Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μαυρότρυγγας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μαυρότρυγγας
Ενήλικος μαυρότρυγγας (αναπαραγωγικό πτέρωμα)
Ενήλικος μαυρότρυγγας (αναπαραγωγικό πτέρωμα)
Κατάσταση διατήρησης

Ελαχίστης Ανησυχίας (IUCN 3.1) [1]
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Χαραδριόμορφα (Charadriiformes)
Οικογένεια: Σκολοπακίδες (Scolopacidae)
Υποοικογένεια: Τρυγγίνες (Tringinae) [2]
Γένος: Τρύγγας (Tringa) (Linnaeus, 1758)
Είδος: T. erythropus
Διώνυμο
Tringa erythropus (Τρύγγας ο ερυθρόπους)
Pallas, 1764

Ο Μαυρότρυγγας είναι παρυδάτιο καλοβατικό πτηνό της οικογενείας των Σκολοπακιδών, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Tringa erythropus και δεν περιλαμβάνει υποείδη.[3]

Η επιστημονική ονομασία του είδους erythropus έχει ελληνική ρίζα, και σημαίνει «αυτός που έχει κόκκινα πόδια», με σαφή αναφορά στο χρώμα των ταρσών του πτηνού.

Το ίδιο ισχύει και για την αγγλική του ονομασία, Spotted Redshank, με το πρόθεμα «κηλιδωτός», ενώ η ελληνική ονομασία του είδους, παραπέμπει στο χρώμα του πτερώματος αναπαραγωγής του.

Συστηματική Ταξινομική

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο μαυρότρυγγας ανήκει σε ένα μονοτυπικό είδος, δεν περιλαμβάνει δηλαδή υποείδη και, φαίνεται να έχει στενή συγγένεια με τα είδη, Tringa melanoleuca και Tringa nebularia.[4]

Γεωγραφική κατανομή

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο μαυρότρυγγας είναι είδος με εξάπλωση στον Παλαιό Κόσμο και είναι πλήρως μεταναστευτικός, δηλαδή δεν βρίσκεται σχεδόν πουθενά στην επικράτειά του ως επιδημητικό πτηνό, παρά μόνον ως καλοκαιρινός αναπαραγόμενος ή διαχειμάζων επισκέπτης, ενώ από κάποιες περιοχές διέρχεται κατά τις μεταναστεύσεις.

Περιοχές αναπαραγωγής

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι καλοκαιρινές περιοχές στις οποίες ο μαυρότρυγγας αναπαράγεται, βρίσκονται στις αρκτικές και υποαρκτικές περιοχές της Ευρασίας (Smit και Piersma 1989), από τη βόρεια Σκανδιναβία στα δυτικά, μέχρι τη βορειοανατολική Σιβηρία στα ανατολικά, χωρίς πάντως να φθάνει απέναντι από τις αμερικανικές ακτές της Αλάσκας. Ακόμη και τα νότια όρια της επικράτειας αναπαραγωγής του, δεν φθάνουν κάτω από την κεντρική Σκανδιναβία και Σιβηρία, αντίστοιχα.

Περιοχές διαχείμασης

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Μαυρότρυγγας (μη αναπαραγωγικό πτέρωμα)

Οι περιοχές διαχείμασης του μαυρότρυγγα βρίσκονται τόσο στην Ευρασία όσο και στην Αφρική. Στην Ευρώπη διαχειμάζει σε διάσπαρτους θύλακες του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας, σε ακτές των Κάτω Χωρών και της ΒΑ Μάγχης, ενώ επίσης διάσπαρτη είναι η κατανομή του σε όλες τις μεσογειακές χώρες, από την Ιβηρική μέχρι την Ελλάδα και την Τουρκία.

Στην Ασία διαχειμάζει από τη Μέση Ανατολή στα δυτικά μέχρι την Ινδοκίνα και το Ταϊβάν στα ανατολικά και από την Κασπία Θάλασσα και το Πακιστάν στα βόρεια, μέχρι το Ομάν, τη Σρι Λάνκα και τη Μαλαισία στα νότια, ενώ περιλαμβάνονται και πολλές άλλες χώρες ως ενδιάμεσοι σταθμοί ξεκούρασης (βλ. Μεταναστευτικές οδοί).

