Μαυροτσιροβάκος
Μαυροτσιροβάκος | ||||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Ενήλικος αρσενικός μαυροτσιροβάκος (διακεκριμένη φωτογραφία)
| ||||||||||||||||
Κατάσταση διατήρησης | ||||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||||
| ||||||||||||||||
Διώνυμο | ||||||||||||||||
Sylvia melanocephala (Συλβία η μελανοκέφαλος) J. F. Gmelin, 1789 | ||||||||||||||||
Υποείδη | ||||||||||||||||
Sylvia melanocephala leucogastra |
Ο Μαυροτσιροβάκος είναι στρουθιόμορφο πτηνό της οικογενείας των Συλβιιδών, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Sylvia melanocephala και περιλαμβάνει 5 υποείδη.[2][3] [i]
Στην Ελλάδα απαντούν τα υποείδη Sylvia melanocephala melanocephala (J. F. Gmelin, 1789) και Sylvia melanocephala pasiphae (Stresemann & Schiebel, 1925), με το δεύτερο να είναι ενδημικό της Κρήτης, της Ρόδου, των νησιών του Ν. Αιγαίου και της ΝΔ. Μικράς Ασίας.[2]
Ο μαυροτσιροβάκος είναι ένα από τα στρουθιόμορφα που, στην Ελλάδα, αποκαλούνται με τη γενικότερη ονομασία τσιροβάκοι.[4][5] Σε γενικές γραμμές, αποτελεί τον κοινότερο τσιροβάκο που απαντάται στις μεσογειακές χώρες.[6]
Ονοματολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η επιστημονική ονομασία του γένους sylvia συνδέεται με τη λατινική λέξη silva ή sylva «δάσος», «ξύλο»,[7] και, επομένως, παραπέμπει στο ενδιαίτημα του πτηνού. Μάλιστα, ή ίδια η λέξη sylvia σημαίνει «ξωτικό (του δάσους)» [8]
Η επιστημονική ονομασία του είδους melanocephala είναι, επίσης, (νεο-)λατινική και παραπέμπει στο χαρακτηριστικό μαύρο κεφάλι του αρσενικού.
Το ίδιο ισχύει και για τη λαϊκή ελληνική ονομασία του πτηνού, ενώ η αγγλική (Sardinian warbler), παραπέμπει σε ένα από τα μεσογειακά νησιά, από όπου πρωτοπεριγράφηκε.
Συστηματική ταξινομική
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το είδος περιγράφηκε για πρώτη φορά, το 1789, από τον Γκμέλιν (J. F. Gmelin) στη Σαρδηνία ως Motacilla melanocephala[9] Όπως τα περισσότερα είδη του γένους Sylvia, εμφανίζει ταξινομικά προβλήματα που έχουν περιπλακεί με την εισαγωγή δεδομένων DNA. Μοριακές αναλύσεις παρέχουν φυλογενετικές πληροφορίες για το γένος Sylvia, το οποίο θεωρείται κομβικό (focal) για μορφολογικές, συστηματικές, εξελικτικές και ηθολογικές μελέτες. Φαίνεται ότι το γένος προέκυψε στις αρχές του Μειόκαινου (19,4 εκατ. έτη πριν) και ότι κάποιες, μικρές αποκλίσεις γενεαλογίας, προέκυψαν άμεσα από παλαιο-κλιματικές αλλαγές που σχετίζονται με τη Μεσσήνια Κρίση Αλατότητας (Messinian Salinity Crisis). Σε άλλα σημεία της φυλογενετικής απεικόνισης, οι αποκλίσεις μπορούν να συνδεθούν με ευρείας κλίμακας παλαιο-καιρικά φαινόμενα τα οποία έχουν αποδειχθεί ότι επηρέασαν πολλές καταγωγές σπονδυλωτών τόσο στην Ευρασία, όσο και στην Αφρική.[10]
Θεωρείται ότι σχηματίζει υπερείδος με το ασιατικό Sylvia mystacea, λόγω της μεγάλης ομοιότητάς τους στην περιοχή του κεφαλιού, αλλά γενετικά, διαφέρουν πολύ μεταξύ τους. Ο κοντινότερος συγγενής του συγκεκριμένου υπερείδους είναι ο κοκκινοτσιροβάκος (Sylvia cantillans) που καταλαμβάνει την ίδια γεωγραφική περιοχή, περίπου. Η γεωγραφική διαφοροποίηση σε κάθε πληθυσμό είναι σε μεγάλο βαθμό σταδιακή, ιδιαίτερα σε νησιωτικές περιοχές, γι’ αυτό και υπάρχουν διαφωνίες μεταξύ των ερευνητών για την ύπαρξη κάποιων υποειδών ή, αντίθετα, για το εάν πρέπει να «προστεθούν» και άλλα.[9]
Μερικοί ερευνητές θεωρούν ότι, όλα τα υποείδη μπορούν να ταξινομηθούν σε δύο υπερείδη, τα οποία είναι σαφώς διακεκριμένα βιογεωγραφικά, ένα (1) που συμπεριλαμβάνει τα υποείδη που ζουν δυτικά (Ευρώπη και ΒΔ. Αφρική) και το άλλο με τους πληθυσμούς των πιο ξηρών, ανατολικών περιοχών (Εγγύς Ανατολή και ΒΑ. Αφρική).
