Λιουτπράνδος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Λιουτπράνδος
Γενικές πληροφορίες
ΓέννησηΔεκαετία του 680 (περίπου)
ΘάνατοςΙανουάριος 744
Παβία
Τόπος ταφήςSan Pietro in Ciel d'Oro
Χώρα πολιτογράφησηςΒασίλειο των Λομβαρδών
ΘρησκείαΚαθολικισμός
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταμονάρχης
Οικογένεια
ΣύζυγοςΓκούντρουντ
ΓονείςΑνσπράνδος και Theodarada
ΣυγγενείςΧιλδεπράνδος (ανιψιός)
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΑξίωμαΒασιλέας των Λομβαρδών (712–744)
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Λιουτπράνδος, βασιλιάς των Λομβαρδών (712 - 744) έμεινε γνωστός στην ιστορία για τη δωρεά του Σουτρί (728), για τη μακρόχρονη βασιλεία του που κράτησε 32 χρόνια και για τις πολλές πολεμικές συγκρούσεις οι περισσότερες από τις οποίες ήταν επιτυχείς για το βασίλειο του. Αναφέρεται σαν ο περισσότερο επιτυχής Λομβαρδός βασιλιάς της Ιταλίας ιδιαίτερα λόγω της δωρεάς του Σουτρί η οποία θεωρείται η πρώτη δωρεά στην ιστορία μονάρχη απέναντι στον πάπα. Η παιδική του ηλικία ήταν περιπετειώδης, ο πατέρας του εξορίστηκε στους Βαυαρούς, ο μεγαλύτερος αδελφός του Σίγκιπερ τυφλώθηκε από τον βασιλιά των Λομβαρδών Αριπέρτο Β΄, η μητέρα του Θεοδωράδα και η αδελφή του Ορώνα ακρωτηριάστηκαν. Ο ίδιος ο Λιουτπράνδος ήταν ο μοναδικός που παρέμεινε αρτιμελής, αργότερα του επετράπη να δραπετεύσει στη Βαυαρία όπου πήγε να συναντήσει τον πατέρα του. Ο πατέρας του Λιουτπράνδου ήταν ο Ανσπράνδος που ήταν για σύντομο χρονικό διάστημα βασιλιάς (712), την προηγούμενη μέρα πριν τον θάνατο του κάλεσε τους Λομβαρδούς ευγενείς και τους ζήτησε να αποδεχτούν τον γιο του Λιουτπράνδο σαν τον νέο τους βασιλιά. Ο Ανσπράνδος και ο γιος του ήταν στενοί σύμμαχοι του δούκα της Βαυαρίας Θεοδό Α΄ με τη βοήθεια του οποίου κατόρθωσαν να ανακτήσουν τον θρόνο τους στη Λομβαρδία.

Ανατροπή του σφετεριστή Αρίπερτου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Νόμισμα του Λιουτπράνδου

Η φιλοξενία που τους επιφύλαξε όταν εξορίστηκαν από τον Αρίπερτο ήταν πολύ θερμή (702) και ο Λιουτπράνδος πήρε σύζυγο της Γκουντρούδη μέλος της δουκικής Βαυαρικής οικογένειας. Η πολιτική του Θεοδό προσανατολίστηκε στην αντίσταση ενάντια ενάντια στους Μεροβίγγειους δημάρχους στα βόρεια των Άλπεων, ο Λιουτπράνδος ανέλαβε να υπερασπίσει τα στενά στα περάσματα των Άλπεων κάτι που έκανε με μεγάλη επιτυχία. Την άνοιξη του 712 ο γιος του Θεοδό Θεοδεβέρτος μαζί με τον Λιουτπράνδο και τον Ανσπράνδο επιτέθηκαν στα Λομβαρδικά φρούρια, ο Αρίπερτος Β΄ ηττήθηκε, προσπάθησε να δραπετεύσει και πνίγηκε στο ποτάμι, ο Ασπράνδος ανέλαβε βασιλιάς της Λομβαρδίας αλλά σε λίγο πέθανε. Μετά τον θάνατο του Θεοδό (718) οι δεσμοί του Λιουτπράνδου με τη Βαυαρία έσπασαν γι'αυτό προσανατολίστηκε να καταλάβει τα Βαυαρικά κάστρα πριν ξεκινήσει τους πολέμους με τους Βυζαντινούς (726). Τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του μέχρι το 726 δεν ενόχλησε τους Βυζαντινούς στις Ιταλικές κτήσεις τους όπως στο Εξαρχάτο της Ραβέννας. Ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Λέων Γ´ αποφάσισε τότε να ξεκινήσει την Εικονομαχία, αυτό τον έφερε σε σκληρή σύγκρουση με τον πάπα Γρηγόριο Β΄, ο Λιουτπράνδος βρήκε τότε την κατάλληλη ευκαιρία να επιτεθεί στις Βυζαντινές κτήσεις της Εμιλίας. Κατέλαβε την Μπολόνια, την Οσίμο, τη Ρίμινι, την Ανκόνα μαζί με πολλές άλλες πόλεις της Εμιλίας και του Δουκάτου της Πενταπόλεως, κατέλαβε και το λιμάνι της Ραβέννας αλλά όχι την ίδια τη Ραβέννα λόγω της αντίστασης που βρήκε από τον έξαρχο Παύλο (727). Ο Παύλος σκοτώθηκε στη συνέχεια σε μια εξέγερση με αποτέλεσμα ο Λιουτπράνδος να καταφέρει να καταλάβει τη Ραβέννα χωρίς μάχη (737).