Στην Αφρική, τέλος, διαχειμάζει σε όλες τις παραμεσόγειες ακτές, στις όχθες του Νείλου, μέχρι τις πηγές του, και σε όλες, σχεδόν, τις χώρες παράλληλα με τον ισημερινό, από τις ακτές του Ατλαντικού, μέχρι την Ερυθρά Θάλασσα και τον Ινδικό.[5]

Μεταναστευτικές οδοί

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Μαυρότρυγγας είναι αποκλειστικά μεταναστευτικό είδος (Hayman et al. 1986, Smit & Piersma 1989, del Hoyo et al. 1996) και, κατ’ουσίαν, δεν υπάρχουν μόνιμοι (επιδημητικοί) πληθυσμοί, αλλά μόνον αναπαραγόμενοι και διαχειμάζοντες.

Στο μεταναστευτικό τους πέρασμα προς τους τόπους διαχείμασης, η πλειοψηφία των πτηνών ταξιδεύει διά ξηράς σε ευρύ μέτωπο, αν και υπάρχει επίσης μια σημαντική διαδρομή μέσω των δυτικών ακτών της Ευρώπης (Smit και Piersma 1989, del Hoyo et al. 1996). Τα θηλυκά αρχίζουν να κινούνται νότια στις αρχές Ιουνίου, τα αρσενικά ακολουθούν τον Ιούλιο, ενώ τα νεαρά άτομα μεταναστεύουν από τον Αύγουστο έως τον Σεπτέμβριο (del Hoyo et al. 1996). Οι μετακινήσεις αυτού του είδους χαρακτηρίζονται από μεγάλες πτήσεις μεταξύ των σταθμών ανάπαυλας, οι κυριότεροι από τους οποίους βρίσκονται στη Θάλασσα Βάντεν (Wadden) και τα δέλτα της Ολλανδίας, στη νότια Ουγγαρία, στη νοτιοανατολική Ελλάδα και κεντρική Τουρκία, στη Μαύρη Θάλασσα και την Κασπία Θάλασσα, στο κεντρικό Καζακστάν και τη λίμνη Βαϊκάλη, στη λίμνη Τσανγκ (Chang Lake, Ussuriland) και την κεντρική Γιακουτία , στη Σαχαλίνη, την Ιαπωνία και την Κορέα (del Hoyo et al. 1996). Tα άτομα που ξεχειμωνιάζουν στην υποσαχάρια Αφρική και στις βόρειες ζώνες της σαβάνας (π.χ. στο Μάλι, τη Νιγηρία και το Τσαντ (Smit και Piersma 1989)), διασχίζουν επίσης τη Σαχάρα (del Hoyo et αϊ. 1996).

Η άφιξη στην Αφρική αρχίζει τον Αύγουστο και κορυφώνεται τον Οκτώβριο (Hayman et al. 1986), με το είδος να είναι παρόν σε όλους τους τροπικούς, κυρίως μεταξύ Οκτωβρίου και Απριλίου (del Hoyo et al. 1996), και επιστρέφει στην Αρκτική από τα τέλη του Απριλίου μέχρι τα μέσα Μαΐου (del Hoyo et al. 1996). Εν τούτοις, κάποια πουλιά παραμένουν στις τροπικές περιοχές κατά την περίοδο αναπαραγωγής, αλλά αυτά που δεν είναι σε θέση να αναπαραχθούν μπορεί να περάσουν το καλοκαίρι ακριβώς νότια από τους τόπους αναπαραγωγής (del Hoyo et al. 1996).

Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από το Λουξεμβούργο και το Λίχτενσταϊν, τις Μαλδίβες και την Καμπότζη, την Αγκόλα και τη Νότια Αφρική, την Καραϊβική, την Αυστραλία και τη Μικρονησία.[1]

Στην Ελλάδα, ο μαυρότρυγγας είναι μερικώς μεταναστευτικός, έρχεται δηλαδή να ξεχειμωνιάσει στα βόρεια της χώρας, αλλά μπορεί να παρατηρηθεί σε όλη την επικράτεια κατά τις μεταναστεύσεις.