Γεωγραφική κατανομή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο μαυροτσιροβάκος είναι, καθιστικό, μερικώς μεταναστευτικό είδος του Παλαιού Κόσμου, με τους περισσότερους πληθυσμούς του να ζουν μόνιμα ή/και να αναπαράγονται στις παραμεσογειακές περιοχές και των τριών ηπείρων.
Στην Ευρώπη, είναι χαρακτηριστικό ότι το είδος έχει ευρεία εξάπλωση σε όλες τις χώρες που βρέχονται από τη Μεσόγειο Θάλασσα -και μόνον-, όπως και στα νησιά της. Μοναδική εξαίρεση, αποτελεί μικρό τμήμα του Ν. και Δ. Ευξείνου Πόντου, με μικρούς αναπαραγωγικούς πληθυσμούς. Τα βόρεια όρια της κατανομής ακολουθούν μια γραμμή, από το ύψος της Ν. Γαλλίας στα δυτικά, προς τις Άλπεις, τις ακτές της Δαλματίας, μέχρι τη ΒΑ. Βουλγαρία και τη ΝΑ. Ρουμανία στα ανατολικά.
Στην Ασία, πάλι οι περιοχές της Εγγύς Ανατολής, που βρέχονται από τη Μεσόγειο αποτελούν τμήμα της συνολικής επικράτειας.
Η Αφρική αποτελεί ιδιαίτερη περίπτωση, διότι, εκτός από τις παραμεσόγειες χώρες όπου ζει μόνιμα και αναπαράγεται το είδος, υπάρχουν και περιοχές μακριά από τη Μεσόγειο, όπου κάποιοι πληθυσμοί έρχονται για να ξεχειμωνιάσουν.[11]
Αρ. | Υποείδος | Περιοχές αναπαραγωγής (επιδημητικό ή/και καλοκαιρινός επισκέπτης) | Περιοχές μετακίνησης ή/και διαχείμασης | Σημειώσεις |
---|---|---|---|---|
1 | Sylvia melanocephala leucogastra | Κανάριες Νήσοι | Ενδημικό στα νησιά, με πιθανές μικρές μετακινήσεις των ανατολικότερων πληθυσμών προς το Μαχρέμπ | Κάποιοι ερευνητές το συμπεριλαμβάνουν στο 2.[12] Μέτριο μέγεθος, μακρύ ράμφος και κοντές πτέρυγες. Μορφολογικές διαφοροποιήσεις μεταξύ των πληθυσμών στα ανατολικά και τα δυτικά νησιά: οι δυτικοί πληθυσμοί (Τενερίφη, Λας Πάλμας) πιο σκουρόχρωμοι στο πάνω μέρος, με καφετί απόχρωση στο κάτω μέρος των αρσενικών. Οι ανατολικοί πληθυσμοί (Φουερτεβεντούρα, Λανθαρότε, Γκραν Κανάρια, μοιάζουν περισσότερο με τα 2 και 3, αλλά διαφέρουν στις βιομετρήσεις.[12] |
2 | Sylvia melanocephala melanocephala | Ν Ευρώπη ανατολικά μέχρι Δ Τουρκία, ΒΔ Αφρική (Μαρόκο, Αλγερία, Τυνησία, Δ Λιβύη) | Μετακινήσεις νοτιότερα των περιοχών αναπαραγωγής (οάσεις της Σαχάρας) και μεταναστεύσεις προς κεντρική υποσαχάρια Αφρική (Νίγηρας | Μεγάλες, μακριές πτέρυγες, μάλλον οξύληκτο άκρο της ουράς, σκούρο χρώμα χωρίς κοκκινωπή απόχρωση στα αρσενικά, πλευρές σώματος γκρίζες. Η άνω επιφάνεια των θηλυκών ποικίλλει από ελαιογκρίζο μέχρι βαθύ ελαιοκαφετί |
