Κελαηδότσιχλα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Κελαηδότσιχλα
Ενήλικη κελαηδότσιχλα
Ενήλικη κελαηδότσιχλα
Κατάσταση διατήρησης

Ελαχίστης Ανησυχίας (IUCN 3.1)
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Στρουθιόμορφα (Passeriformes)
Οικογένεια: Κιχλίδες (Turdidae)
Γένος: Κίχλη (Turdus) Linnaeus, 1758 M
Είδος: T. philomelos
Διώνυμο
Turdus philomelos (Κίχλη η φιλόμελος)
Brehm, 1831
Υποείδη

Turdus philomelos clarkei
Turdus philomelos hebridensis
Turdus philomelos nataliae
Turdus philomelos philomelos

Turdus philomelos

Η Κελαηδότσιχλα είναι στρουθιόμορφο πτηνό της οικογενείας των Κιχλιδών, μία από τις τσίχλες που απαντούν και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Turdus philomelos και περιλαμβάνει 4 υποείδη.[1][2]

Στην Ελλάδα απαντά το υποείδος Turdus philomelos philomelos Linnaeus, 1758.[1]

  • Η κελαηδότσιχλα, όπως παραπέμπει η ονομασία της, έχει εξαιρετικά όμορφο και πολυποίκιλο κελάηδημα, συγκρινόμενο μόνον με εκείνο του αηδονιού (βλ. Φωνή).

Τάση παγκόσμιου πληθυσμού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ανοδική ↑ [3]

Ονοματολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η επιστημονική ονομασία του γένους, Turdus, είναι λατινική και σημαίνει ακριβώς την ελληνική λέξη Κίχλη «τσίχλα». Μάλιστα, από την αρχαιότητα υπήρχε η παραλλαγή με αντί του : Συρακόσιοι δε τας κίχλας κιχήλας λέγουσιν (Αθήν.).[4] Από τον όρο κίχλα προήλθε ο νεοελληνικός όρος τσίχλα, με τσιτακισμό.[4]

Για τον όρο philomelos στην επιστημονική ονομασία του είδους υπάρχουν δύο απόψεις που, ωστόσο, οδηγούν στο ίδιο συμπέρασμα. Σύμφωνα με την πρώτη -και προφανή- άποψη, ο όρος είναι άμεση λατινική απόδοση της ελληνικής, φιλόμελος «αυτός που αγαπάει το τραγούδι», που παραπέμπει στο όμορφο κελάηδημα του πτηνού.

Σύμφωνα με τη δεύτερη άποψη, ό όρος παραπέμπει στο μυθολογικό πρόσωπο της Φιλομήλας, θυγατέρας του Πανδίονος, η οποία μεταμορφώθηκε σε ωδικό πτηνό [5] (παρά τον συγκεκριμένο μύθο, δεν αναφέρεται κάπου το συγκεκριμένο πτηνό και, είναι ορθότερο, να συνδέεται με το αηδόνι).[6]

Η ίδια αναφορά γίνεται στην αγγλική (song thrush) και την ελληνική λαϊκή ονομασία του είδους.

Συστηματική Ταξινομική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το είδος περιγράφηκε από τον Γερμανό πάστορα και ορνιθολόγο Κ. Μπρεμ (Christian Ludwig Brehm, 1787 – 1864), υπό τη σημερινή του ονομασία (Γερμανία, 1831) [7] και δεν παρουσιάζει ταξινομικά προβλήματα. Μπορεί να σχηματίζει υπερείδος με το taxon Turdus mupinensis [8].

Γεωγραφική εξάπλωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γεωγραφική εξάπλωση του είδους Turdus philomelos : Πράσινο = Επιδημητικό, Κίτρινο = Καλοκαιρινός αναπαραγόμενος επισκέπτης, Μπλε = Περιοχές διαχείμασης

Το είδος εμφανίζει, σχετικά, ευρύ φάσμα κατανομής αποκλειστικά στον Παλαιό Κόσμο και, συγκεκριμένα, στις Παλαιαρκτική και Αφροτροπική οικοζώνες, ως καθιστικό, καλοκαιρινό αναπαραγόμενο και διαχειμάζον πτηνό, ανάλογα με την επικράτεια. Πιθανότατα, έχει εκλείψει από τη Νήσο Αναλήψεως, όπου είχε εισαχθεί στο παρελθόν.