Η δωρεά του Σουτρί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το βασίλειο των Λομβαρδών την εποχή του Λιουτπράνδου

Η πρώτη επιδρομή των Μαυριτανών έγινε στην Κορσική από τις Βαλεαρίδες την περίοδο 713 - 719, ο Λιουτπράνδος τοποθέτησε στο νησί Λομβαρδική κυβέρνηση αν και ανήκε τυπικά στους Βυζαντινούς, η Κορσική παρέμεινε Λομβαρδική και μετά την κατάκτηση των Φράγκων με την ίδρυση πλήθους από εκκλησίες και μοναστήρια στο νησί. Όταν οι Σαρακηνοί επιτέθηκαν στη Σαρδηνία ο Λιουτπράνδος μετέφερε τα λείψανα του Αγίου Αυγουστίνου στην εκκλησία του Αγίου Πέτρου ο οποίος έγινε ο καθεδρικός ναός της Παβία.[1] Ο Παύλος ο Διάκονος περιγράφει αναλυτικά τις τεράστιες προσπάθειες που έκανε ο Λιουτπράνδος όπως και τα έξοδα του να για να κατορθώσει να μεταφέρει τα οστά.[2] Με την ολοκλήρωση της κατάκτησης των Βυζαντινών κτήσεων ο Λιουτπράνδος βάδισε στη Ρώμη, στον δρόμο συνάντησε στην αρχαία πόλη του Σουτρί τον πάπα Γρηγόριο Β΄ (728). Ο Λιουτπράνδος έκανε δωρεά τη μικρή ιστορική πόλη στον πάπα όπως αναφέρει "σαν δώρο στους ευλογημένους Αποστόλους Πέτρο και Παύλο", ήταν ο πρώτη επέκταση του παπικού κράτους πέρα από το δουκάτο της Ρώμης και το πρώτο παπικό κράτος. Στο μεταξύ ο Λέων συνάντησε του έξαρχο της Ραβέννας Ευτύχιο και του ζήτησε να αναλάβει τον έλεγχο της Ιταλίας, έκανε μια συμφωνία με τον Λιουτπράνδο να κάνει επίθεση στον πάπα αν οι Βυζαντινοί τον βοηθήσουν να υποτάξει τα δουκάτα του Σπολέτο και του Μπενεβέντο. Οι δυο ισχυροί δούκες αναγκάστηκαν να δηλώσουν υποταγή, ο Λιουτπράνδος στη συνέχεια στρατοπέδευσε στις όχθες του Τίβερη προκειμένου να επιστρέψει στον έξαρχο την πόλη της Ραβέννας με τις υπόλοιπες Βυζαντινές περιοχές και να αποκαταστήσει τις σχέσεις του με τον αυτοκράτορα.