Ενήλικoς μαυρότρυγγας στο βιότοπό του (μη αναπαραγωγικό πτέρωμα)

Κατά την αναπαραγωγική περίοδο, ο μαυρότρυγγας απαντά σε πεδινές τοποθεσίες χαμηλού και μέσου υψομέτρου, όχι όμως σε ορεινές περιοχές, στη δασική και ανοικτή τούνδρα (Snow και Perrins 1998), σε έλη, βαλτώδη δάση με πεύκα ή σημύδες κοντά στό όριο με δασοκάλυψη της Αρκτικής, αλλά και σε πιο ανοιχτούς χώρους, όπως σε ερεικώνες και περιοχές της τούνδρας με θάμνους (Johnsgard 1981, del Hoyo et al. 1996).

Κατά τη διάρκεια της μετανάστευσης και στους τόπους διαχείμασης, (Flint et al. 1984) συχνάζει σε ποικιλία υγροτόπων με γλυκά και υφάλμυρα νερά, όπως φάρμες με λύματα, αρδευόμενους ορυζώνες, υφάλμυρες λιμνοθάλασσες, αλμυρόβαλτους, αλυκές, προστατευόμενες λασπώδεις ακτές (del Hoyo et al. 1996) και επίπεδες λασπώδεις περιοχές (Johnsgard 1981), βάλτους και βαλτώδεις λιμναίες όχθες (Johnsgard 1981, Urban et al. 1986), μικρές υδατοδεξαμενές, νερόλακκους και πλημμυρισμένα λιβάδια (Urban et al. 1986).

Στην Ελλάδα μπορεί να απαντά σε τενάγη, λίμνες και λιμνοθάλασσες.[6]

Ο μαυρότρυγγας είναι ένα μετρίου μεγέθους καλοβατικό πτηνό, εύκολα αναγνωρίσιμο στο αναπαραγωγικό του πτέρωμα, λόγω του αιθαλόμαυρου, (Πάπυρος-Λαρούς Μπριτάνικα, σ. 149) με διάσπαρτες, μικρές ανοιχτόχρωμες κηλίδες, χρώματός του, που τον κάνουν να ξεχωρίζει από τά άλλα, γειτονικά παρυδάτια πτηνά. Αντίθετα, στο μη αναπαραγωγικό πτέρωμα, δεν διαθέτει κάτι ξεχωριστό που να τον διακρίνει άμεσα και μοιάζει ιδιαίτερα με τον κοκκινοσκέλη, με τον οποίο μοιράζεται συχνά τα ίδια ενδιαιτήματα. Έχει όμως μεγαλύτερο μέγεθος, είναι ελαφρά πιο ανοιχτόχρωμος γκρι στο κάτω μέρος από εκείνον και, κατά την πτήση, δεν διακρίνεται η χαρακτηριστική λευκή λωρίδα (wing bar) στις πτέρυγες που υπάρχει στον κοκκινοσκέλη.[7]. Επίσης, έχει μεγαλύτερους ταρσούς, που τους διατηρεί κατά την πτήση αρκετά μακριά από το υπόλοιπο σώμα.[8] Όταν στέκεται στο έδαφος, διακρίνεται από την πιο όρθια στάση και πιο ζωηρή συμπεριφορά από τον κοκκινοσκέλη.[9]

Σε όλες τις εποχές είναι ευδιάκριτο το μακρύ, λεπτό ράμφος, κόκκινο στη βάση και μαύρο το υπόλοιπο, με χαρακτηριστικό, ελαφρά αγκιστρωτό προς τα κάτω άκρο, που χρησιμοποιείται αρκετές φορές ως ασφαλές διαγνωστικό κριτήριο.