3 | Sylvia melanocephala momus | ΝΚ Τουρκία, Δ Κύπρος και ΒΑ Αίγυπτος (ΒΚ Σινά), ανατολικά προς Εγγύς Ανατολή (Λίβανο, Ισραήλ και Δ Ιορδανία) | Καθιστικό στην περιοχή με μικρές μετακινήσεις | Μικρό μέγεθος και κοντές πτέρυγες. Στα αρσενικά η άνω επιφάνεια ποικίλλει από καφεγκρίζα μέχρι σκωριόχρωμη, ενώ η κάτω έχει σχεδόν πάντοτε κοκκινωπή απόχρωση. Τα θηλυκά σκωριόχρωμα προς ελαιοσκωριόχρωμα |
4 | Sylvia melanocephala pasiphae | Κρήτη, Ρόδος, Κάρπαθος και νησιά ΝΑ Αιγαίου, ΝΔ Μικρά Ασία | Ενδημικό στην περιοχή | Περιγράφηκε από την Κρήτη το 1925. Κάποιοι ερευνητές το συμπεριλαμβάνουν στο 2 |
5 | Sylvia melanocephala valverdei | Ν. Μαρόκο (νότια του Τιζνίτ) προς Δυτική Σαχάρα | Ενδημικό στην περιοχή, με κάποιες εποχικές μετακινήσεις | Νέο υποείδος που περιγράφηκε το 2005.[12] Κάποιοι ερευνητές το συμπεριλαμβάνουν στο 2, επειδή θεωρούν ότι αντιπροσωπεύει ένα νέο μεταβατικό στάδιο ποικιλομορφίας, πιθανώς σχετιζόμενο με συγκεκριμένες οικολογικές συνθήκες στην έρημο Σαχάρα.[9] Μέτριο μέγεθος, μάλλον τετραγωνισμένο άκρο της ουράς. Πολύ αχνά χρώματα, τα πιο μουντά μέσα στο είδος, με την κάτω επιφάνεια σχεδόν λευκή. Ματ μαύρο κεφάλι και τα νεαρά άτομα στο χρώμα της άμμου.[12] |
- Επί πλέον είχε περιγραφεί και το υποείδος Sylvia melanocephala norrisae που, όμως, έχει να παρατηρηθεί από τη δεκαετία του 1940 και θεωρείται εξαφανισμένο.[2][13][14] Ζούσε στις μεγάλες οάσεις του Φαγιούμ στην Αίγυπτο. Ωστόσο, κάποιες ταξινομικές εξακολουθούν να το συμπεριλαμβάνουν στα σωζόμενα είδη, μεταξύ των οποίων και η έγκυρη ITIS.[15]
(σημ. με έντονα γράμματα τα υποείδη που απαντώνται στον ελλαδικό χώρο)
Μεταναστευτική συμπεριφορά
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Σε γενικές γραμμές, πρόκειται για καθιστικό ή μερικώς μεταναστευτικό είδος, με τους περισσότερους πληθυσμούς να μετακινούνται μόνον τοπικά. Αυτό είναι απόλυτα φυσιολογικό, διότι το είδος εμφανίζει ενδημισμό και, μάλιστα σε κάποια υποείδη, εντός στενών ορίων, όπως για παράδειγμα στα Κανάρια ή στα νησιά του Ν. Αιγαίου και την Κρήτη. Ωστόσο, υπάρχουν και μεγάλες μετακινήσεις που θα μπορούσαν να θεωρηθούν μεταναστεύσεις, κατά τις οποίες οι πληθυσμοί αυτών των περιοχών ταξιδεύουν αρκετά νοτιότερα. Αυτό συμβαίνει στη ΒΔ. Αφρική, με τους εκεί αναπαραγόμενους πληθυσμούς να μεταναστεύουν νότια της οροσειράς του Άτλαντα και προς τις αρχές της Σαχάρας, στις εκεί οάσεις, ή ακόμη μακρύτερα στην υποσαχάρια Αφρική, προς την περιοχή του Νίγηρα.[11]
Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από τη Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Σκανδιναβία, ακόμη και από την Ισλανδία, τη Σαουδική Αραβία και το Ομάν.[11]