Επίσης έχει εισαχθεί στην Ωκεανία (ΝΑ. Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία και γύρω νησιά) μεταξύ 1860 και 1880, για καθαρά συναισθηματικούς λόγους (το κελάηδημα του πτηνού, «θύμιζε» στους αποίκους την πατρίδα τους).[9] Ειδικά στη Νέα Ζηλανδία, όπου εισήχθη και στα δύο κύρια νησιά, το είδος εγκλιματίσθηκε πολύ γρήγορα και εξαπλώθηκε στα γύρω νησιά (Kermadecs, Chatham Auckland).[10] Αντίθετα, στην Αυστραλία μόνο ένας μικρός πληθυσμός επιβιώνει γύρω από τη Μελβούρνη. Στη Νέα Ζηλανδία, φαίνεται να υπάρχουν κάποιες περιορισμένες, αρνητικές συνέπειες για ορισμένα ασπόνδυλα λόγω της θήρευσης από εισαγόμενα είδη πουλιών,[11] αλλά η κελαηδόχλα βλάπτει τις εμπορικές καλλιέργειες των φρούτων στη χώρα αυτή. Ως εισαγόμενο είδος δεν έχει καμία νομική προστασία στη Νέα Ζηλανδία, και μπορεί να θανατώνεται οποτεδήποτε.

Στην Ευρώπη, απαντά και στις τρεις μορφές μετακίνησης, ως καθιστικό στα βορειοδυτικά, δυτικά και κεντρικά, ως καλοκαιρινό αναπαραγόμενο στα βόρεια, βορειοανατολικά και κεντρικά και ως διαχειμάζον σε διάσπαρτους θύλακες, στα νότια και νοτιοδυτικά. Η κατανομή της συμπίπτει πολύ με της τσαρτσάρας, αλλά στην περιοχή της Ιβηρικής και στις βόρειες ακτές της Μαύρης Θάλασσας, έρχεται για να διαχειμάσει. Βόρεια φθάνει μέχρι το γεωγραφικό πλάτος των 75° στη Νορβηγία και στις 60° στη Σιβηρία.

Η Αφρική αποτελεί επικράτεια διαχείμασης, στα βορειοδυτικά, σε όλη τη βόρεια μεσογειακή ακτή, στα εδάφη παράλληλα με τον Νείλο (μέχρι το Σουδάν), αλλά και στις αφρικανικές ακτές της Ερυθράς Θάλασσας. Επίσης, υπάρχει μικρός θύλακας διαχείμασης στις ακτές του Ατλαντικού.

Η Ασία είναι, κυρίως, επικράτεια καλοκαιρινού φωλιάσματος, σε σχετικά μικρή αλλά συμπαγή ζώνη που αρχίζει από τη Ρωσία και τις ακτές του Ευξείνου Πόντου στα δυτικά, μέχρι τη Μογγολία, περίπου, στα ανατολικά. Νότια, το είδος φθάνει μέχρι τις ακτές του Περσικού Κόλπου.[12]

Αρ. Υποείδος Περιοχές αναπαραγωγής (επιδημητικό ή/και καλοκαιρινός επισκέπτης) Περιοχές μετακίνησης ή/και διαχείμασης Σημειώσεις
1 Turdus philomelos clarkei Ηνωμένο Βασίλειο και Δ Ευρώπη ΝΔ Ευρώπη, ΒΔ Αφρική
2 Turdus philomelos hebridensis Εξωτερικές Εβρίδες, Νήσος Σκάι, Δ Ιρλανδία Ηνωμένο Βασίλειο Πιο σκούρο πτέρωμα από τα 1, 3 και 4 [13]
3 Turdus philomelos nataliae Δ και Κ Σιβηρία ΒΑ Αφρική και ΝΔ Ασία
4 Turdus philomelos philomelos Ευρώπη (εκτός από τα δυτικά), Β Τουρκία, Καύκασος, Β Ιράν Δ και Ν Ευρώπη, Β Αφρική, Αραβία και ΝΔ Ασία Γκριζότερο πτέρωμα από τα 1, 2 και 3 [13]

Πηγές:[1][12][14]

(σημ. με έντονα γράμματα το υποείδος που απαντά στον ελλαδικό χώρο)

Μεταναστευτική συμπεριφορά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η κελαηδότσιχλα θεωρείται μερικώς μεταναστευτικό είδος στις επικράτειες όπου κατανέμεται και, ανάλογα με το γεωγραφικά πλάτη, αποδημεί συνήθως νότια των περιοχών φωλιάσματος.

