Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μάγκνους Γ΄ της Νορβηγίας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μάγκνους Γ΄ της Νορβηγίας
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση1073[1][2]
Νορβηγία
Θάνατος24  Αυγούστου 1103
River Quoile
Τόπος ταφήςDownpatrick
Χώρα πολιτογράφησηςΝορβηγία
ΘρησκείαΧριστιανισμός
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταμονάρχης
Οικογένεια
ΣύζυγοςΜάργκρετ Φρέντκουλλα (από 1101)[3]
ΣύντροφοςNN[4]
Thora[4]
Sigrid Saxesdatter[4]
NN[4]
ΤέκναΈιστεν Α΄ της Νορβηγίας
Σίγκουρντ ο Σταυροφόρος
Όλαφ Μάγκνουσσον της Νορβηγίας
Tora Magnusdatter
Σίγκουρντ Σλέμπε
Χάραλντ Δ΄ Γκίλλε
Ράγκνιλντ Μάγκνουσντοττερ
ΓονείςΌλαφ Γ΄ της Νορβηγίας και Thora Jonsdottir[5]
ΟικογένειαΟίκος του Χάρντραντα
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΑξίωμαΜονάρχης της Νορβηγίας (1093–1103)
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Μάγκνους Γ΄ της Νορβηγία ή Μάγκνους Όλαφσον ή Μάγκνους ο Γυμνόπους (Magnus Olafsson, 1073 - 24 Αυγούστου 1103) βασιλιάς της Νορβηγίας (1093 - 1103) ήταν ο μοναδικός γιος και διάδοχος του Όλαφ Γ΄ της Νορβηγίας,[6] ανακηρύχτηκε βασιλιάς της Νορβηγίας αμέσως μετά τον θάνατο του πατέρα του (1093). Το όνομα της μητέρας του είναι άγνωστο, το πιο πιθανό να ήταν η Ιωάννα Τζόανσνταττερ.[7] Στα βόρεια την εξουσία εξασκούσε ο ξάδελφος του Χάακον Μάγκνουσον, συμβασίλευαν μαζί μέχρι τον θάνατο του Χάακον (1095). Τα δυσαρεστημένα μέλη της αριστοκρατίας αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν τον Μάγκνους μετά τον θάνατο του ξαδέλφου του αλλά η αντίδραση ήταν πολύ σύντομη. Μετά την εδραίωση της κυριαρχίας του ο Μάγκνους εξεστράτευσε στην Ιρλανδική θάλασσα την περίοδο (1098 - 1099), κατέλαβε τις Ορκάδες, τις Εβρίδες και το Μαν εξασφαλίζοντας τον έλεγχο της Νορβηγίας ύστερα από συνθήκη που υπέγραψε με τον βασιλιά της Σκωτίας. Την εποχή που βρισκόταν στη νήσο του Μαν έκτισε κάστρα και φρούρια στο νησί διεκδικώντας την κυριαρχία του Γκάλλογουει. Εξεστράτευσε στην Ουαλία κερδίζοντας τον έλεγχο του Άνγκλεσι μετά τη νίκη επί των Νορμανδών που επιτέθηκαν στο νησί. Μετά την επιστροφή του στη Νορβηγία ο Μάγκνους πραγματοποίησε εκστρατείες στο Ντάλσλαντ και στο Βέστεργκέτλαντ στη Σουηδία διεκδικώντας τα αρχαία σύνορα της χώρας του. Μετά από ανεπιτυχείς επιθέσεις και έναν μεγάλο αριθμό συγκρούσεων ο Ερρίκος Α΄ της Δανίας διαπραγματεύτηκε ειρήνη ανάμεσα στους Σκανδιναβούς μονάρχες με τον φόβο ότι θα ξεφύγει η κατάσταση από τα χέρια του. Ο Μάγκνους έκλεισε συνθήκη με τους Σουηδούς (1101) σύμφωνα με την οποία παντρεύτηκε την κόρη του Ίνγκε Α΄ της Σουηδίας, πήρε το Ντάλσλαντ σαν μέρος της προίκας του. Στη συνέχεια πραγματοποίησε την τελική του εκστρατεία στην Ιρλανδία (1102), συμμάχησε με τον Ιρλανδό βασιλιά του Μύνστερ Μουιρτσερτάχ Ουά Μπράιαν ο οποίος αναγνώρισε τον έλεγχο του Μάγκνους στο Δουβλίνο. Ο Μάγκνους δολοφονήθηκε σε μια ενέδρα ύστερα από προδοσία του Ιρλανδού βασιλιά την επόμενη χρονιά κάτω από ανεξιχνίαστες συνθήκες, οι εδαφικές του διεκδικήσεις τερματίστηκαν μετά τον θάνατο του.