Οι ταρσοί έχουν σκούρο ή ανοικτό κοκκινωπό χρώμα και η λευκή, σχήματος ‘V’, περιοχή στο ουροπύγιο επεκτείνεται αρκετά ψηλά προς τη ράχη.[7]

Όπως και οι άλλοι τρύγγες, συνηθίζει να κουνάει κατά διαστήματα το κάτω μέρος της κοιλιάς και την ουρά πάνω-κάτω (bobbing), αν και όχι τόσο συχνά όσο ο κοκκινοσκέλης.

Η ίριδα είναι μαύρη και, ιδιαίτερα στο αναπαραγωγικό πτέρωμα, είναι ευδιάκριτος ένας λευκός δακτύλιος που περιβάλλει τον οφθαλμό.

Βιομετρικά στοιχεία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Μήκος σώματος: (28-)30 έως 31(-33) εκατοστά.
  • Άνοιγμα πτερύγων: (45-)47 έως 53(-57) εκατοστά.
  • Βάρος: αρσενικό 135-170 γραμμάρια, θηλυκό 160-205 γραμμάρια.[10]

Ο μαυρότρυγγας τρέφεται, αποκλειστικά, με ζωική τροφή, που αποτελείται κυρίως από υδρόβια έντομα και τις προνύμφες τους (ιδιαίτερα υδρόβια σκαθάρια και ημίπτερα), επίγεια ιπτάμενα έντομα (οικογένεια Tipulidae-Craneflies), μικρά καρκινοειδή, μαλάκια, πολύχαιτους δακτυλιοσκώληκες, αλλά επίσης μικρά ψάρια και αμφίβια μέχρι 6-7 εκατοστά (Johnsgard 1981, del Hoyo et al. 1996). Αναζητά τη λεία του τόσο την ημέρα όσο και κατά τις νυκτερινές ώρες.[11]

Το είδος αναπαράγεται από τα τέλη Μαΐου έως τις αρχές Ιουνίου (Harrison), κατά μόνας ή κατά διάσπαρτα μεμονωμένα ζεύγη, αν και μερικές φορές έως 20 ζευγάρια έχουν παρατηρηθεί και, κατ'εξαίρεση, πάνω από 100 (Urban et al. 1986, del Hoyo et al. 1996). Οι ενήλικες συνήθως αλλάζουν πτέρωμα (moulting) σε μεγάλα σμήνη (Hayman et al. 1986), στις αρκτικές περιοχές ανάπαυλας πριν από τη μετάβαση στον τόπο διαχείμασης (del Hoyo et al. 1996).

Η φωλιά κατασκευάζεται σε ανοικτές περιοχές, απ’ευθείας πάνω στο έδαφος, συνήθως ανάμεσα σε γρασίδι (del Hoyo et al. 1996), σε βρύα (Flint et al. 1984), σε σχετικά ξηρότερες θέσεις, όπως κάτω από χαμηλές ιτιές (Johnsgard 1981), ή κοντά σε κάποιο χαρακτηριστικό σημείο (βράχο, πέτρα, μεγάλο κλαδί) που το πουλί χρησιμοποιεί ως σημάδι (landmark). Είναι μία απλή κοιλότητα επιστρωμένη με παρακείμενο φυτικό υλικό, όπως γρασίδι, πευκοβελόνες, νεκρά φύλλα και φτερά.[12]

Η γέννα πραγματοποιείται εφάπαξ και αποτελείται από 4, σπανίως 3 αβγά. Η επώαση πραγματοποιείται σχεδόν αποκλειστικά από το αρσενικό και είναι άγνωστη η διάρκειά της.[10][12].

Μετά την εκκόλαψη, και οι δύο γονείς φροντίζουν για την ανατροφή των νεοσσών, ιδιαίτερα το αρσενικό. Οι νεοσσοί είναι φωλεόφυγοι (precocial), εγκαταλείπουν δηλαδή τη φωλιά πολύ γρήγορα, ακολουθούν τους γονείς τους και τρέφονται μόνοι τους. Μετά από μερικές ημέρες, κάποια θηλυκά αναχωρούν για τους τόπους διαχείμασης, ενώ το αρσενικό μένει κοντά για επιτήρηση.[10][12].

