Το Λούμπιν βρίσκεται στον ποταμό Ζιμνίτσα στην ιστορική περιοχή της Κάτω Σιλεσίας, 71 χιλιόμετρα βορειοδυτικά του Βρότσουαφ και 20 χιλιόμετρα βόρεια της Λεγκνίτσα.
Η πόλη είναι μια από τις σημαντικότερες βιομηχανικές τοποθεσίες στην Κάτω Σιλεσία, στην οποία έχει έδρα η τρίτη μεγαλύτερη πολωνική εταιρεία, η εταιρεία εξόρυξης KGHM Polska Miedź.
Η περιοχή του Λούμπιν βρίσκεται ανάμεσα στους κύριους οικισμούς δύο Δυτικών Σλαβικών Σιλέσιων φυλών, των Ντζιαντοσάνων και της Τσεμποβιάνων, των οποίων τα εδάφη υποτάχθηκαν από τον Βασιλιά Μιέσκο Α΄ της Πολωνίας περίπου το 990. Δεν είναι σαφές ποια από τις δύο φυλές ίδρυσε την πόλη. Ένας μύθος αναφέρει ότι το όνομα της πόλης προέρχεται από τον Luba (Λούμπα), έναν νεαρό άνδρα που πιστώθηκε ότι σκότωσε μια γιγαντιαία αρκούδα που τρομοκρατούσε τους κατοίκους. Ένα παπικό διάταγμα που χρονολογείται γύρω στο 1155 αναφέρει το Λούμπιν ως ένα από τα 13 σιλεσικά καστελανάτα.
Σύμφωνα με το μύθο, ο Πολωνός βοεβόδας, Πιοτρ Βουοστόβιτς του Ντούνιν (1080-1153), έβαλε να χτίσουν μια πέτρινη εκκλησία στο λόφο στα δυτικά του Λούμπιν, όπου περίπου το 1230 ένα καστελανάτο και ένα χωριό δημιουργήθηκαν, όπου μέχρι σήμερα ονομάζεται Παλιό Λούμπιν (Stare Lubin). Ο οικισμός στο Δουκάτο του Γκουόγκουφ αναφέρθηκε για πρώτη φορά με το παλαιό πολωνικό όνομα Lubin σε μια πράξη του 1267 από τον Πάπα Κλήμη Δ΄ ως φέουδο της Μονής της Τσεμπνίτσα.
Κατακτήθηκε στους Σιλεσικούς Πολέμους από τον Βασιλιά Φρειδερίκο Β΄ της Πρωσίας στα μέσα του 18ου αιώνα και αργότερα η πόλη έγινε μέρος του Βασιλείου της Πρωσίας και ακολούθως, το 1871, της Γερμανίας. Το 1871, μετά τη δημιουργία της Γερμανικής Αυτοκρατορίας, συνδέθηκε σιδηροδρομικώς με τη Λεγκνίτσα (Liegnitz) και το Γκουόγκουφ (Glogau). Σε αναφορές για τις ενορίες τους στα τέλη του 18ου αιώνα, οι ντόπιοι ποιμένες έγραψαν για τους γηγενείς Πολωνούς, οι οποίοι μιλούσαν μια τοπική διάλεκτο της πολωνικής γλώσσας. Ο γηγενής πολωνικός πληθυσμός υποβλήθηκε σε προγραμματισμένη γερμανοποίηση, η οποία κράτησε μέχρι το 1930.
Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, περίπου το 70% των κτιρίων της πόλης καταστράφηκαν. Το 1945, μεταξύ 8-10 Φεβρουαρίου, στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού δολοφόνησαν μαζικά 150 Γερμανούς συνταξιούχους σε γηροκομείο και 500 ασθενείς ψυχιατρίων στο Λούμπιν.[2] Ως αποτέλεσμα των αλλαγών στα σύνορα που γνωστοποιήθηκαν στη Διάσκεψη του Πότσδαμ του 1945, η πόλη, που βρίσκεται ανατολικά της γραμμής Όντερ-Νάισσε, έγινε μέρος της Λαϊκής Δημοκρατίας της Πολωνίας. Το σύνολο του πληθυσμού της πόλης, που ήταν Γερμανοί, είτε εκδιώχθηκε είτε απαγορεύτηκε να επιστρέψει στην πατρίδα του από τις νέες Πολωνικές Αρχές.
Το 1982, η πόλη είδε σημαντικές διαδηλώσεις κατά του στρατιωτικού νόμου που διακήρυξε το κομμουνιστικό καθεστώς, οι οποίες καταστάλθηκαν από τις ομάδες θανάτου του, με αποτέλεσμα τη δολοφονία τριών ανθρώπων.[3][4]