Άγαλμα βασιλιά με Νορβηγικά χαρακτηριστικά στο νησί Λιούις

Στη σύγχρονη εποχή η φήμη του έμεινε περισσότερο γνωστή στην Ιρλανδία και στη Σκωτία περισσότερο από τη Νορβηγία, η Νορβηγία μετέβη περισσότερο στο Ευρωπαϊκό μοντέλο εκκλησιαστικής οργάνωσης. Έμεινε περισσότερο γνωστός σαν πολεμιστής των Βίκινγκ παρά σαν μεσαιωνικός μονάρχης, είναι τελευταίος Νορβηγός βασιλιάς που έπεσε σε μάχη στο εξωτερικό γι'αυτό οι φήμες τον καταγράφουν σαν τον τελευταίο βασιλιά των Βίκινγκ.[8][9] Οι περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τον Μάγκνους εμφανίζονται στα Νορβηγικά χρονικά και στα Σάγκας κατά τη διάρκεια του 12ου αιώνα. Οι πιο σημαντικές πηγές ήταν τα Χρονικά του Αρχαίου βασιλείου της Νορβηγίας γραμμένα από τον Θεόδωρο τον μοναχό, ο ανώνυμος Αγκρίπ από το 1180 και τα Ισλανδικά Χρονικά του Σνόρρι Στούρλουσον τα οποία χρονολογούνται τη δεκαετία του 1220. Τα τελευταία Σάγκας θεωρούνται η πιο αξιόπιστη πηγή, πρόσφατες πηγές σχετικά με τις εκστρατείες του Μάγκνους βρίσκονται σε σύγχρονες με την εποχή του πηγές στα Βρετανικά νησιά. Ο Μάγκνους μεγάλωσε στο Νιδάρος, το σημερινό Τρόντχαϊμ το οποίο ήταν πρωτεύουσα της Νορβηγίας εκείνη την εποχή, ο ξάδελφος του πατέρα του ο οπλαρχηγός Τόρε Ίνγκεριντσον ήταν ο θετός πατέρας του Μάγκνους. Στον χαρακτήρα έμοιαζε πολύ περισσότερο στον πολεμοχαρή παππού του παρά στον πατέρα του ο οποίος είχε το προσωνύμιο ειρηνικός.[10] Σύμφωνα με τον Σνόρρι Στούρλουσον ο Μάγκνους ήταν ωραίος με μεγάλη μόρφωση, γι'αυτό αν και ήταν περισσότερο κοντός από τον παππού του κέρδισε το προσωνύμιο "Μάγκνους ο Υψηλός".[11] Ο Μάγκνους επιπλέον ονομάστηκε Γυμνόπους επειδή φορούσε ένα Γαλατικό κοντό χιτώνιο που άφηνε γυμνά τα πόδια.[9][12] Ο Σάξων ο Γραμματικός αναφέρει ότι είχε το προσωνύμιο Γυμνόπους επειδή ύστερα από μια επίθεση αναγκάστηκε να δραπετεύσει με γυμνά τα πόδια,[12] μια τρίτη ερμηνεία λέει ότι έτρεχε ξυπόλητος όπως οι Ιρλανδοί.[13] Κέρδισε επιπλέον το προσωνύμιο Μάγκνους ο πολεμικός λόγω των πολλών εκστρατειών και του πολεμικού χαρακτήρα του.[9]

Σύγκρουση με τον ξάδελφο του Χάακον

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Νορβηγία είχε απολαύσει μια μακρά περίοδο ειρήνης κατά τη διάρκεια της βασιλείας του πατέρα του Μάγκνους Όλαφ, ο ίδιος ο Μάγκνους βρισκόταν στο Ράνρικ όταν πέθανε ο πατέρας του τον Σεπτέμβριο του 1093 και ανακηρύχτηκε βασιλιάς στο Μπόργκαρτινγκ τον ίδιο μήνα.[14] Την εποχή που ανακηρύχτηκε βασιλιάς ένα μεγάλο δίκτυο της Νορβηγικής αριστοκρατίας τον υποστήριζε, αν και είναι ασαφείς οι πηγές για τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του είναι βέβαιο ότι ο κύριος στόχος του ήταν τα Βρετανικά νησιά, οι συνθήκες ήταν χαοτικές μετά τον θάνατο του Θόρφιν του Ισχυρού, αυτό επέτρεψε στον Μάγκνους να επεμβαίνει συνέχεια για να λύσει τις τοπικές διαφορές.[15] Η πρώτη του εκστρατεία έγινε γύρω στο 1093 [16] προκειμένου να βοηθήσει τον βασιλιά της Σκωτίας να κατακτήσει το Εδιμβούργο και τον θρόνο της Σκωτίας,[17] σαν αντάλλαγμα κέρδισε τον έλεγχο των νότιων νησιών.[18] Είναι ασαφές αν έγινε πραγματικά αυτή η εκστρατεία επειδή δεν υπάρχουν αναφορές γύρω από αυτήν στα Σάγκας.[19] Ο Μάγκνους βρέθηκε σε σύγκρουση με τον ξάδελφο του Χάακον Μάγκνουσον γιο του αδελφού του πατέρα του Όλαφ και για σύντομο χρόνο συμβασιλέα του Μάγκνους Β΄ της Νορβηγίας, διεκδικούσε το μισό από το βασίλειο του. Ο Χάακον ανακηρύχτηκε βασιλιάς στο Άπλαντ και στο Όιρατινγκ στην περιοχή του Τρόντελαγκ στην κεντρική Νορβηγία,[20] απέκτησε με αυτόν τον τρόπο τον έλεγχο σε ολόκληρη την περιοχή που είχε βασιλεύσει ο πατέρας του.[21] Ο Χάακον με τη σειρά του είχε την υποστήριξη των αγροτών επειδή τους είχε ανακουφίσει από τους φόρους και τους δασμούς, ο Μάγκνους αντίθετα απαιτούσε μεγάλες επιβαρύνσεις και μακρόχρονη στρατιωτική θητεία.[22] Μετά την εγκατάσταση του Μάγκνους στα νέα βασιλικά ανάκτορα στο Νιδάρος τον χειμώνα του 1093-1094 ο Μάγκνους ταξίδευσε στην πόλη και εγκαταστάθηκε στην παλιά βασιλική κατοικία.[23] Οι σχέσεις τους έγιναν σταδιακά όλο και περισσότερο τεταμένες ειδικά όταν ο Χάακον είδε τα πλοία του Μάγκνους πλήρως εξοπλισμένα στη θάλασσα, ο Χάακον συναθροίστηκε στο Όιρτινγκ αναγκάζοντας τον Μάγκνους να δραπετεύσει νότια και να ταξιδεύσει στο Βικέν.[24] Ο Χάακον πέθανε αιφνίδια κατά τη διάρκεια ενός κυνηγιού τον Φεβρουάριο του 1095.[25]

Υποταγή των πρώτων εσωτερικών εξεγέρσεων

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η κρεμάλα του Έγκιλ Άσλακσον σε παράσταση του Βίλχελμ Βέτλεσεν (1899)