Στην Ελλάδα, ο μαυροτσιροβάκος βρίσκεται, σε όλη την επικράτεια,[16] καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους ως καθιστικό, πτηνό, ιδιαίτερα στη νότια χώρα και στα νησιά όπου, κατά τόπους, αποτελεί κοινό είδος.[11][17]
Η Κρήτη, όπως και τα νησιά του ΝΑ. Αιγαίου (Ρόδος, Κάρπαθος, κ.α.) είναι πολύ σημαντική διότι εκεί απαντά το ενδημικό υποείδος Sylvia melanocephala pasiphae, το οποίο μάλιστα περιγράφηκε από τη μεγαλόνησο. Συχνάζει στην ημιορεινή και ορεινή ζώνη.[18]
Επίσης, απαντά και στην Κύπρο, κυρίως στις δυτικές περιοχές (Τρόοδος, κ.α.), ως επιδημητικό πτηνό.[11][19]
Βιότοπος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο κύριος βιότοπος αναπαραγωγής του είδους είναι οι ανοικτές θαμνώδεις περιοχές σε πεδινά και ημιορεινά (λοφώδη) εδάφη, αλλά και τα αραιά δάση με πυκνό υπώροφο.[17][20] Οι κύριοι θάμνοι που προτιμάει είναι τα σχίνα (Pistacia spp.), οι άρκευθοι (Juniperus spp.) και οι αγκαθωτοί βάτοι (Rubus spp.), ενώ από τα δένδρα, οι βελανιδιές (κυρίως αριές) και τα πεύκα.
Επίσης συχνάζει σε αλσύλια, πάρκα και περιβόλια με βάτα που σχηματίζουν φυσικούς φράκτες στις κατοικημένες περιοχές. Τοπικά, π.χ. σε νησίδες, σε πιο χαμηλή βλάστηση.[17]
Στην Ελλάδα ο μαυροτσιροβάκος απαντά σε ανοικτές λοφώδεις και πεδινές περιοχές με θάμνους (μακία μεσογειακή ζώνη),[5] ανοικτά δάση, άλση, κήπους, ελαιώνες, αμπελώνες, πευκώνες και εκτάσεις με βελανιδιές.[16]
Μορφολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Όπως όλοι σχεδόν οι τσιροβάκοι, ο μαυροτσιροβάκος εμφανίζει διμορφισμό, με το αρσενικό να ξεχωρίζει, με το χαρακτηριστικό μαύρο άνω μέρος του κεφαλιού, που εκτείνεται κάτω από τη γραμμή των οφθαλμών. Επίσης με ευδιάκριτο καστανοκόκκινο οφθαλμικό δακτύλιο, πιο φωτεινό από τού θηλυκού. Και μόνον αυτά τα χαρακτηριστικά κάνουν τον αρσενικό μαυροτσιροβάκο ένα από τα ευκόλως αναγνωρίσιμα πουλιά στο πεδίο. Κατά τα άλλα, το ενήλικο αρσενικό έχει γκρίζα ράχη, υπόλευκη κάτω επιφάνεια, άσπρο λαιμό και υπογκριζόχρωμες πλευρές (flanks). Η ουρά είναι πολύ σκούρα, σχεδόν μαύρη, με κάποιες γκρί ρίγες και τονισμένο το λευκό τμήμα του εξωτερικού ζεύγους των πηδαλιωδών φτερών. Τα πρωτεύοντα και δευτερεύοντα ερετικά είναι μαυριδερά καφέ. Ο χρωματισμός του πτερώματος μπορεί να ποικίλλει, ακόμη και στην ίδια τοποθεσία, με τη χαρακτηριστική παρουσία κοκκινωπής απόχρωσης που, ανάλογα με το υποείδος, μπορεί να είναι από πολύ αχνή έως έντονη (βλ. Πίνακα υποειδών).