Συγκρούσεις με τον πάπα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά τον θάνατο του Θεοδό στράφηκε στους παλιούς συμμάχους του Φράγκους ισχυροποιώντας τους δεσμούς του με τον Κάρολο Μαρτέλο στον οποίο είχε αναλάβει την κηδεμονία του μικρού του γιου Πιπίνου του Βραχύ μέχρι την ενηλικίωση του.[3] Εξέδωσε μια σειρά από 6 νόμους (733) οι οποίοι αργότερα θα καθορίσουν το νομικό καθεστώς των Φράγκων, βασικός στόχος του ήταν να περιορίσει τον σφετερισμό της γης από τους γαιοκτήμονες. Μια σοβαρή αρρώστια (734 - 736) τον ανάγκασε να ορίσει συμβασιλέα τον ανιψιό του Χιλδεπράνδο, διέσχισε τις Άλπεις (736 - 737) προκειμένου να βοηθήσει τον Κάρολο Μαρτέλο να πολεμήσει τους Μαυριτανούς στο Αιξ-αν-Προβάνς και στην Αρλ. Η ειρήνη διεκόπη (738) όταν επαναστάτησε εναντίον του Λιουτπράνδου ο Λομβαρδός δούκας του Σπολέτο Θρασιμούνδος Β΄, η επανάσταση κατεστάλη με τη βοήθεια του ανιψιού του και οι δυο ηττημένοι δούκες κατέφυγαν στη Ρώμη στην αυλή του πάπα Γρηγορίου Γ΄. Ο Λιουτπράνδος έσπευσε αμέσως στη Ρώμη και ξεκίνησε την πολιορκία της με την απαίτηση να του παραδώσει ο πάπας τους δυο δούκες, ο πάπας έστειλε αντιπροσωπεία στον Κάρολο Μαρτέλο ζητώντας του βοήθεια κατά του Λιουτπράνδου με ανταλλάγματα να τον συγχωρέσει και να του δώσει πολλούς τίτλους όπως του πατρικίου. Η αντί - Λομβαρδική φρασεολογία του πάπα έφτασε στο αποκορύφωμα της δεν μπορούσε να συγχωρέσει στον Λιουτπράνδο ότι προσέγγισε την Ορθοδοξία από την άλλη ο ίδιος ο Λιουτπράνδος το μόνο που ζητούσε ήταν να του παραδοθούν οι δούκες. Ο Κάρολος Μαρτέλος αρνήθηκε να απαντήσει στις προκλήσεις του πάπα και έστειλε απεσταλμένο να πραγματοποιήσει ειρήνη ανάμεσα στις δυο πλευρές αλλά ο πάπας πέθανε.

Τελευταία χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο τάφος με τα λείψανα του Λιουτπράνδου

Μετά τον θάνατο του Γρηγορίου Γ΄ (741) ο νέος Πάπας Ζαχαρίας που εξελέγη στην Αποστολική έδρα ο Λιουτπράνδος έκλεισε μαζί του 20ετή ειρήνη, στη συνέχεια ο κορυφαίος Λομβαρδός βασιλιάς πέθανε (744) και τάφηκε στην εκκλησία του Αγίου Πέτρου στην Παβία. Η κύρια πηγή σχετικά με τη ζωή του Λιουτπράνδου ήταν η Λομβαρδική Ιστορία του Παύλου του Διακόνου η οποία γράφτηκε μετά το 787 και καλύπτει όλα τα γεγονότα μέχρι τον θάνατο του Λιουτπράνδου (744), δίνει επιπλέον πολλές λεπτομέρειες σχετικά με τη ζωή των Φράγκων.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. http://www.augnet.org/?ipageid=1989
  2. Palmer, James (2015). The Apocalypse in the Early Middle Ages. Cambridge University Press. pp. 111–112.
  3. https://sourcebooks.fordham.edu/halsall/source/g2-martellet.asp

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Riché, Pierre. The Carolingians : A Family who forged Europe. M. I. Allen, translator. Philadelphia, 1993.
  • Neil Christie, The Lombards. The Ancient Longobards. Oxford/Cambridge: Blackwell, 1995.
  • Paul the Deacon, History of the Lombards. Translated by William Dudley Foulke. Philadelphia: University of Pennsylvania Press, 2003. VI.xxii; xxxv; xxxviii; xliii etc.
  • Cristina La Rocca (ed.), Italy in the Early Middle Ages. Oxford: Oxford University Press, 2002.
  • Lexikon des Mittelalters
  • Nicholas Everett, “How territorial was Lombard law?”, in W. Pohl and P. Erhart (eds.). Die Langobarden. Herrschaft und Identität. Forschungen zur Geschichte des *Mittelalters, Österreichische Akademie der Wissenschaften (Vienna, 2004), pp. 347–362.
  • Nicholas Everett, "Liutprandic letters amongst the Lombards", in K. Forsyth, J. Higgitt, and D. Parsons (eds.), Roman, Runes and Ogham. Medieval Inscriptions in the *Insular World and on the Continent. Papers of the International Conference on medieval Epigraphy. St Hilda’s College, Oxford, UK. July 16–17, 1996. Paul Watkins Publishers (Stamford, 2000), pp. 175–189.
  • Nicholas Everett, Literacy in Lombard Italy. Cambridge University Press 2003.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βασιλικοί τίτλοι
Προκάτοχος
Ανσπράνδος
Βασιλιάς των Λομβαρδών
712 - 744
Διάδοχος
Χιλδεπράνδος