Ο ισχυρός άντρας που βρισκόταν πίσω από τον Χάακον Τόρε Τόρντσον ο οποίος ήταν και νονός του αρνήθηκε να αναγνωρίσει βασιλιά τον Μάγκνους μετά τον θάνατο του Χάακον, με τη συνεργασία ενός άλλου ευγενή του Έγκιλ Άσλακσον όρισαν σαν διεκδικητή του θρόνου έναν άλλον άγνωστο ευγενή τον Σβεν Χάραλντσον για τον οποίο μερικοί ιστορικοί λένε ότι ήταν γιος του παππού του Χάραλντ Γ΄ της Νορβηγίας.[26] Η επανάσταση είχε σαν έδρα το Άππλλαντ αλλά σύντομα κέρδισε την υποστήριξη ευγενών από ολόκληρη τη χώρα.[27] Ύστερα από μερικές βδομάδες σύγκρουσης ο Μάγκνους συνέλαβε τον Τόρε και τους υποστηρικτές του και τους κρέμασε στο νησί του Βάμπαρχολμ στη βόρεια Νορβηγία. Ο Μάγκνους βρέθηκε σε δίλημμα αν θα χαρίσει τη ζωή του Έγκιλ επειδή ήταν νέος, δυναμικός και χρήσιμος, ζήτησε τη γνώμη των ευγενών αλλά εκείνοι του απάντησαν αρνητικά.[28] Στη συνέχεια ο Μάγκνους βρέθηκε σε σύγκρουση με τον ευγενή Σβέινκε Στέιναρσον ο οποίος ήταν πολύ χρήσιμος επειδή είχε κατορθώσει να εξολοθρεύσει την πειρατεία στο Βικέν, ο Σβέινκε αρνήθηκε να τον αναγνωρίσει ως βασιλιά και εξορίστηκε για τρία χρόνια. Μετά τη φυγή του Σβέινκε η πειρατεία στη Νορβηγία βρέθηκε ξανά σε μεγάλη έκρηξη, ο Μάγκνους συναντήθηκε μαζί του στο Χάλλαντ και συμφιλιώθηκε, ο Σβέινκε επέστρεψε στη Νορβηγία και από τότε ήταν ένας από τους πιο θερμούς υποστηρικτές του Μάγκνους ο οποίος ήταν πλέον αναμφισβήτητος βασιλιάς στη Νορβηγία.[29] Οι Νορβηγικές πηγές γράφουν πολλές φορές γεγονότα με προκατάληψη τονίζοντας περισσότερο τα πολεμικά κατορθώματα των βασιλέων σε σχέση με τις ειρηνικές πράξεις, ο Σνόρρι Στούρλουσον για παράδειγμα γράφει 15 σελίδες για τον πολεμοχαρή Μάγκνους τον Γυμνόποδα και μονάχα δυο σελίδες για τον ειρηνικό πατέρα του Όλαφ αν και η βασιλεία του ήταν τρεις φορές μεγαλύτερη σε διάρκεια.[30] Η βασιλεία του Μάγκνους έμεινε γνωστή για τον συντονισμό του βασιλείου της Νορβηγίας με τα υπόλοιπα Ευρωπαϊκά κράτη με ένα ισχυρό δίκτυο ευγενών και ιερέων.[26] Η Σκανδιναβική επισκοπή υπήχθη στην αρχιεπισκοπή του Αμβούργου - Βρέμης μέχρι έναν χρόνο μετά τον θάνατο του Μάγκνους αν και οι Νορβηγοί επίσκοποι ήταν ξένοι σε Άγγλους και σε Γερμανούς.[31] Ο Μάγκνους αναμόρφωσε το νομισματικό σύστημα, τα νομίσματα είχαν περιεκτικότητα σε ασήμι 90% αν και με τη μεταρρύθμιση του παππού του Χάραλντ Χαράλντα είχαν περιεκτικότητα σε ασήμι 30%, το υπόλοιπο ήταν χαλκός, το βάρος των νομισμάτων του Μάγκνους ήταν περίπου το μισό σε σχέση με τα προηγούμενα.[32]

Κατάκτηση των Βρετανικών νήσων

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο κύριος στόχος του Μάγκνους ήταν να αποκαταστήσει τη Νορβηγική εξουσία γύρω από την Ιρλανδική θάλασσα, επιχείρησε να βάλει υποτελή βασιλιά στα νότια νησιά τον Ίντζεμουντ (1097) αλλά λίγο αργότερα δολοφονήθηκε σε εξέγερση.[33][34] Οι φιλοδοξίες του Μάγκνους παραμένουν ασαφείς σύμφωνα με τους Άγγλους ιστορικούς, ο Γουλιέλμος του Μαλμέσμπουρι πίστευε ότι ο Μάγκνους είχε στόχο να καταλάβει τον θρόνο από τον Γουλιέλμο Β΄ της Αγγλίας. [33] Άλλοι ιστορικοί πιστεύουν ότι ήθελε να εδραιώσει μια Νορβηγική αυτοκρατορία στην οποία να περιλαμβάνονται η Σκωτία και η Ιρλανδία αλλά οι περισσότεροι ιστορικοί συμφωνούν στο γεγονός ότι ήθελε περισσότερο να ελέγξει τα νησιά γύρω από την Ιρλανδική θάλασσα.[35] Αν και είχε επηρεαστεί έντονα από τον φόνο του Ίντζεμουντ τα Χρονικά των Ορκάδων αναφέρουν ότι ο Μάγκνους είχε πειστεί από τον Χάακον Πόλσον γιο του κόμη των Ορκάδων ο οποίος ήθελε την κομητεία για τον εαυτό του.[36][37] Είναι πολύ πιθανό επίσης να ήθελε ο Μάγκνους να δώσει και ένα βασίλειο στον γιο του Σίγκουρντ ο οποίος τον είχε συνοδεύσει σε όλες τις εκστρατείες του.[38] Ο Μάγκνους απέπλευσε στη δυτική θάλασσα (1098) και έφτασε στις Ορκάδες επικεφαλής μεγάλου στρατού, τα Χρονικά των βασιλέων του Μαν και των νησιών ανεβάζουν τον στόλο του στα 160 πλοία αντίθετα ο Όρντερικ Βιτάλις αναφέρει ότι ο αριθμός των στόλων του ήταν 60 πλοία. Το συμπέρασμα που βγάζει τελικά ο ιστορικός Πέτρος Ανδρέας Μουνκ (1810 - 1863) ήταν ότι ο στόλος ήταν πραγματικά 160 πλοία αλλά τα 100 από αυτά ήταν δημόσια εισφορά και επέστρεψαν αμέσως μετά την άφιξη τους αφού ο βασιλικός στόλος συνίσταται από 60 πλοία και τα πλοία των βαρόνων.[39] Ο αριθμός των ανδρών σε κάθε πλοίο εκτιμάται στους 120 ανά πλοίο κάτι που σημαίνει 8000 άντρες στα βασιλικά πλοία και 12000 άντρες στα υπόλοιπα, ιστορικοί ωστόσο εκτιμούν τα νούμερα αυτά ως υπερβολικά.[40]