Σε αντίθεση με άλλες τσίχλες, οι πληθυσμοί της κελαηδότσιχλας εμφανίζουν ισχυρή προσήλωση στις τακτικές περιοχές διαχείμασης. Οι περισσότεροι πληθυσμοί του υποείδους T. p. philomelos από τη Φιννοσκανδιναβία, τη Γερμανία, την Ελβετία, την Πολωνία και τη Ρωσία είναι μεταναστευτικοί, προς τα νοτιοδυτικά ή νοτιοανατολικά, για να ξεχειμωνιάσουν στη Ν. Αγγλία, τη Γαλλία (κυρίως στα νοτιοδυτικά), την Ισπανία και την Πορτογαλία. Οι πληθυσμοί του απώτατου βορρά, κυρίως πτηνά στο 1ο έτος ζωής τους, διαχειμάζουν ακόμη νοτιότερα, στα Κανάρια, το Μαρόκο, την Αλγερία, την Τυνησία, τη Λιβύη, και την Κύπρο. Οι πληθυσμοί από τη Δανία, την Ολλανδία, το Βέλγιο και τη ΒΑ. Γαλλία είναι εν μέρει καθιστικοί, με τους περισσότερους να μετακινούνται μόνο σε μικρές αποστάσεις νότια και νοτιοδυτικά, αν και σημαντικός αριθμός από την Ολλανδία διαχειμάζει στη Βρετανία και την Ιρλανδία. Τα πουλιά από την ΑΚ. Ευρώπη διαχειμάζουν κυρίως στην Ιταλία, τη Γιουγκοσλαβία, την Ελλάδα, υπόλοιπα Βαλκάνια και την Κύπρο. Πολλοί πληθυσμοί αναπαραγωγής στη Βρετανία και την Ιρλανδία (T. p. clarkei) διαχειμάζουν στη ΒΔ. Γαλλία, στη Β. Ισπανία, την Πορτογαλία και τις Βαλεαρίδες. Τέλος, οι πληθυσμοί των Εβρίδων (T. p. hebridensis) είναι σε μεγάλο βαθμό καθιστικοί, αλλά μερικοί ταξιδεύουν προς την Ιρλανδία.[15]

Οι αναχωρήσεις προς νότον, το φθινόπωρο, ξεκινάνε από τον Αύγουστο, αλλά ο κύριος όγκος φεύγει από τον Σεπτέμβριο έως τις αρχές Νοεμβρίου, ενώ η είσοδος πληθυσμών στην Ιρλανδία συνεχίζεται ακόμη και ως τον Φεβρουάριο. Τα πουλιά που ξεχειμωνιάζουν στις ακτές της Μεσογείου, φθάνουν στα μέσα Οκτωβρίου, αλλά υπάρχουν εισροές ακόμη και μέχρι τα μέσα Απριλίου. Κατά τη διάρκεια αντίξοων καιρικών συνθηκών, πάνω από την Ευρώπη, μεγάλης κλίμακας αφίξεις καταμεσίς του χειμώνα εμφανίζονται τακτικά στη Β. Αφρική, αλλά και στην Ελλάδα.[15]

Η επιστροφή από την Βόρεια Αφρική αρχίζει από τα τέλη Μαρτίου έως τα μέσα Απριλίου. Οι βόρειες επιστροφές από την Πορτογαλία, την Ισπανία, τη Δ. Γαλλία, τη Βρετανία και την Ιρλανδία πραγματοποιούνται κατά την ίδια περίοδο. Οι πληθυσμοί μέσω Ολλανδίας, Χέλγκολαντ και Δανίας αρχίζουν τον Μάρτιο και συνεχίζουν έως τα μέσα Μαΐου. Στη Φινλανδία η επιστροφή πραγματοποιείται από τα μέσα Απριλίου και στη Β. Σουηδία από τις αρχές Μαΐου.[15]

Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί, μεταξύ άλλων, από τα Σβάλμπαρντ, το Τσαντ, το Μάλι, την Ιαπωνία,[3] ακόμη και από τη Γροιλανδία.[16]