Τα θηλυκά έχουν πιό θαμπό φτέρωμα, με μουντά χρώματα, συγκρινόμενα με τα αρσενικά. Γενικά, έχουν περισσότερο καφέ στο πτέρωμα, από το αρσενικό. Πρακτικά, το κεφάλι έχει την ίδια καφέ απόχρωση με το υπόλοιπο των άνω τμημάτων χωρίς να δημιουργεί κάποια αντίθεση με αυτά. Ο οφθαλμικός δακτύλιος είναι πορτοκαλοκόκκινος. Ο λαιμός και η κοιλιά είναι λευκά με γκριζοκάστανες πλευρές (flanks). Τα εξωτερικά πηδαλιώδη της ουράς είναι γκρίζα ή καφέγκριζα.
Οι ταρσοί και τα πόδια έχουν χρώμα κοκκινωπό-σωμόν, η ουρά είναι σχετικά μακριά και στρογγυλεμένη, ενώ το ράμφος είναι μαύρο, αλλά πιο ανοιχτόχρωμο στη βάση του. Το δεύτερο πρωτεύον ερετικό φτερό (Ρ2), είναι ισόμηκες με το έβδομο (Ρ7) και με τις παρυφές κοκκινόγκριζες.[16] Η ίριδα είναι καστανόχρωμη.
Τα νεαρά άτομα έχουν τα μουντά χρώματα του θηλυκού, αλλά τα αρσενικά ξεχωρίζουν, επίσης, από το πιο γκριζόχρωμο κεφάλι, με πιο μουντόχρωμα εξωτερικά πηδαλιώδη φτερά, ενώ διαθέτουν ροζ-καφετί οφθαλμικό δακτύλιο.
Βιομετρικά στοιχεία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Μήκος σώματος: (13-) 13,5 έως 14 εκατοστά
- Μήκος εκάστης πτέρυγας: 55 έως 63 χιλιοστά
- Βάρος: 10 έως 12 γραμμάρια
(Πηγές:[6][17][21][22][23][24][25][5][26][27])
Τροφή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο μαυροτσιροβάκος τρέφεται κυρίως με έντομα κατά τη διάρκεια της περιόδου αναπαραγωγής, ενώ στη συνέχεια στρέφεται στα φρούτα στα τέλη του καλοκαιριού, αλλαγή που προκαλείται από εσωτερικό βιολογικό ρυθμό. Εκτός από τους καρπούς (κυρίως αγριοβατόμουρα) τρώει γύρη και νέκταρ,[24] ιδιαίτερα αν δεν υπάρχουν επαρκή διαθέσιμα έντομα.
Στα έντομα, που είναι η κύρια λεία του, συμπεριλαμβάνονται ορθόπτερα, ημίπτερα και κάμπιες λεπιδοπτέρων, αλλά και αρκετές αράχνες.
Κατά τον Ιούλιο, η διατροφή αλλάζει όλο και περισσότερο προς τους καρπούς. Οι μαυροτσιροβάκοι τρώνε κυρίως βατόμουρα από ένα ευρύ φάσμα θάμνων (βάτων), αλλά και σύκα, σταφύλια ή σπέρματα αγρωστωδών (Graminae).
Ηθολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο μαυροτσιροβάκος είναι υπερκινητικός και μετακινείται με συνεχή μικρά πηδήματα από κλαδί σε κλαδί, ενώ σπάνια κατεβαίνει στο έδαφος. Κατά την πτήση ανοίγει χαρακτηριστικά την ουρά του, σε σχήμα βεντάλιας,[25] ενώ συχνά την πεταρίζει, όπως και τις πτέρυγες.