Μετά την άφιξη του ο Μάγκνους ξεκίνησε τις διαπραγματεύσεις με τους Σκωτσέζους και τους Ιρλανδούς βασιλείς σχετικά με τον έλεγχο της Σκωτίας, της Ιρλανδίας και των γύρω νησιών.[41] Μετά την άφιξη του στις Ορκάδες έστειλε τους κόμητες Παύλο και Έρλεντ Θόνφινσον στη Νορβηγία ως αιχμαλώτους και κράτησε τους γιους τους Χάακον Πόλσον, Μάγκνους Έρλεντσον και Έρλινγκ Έρλεντσον ομήρους, τοποθέτησε κόμη τον γιο του Σίγκουρντ.[42] Ο Μάγκνους ο Γυμνόπους επιτέθηκε στη συνέχεια στη Σκωτία και τα νότια νησιά, με ελάχιστη αντίσταση λεηλάτησε τις Εβρίδες και τα νησιά Σκάι, Ταϊρί, Μαλ και Άιλα, την Άιονα την επισκέφτηκε αλλά δεν τη λεηλάτησε.[38][43][44] Παρενόχλησε επίσης και το Σάντι χωρίς να καταγράφεται η ακριβής τοποθεσία επειδή πρόκειται για τρία διαφορετικά νησιά.[45] Όταν εισήλθε στην Ιρλανδική θάλασσα έχασε στο Όλστερ τρία πλοία και 120 άντρες, συνέχισε για το Μαν στο οποίο ο κόμης Ότταρ έπεσε ύστερα από σκληρή μάχη.[46] Το Μαν περιήλθε στον έλεγχο της Νορβηγίας, ο Μάγκνους εγκαταστάθηκε κάποιο χρονικό διάστημα στο νησί οργανώνοντας τον εποικισμό του, κτίζοντας κτίρια και φρούρια με υλικά τα οποία μετέφερε από το Γκάλλοουευ στη Σκωτία.[47] Αυτό ήταν απόδειξη οτι τμήμα της Σκωτίας βρισκόταν υπό τον έλεγχο της Νορβηγίας.[48]

Εκστρατεία στη Σκωτία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Σελίδα των Χρονικών του Αγκρίπ (13ος αιώνας) που σχετίζονται με τον Μάγκνους τον Γυμνόποδα.

Στη συνέχεια προσέγγισε τον Μάγκνους ο Γκράφαντ απ Σίναν, βασιλιάς του Γκουινέντ ο οποίος είχε εκδιωχθεί στην Ιρλανδία από τους κόμητες Ούγο του Μοντγκόμερι και Ούγο του Αβράνς με 6 πλοία.[49] Ο Μάγκνους κατευθύνθηκε στη συνέχεια στο Άνγκλεσι, έφτασε στις ακτές του νησιού Πουφφίν στο οποίο οι Νορμανδοί γιόρταζαν τη νίκη τους επί του Γκράφαντ.[50] Στη μάχη που ακολούθησε ο Μάγκνους συνέτριψε τις Νορμανδικές δυνάμεις και σκότωσε τον Ούγο του Μοντγκόμερι με ένα βέλος στα μάτια.[51] Οι πηγές αναφέρουν στη συνέχεια ότι το μετάνιωσε για τον φόνο του Μοντγκόμερι επειδή είδε με καλό μάτι μια υποτιθέμενη συμμαχία με τους Νορμανδούς.[52] Επέστρεψε στο Μαν αφήνοντας τον Νορμανδικό στρατό σημαντικά εξασθενημένο, μετά τη μάχη αυτή το Άνγκλεσι ήταν τα νότια σύνορα της Νορβηγίας, ο Γκράφαντ απ Σίναν επέστρεψε στο νησί του παρέχοντας στον Μάγκνους πολλές τιμές και δώρα.[53] Η επέκταση του Μάγκνους άρχισε να ενοχλεί έντονα τους Άγγλους οι οποίοι θυμήθηκαν την επίθεση του παππού του Μάγκνους Χάραλντ Γ΄ της Νορβηγίας (1066), τον πόλεμο με τον Σβεν Β΄ της Δανίας (1069 - 1070) και την απειλή της επίθεσης του Αγίου Κνούτου (1085).[51] Στη Σκωτία οι εσωτερικές εμφύλιες συγκρούσεις συνεχίστηκαν μεταξύ των βασιλιάδων μέχρι τη στιγμή που ο Έντγκαρ της Σκωτίας κέρδισε το πλεονέκτημα απέναντι στους υπόλοιπους. Επειδή φοβήθηκε να συγκρουστεί με τον Νορβηγό βασιλιά Μάγκνους τον προσκάλεσε να πραγματοποιήσουν συμφωνία με την οποία θα αναγνώριζε τον Έντγκαρ βασιλιά της Σκωτίας ενώ ο Μάγκνους θα είχε την κυριαρχία στα νησιά δυτικά της Σκωτίας. Ο Μάγκνους δέχτηκε του έδωσε ταυτόχρονα και από ένα πλοίο για να φτάσει σε κάθε νησί με επίδειξη στον χειρισμό του πηδαλίου του πλοίου ώστε να περάσει με ασφάλεια απο τα στενά του ισθμού του Τάρμπερτ.[54][55][56] Ο ιστορικός Ρίτσαρντ Οράμ (γεν. 1960) αναφέρθηκε ότι ήταν μια πρόστυχη συμφωνία η οποία σχεδιάστηκε για να νομιμοποιήσει τον Χάακον Δ΄ της Νορβηγίας.[57] Ο Μάγκνους πέρασε τον χειμώνα στις Εβρίδες την ίδια στιγμή που πολλοί από τους άντρες του επέστρεψαν στη Νορβηγία.[56] Στη Σκωτία ο Μάγκνους ξεκίνησε τις διαπραγματεύσεις για τον γάμο της κόρης του με τον μελλοντικό Μάλκολμ Γ΄ της Σκωτίας αλλά ο γάμος τελικά δεν πραγματοποιήθηκε.[58] Ο Μάγκνους ο Γυμνόπους επέστρεψε στη Νορβηγία το καλοκαίρι του επόμενου έτους αφού πρώτα εξασφάλισε να παραμείνουν τα νησιά τα οποία είχε κατακτήσει παρέμειναν υπό Νορβηγικό έλεγχο.[59]