Στην Ελλάδα, η κελαηδότσιχλα απαντά ως μόνιμο, καθιστικό είδος, αλλά και χειμερινός επισκέπτης.[17][18] Η φθινοπωρινή έλευση προς τη χώρα πραγματοποιείται από τις αρχές Οκτωβρίου μέχρι τις αρχές Νοεμβρίου, με πολλά άτομα να συνεχίζουν να καταφθάνουν από τον βορρά, καταχείμωνα. Η εαρινή αποδημία πραγματοποιείται από τα τέλη Φεβρουαρίου μέχρι τις αρχές Μαρτίου, με τα περισσότερα πτηνά να έχουν αναχωρήσει μέχρι τα τέλη Μαρτίου. Κάποιοι περιπλανώμενοι επισκέπτες των -συγκεκριμένων αποδημητικών πληθυσμών- παρατηρούνται μέχρι τα μέσα Απριλίου ή και τον Μάιο.[19] Από την Κρήτη και την Κύπρο αναφέρεται ως χειμερινός επισκέπτης.[20][21]

Βιότοπος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στα μεγάλα και μεσαία γεωγραφικά πλάτη της Δ. και Κ. Ευρασίας, τόσο στις ηπειρωτικές όσο και ωκεάνιες θέσεις, προτιμά τα ενδιαιτήματα με ήπιο κλίμα, αλλά απαντά επίσης και στα βόρεια ή -οριακά- υποαρκτικά εδάφη. Ανέχεται τον δροσερό, υγρό, ακόμη και θυελλώδη καιρό αλλά όχι το ξηρό, πολύ ζεστό κλίμα ούτε, αντίστροφα, τις συνθήκες με επίμονο πάγο και χιόνι. Πρακτικά, οι κελαηδότσιχλες μπορούν να βρίσκονται παντού, όπου δένδρα ή θάμνοι συνοδεύουν τα ανοικτά λιβάδια, ή σε συστάδες πεσμένων φύλλων κάτω από τα δέντρα, ή σε υγρό έδαφος όπου υπάρχει αφθονία ασπόνδυλων οργανισμών για τροφή.[15]

Όταν το δάσος απαρτίζεται από κωνοφόρα δένδρα, φωλιάζει στις παρυφές του, ενώ στις πόλεις προτιμάει τα πάρκα και τους κήπους με πυκνή θαμνοκάλυψη και πυκνούς φυσικούς φράκτες. Στις βόρειες επικράτειες του φάσματος κατανομής, φωλιάζει σε πιο ανοικτές περιοχές με αραιή θαμνοκάλυψη.[22]

Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η στατιστική ανάλυση των 5 πρώτων προτιμητέων οικοσυστημάτων, δίνει τα εξής αποτελέσματα: Πλατύφυλλα δάση, Χωριά, Κωνοφόρα δάση, Θαμνότοποι και Πόλεις.[23]

Στην Ελλάδα, η κελαηδότσιχλα απαντά κυρίως σε δάση, άλση, φυσικούς φράκτες και θέσεις με χαμόκλαδα.[17] Φωλιάζει σε ορεινές περιοχές (700-1.800 μ.), τόσο σε δάση κωνοφόρων, όσο και σε δάση πλατυφύλλων, κυρίως σε εκείνα με οξιές.[19]

Μορφολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ενήλικη κελαηδότσιχλα χαρακτηρίζεται από την ορθή στάση της στο έδαφος

Η κελαηδότσιχλα είναι από τις μικρές ευρωπαϊκές τσίχλες, μεγαλύτερη μόνον από την κοκκινότσιχλα. Έχει, γενικά, «συμπαγές» παρουσιαστικό με σχετικά μικρή ουρά. Η άνω επιφάνεια του σώματος είναι ελαιοκαφετί, ενώ η κάτω είναι καφεκίτρινη, κιτρινόλευκη ή λευκωπή, με τα χαρακτηριστικά μαύρα στίγματα που φέρουν όλες οι τσίχλες αλλά, αντίθετα με την τσαρτσάρα, είναι πιο επιμήκη και γωνιώδη, σαν αιχμές βέλους. Η περιοχή των οφθαλμών φέρει πολύ αχνό, λευκωπό οφθαλμικό δακτύλιο, ενώ τα καλυπτήρια της κάτω επιφάνειας των πτερύγων είναι σκωριόχρωμα-ωχροκίτρινα, εμφανή κατά την πτήση. Η ουρά δεν έχει λευκές άκρες στα εξωτερικά πηδαλιώδη, όπως στην τσαρτσάρα. Η ίριδα είναι μαύρη και το ράμφος καφεγκρίζο, ενώ οι ταρσοί και τα πόδια, ροδόγκριζα.

