Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μάχη του Νγκομάνο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 11°25′42″S 38°29′37″E / 11.42833°S 38.49361°E / -11.42833; 38.49361

Μάχη του Νγκομάνο
(Battle of Ngomano)
Η Εκστρατεία της Ανατολικής Αφρικής κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο
Διάσπαση της Schutztruppe στον Ποταμό Ροβούμα.
Χρονολογία25 Νοεμβρίου 1917[1]
ΤόποςΝγκομάνο, Πορτογαλική Ανατολική Αφρική (σημερινή Μοζαμβίκη)
ΈκβασηΝίκη της Γερμανικής Αυτοκρατορίας
Αντιμαχόμενοι
Ηγετικά πρόσωπα
Ταγματάρχης João Teixeira Pinto 
Δυνάμεις
1.500–2.000 άνδρες
900 άνδρες
Απώλειες
Ελαφρές
200 νεκροί και τραυματίες[2]
700 συλληφθέντες

Η Μάχη του Νγκομάνο ή Νεγκομάνο (Αγγλικά: Battle of Ngomano ή Negomano) διεξήχθη μεταξύ του Γερμανικού Ράιχ και Πορτογαλίας κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου στην Εκστρατεία της Ανατολικής Αφρικής. Μία δύναμη αποτελούμενη από Γερμανούς και Askari[Σημ. 1][Υποσημ. 1][Υποσημ. 2] υπό τον Υποστράτηγο Πάουλ Έμιλ φον Λέτοβ-Φόρμπεκ (Paul Emil von Lettow-Vorbeck) είχε πρόσφατα κερδίσει μια δαπανηρή νίκη εναντίον των Βρετανών στη Μάχη της Μαχίουα, στην σημερινή Τανζανία και ευρίσκετο με πολύ χαμηλά αποθέματα τροφίμων και άλλων εφοδίων. Κατά συνέπεια, οι Γερμανοί εισέβαλαν νοτίως στην Πορτογαλική Ανατολική Αφρική, τόσο για να προμηθευτούν Πορτογαλικό στρατιωτικό υλικό (materiel) όσο και για να ξεφεύγουν από τις υπέρτερες Βρετανικές δυνάμεις στο βορρά.

Η Πορτογαλία ήταν μέλος της Αντάντ (ή "Εγκάρδια Συνεννόηση" (Entente Cordiale)) και εμπόλεμη, που απασχολούσε στρατεύματα στη Γαλλία και την Αφρική· έτσι μια δύναμη υπό τον Ταγματάρχη João Teixeira Pinto στάλθηκε για να σταματήσει τον φον Λέτοβ-Φόρμπεκ να διαβεί τα σύνορα. Στις 25 Νοεμβρίου 1917, οι Πορτογάλοι υπερφαλαγγίστηκαν από τους Γερμανούς, ενώ είχαν στρατοπεδεύσει στο Νγκομάνο. Η μάχη είδε την Πορτογαλική δύναμη σχεδόν κατεστραμμένη, με πολλούς άνδρες της νεκρούς ή συλληφθέντες. Η συνθηκολόγηση των Πορτογάλων επέτρεψε στους Γερμανούς να καταλάβουν μια μεγάλη ποσότητα εφοδίων και να συνεχίσουν τις επιχειρήσεις τους στην Ανατολική Αφρική έως το τέλος του πολέμου.

Χάρτης όπου φαίνονται τα σύνορα μεταξύ της πορτογαλικής και της γερμανικής επικράτειας κατά το 1917.

