Ταγκρέδου (λατιν. Turris Tancredi), μετά τον Tαγκρέδο των Ωτβίλ, τον διοικητή του οποίου τα στρατεύματα παραβίασαν την άμυνα των Φατιμιδών σε αυτό το συγκεκριμένο σημείο κατά τη διάρκεια της πολιορκίας του 1099.[8][9] Ο πύργος, καθώς και ολόκληρο το τείχος της πόλης, καταστράφηκαν πιθανότατα το 1219, όταν ο Αγιουβίδης ηγεμόνας Αλ-Μου'αζάμ Ισά κατέστρεψε τις περισσότερες από τις οχυρώσεις της πόλης.[9] Έπειτα οι Οθωμανοί έκτισαν το δικό τους τείχος.

Γήπεδο ποδοσφαίρου με το παλαιό τείχος της πόλης στο βάθος, Ανατολική Ιερουσαλήμ.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. whc.unesco.org/en/list/148/.
  2. Jerome Murphy-O’Connor (2008). The Holy Land: An Oxford Archaeological Guide from Earliest Times to 1700. Oxford Archaeological Guides. Oxford: Oxford University Press. σελ. 12. ISBN 978-0-19-923666-4. Ανακτήθηκε στις 8 Ιανουαρίου 2016. 
  3. http://www.antiquities.org.il/jerusalemwalls/hstry_12_eng.asp
  4. Report of the 1st Extraordinary Session of the World Heritage Committee
  5. See, e,g,, Holman Bible Dictionary, op. cit. supra.
  6. Josephus, De Bello Judaico (Wars of the Jews) v.iv.§ 2
  7. Building inscription commemorating the rebuilding of the walls of Jerusalem, Accession number: IAA 1942-265
  8. 8,0 8,1 Boas, Adrian J. (2001). «Physical remains of Crusader Jerusalem». Jerusalem in the Time of the Crusades: Society, Landscape and Art in the Holy City Under Frankish Rule. Routledge. σελίδες 69–70. ISBN 9781134582723. Ανακτήθηκε στις 15 Ιουνίου 2020. 
  9. 9,0 9,1 Tancred's Tower / Qasr Jalud (Goliath's Castle) Αρχειοθετήθηκε 2021-11-24 στο Wayback Machine., Institute for International Urban Development (I2UD), accessed June 2020