Δεν υπάρχουν διαφορές στο πτέρωμα μεταξύ των δύο φύλων, αλλά μόνο κάποιες εποχικές διαφοροποιήσεις.Τα νεαρά είναι παρόμοια με τους ενήλικες, αλλά είναι πιο «κιτρινωπά», με πολλές μικρές κηλίδες στη ράχη και τις πτέρυγες, και πιο «κοκκινωπή» ουρά.[24]

Βιομετρικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Μήκος σώματος: (20-) 21 έως 23,5 εκατοστά
  • Άνοιγμα πτερύγων: (33-) 34 έως 36 εκατοστά
  • Μήκος χορδής πτέρυγας : ♂ 12,0 ± 0,3 εκατοστά [Εύρος 11,5 – 12,5 εκατοστά (σε δείγμα Ν=2.915 ατόμων στο Ηνωμένο Βασίλειο)], ♀ 11,8 ± 0,3 εκατοστά [Εύρος 11,3 – 12,3 εκατοστά (Ν=2.063)]
  • Βάρος: ♂ 67-90 γραμμάρια (Ν=1.669), ♀ 64-79 γραμμάρια (Ν=2.339) [23]

(Πηγές:[13][25][26][27][28][29][30][31][32][15][24][33][34][35]

Τροφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι κελαηδότσιχλες τρέφονται κυρίως με καρπούς και ασπόνδυλα, ειδικά σαλιγκάρια, γεωσκώληκες και κάμπιες, καθώς και μαλακά, πεσμένα φρούτα και σωροκάρπια (βατόμουρα). Όπως ο κότσυφας, η τσίχλα ανακαλύπτει τη λεία της με την όραση, ενώ υιοθετεί την τεχνική του διαλειμματικού τρεξίματος (run and stop) σε ανοικτό έδαφος, με το κεφάλι γερμένο στη μία πλευρά,[31] πιθανόν για να ακούει καλύτερα τη λεία στο έδαφος.[13] Επίσης, μπορεί να αναδεύει σωρούς πεσμένων φύλλων αναζητώντας πιθανά θηράματα.[16] Η αναζήτηση τροφής είναι γρήγορη με σαρωτικές κινήσεις του ράμφους, συνήθως 3-8 διαδοχικές κινήσεις που διαρκούν μέχρι και 1,5 λεπτό, ενώ μερικές φορές συμμετέχουν τα πόδια, αν και μόνον περιστασιακά.[15]

Τα σαλιγκάρια, πολλές φορές καταναλώνονται αφού θραυστεί το κέλυφός τους με «σφυροκόπημα» πάνω σε μια μεγάλη πέτρα-«αμόνι», τεχνική που χρησιμοποιείται, επίσης, από την τσαρτσάρα, αν και όχι τόσο συχνά.[36] Μάλιστα, τα νεαρά άτομα, αρχικά, χρησιμοποιούν άψυχα αντικείμενα (π.χ. μικρές πέτρες) μέχρι να μάθουν να χρησιμοποιούν τα «αμόνια» ως εργαλεία για να συνθλίβουν τα σαλιγκάρια. Η χρήση της συγκεκριμένης τεχνικής είναι τόσο συχνή που, πολλές φορές, η ανεύρεση αυτών των «αμονιών», με τα απομεινάρια των κελυφών, προδίδει την παρουσία του πτηνού στην περιοχή.[25]

Οι χαρακτηριστικές κοτρώνες-«αμόνια» που χρησιμοποιούν οι κελαηδότσιχλες για να σπάνε σαλιγκάρια, όπως και τα κελύφη των θυμάτων τους προδίδουν την παρουσία τους στην περιοχή
  • Το σαλιγκάρι Cepaea nemoralis είναι από τα αγαπημένα εδέσματα της κελαηδότσιχλας τόσο, που το κέλυφός του είναι διαφοροποιημένο σε σχήμα και μοτίβα και έχει θεωρηθεί ως εξελικτική επιλογή, ώστε να μειωθεί η θήρευσή του από το πτηνό.[37] Ωστόσο, οι κελαηδότσιχλες δεν αποτελούν τη μόνη εμπλεκομένη, επιλεκτική συνιστώσα.[38]
  • Στην Ελλάδα, εκτός των άλλων, οι κελαηδότσιχλες αρέσκονται στους καρπούς των ειδών Pistacia lentiscus και Juniperus phoenicea, όπως και στις ελιές.[19]