Στα τέλη Νοεμβρίου του 1917, οι Γερμανοί στην Ανατολική Αφρική έμειναν με λίγες επιλογές εάν ήθελαν να συνεχίσουν τον πόλεμο. Μειονεκτούσαν αριθμητικά σε υπερβολικό βαθμό και ήσαν χωρισμένοι σε αρκετές διαφορετικές φάλαγγες. Οι δύο μεγαλύτερες από αυτές, υπό την ηγεσία του Τέοντορ Τάφελ (Theodor Tafel) και του Πάουλ Έμιλ φον Λέτοβ-Φόρμπεκ, είχαν αποκοπεί μεταξύ τους, εντελώς. Αν και η φάλαγγα του φον Λέτοβ-Φόρμπεκ είχε νικήσει μια μεγάλη Βρετανική δύναμη στη Μάχη της Μαχίουα, είχε χάσει μεγάλο αριθμό των στρατευμάτων του και είχε εξαντλήσει σχεδόν όλα του τα αποθέματα σε σύγχρονα πυρομαχικά. Με αποκλειστικά πεπαλαιωμένο οπλισμό και χωρίς μέσα ανανέωσής του, ο φον Λέτοβ-Φόρμπεκ αποφάσισε να εισβάλει στην Πορτογαλική Ανατολική Αφρική ελπίζοντας να αποκτήσει επαρκείς προμήθειες, προκειμένου να συνεχίσει τον πόλεμο.[3] Δεν υπήρχε νομικό εμπόδιο για αυτή την επίθεση· ενεργώντας κατόπιν αιτήματος της Βρετανίας, η Πορτογαλία κατάσχεσε 36 Γερμανικά και Αυστρο-Ουγγρικά εμπορικά πλοία τα οποία είχαν αγκυροβολήσει έμπροσθεν της Λισαβόνας στις 24 Φεβρουαρίου 1916 και η Γερμανία κήρυξε τον πόλεμο στην Πορτογαλία στις 9 Μαρτίου 1916.[4]

Αν και η δύναμη του Τάφελ (Tafel) παρεμποδίστηκε από τους Συμμάχους και συνθηκολόγησε πριν φτάσει στα σύνορα, ο φον Λέτοβ-Φόρμπεκ και η φάλαγγά του κατόρθωσαν να φτάσουν τον Ποταμό Ροβούμα (Rovuma River). Αντιμετωπίζοντας ελλείψεις στον εφοδιασμό, ο Γερμανός στρατηγός τότε μείωσε τη δύναμή του, απολύοντας ένα μεγάλο αριθμό από τους Ασκάρι, οι οποίοι δεν μπορούσαν να είναι επαρκώς εξοπλισμένοι, καθώς και αρκετούς συνοδούς στρατοπέδου (camp followers).[5][Σημ. 2] Με τη μειωμένη του δύναμη, ο φον Λέτοβ-Φόρμπεκ σχεδίασε να επιτεθεί στην Πορτογαλική φρουρά απέναντι από τον ποταμό στο Νκγομάνο (Ngomano). Η Πορτογαλική δύναμη ήταν ένα έκτακτο εγχώριο σώμα με επικεφαλής Ευρωπαίους αξιωματικούς υπό τον João Teixeira Pinto, έναν βετεράνο με μεγάλη εμπειρία μάχης στην Αφρική.[6][Σημ. 3] Αντί να προετοιμάσουν αμυντικές θέσεις, οι Πορτογάλοι άρχισαν κατά την άφιξή τους στο Νγκομάνο στις 20 Νοεμβρίου, να κατασκευάζουν ένα μεγάλο στρατόπεδο. Ο Πίντο (Pinto) είχε στη διάθεσή του 900 στρατιώτες με έξι οπλοπολυβόλα και μια μεγάλη ποσότητα ανεφοδιασμού, αλλά η άπειρη δύναμή του δεν συγκρινόταν με τη δύναμη φον Λέτοβ-Φόρμπεκ, η οποία διέσχισε τον ποταμό με 1.500 έως 2.000 βετεράνους καθώς και μεγάλο αριθμό αχθοφόρων.[6][7][7]

Ο Πορτογάλος Ταγματάρχης João Teixeira Pinto (π. 1908).

