Οίκος των Σαμποριδών

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο θυρεός του Οίκου των Σαμποριδών της Πομερελίας.

Οι Σαμπορίδες, γερμανικά: Samboriden‎‎, ή Οίκος του Σομπιέσλαφ, πολωνικά: Sobiesławice‎‎ (12ος-13ος αι.) ήταν μία κυρίαρχη δυναστεία στην ιστορική περιοχή της Πομερελίας. Τα μέλη της τεκμηριώθηκαν για πρώτη φορά περί το 1155 ως κυβερνήτες (πρίγκηπες) στα εδάφη της Ανατολικής Πομερανίας, και υπηρετούσαν τον βασιλικό Οίκο των Πιάστ της Πολωνίας. Από το 1227 κυβέρνησαν ως αυτόνομοι πρίγκιπες μέχρι το 1294, οπότε ο Οίκος εξέλιπε. Ο επακόλουθος πόλεμος για τη διαδοχή -μεταξύ της Πολωνικής δυναστείας των Πιάστ, του βασιλικού μαργραβάτου του Βρανδεμβούργου και του Κράτους του Τευτονικού Τάγματος- οδήγησε στην κατάληψη του Γκντανσκ (Danzig) από τους Τεύτονες το 1308.

Γεωγραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η κυριαρχία της δυναστείας, η Πομερελία, αντιστοιχούσε κατά προσέγγιση με την περιοχή του σημερινού βοϊβοδάτου της Πομερανίας στη βόρεια Πολωνία. Οι Σαμπορίδες από το 1227 χρησιμοποιούσαν τον μεσαιωνικό λατινικό τίτλο dux Pomeraniae. Ως εκ τούτου, το δουκάτο της Πομερελίας αναφέρονταν ως «δουκάτο της Πομερανίας», παρόλο που υπήρχε ένα άλλο δουκάτο της Πομερανίας στα δυτικά, το οποίο κυβερνούσε ο Οίκος των Γκρίφιν, του οποίου τα μέλη έφεραν επίσης τον τίτλο των «δουκών της Πομερανίας».

Στην πολωνική χρήση, ο όρος Pomorze (Πομερανία) τείνει να συνδέεται με ολόκληρη τη λωρίδα γης στις ακτές της Βαλτικής μεταξύ του ποταμού Βιστούλα στα ανατολικά και του ποταμού Ράκσα (Ρέκνιτς) στα δυτικά. Μέχρι τις γερμανικές εισβολές, ο όρος χρησιμοποιήθηκε δυτικά ως το Μορίνι. Η διάκριση επιτυγχάνεται με τη χρήση του Pomorze Gdańskie (δηλαδή, Pomerania-Νταντσιχ) για την Pomerelia, και του Pomorze Szczecińskie (δηλαδή, Pomerania-Στετίν) για το πρώην δουκάτο των Γκρίφιν, στο οποίο ο τίτλος «δούκας της Πομερανίας» και ο όρος «δουκάτο της Πομερανίας» θα χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά μετά την εξαφάνιση των Σαμποριδών.

Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του δούκα Σβιεντόπελκ Β΄ ο Μέγας, οι εκμεταλλεύσεις των Σαμποριδών εξαπλώθηκαν από Σλουπσκ στα δυτικά, προς τα ανατολικά διασχίζοντας τον ποταμό Βιστούλα, συμπεριλαμβανομένου του Ζουλάβι Γκντάνσκιε, και στα νότια συνόρευαν με τα πολωνικά δουκάτα της Μεγάλης Πολωνίας και της Kουγιάβια, με τον ποταμό Nότετς να είναι τα σύνορα.

Προέλευση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το πολωνικό όνομα "Οίκος του Σομπιέσλαφ" προέρχεται από τον δούκα Σομπιέσλαφ Α΄, διαχειριστή των Πιάστ δούκων της Μεγάλης Πολωνίας στην Πομερελία, ενώ το "Σαμπορίδες", που χρησιμοποιείται στα αγγλικά και τα γερμανικά, προέρχεται από τον πιθανό γιο και διάδοχό του, δούκα Σαμπόρ Α΄. Σύμφωνα με τη γερμανική ιστοριογραφία, ο πρώτος πρίγκιπας της Πομερελίας ήταν ο Σαμπόρ, καθώς οι καταγραφές σχετικά με τον Σομπιέσλαβ Α', που προέρχονται από το χρονικό του 15ου αι. στην Ολίβα του 15ου αι., δεν φαινόταν αξιόπιστο. Ωστόσο οι Πολωνοί ιστορικοί δεν συμμερίζονται αυτή την επιφύλαξη και χρησιμοποιούν τον πατέρα του ως όνομα για τη δυναστεία.