Φωνή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το τραγούδι του αρσενικού μαυροσκούφη είναι ένα πλούσιο τερέτισμα, που αρθρώνεται είτε από θέση ποσταρίσματος (perching), είτε εν πτήσει. Μοιάζει αρκετά με εκείνο του θαμνοτσιροβάκου (Sylvia communis), είναι μουσικό και γρήγορο (4-5 δευτ.), με βραχνά κροταλίσματα [17] και διακόπτεται από χαρακτηριστικά τερετίσματα.[25] Πολλές φορές αρθρώνει «θυμωμένα» τιτιβίσματα, ιδιαίτερα όταν προσεγγίζεται η φωλιά του. Γενικά, χρειάζεται να έχει κάποιος «εξασκημένο αυτί» για να διακρίνει το κελάηδημά του, από εκείνο των άλλων τσιροβάκων.[17]
- Δείγματα φωνής (εξωτερικός σύνδεσμος)
Αναπαραγωγή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η περίοδος φωλιάσματος αρχίζει από τα μέσα Μαρτίου και διαρκεί μέχρι τα μέσα Απριλίου. Η ωοτοκία πραγματοποιείται δύο φορές σε κάθε αναπαραγωγκή περίοδο.[20] Στις προτιμώμενες θέσεις αναπαραγωγής (βλ. Βιότοπος), ο μαυροσκούφης κατασκευάζει τη φωλιά του, πάνω σε θάμνους, ψηλές, ξυλώδεις πόες, βάτους ή αναρριχώμενα φυτά. Το ύψος από το έδαφος μπορεί να κυμαίνεται από 30 εκατοστά μέχρι 2,5 μέτρα. Η φωλιά δομείται από αποξηραμένο φυτικό υλικό (βλαστούς και φύλλα), συνενωμένο με ιστούς αράχνης. Το υλικό επίστρωσης είναι μαλακό φυτικό υλικό, ρίζες και τρίχες.[20]
Η γέννα αποτελείται από 3-4 (-5) αβγά, διαστάσεων 17,9 Χ 13,6 χιλιοστών. Η επώαση πραγματοποιείται και από τα δύο φύλα -κυρίως όμως από το θηλυκό- [24] και διαρκεί, κατά μέσον όρο, 13-14 ημέρες. Οι νεοσσοί είναι φωλεόφιλοι, γεννιούνται γυμνοί και με κλειστά μάτια, τροφοδοτούνται δε και από τους δύο γονείς. Πτερώνονται περίπου 11-12 ημέρες μετά την εκκόλαψη, αφήνοντας τη φωλιά λίγο πριν να είναι σε θέση να πετάξουν, ενώ υποβοηθούνται με τη σίτιση για δύο ή τρεις εβδομάδες ακόμη.[20]
Στην Ελλάδα, το είδος φωλιάζει σε όλη τη χώρα, ιδιαίτερα στα βόρεια (Μακεδονία και Θράκη).[11]
Κατάσταση πληθυσμού
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]To είδος θεωρείται από τα πλέον επιτυχημένα, έχοντας επεκτείνει την επικράτεια αναπαραγωγής του, παρά το -παντελώς αδικαιολόγητο- κυνήγι από λαθροθήρες και αξιολογείται ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC).[28] Τους μεγαλύτερους καταγεγραμμένους αναπαραγωγικούς πληθυσμούς στην Ευρώπη, διαθέτουν η Ισπανία, η Ελλάδα, η Πορτογαλία, η Ιταλία και -από τις ασιατικές- η Τουρκία, ενώ τους μικρότερους, η Βουλγαρία και η Σλοβενία.[29]
Άλλες ονομασίες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Μαυροτσιροβάκος απαντά στον ελλαδικό χώρο και με τις ονομασίες Σακκοτρούπης (Πελοπόννησος) [30], Μελανοκεφαλοσύλβια [16] και Τρυποπούλι (Κρήτη).[18]
Σημειώσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]i. ^ Υπάρχει διαφωνία μεταξύ των ερευνητών για τον συνολικό αριθμό των υποειδών (βλ. Πίνακα κατανομής υποειδών)
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Howard and Moore, p. 596
- ↑ 2,0 2,1 2,2 2,3 Howard and Moore, p. 598
- ↑ http://www.itis.gov/servlet/SingleRpt/SingleRpt?search_topic=TSN&search_value=563196
- ↑ Όντρια (I), σ. 196
- ↑ 5,0 5,1 5,2 ΠΛΜ: 58, 250
- ↑ 6,0 6,1 Heinzel et al, p. 290
- ↑ http://books.google.gr/books?id=m2QSAAAAIAAJ&pg=PA268&redir_esc=y#v=onepage&q&f=false
- ↑ Jobling, 376
- ↑ 9,0 9,1 9,2 9,3 http://ibc.lynxeds.com/species/sardinian-warbler-sylvia-melanocephala
- ↑ Voelker & Light
- ↑ 11,0 11,1 11,2 11,3 11,4 11,5 11,6 http://maps.iucnredlist.org/map.html?id=22716959
- ↑ 12,0 12,1 12,2 12,3 Cabot & Urdiales
- ↑ del Hoyo et al
- ↑ http://www.worldbirdnames.org/bow/sylvias/
- ↑ http://www.itis.gov/servlet/SingleRpt/SingleRpt?search_topic=TSN&search_value=917558