Στις 07:00 το πρωί της 25ης Νοεμβρίου, η Πορτογαλική φρουρά στο Νγκομάνο, έλαβε μήνυμα από ένα Βρετανό αξιωματικό πληροφοριών ότι επίκειται επίθεση. Ωστόσο, όταν έγινε η επίθεση, ήσαν απροετοίμαστοι.[8] Προκειμένου να αποσπάσουν την προσοχή του Πίντο (Pinto) και των αντρών του, οι Γερμανοί βομβάρδισαν το στρατόπεδο απέναντι από τον ποταμό με γύρους υψηλών εκρηκτικών (high explosive).[Σημ. 4] Ενώ το πυροβολικό προσέβαλε το στρατόπεδο, οι Γερμανοί μετέφεραν τις δυνάμεις τους αντίθετα στο ρεύμα προς τα πάνω και διέσχισαν με ασφάλεια τον Ροβούμα (Rovuma), εκτός του οπτικού πεδίου του Πίντο και των ανδρών του.[9] Οι Πορτογάλοι, όταν οι δυνάμεις του φον Λέτοβ-Φόρμπεκ διέσχισαν τον ποταμό, δεν αντιστάθηκαν και παρέμειναν στρατοπεδευμένοι στο Νγκομάνο. Οι Γερμανοί κατάφεραν να πλευρίσουν τις θέσεις των Πορτογάλων εύκολα και να τις περικαλύψουν εντελώς, με έξι λόχους[Σημ. 5] του Γερμανικού πεζικού που επιτέθηκαν στο στρατόπεδο από τα νότια, τα νοτιοανατολικά και τα δυτικά.[8]

Έχοντας προειδοποιηθεί για την επίθεση, ο Πορτογάλος διοικητής είχε τη δυνατότητα να ξεκινήσει τις προετοιμασίες για την επίθεση· Ωστόσο, είχε προετοιμαστεί στην περίπτωση που θα ελάμβανε μετωπική επίθεση και όταν η δύναμή του δέχτηκε επίθεση από την οπισθία πλευρά, εξεπλάγη παντελώς. Οι Πορτογάλοι επιχείρησαν να οχυρωθούν σε σκάμματα, αλλά αποπροσανατολίστηκαν αφού ο Πίντο και αρκετοί άλλοι αξιωματικοί είχαν φονευθεί στη συμπλοκή από ενωρίς.[1]

Οι Γερμανοί είχαν ελάχιστο βαρύ οπλισμό, καθώς είχαν απορρίψει το μεγαλύτερο μέρος του πυροβολικού και των πολυβόλων, λόγω έλλειψης πυρομαχικών. Παρά τη στενή έλλειψη πυρομαχικών, ο φον Λέτοβ-Φόρμπεκ κατόρθωσε να μεταφέρει τέσσερα οπλοπολυβόλα πλησίον των σκαμμάτων, χρησιμοποιώντας τα μόνο από κοντινή απόσταση ώστε να εξασφαλίσει ότι τα πυρομαχικά τους δεν θα σπαταληθούν. Η απειρία των Πορτογάλων, αποδείχτηκε να γίνει η πτώση τους· παρά την ρίψη άνω των 30.000 σφαιρών, οι Γερμανικές απώλειες ήταν εξαιρετικά ελαφρές, συμπεριελάμβαναν μόνο μια απώλεια μεταξύ των αξιωματικών της. Έχοντας υποστεί βαρύτατες απώλειες, έχοντας χάσει τον διοικητή αξιωματικό τους και βρίσκοντας τον εαυτό τους να μειονεκτούν αριθμητικά, οι Πορτογάλοι τελικά παραδόθηκαν, παρά το γεγονός ότι είχαν αρκετές στρατιωτικές προμήθειες για να συνεχίσουν τη μάχη.[10][Σημ. 6]