Σύγκρουση με τη Σουηδία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Σύγχρονη αναπαράσταση της συνάντησης των τριών βασιλέων στην Κουνγκαχάλλα (1101) με τους ανδριάντες τους.

Μετά την επιστροφή του στη Νορβηγία ο Μάγκνους στράφηκε ανατολικά διεκδικώντας από τη Σουηδία στα τέλη του 1099 τις επαρχίες του Ντάλσλαντ και του Βέστεργκετλαντ σαν προγονική του κατοχή. Τα σύνορα μεταξύ Νορβηγίας και Σουηδίας έπρεπε για τον Μάγκνους να φτάνουν ανατολικότερο μέχρι τον ποταμό Γκότα αλβ μέσω της λίμνης Βένερν και βόρεια μέχρι την επαρχία του Βάρμλαντ, διεκδικώντας όλη τη γη δυτικά της Βένερν.[60] Ο Ίνγκε Α΄ της Σουηδίας απέρριψε τα αιτήματα του και ο Μάγκνους ξεκίνησε επίθεση με επιδρομές στα δασικά χωριά, ο Ίνγκε ετοίμασε στρατό για να τον αντιμετωπίσει. Οι άντρες του Μάγκνους συμβούλευσαν τον βασιλιά να εγκαταλείψει την προσπάθεια του αλλά εκείνος αρνήθηκε κατηγορηματικά λέγοντας ότι ποτέ δεν αφήνει καμιά δουλειά στη μέση, σε μια αιφνίδια νυχτερινή επίθεση νίκησε τους Σουηδούς στο Φουξέρνα κατακτώντας τμήμα του Βέστεργκετλαντ.[61] Ο Μάγκνους έκτισε ένα ξύλινο φρούριο στο νησί Κάλλαντσο στα νότια της Βένερν άφησε 300 άντρες και επέστρεψε για τη Νορβηγία.[62] Οι Νορβηγοί λόγω των επιτυχιών του βασιλιά τους έγιναν συνεχώς όλο και περισσότερο αλαζονικοί, ο Σουηδός βασιλιάς αποφάσισε να εκστρατεύσει εναντίον τους. Μετά τη δημιουργία πάγου για τη σύνδεση του νησιού με τη στεριά ο Ίνγκε μπήκε στο νησί με 3000 άντρες, δεν επιζητούσε πόλεμο τους έκανε συνεχώς προτάσεις για ειρήνη αλλά οι Νορβηγοί τις απέρριψαν όλες. Ο Ίνγκε με τους Σουηδούς επιτέθηκαν, έκαψαν το φρούριο, οι Νορβηγοί πανικόβλητοι επέστρεψαν στην πατρίδα τους αφήνοντα πίσω τα υπάρχοντα τους.[63] Ο Μάγκνους εξοργισμένος αποφάσισε να επιτεθεί στη Σουηδία την επόμενη χρονιά για να εκδικηθεί, αλλά ο ίδιος και οι άντρες του έπεσαν ξανά σε παγίδα από τους Σουηδούς και αποδεκατίστηκαν, αναγκάστηκαν να επιστρέψουν με βαριές απώλειες[64]. Ο πόλεμος μεταξύ Σουηδών και Νορβηγών συνεχίστηκε και την περίοδο 1100 - 1101.[65] Ο Ερρίκος Α΄ της Δανίας έντονα ανήσυχος από τον πόλεμο μεταξύ της Σουηδίας και τη Νορβηγίας και από φόβο μήπως ο πόλεμος επεκταθεί και στη Δανία μετά τις επιδρομές του Μάγκνους στο Χάλλαντ αποφάσισε να μεσολαβήσει προκειμένου να κλείσουν ειρήνη. Η συνάντηση των τριών βασιλέων έγινε στην Κουνγκαχάλλα (1101), οι τρεις βασιλείς συμφώνησαν να διατηρήσουν τα παλιά τους σύνορα. Η συνθήκη επικυρώθηκε με τον γάμο του Μάγκνους με την κόρη του Ίνγκε του Γηραιού Μάργκαρετ Φρένκουλλα, ο Μάγκνους δήλωσε ότι διεκδικεί τα εδάφη των προγόνων του.[66] Ο γάμος παρέμεινε άτεκνος γι'αυτό το Ντάλσλαντ δεν έγινε ποτέ Νορβηγική επαρχία, επέστρεψε στη Σουηδία μετά τον θάνατο του.[67]

Συμμαχία με τους Ιρλανδούς

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο στόλος του Μάγκνους του Γυμνόποδος στην Ιρλανδία σε παράσταση του Γουσταύου Στόρμ (1899)