Ηθολογία και πτήση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα ενήλικα άτομα υπόκεινται σε πλήρη έκδυση μετά την αναπαραγωγή, αρχής γενομένης από τα τέλη Μαΐου και τα τέλη Ιουνίου, με ολοκλήρωση στις αρχές Οκτωβρίου. Τα νεαρά πουλιά πουλιά παρουσιάζουν, επίσης, μερική έκδυση, στα καλυπτήρια του κεφαλιού και του σώματος.[16] Μετά την αναπαραγωγή, οι κελαηδότσιχλες συναθροίζεται σε μικρά σμήνη.[29] Όταν βαδίζει στο έδαφος, η κελαηδότσιχλα διατηρεί σαφή, όρθια στάση με τις πτέρυγες ελαφρά γερμένες και, συνήθως, κινείται με μικρά πηδήματα.[25] Γενικά, είναι μοναχικό πτηνό εκτός από την περίοδο φωλιάσματος.[29] Όταν αιφνιδιαστεί, απογειώνεται απότομα αρθρώνοντας χαρακτηριστική, λεπτή κραυγή.[32]

Η πτήση της κελαηδότσιχλας δεν περιλαμβάνει το ενδιάμεσο κλείσιμο των πτερύγων, ανάμεσα στα φτεροκοπήματα, όπως στην τσαρτσάρα και είναι δυνατή και πλήρως ευθεία.[31]

Φωνή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το τραγούδι της κελαηδότσιχλας είναι από τα ομορφότερα στον κόσμο των πτηνών

Το κελάηδημα της κελαηδότσιχλας είναι δυνατό, καθαρό και πολύ μελωδικό, από τα ομορφότερα των Στρουθιόμορφων, που δικαιολογεί απόλυτα την ονομασία της. Είναι φλουταριστό, μερικές φορές μιμητικό,[13] με πολλά ποικίλματα και τείνει να επαναλαμβάνει μικρά μουσικά θέματα, τουλάχιστον δύο φορές το καθένα.[29][31], κάτι που τη διαφοροποεί από το κοτσύφι.[28] Το αρσενικό τραγουδάει κυρίως κατά τη διάρκεια του λυκόφωτος, αλλά όχι μόνον, από εκτεθειμένη θέση (perch),[27] συνήθως από την κορυφή ενός δένδρου.[32]

  • Στην Ελλάδα, το τραγούδι της κελαηδότσιχλας ακούγεται κατά κόρον τις νύχτες του Οκτωβρίου και Νοεμβρίου, όταν καταφθάνουν οι φθινοπωρινοί επισκέπτες από τον βορρά. Μάλιστα, η συχνότητά του αποτελεί δείκτη του μεγέθους των αφιχθέντων πληθυσμών.[19]
  • Δείγματα φωνής (εξωτερικός σύνδεσμος)

Αναπαραγωγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η περίοδος αναπαραγωγής συνήθως ξεκινά τον Μάρτιο στα νότια, ενώ μπορεί να παραταθεί μέχρι τα τέλη Μαΐου και τον Ιούνιο, στον βορρά. Η ωοτοκία πραγματοποιείται συνήθως δύο φορές σε κάθε περίοδο φωλιάσματος,[22] σπάνια τρεις, ενώ στον βορρά μόνον μία (1).[16]

Ενήλικη κελαηδότσιχλα με νεοσσούς στη φωλιά της

Στις περιοχές αναπαραγωγής (βλ. Βιότοπος), η φωλιά κατασκευάζεται στη διχάλα ενός δένδρου κοντά στον κορμό του ή σε κάποιον ψηλό θάμνο, 1,5-2 μ. (-4μ. ) πάνω από την επιφάνεια του εδάφους, λιγότερο συχνά μέσα σε αναρριχητικά φυτά, σε μεγάλα κούτσουρα και σε κτήρια και, σπάνια, σε πεσμένα κλαδιά ή στο έδαφος, πάντοτε σε καλυμμένη, σκιερή θέση (λ.χ. στις Εβρίδες). Η φωλιά είναι μια καλοσχηματισμένη κυπελοειδής κατασκευή από λεπτά κλαδιά, γρασίδι, ρίζες, βρύα, ξερά φύλλα και λειχήνες, επενδυμένη εσωτερικά με λεπτό στρώμα λάσπης ή πολτό από σάπιο ξύλο. Κατασκευάζεται από το θηλυκό, αν και το αρσενικό μπορεί να βοηθήσει.[22]