Οι Γερμανικές απώλειες ήσαν ελαφρές, με νεκρούς λίγους Ασκάρι και έναν Ευρωπαίο. Από την άλλη πλευρά, οι Πορτογάλοι, είχαν υποστεί μια τεράστια ήττα και αποτυγχάνοντας να αποτρέψουν τη δύναμη του φον Λέτοβ-Φόρμπεκ να διασχίσει το Ροβούμα, του επέτρεψαν να συνεχίσει την εκστρατεία του έως το τέλος του πολέμου. Οι εκτιμήσεις των Πορτογαλικών απωλειών ποικίλλουν, με κάποιες πηγές να παρέχουν στοιχεία για άνω των 200 Πορτογάλων οι οποίοι σκοτώθηκαν και τραυματίστηκαν και περίπου 700 που πάρθηκαν αιχμάλωτοι·[9] άλλοι συγγραφείς, δηλώνουν περί τους 25 νεκρούς Πορτογάλους, μαζί με άλλους 162 Askari και περί τους 500 αιχμαλώτους.[Σημ. 7] Οι αιχμάλωτοι πολέμου, χρησιμοποιήθηκαν από τους Γερμανούς, ως αχθοφόροι για τις 250.000 σφαίρες πυρομαχικών, έξι οπλοπολυβόλα και αρκετές εκατοντάδες τυφεκίων τα οποία επίσης κυριεύθηκαν.[11] Με αυτά τα εφόδια, οι Γερμανοί κατάφεραν να ανανεώσουν πλήρως τη δύναμή τους. Ο φον Λέτοβ-Φόρμπεκ εγκατέλειψε και κατέστρεψε την πλειονότητα του Γερμανικού οπλισμού της δύναμής του για τον οποίο δεν είχε πυρομαχικά και όπλισε τα στρατεύματά του με Πορτογαλικό και Βρετανικό οπλισμό. Οι Πορτογαλικές στολές που κατασχέθηκαν από τους αιχμαλωτισθέντες κρατούμενους, χρησιμοποιήθηκαν για να αντικαταστήσουν τις παλαιές Γερμανικές, που η δύναμη είχε φορέσει κατά το παρελθόν.[9]

Ο φον Λέτοβ-Φόρμπεκ δεν έμεινε για πολύ στο Νγκομάνο και σύντομα κατευθύνθηκε με τη δύναμή του νότια, ώστε να επιτεθεί σε περισσότερες Πορτογαλικές θέσεις, αφήνοντας στο Νγκομάνο μόνο ένα λόχο ως οπισθοφυλακή, σε περίπτωση που οι Βρετανοί ήθελαν να τον ακολουθήσουν στην Πορτογαλική Ανατολική Αφρική. Η δύναμή του κέρδισε πολλές ακόμα νίκες, ενώ κατάφερε να πάρει ακόμη περισσότερα εφόδια και πυρομαχικά πριν κινηθεί το 1918, πίσω στη Γερμανική Ανατολική Αφρική.[12]