Ο Μάγκνους αποφάσισε να εκστρατεύσει ξανά στην Ιρλανδία (1101) αυτή τη φορά με στρατό μεγαλύτερο από όλες τις προηγούμενες εκστρατείες του.[68] Στο νησί εκείνη την εποχή είχαν δημιουργηθεί πολλά ανεξάρτητα βασίλεια με περίεργες συμμαχίες.[69] Οι Ιρλανδικές πηγές αναφέρουν ότι ο Μάγκνους ετοιμαζόταν "να επιτεθεί στην Ιρλανδία" ή "να κυριεύσει την Ιρλανδία".[70] Δέχτηκε ενισχύσεις στον δρόμο του από τις Ορκάδες προς το Μαν στο οποίο δημιούργησε μια βάση για να εξερευνήσει τις συνθήκες.[71] Δημιουργήθηκαν μεγάλες εντάσεις ανάμεσα στον Μάγκνους και στον βασιλιά του Μύνστερ και υψηλό βασιλιά της Ιρλανδίας Μουιρτσερτάχ Ουά Μπρίαιν ο οποίος βρισκόταν εκείνο τον καιρό σε διαμάχη με τον αντίπαλο του Ντόμναλλ Ουά Λοχλάν.[72] Την ίδια εποχή που ο Μάγκνους είχε ελέγξει την κατάσταση πειρατές έκαναν επιδρομή στο νησί του Σκάττερι πολύ κοντά στις βάσεις του Μουιρτσερτάχ.[12] Μετά την άφιξη του στη νήσο του Μαν οι Ιρλανδικές πηγές περιγράφουν ότι ο Μάγκνους έκλεισε ειρήνη ενός έτους με τους Ιρλανδούς.[73] Ένας από τους όρους της ειρήνης ήταν ο γάμος του γιου του Μάγκνους Σίγκουρντ του Σταυροφόρου με την κόρη του Μουιρτσερτάχ Μπζαντμούνζο, στη γαμήλια τελετή ο Μάγκνους ονόμασε τον γιο του Σίγκουρντ συμβασιλέα του και τον έχρισε διάδοχο στα δυτικά εδάφη του.[74] Ο Μουιρτσερτάχ αναγνώρισε την κυριαρχία του Μάγκνους στο Δουβλίνο και στο Φίγκαλ.[73]

Την ίδια εποχή ο Μουιρτσερτάχ παντρεύτηκε μια κόρη του Αρνούλφου του Μοντγκόμερι αδελφού του Ούγου, ενός ευγενούς που είχε δολοφονηθεί από τον Μάγκνους (1098).[75] Τα Σάγκας αναφέρουν σχετικά με έναν ξένο ευγενή με το όνομα Τζιφφάρντ ο οποίος εμφανίζεται στην αυλή του Μάγκνους πριν από την εκστρατεία του στη Σουηδία, αυτό αποδεικνύει ότι συνωμοτούσε με τον Βάλτερ Τζιφφάρντ, κόμη του Μπάκιγχαμ σε εξέγερση εναντίον του Ερρίκου Α΄ της Αγγλίας.[76] Σύμφωνα με τον Όρντερικ Βιτάλις άφησε έναν πλούσιο πολίτη στο Λίνκολν στον οποίο έγινε κατάσχεση της περιουσίας από τον βασιλιά Ερρίκο μετά τον θάνατο του Μάγκνους. Ο θησαυρός αυτός είχε συγκεντρωθεί από Νορμανδούς ευγενείς για την υποστήριξη του Μάγκνους, πιθανότατα από τον Τζιφφάρντ ο οποίος είχε επισκεφτεί την αυλή του Μάγκνους εκείνη την εποχή επειδή στην ίδια τη Νορβηγία ήταν ανεπιθύμητες οι δαπανηρές εκστρατείες του βασιλιά τους στη δύση.[75] Ο Μουιρτσερτάχ χειρίστηκε με μεγάλη διπλωματία τις προίκες των θυγατέρων του για να παίξει τα πολιτικά του παιχνίδια αν και δεν τηρούσε όλες τις συμφωνίες του με τον Μάγκνους χρειαζόταν τη βοήθεια του για να συντρίψει τον Ντόμναλλ.[77] Ο Μάγκνους και ο Μουιρτσερτάχ πραγματοποίησαν κοινές εκστρατείες μετά την ειρήνη που έκλεισαν μεταξύ τους οι οποίες διεκόπησαν μόνο τον χειμώνα του 1102 - 1103. Τα Σάγκας αναφέρουν ότι ο Μάγκνους πέρασε τον χειμώνα του στο Κόνοτ αλλά η αναφορά είναι λανθασμένη επειδή το Κόνοτ δεν ανήκε στο βασίλειο του Μουιρτσερτάχ,[78] η τοποθεσία ήταν πιθανότατα το Μύνστερ σύμφωνα με σύγχρονους ιστορικούς.[79] Ο Μάγκνους είχε συμμαχήσει με τον Μουιρτσερτάχ σε όλες τις εκστρατείες του Ντόμναλλ αλλά οι Ιρλανδικές πηγές δεν θεωρούν τις εκστρατείες τους σαν επιτυχείς.[80] Στις 5 Αυγούστου 1103 ο Μουιρτσερτάχ προσπάθησε ανεπιτυχώς να υποτάξει τον Ντόμναλλ στη μάχη του Μάγκ Κόμπα, ο Μάγκνους δεν πήρε μέρος σε αυτήν αλλά οι οπαδοί του στο Δουβλίνο πολέμησαν με τον Μουιρτσερτάχ.[81]