Στην Ελλάδα, ο μαυρότρυγγας δεν αναπαράγεται, αλλά έρχεται μόνο για να ξεχειμωνιάσει ή είναι διαβατικός κατά τις μεταναστεύσεις.[13]

Κατάσταση πληθυσμού

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ενήλικο άτομο (μη αναπαραγωγικό πτέρωμα)

Ο μαυρότρυγγας είναι ένα από τα είδη που θα επηρεαστούν άμεσα από την κλιματική αλλαγή. Μια ερευνητική ομάδα που εξέτασε την μελλοντική πορεία των ατόμων που φωλιάζουν στο ευρωπαϊκό τμήμα της επικράτειας, βάσει κλιματικών μοντέλων για τον Οργανισμό Περιβάλλοντος του Ηνωμένου Βασιλείου και της RSPB, αναμένει ότι μέχρι το τέλος του 21ου αιώνα θα υπάρξει μείωση τής έκτασης κατανομής του μαυρότρυγγα κατά τα 2/3 και μετακίνησή του προς τα βορειοανατολικά. Η σημερινή και η μελλοντική κατανομή δύσκολα αλληλοεπικαλύπτονται, εκτός από κάποιες θέσεις στο βόρειο τμήμα της Σουηδίας και της Φινλανδίας. Δυνητικά νέα περιοχή εξάπλωσης είναι στο βόρειο άκρο της Ρωσίας, στα νότια της Novaya Zemlya.[14]

Οι μεγαλύτεροι ευρωπαϊκοί πληθυσμοί αναπαραγωγής των πτηνών βρίσκονται στη Φινλανδία, στη Νορβηγία, στο ευρωπαϊκό τμήμα της Ρωσίας και στη Σουηδία.

Η εντατική βόσκηση των χορτολιβαδικών εκτάσεων (περισσότερες από μία (1) αγελάδες ανά εκτάριο), βρέθηκε ότι έχει ως αποτέλεσμα μεγαλύτερη προσέλκυση του είδους στην Ουγγαρία.[15]

Πέρα από την κλιματική αλλαγή, το είδος απειλείται από την απώλεια ενδιαιτημάτων στις περιοχές διαχείμασης και κατά τη μετανάστευση: οι υγρότοποι στη Γκάνα υποβαθμίζονται μέσω της διάβρωσης των ακτών και αλλαγών που αφορούν στην αποχέτευση και σε εγγειοβελτιωτικά έργα (Ntiamboa-Baidu 1991). Στην Κίνα και τη Νότια Κορέα σημαντικές μεταναστευτικές περιοχές ανάπαυλας, γύρω από τις ακτές της Κίτρινης Θάλασσας, έχουν χαθεί μέσω των εγγειοβελτιωτικών έργων και της περιβαλλοντικής υποβάθμισης, ως αποτέλεσμα της μείωσης ροής των ποταμών (από υδροληψία), αύξησης της ρύπανσης, συγκομιδής της βενθικής πανίδας και μείωσης στην ποσότητα των ιζημάτων που μεταφέρονται στην περιοχή από το Κίτρινο Ποταμό και τον Γιάνκτσέ (Barter 2002, Barter 2006, Kelin και Qiang 2006).

Η IUCN, έχει χαρακτηρίσει το είδος ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC), παγκοσμίως, με τάση σταθερή, αν και κάποιοι πληθυσμοί έχουν άγνωστη τάση (Wetlands International 2006).[1]

Για την Ελλάδα τα στοιχεία είναι ελλιπή και, δεν είναι γνωστό εάν απειλείται άμεσα.

Στον ελλαδικό χώρο, ο Μαυρότρυγγας απαντάται και με τις ονομασίες Γαϊταρίφι, Μαυροτούρλι, Σκατοφαγάς [16] και Στικτοκοκκινοποδαρότρυγγας.[6]