  1. O askari (πληθ. οι askaris), είναι η Αραβικής προέλευσης λέξη των Σουαχίλι για τον στρατιώτη ή τον αστυνομικό.[Παρ. Σημ. 1]
  2. Οι συνοδοί στρατοπέδου (Αγγλικά: camp followers) είναι δυο ειδών:
    • οι συγγενείς του στρατιώτη (π.χ. σύζυγος, τέκνα ή / και γονείς αυτού
    • οι πλανόδιοι προμηθευτές με είδη που δεν παρέχει το στράτευμα όπως λ.χ. συσκευές-είδη μαγειρικής, πλυσίματος ρούχων, οινοπνευματώδη, νοσηλευτική, σεξουαλικές υπηρεσίες και πωλητές ειδών καπνού, καφέ ή ζάχαρης (Holmes 2001, σ. 170).
  3. Ο Paice δηλώνει ότι διοικητής της φρουράς ήταν ο Ταγματάρχης Quaresma, ο οποίος είχε τη διοίκηση λόγω της αρχαιότητάς του επί του Πίντο (Pinto), αλλά που δεν είχε καμία εμπειρία στη μάχη (2008, σ. 340).
  4. Τα υψηλά εκρηκτικά (Αγγλικά: high explosives), είναι εκρηκτικά υλικά τα οποία εκρήγνυνται, που σημαίνει ότι το εκρηκτικό μετωπικό σοκ περνά μέσα από το υλικό με υπερηχητική ταχύτητα. Οι εκρηκτικές ύλες εκρήγνυνται με εκρηκτική ταχύτητα που κυμαίνεται από 3 έως 9 km/s. Για παράδειγμα, το TNT έχει ρυθμό έκρηξης (καύσης) περίπου 5,8 km/s (19.000 πόδια ανά δευτερόλεπτο), το εκρηκτικό καλώδιο 6,7 km/s (22.000 πόδια ανά δευτερόλεπτο) και το C-4 περίπου 8,5 km/s (29.000 πόδια ανά δευτερόλεπτο).
  5. Λόχος είναι στρατιωτική μονάδα, η οποία συνήθως αποτελείται από 80-150 στρατιώτες και συνήθως διοικείται από ένα λοχαγό ή ταγματάρχη. Οι περισσότεροι λόχοι αποτελούνται από τρεις έως έξι διμοιρίες, αν και ο ακριβής αριθμός των μπορεί να διαφέρει ανά χώρα, τύπο μονάδας και δομή.
  6. Ο Paice δηλώνει ότι μετά τη μάχη, ένας Βρετανός αξιωματικός των μυστικών υπηρεσιών επιθεώρησε τη σκηνή της μάχης και ανέφερε ότι δήλωσε ότι πέραν από τον επαρκή εφοδιασμό, όπως υπέδειξε ο διοικητής της φρουράς, οι Πορτογάλοι είχαν πραγματική έλλειψη τροφίμων και ήταν "στα πρόθυρα της πείνας" (2008, σ. 339).
  7. Λέγεται ότι ο φον Λέτοβ-Φόμπεκ είχε υπολογίσει περί τους 200 νεκρούς, με 150 Ευρωπαίους να απελευθερώνονται υπό το καθεστώς όρκου και αρκετές εκατοντάδες Ασκάρι να κρατούνται αιχμάλωτοι. Ο Heinrich Schnee παρείχε τα λιγότερα στοιχεία που αναφέρονται παραπάνω (Paice 2008, σ. 340).
Παραπομπές σημειώσεων
  1. J M Sinclair (1995). «Askari». Collins English Dictionary. Glasgow: HarperCollins Publishers. σελ. 89. ISBN 0-00-470677-3. 
  1. Κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1960, η λέξη άρχισε να διαχωρίζεται για μεν τον στρατιώτη σε askari, για δε τον αστυνομικό σε polici (προφέρεται: πολίσι).
  2. Στα Ελληνικά υπάρχει το ασκέρι, το οποίο προέρχεται από το Τουρκικό asker που σημαίνει:
    α. τακτικό ή άτακτο στρατιωτικό σώμα
    β. τα μέλη μιας οικογένειας (συνήθως πολυμελούς) και
    γ. πλήθος.[Παρ. Υποσημ. 1]
Παραπομπές Υποσημειώσεων
  1. Εμμ. Κριαράς (1995). «ασκέρι». Νέο Ελληνικό Λεξικό, Λεξικό της σύγχρονης Ελληνικής Δημοτικής γλώσσας. Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών. σελ. 192. ISBN 960-213-326-0. 
  1. 1,0 1,1 Downes 1919, p. 179.
  2. Chisholm 1922, p. 885.
  3. Chisholm 1922, p. 884.
  4. «Portugal is in war». Washington Post (Washington). 1916-03-10. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2019-10-11. https://web.archive.org/web/20191011185058/https://newspaperarchive.com/washington-post-mar-10-1916-p-1/. Ανακτήθηκε στις August 10, 2018. 
  5. Strachan 2004, p. 175.
  6. 6,0 6,1 Downes 1919, p. 180.
  7. 7,0 7,1 Newitt 1995, p. 419.
  8. 8,0 8,1 Paice 2008, p. 339.
  9. 9,0 9,1 9,2 Dane 1919, p. 150.
  10. Downes 1919, p. 280.
  11. Paice 2008, p. 340.
  12. Downes 1919, p. 281.