- ↑ 16,0 16,1 16,2 16,3 Όντρια (Ι), σ. 198
- ↑ 17,0 17,1 17,2 17,3 17,4 17,5 Mullarney et al, p. 284
- ↑ 18,0 18,1 Σφήκας, σ. 64
- ↑ Σφήκας, σ. 81
- ↑ 20,0 20,1 20,2 20,3 Harrison, p. 254
- ↑ Avon & Tilford, p. 116
- ↑ Kennerley & Pearson
- ↑ Flegg, p. 196
- ↑ 24,0 24,1 24,2 Perrins, p. 172
- ↑ 25,0 25,1 25,2 Bruun, p. 236
- ↑ Όντρια, σ. 188-9
- ↑ http://www.ibercajalav.net
- ↑ http://www.iucnredlist.org/details/22716959/0
- ↑ «Αρχειοθετημένο αντίγραφο» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 22 Οκτωβρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 19 Ιουλίου 2014.
- ↑ Απαλοδήμος, σ. 58
Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
- Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
- Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
- Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
- Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
- Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
- Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
- Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
- Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
- Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
- Mary Taylor Gray, The Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
- Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
- R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
- Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
- Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
- Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963 (ΠΛ)
- Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
- Ιωάννη Όντρια (I), Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
- Ιωάννη Όντρια (II), Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
- Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
- Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
- «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας», Αθήνα 1992
- Ιωάννου Χατζημηνά, Επίτομος Φυσιολογία, εκδ. Γρ. Παρισιάνου, Αθήνα 1979
- Βασίλη Κλεισούρα, Εργοφυσιολογία, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1990
- Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
- Linnaeus, Carolus (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii).
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- BirdLife International. 2004. Birds in Europe: population estimates, trends and conservation status. BirdLife International, Cambridge, U.K.
- Cabot, J. & Urdiales, C. (2005): The subspecific status of Sardinian Warblers Sylvia melanocephala in the Canary Islands with the description of a new subspecies from Western Sahara. Bull. B.O.C. 125(3): 165-175.
- del Hoyo, J.; Elliott, A.; Christie, D. 2006. Handbook of the Birds of the World, vol. 11: Old World Flycatchers to Old World Warblers. Lynx Edicions, Barcelona, Spain.
- Helbig, A.J. (2001): Phylogeny and biogeography of the genus Sylvia. In: Shirihai, Hadoram: Sylvia warblers: 24-29. Princeton University Press, Princeton, N.J.. ISBN 0-691-08833-0
- IUCN. 2012. IUCN Red List of Threatened Species (ver. 2012.1). Available at: http://www.iucnredlist.org. (Accessed: July 2014).
- Jønsson, Knud A. & Fjeldså, Jon (2006): A phylogenetic supertree of oscine passerine birds (Aves: Passeri). Zool. Scripta 35(2): 149–186. doi:10.1111/j.1463-6409.2006.00221.x (HTML abstract)
- Voelker, Gary; Light, Jessica E (2011). "Palaeoclimatic events, dispersal and migratory losses along the Afro-European axis as drivers of biogeographic distribution in Sylvia warblers". BMC Evolutionary Biology 11 (163): 1–13. doi:10.1186/1471-2148-11-163.