  1. 1,0 1,1 1,2 BirdLife International (2012). Tringa erythropus στην Κόκκινη Λίστα Απειλούμενων Ειδών της IUCN. Έκδοση 2013.2. Διεθνής Ένωση Προστασίας της Φύσης (IUCN). Ανακτήθηκε 29 Μαρτίου 2014.
  2. Howard and Moore, p. 140
  3. Howard and Moore, p. 141
  4. Parkin et al
  5. BirdLife International and NatureServe (2012). «Tringa erythropus: Χάρτης γεωγραφικής κατανομής». IUCN. Ανακτήθηκε στις 29 Μαρτίου 2014. 
  6. 6,0 6,1 Όντρια, σ. 108
  7. 7,0 7,1 Bruun, p. 124
  8. Heinzel et al, p. 158
  9. Πάπυρος-Λαρούς Μπριτάνικα, σ. 149
  10. 10,0 10,1 10,2 Perrins, p. 120
  11. del Hoyo et al. 1996
  12. 12,0 12,1 12,2 Harrison, p. 154
  13. <http://www.katakali.net/drupal/ydrobia-parydatia/mayrotryggas/[νεκρός σύνδεσμος]
  14. Brian Huntley et al
  15. Baldi et al. 2005
  16. Απαλοδήμος, σ. 55
  • Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
  • Collin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
  • Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
  • Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
  • Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
  • Πάπυρος Λαρούς-Μπριτάνικα, τόμος 58, λήμμα «Τρύγγας»
  • Ιωάννη Όντρια, Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
  • Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
  • «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας, Αθήνα 1992»
  • Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
  • IUCN Red List: http://www.iucnredlist.org/
  • Parkin, David T.; Knox, Alan G. (2010). The Status of Birds in Britain and Ireland. London, UK: Christopher Helm. p. 173. ISBN 978-1-4081-2500-7.
  • Flint, V. E.; Boehme, R. L.; Kostin, Y. V.; Kuznetsov, A. A. 1984. A field guide to birds of the USSR. Princeton University Press, Princeton, New Jersey.
  • Johnsgard, P. A. 1981. The plovers, sandpipers and snipes of the world. University of Nebraska Press, Lincoln, U.S.A. and London.
  • Hayman, P.; Marchant, J.; Prater, A. J. 1986. Shorebirds. Croom Helm, London.
  • Brian Huntley, Rhys E. Green, Yvonne C. Collingham, Stephen G. Willis: A Climatic Atlas of European Breeding Birds, Durham University, The RSPB and Lynx Editions, Barcelona 2007, ISBN 978-84-96553-14-9, S. 203
  • Urban, E. K.; Fry, C. H.; Keith, S. 1986. The birds of Africa vol. II. Academic Press, London.
  • Smit, C. J.; Piersma, T. 1989. Numbers, midwinter distribution, and migration of wader populations using the East Atlantic flyway. In: Boyd, H.; Pirot, J.-Y. (ed.), Flyways and reserve networks for waterbirds, pp. 24–63. International Waterfowl and Wetlands Research Bureau, Slimbridge.
  • del Hoyo, J.; Elliott, A.; Sargatal, J. 1996. Handbook of the Birds of the World, vol. 3: Hoatzin to Auks. Lynx Edicions, Barcelona, Spain.
  • Snow, D. W.; Perrins, C. M. 1998. The Birds of the Western Palearctic vol. 1: Non-Passerines. Oxford University Press, Oxford.
  • Barter, M. 2002. Shorebirds of the Yellow Sea. Wetlands International, Canberra, Australia.
  • Baldi, A.; Batary, B.; Erdos, S. 2005. Effects of grazing intensity on bird assemblages and populations of Hungarian grasslands. Agriculture Ecosystems & Environment 108: 251-263.
  • Barter, M. A. 2006. The Yellow Sea - a vitally important staging region for migratory shorebirds. In: Boere, G.; Galbraith, C., Stroud, D. (ed.), Waterbirds around the world, pp. 663–667. The Stationary Office, Edinburgh, UK.
  • Kelin, C.; Qiang, X. 2006. Conserving migratory shorebirds in the Yellow Sea region. In: Boere, G.; Galbraith, C., Stroud, D. (ed.), Waterbirds around the world, pp. 319. The Stationery Office, Edinburgh, UK.
  • Ntiamoa-Baidu, Y. 1991. Seasonal changes in the importance of coastal wetlands in Ghana for wading birds. Biological Conservation 57: 139-158