Κατά τη διάρκεια της κατάκτησης των εδαφών της Πομερανίας μεταξύ 1113 και 1121, ο Πολωνός δούκας Μπόλεσλαφ Γ΄ ο Στραβόστομος περί το 1116 είχε εγκαταστήσει κυβερνήτες, που κυβερνούσαν στα εδάφη της Πομερελίας, πιθανώς τους προγόνους του Σομπιέσλαφ Α΄. Μία σχέση με τους δούκες της Πομερανίας Σιεμόσιλ και Σέμπορο ή την πολωνική δυναστεία των Πιάστ, δεν αποδείχθηκε οριστικά.

Ο πιο σημαντικός δούκας ήταν ο Σφιεντόπελκ Β΄, ο οποίος στην παραδοσιακή ιστορία των Kaσουβίων φέρει το επίθετο "ο Μέγας". Ο Σφιεντόπελκ έλαβε την Πομερελία ως υποτελής από τον επικυρίαρχό του, τον Πολωνό Ύπατο Δούκα Λέσεκ Α΄ τον Λευκό του Οίκου των Πιάστ το 1216 ή το 1217. Ίσως ενεργώντας σε συνεννόηση με τον πρίγκιπα των Πιάστ Βλαντίσλαφ Οντόνιτς της Μεγάλης Πολωνίας, επωφελήθηκε από τη δράση τού συμμάχου του, όταν απήγαγαν τον Ύπατο Δούκα Λέσεκ Α΄ και τον Ερρίκο Α΄ τον Γενειοφόρο δούκα της Σιλεσίας και στη συνέχεια τον ο Λέσεκ δολοφονήθηκε κατά τη συνέλευση Γκονσάβα των Πιάστ το 1227. Ως αποτέλεσμα, ο Σφιεντόπελκ αυτοανακηρύχτηκε ανεξάρτητος ηγεμόνας και δούκας της Πομερανίας.

Ο Σφιεντόπελκ Β΄ ήταν ο μεγαλύτερος στρατιωτικός διοικητής της δυναστείας, έχοντας νικήσει διάφορους στρατούς Πιάστ, Πρώσων, Δανών, Γερμανών και Γκρύφιτ εισβολέων κατά τη μακρόχρονη βασιλεία του. Ήταν ο πρώτος Πολωνός (Σλάβος) ηγεμόνας, που αμφισβητήθηκε ενεργά και πολέμησε στρατιωτικές εκστρατείες ενάντια στο Τευτονικό Τάγμα και πολλές φορές βοήθησε τους ειδωλολάτρες Πρώσους εναντίον του Τάγματος και τους πρίγκιπες των Πιάστ που πραγματοποιούσαν σταυροφορικές εκστρατείες εναντίον τους. Τα αδέλφια του Σάμπορ Β΄ και Ράτιμπορ παραχώρησαν μερικές από τις κτήσεις τους στους Τεύτονες Ιππότες, επιτρέποντας στο κράτος του Τάγματος να αποκτήσει ένα πρώτο σημαντικό βήμα στη δεξιά όχθη του ποταμού Βιστούλα.

Ο γιος του Σβιεντόπελκ Β΄ και τελευταίος ηγεμόνας των Σαμποριδών Mέστβιν Β΄, πολέμησε διάφορους παραδοσιακούς εχθρούς, συμπεριλαμβανομένου του Τευτονικού Τάγματος. Αναγκαστικά, όταν αγωνιζόταν για τον θρόνο του, υποσχέθηκε φεουδαρχικό φόρο υποτέλειας (homage) από μερικές πόλεις στους -από τον Οίκο των Ασκάνια- μαργράβους του Βρανδεμβούργου, υπογράφοντας τη Συνθήκη του Χόστσνο το 1269. Το 1282 σύναψε συμφωνία κληρονομιάς στο Κέμπνο με τον δούκα Πρέμισλ Β' της Μεγάλης Πολωνίας, βασιλιά της Πολωνίας από το 1295, ο οποίος μετά το τέλος του ενσωμάτωσε την Πομερελία στα εδάφη του Πολωνικού Στέμματος.

Γενεαλογία Σαμποριδών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σβιεντόμπορ
δούκας της Πομερελίας
Σβιεντόπελκ Α΄
δούκας της Πομερελίας
γιος
Σομπιέσλαφ Α΄
πρίγκιπας της Πομερανίας
ΟΙΚΟΣ ΣΑΜΠΟΡΙΔΩΝ
Σάμπορ Α΄
πρίγκιπας της Πομερελίας
Μέστβιν Α΄ ο Ειρηνικός
πρίγκιπας της Πομερελίας
Σβιεντόπελκ Β΄
πρίγκιπας, μετά δούκας της Πομερελίας
Σάμπορ Β΄
δούκας της Πομερελίας
Μέστβιν Β΄
δούκας της Πομερελίας

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Rymar E., Rodowód książąt pomorskich, t. 1, Szczecin 1995; Συμπλήρωμα, Gdańsk 2003; Śliwiński B., Poczet książąt gdańskich, Gdańsk 1997

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]