Προδοσία και θάνατος από τους Ιρλανδούς

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι δυο βασιλείς συμφώνησαν να φέρει ο Μουιρτσερτάχ προμήθειες από βοοειδή στον Μάγκνους για την επιστροφή του στη Νορβηγία αλλά όπως είχε συμβεί πολλές φορές στο παρελθόν ο Μάγκνους υποπτεύθηκε ότι οι Ιρλανδοί ετοιμάζονται να του επιτεθούν. Ο Μάγκνους μάζεψε τους άντρες του στην εορτή του Αγίου Βαρθολομαίου στις 24 Αυγούστου 1103.[82] Οι υποψίες του τελικά βγήκαν αληθινές, ο Μουιρτσερτάχ είχε κάνει συστάσεις στον Ουλάιχ να παγιδεύσει τους Νορβηγούς.[83] Ο Σνόρρι Στούρλουσον περιγράφει "O βασιλιάς Μάγκνους είχε ένα κράνος στο κεφάλι, κρατούσε μια κόκκινη ασπίδα στην οποία είχε επιχρυσωμένο ένα λιοντάρι, η λαβή του ξίφους του ήταν από ελεφαντόδοντο και στη λαβή του τυλιγμένο ένα χρυσό νήμα. Φορούσε έναν μανδύα πάνω από το παλτό του στον οποίο μπροστά και πίσω ήταν κεντημένο ένα λιοντάρι από κίτρινο μετάξι, όλοι οι άντρες του τον θαύμαζαν αναγνωρίζοντας ότι δεν έχουν ξαναδεί ποτέ πιο δυναμικό και κραυγαλέο άνθρωπο".[84] Οι Νορβηγικές πηγές περιγράφουν για τεράστιες δυνάμεις που είχε συγκεντρώσει ο Μουιρτσερτάχ στην παγίδα που έστησε στον Μάγκνους, οι Νορβηγοί αιφνιδιάστηκαν και πανικοβλήθηκαν ενώ ο βασιλιάς τους έδινε οδηγίες για ομαδική επίθεση με τόξα στάθηκαν ανίκανοι να ανταποκριθούν. Στην αρχή τραυματίστηκε στα γόνατα αλλά εξακολουθούσε να πολεμάει με το ίδιο θάρρος, ένας Νορβηγός του έδωσε το θανατηφόρο χτύπημα στον λαιμό και έπεσε νεκρός.[85]. Ήταν ο τελευταίος Νορβηγός βασιλιάς που σκοτώθηκε σε μάχη στο εξωτερικό, όταν οι άντρες του του έκαναν συστάσεις να προετοιμάζεται περισσότερο για τις μάχες ο ίδιος απαντούσε πάντοτε ότι "οι βασιλείς είναι γεννημένοι για την τιμή και όχι για την πολυτελή ζωή"[86] Προδομένος σκληρά από τον Μουιρτσερτάχ πιθανότατα προδόθηκε και από τους ίδιους τους άντρες του στρατού του, μια ομάδα με επικεφαλής τον Τοργκρίμ δεν ήθελαν τον Μάγκνους στον Νορβηγικό θρόνο. Ο Σνόρρι Στούρλουσον αναφέρει ότι αν δεν υπήρχε η προδοσία του Τοργκρίμ το πιθανότερο είναι να ήταν πάλι νικητής ο Μάγκνους.[87]

Με τη σύζυγο του Μάργκαρετ Φρένκουλλα κόρη του βασιλιά της Σουηδία Ίνγκε Α΄ δεν απέκτησε παιδιά. Νόθοι γιοι του Μάγκνους του Γυμνόποδος ήταν:

  1. 1,0 1,1 Darryl Roger Lundy: (Αγγλικά) The Peerage. p11299.htm#i112984. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  2. 2,0 2,1 (Ιταλικά) Sapere Encyclopedia. De Agostini Editore. 2001. Magnus+III.
  3. p11299.htm#i112984. Ανακτήθηκε στις 7  Αυγούστου 2020.
  4. 4,0 4,1 4,2 4,3 Charles Cawley: «Medieval Lands». (Αγγλικά) Charles Cawley, "Medieval Lands", 2006-2020.
  5. 5,0 5,1 Darryl Roger Lundy: (Αγγλικά) The Peerage.
  6. Power (1986) p. 111
  7. Forsund (2012) p. 14
  8. Power (1994) p.222
  9. 9,0 9,1 9,2 https://nbl.snl.no/Magnus_3_Olavsson_Berrf%C3%B8tt
  10. Forsund (2012) pp. 14–15
  11. Magnus Barefoot's saga, chapter 18.
  12. 12,0 12,1 Power (2005) p. 15
  13. http://www.dokpro.uio.no/umk_eng/myntherr/mb.html
  14. Forsund (2012) p. 18
  15. Forsund (2012) pp. 23–25
  16. Power (1986) p. 112
  17. Forsund (2012) p. 27
  18. Forsund (2012) p. 55
  19. Power (1986) pp. 112–117
  20. Krag, Claus. "Hakon Magnusson Toresfostre". Norsk biografisk leksikon (in Norwegian).
  21. Forsund (2012) pp. 27–28
  22. Forsund (2012) pp. 31–33
  23. Forsund (2012) pp. 29–31
  24. Magnus Barefoot's saga, chapter 2.
  25. Forsund (2012) p. 31
  26. 26,0 26,1 Krag, Claus. "Magnus 3 Olavsson Berrfott – utdypning". Norsk biografisk leksikon (in Norwegian)
  27. Forsund (2012) p. 42
  28. Forsund (2012) pp. 42–47
  29. Forsund (2012) pp. 47–49
  30. Krag (1995) p. 168
  31. Forsund (2012) pp. 88–91
  32. Krag (1995) p. 215
  33. 33,0 33,1 Oram (2011) p. 48
  34. Power (1986) pp. 115–116
  35. W?rdahl (2011) pp. 44–45
  36. Power (1986) pp. 116–117
  37. W?rdahl (2011) p. 42
  38. 38,0 38,1 Power (1986) p. 118
  39. Chronicles of the Kings of Mann and the Isles, note 9, p. 56
  40. Forsund (2012) pp. 57–58
  41. Forsund (2012) p. 58
  42. McDonald (2002) p. 70
  43. Forsund (2012) pp. 58–59
  44. McDonald (2002) p. 71
  45. Power (2005) p. 12
  46. Forsund (2012) pp. 59–60
  47. Forsund (2012) pp. 61–62
  48. Power (1986) p. 119
  49. Forsund (2012) pp. 63–65
  50. Lloyd, J.E., A History of Wales; From the Norman Invasion to the Edwardian Conquest, Barnes & Noble Publishing, Inc. 2004
  51. 51,0 51,1 Oram (2011) p. 50
  52. Power (2005) p. 14
  53. Forsund (2012) p. 69
  54. Forsund (2012) pp. 70–72
  55. W?rdahl (2011) p. 43
  56. 56,0 56,1 Power (1986) p. 121
  57. Oram (2011) pp. 49–50
  58. Power (1986) pp. 121–122
  59. Forsund (2012) p. 73
  60. Forsund (2012) pp. 92–93
  61. Forsund (2012) p. 94
  62. Forsund (2012) pp. 94–96
  63. Forsund (2012) pp. 96–100
  64. Forsund (2012) pp. 100–102
  65. Power (1986) p. 123
  66. Forsund (2012) pp. 104–106
  67. Forsund (2012) p. 113
  68. Forsund (2012) p. 117
  69. Forsund (2012) pp. 117–118
  70. Duffy (1997) p. 111
  71. Forsund (2012) p. 12
  72. Forsund (2012) p. 122
  73. 73,0 73,1 Duffy (1997) p. 112
  74. Forsund (2012) pp. 122–123
  75. 75,0 75,1 Power (2005) p. 17
  76. Power (1986) pp. 125–126
  77. Forsund (2012) pp. 123–124
  78. Power (2005) pp. 16–17
  79. Forsund (2012) p. 125
  80. McCormick (2009) p. 103
  81. Duffy (1997) p. 113
  82. Power (1986) pp. 127–128
  83. Forsund (2012) p. 127
  84. Magnus Barefoot's saga, chapter 26.
  85. Forsund (2012) pp. 128–131
  86. Magnus Barefoot's saga, chapter 28.
  87. Forsund (2012) pp. 129–131
  • Sturluson, Snorri (c. 1230). Magnus Barefoot's saga (in Heimskringla). English translation: Samuel Laing (London, 1844).
  • Theodoric the Monk (c. 1180). The Ancient History of the Norwegian Kings. English translation: David and Ian McDougall (London, 1998).
  • Ágrip af Nóregskonungasögum (c. 1180s). English translation: M. J. Driscoll (London, 2008).
  • Chronicles of the Kings of Mann and the Isles (c. 1262). English translation: Rev. Goss (Douglas, 1874).
  • Fagrskinna (c. 1220s), in Old Norse. Edited by Finnur Jonsson (Copenhagen, 1902).
  • Morkinskinna (c. 1220s), in Old Norse. Edited by Finnur Jonsson (Copenhagen, 1932).
  • Orkneyinga saga (c. 1230). English translation: George W. Dasent (London, 1894)
  • Førsund, Randi Helene (2012). Titlestad, Bård, ed. Magnus Berrføtt. Sagakongene (in Norwegian). Saga Bok/Spartacus.
  • Krag, Claus (1995). Helle, Knut, ed. Vikingtid og rikssamling 800–1130. Aschehougs norgeshistorie. 2. Oslo: Aschehoug.
  • Larsen, Stein Ugelvik; Sulebust, Jarle (1994). I balansepunktet: Sunnmøres eldste historie (in Norwegian). Sunnmørsposten Forlag (with Studiegruppa for Sunnmøre, Universitetet i Bergen). ISBN 82-91450-00-5.
  • McDonald, R. Andrew (2002). History, Literature, and Music in Scotland, 700–1560. University of Toronto.
  • Oram, Richard (2011). Domination and Lordship: Scotland, 1070–1230. Edinburgh University.
  • Skaare, Kolbjørn (1995). Norges mynthistorie (in Norwegian). 1. Universitetsforlaget.
  • Skaare, Kolbjørn (1995). Norges mynthistorie (in Norwegian). 2. Universitetsforlaget.
  • Wærdahl, Randi Bjørshol (2011). The Incorporation and Integration of the King's Tributary Lands into the Norwegian Realm c. 1195–1397. BRILL.
  • Duffy, Seán (1992). "Irishmen and Islesmen in the Kingdoms of Dublin and Man, 1052–1171". Ériu. Dublin: Royal Irish Academy.
  • McCormick, Finbar (2009). "The Grave of Magnus Barelegs" (PDF). Ulster Journal of Archaeology.
  • Power, Rosemary (October 1986). "Magnus Barelegs' Expeditions to the West". The Scottish Historical Review. Edinburgh University. 65 (180, part 2): 107–132.
  • Power, Rosemary (October 1994). "The Death of Magnus Barelegs". The Scottish Historical Review. Edinburgh University. LXXIII, 2 (196): 216–223. ISSN 0036-9241.
  • Power, Rosemary (2005). "Meeting in Norway: Norse-Gaelic relations in the kingdom of Man and the Isles, 1090––1270" (PDF). Saga-book. Viking Society for Northern Research, University College London. XXIX (196): 5–66. ISSN 0305-9219. Archived from the original (PDF) on 12 April 2013. C1 control character in |title= at position 84 (help)
  • Stølen, Anders (1988). "Frå Jarleætta på Sunnmøre til Blindheim-ætta og Smør-ætta". Norsk slekthistorisk tidsskrift (in Norwegian). 31: 259–277.
  • Beuermann, Ian (2002). Man amongst kings and bishops: what was the reason for Godred Olafsson's journey to Norway in 1152/53?. Oslo: I. Beuermann. pp. 182–191.
  • Christansen, Reidar T. (1931). The Vikings and Viking Wars in Irish and Gaelic Tradition. Oslo: Dybwald.
  • Curphey, Robert A. (2008). Peel Castle on St. Patrick's Isle'. Manx National Heritage.
  • Jesch, Judith (1996). "Norse Historical Traditions and Historia Gruffud vab Kenan: Magnús berfættr and Haraldr hárfagri". In K. L. Maund. Gruffudd ap Cynan: a Collaborative Biography. pp. 117–148.
  • Macdonald, R. Andrew (2007). Manx kingship in its Irish Sea setting, 1187–1229: King Rǫgnvaldr and the Crovan dynasty. Four Courts Press.
  • Power, Rosemary (Winter 1993). "Magnus Barelegs, the War Hollow and Downpatrick". Ulster Local Studies. 15 (2): 40–54.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Μάγκνους Γ΄ της Νορβηγίας
Γέννηση: 1073 Θάνατος: 24 Αυγούστου 1103
Βασιλικοί τίτλοι
Προκάτοχος
Όλαφ ο Ειρηνικός
Βασιλιάς της Νορβηγίας

1093 - 1103
Με τον Χάακον Μάγκνουσσον (1093-1095)
Διάδοχος
Σίγκουρντ ο Σταυροφόρος, Έιστεϊν Α΄ και Όλαφ Μάγκνουσσον