Η γέννα αποτελείται από (3-) 4 έως 6 (-9) υποελλειπτικά, ελαφρώς γυαλιστερά αβγά, διαστάσεων 27,4 Χ 20,8 χιλιοστών [22] και βάρους 6,0 γραμμαρίων, εκ των οποίων ποσοστό 6% είναι κέλυφος.[39] Η εναπόθεση των αβγών γίνεται μέρα πάρα μέρα, ενώ η επώαση αρχίζει μετά το τελευταίο αβγό, πραγματοποιείται μόνον από το θηλυκό και διαρκεί (10-) 11 έως 15 (-17) ημέρες, περίπου. Οι νεοσσοί είναι φωλεόφιλοι (altricial) και χρήζουν της άμεσης προστασίας των γονέων, ενώ η πτέρωση πραγματοποιείται στις 12-15 ημέρες, περίπου.[22]

Παρασιτισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η κελαηδότσιχλα, αντίθετα με την τσαρτσάρα, παρασιτείται κατά καιρούς από τον κούκο, αλλά με σπάνια ευμενή κατάληξη γι’ αυτόν, καθώς η κελαηδότσιχλα αναγνωρίζει τα αβγά του κούκου και τα απορρίπτει από τη φωλιά.[40]

Θηρευτές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα ενήλικα άτομα θηρεύονται από αρπακτικά όπως γάτες, ξεφτέρια και διάφορες κουκουβάγιες. Ακόμη, τη φωλιά (αβγά και νεοσσούς) λυμαίνονται κορακοειδή (καρακάξες και κίσσες) και γκρίζοι σκίουρι, όπου αυτοί είναι παρόντες.[41][42][43]

Κυνήγι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η κελαηδότσιχλα υφίσταται μεγάλη πίεση από το κυνήγι σε όλες τις χώρες όπου απαντά, στις οποίες θηρεύεται εντατικά.[44] Στην Ελλάδα, το κυνήγι της επιτρέπεται σήμερα από την ελληνική νομοθεσία μάλιστα, το συγκεκριμένο πτηνό, αποτελεί απο τα πλέον θηρευόμενα είδη στη χώρα -πιθανόν το πλέον θηρευόμενο.[19][45] Οι κελαηδότσιχλες θηρεύονταν από πολύ παλιά -ως και 12.000 χρόνια πριν- και μια πρώιμη αναφορά βρίσκεται στην Οδύσσεια. Το κυνήγι είναι πιο εντατικό στις χώρες γύρω από τη Μεσόγειο και, ειδικά στην Ισπανία, συλλαμβάνεται με ξόβεργες, αν και αυτές έχουν απαγορευθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ πολλές προσπάθειες διακοπής αυτής της πρακτικής έχουν αποτύχει.[46]

Απειλές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε πολλές περιοχές του φάσματος κατανομής του είδους υπάρχει πτώση των πληθυσμών, η οποία είναι μεγαλύτερη σε γεωργικές εκτάσεις (73% από τα μέσα της δεκαετίας του 1970) και πιστεύεται ότι οφείλεται στην αλλαγή των γεωργικών πρακτικών κατά τις τελευταίες δεκαετίες.[47] Μπορεί να σχετίζεται με την απώλεια των φυσικών φρακτών -για σπορά το φθινόπωρο αντί για την άνοιξη, και, ενδεχομένως, την αυξημένη χρήση φυτοφαρμάκων. Αυτές οι αλλαγές μπορεί να έχουν μειώσει τη διαθεσιμότητα τροφής και των ενδιαιτημάτων φωλιάσματος.[48] Στους κήπους, η χρήση δηλητηριασμένων δολωμάτων για τους γυμνοσάλιαγκες και τα σαλιγκάρια μπορεί να αποτελέσει απειλή,[43] ενώ στις αστικές περιοχές, μερικά πουλιά χάνουν τη ζωή τους σε τροχαία, προσπαθώντας να κάνουν χρήση του σκληρού οδοστρώματος για να συνθλίβουν τα σαλιγκάρια (βλ Τροφή).[49] Επίσης, πολλά άτομα συλλαμβάνονται και διατηρούνται σε κλουβιά. λόγω του όμορφου τραγουδιού τους, αλλά με μικρή επιτυχία.[50]

Κατάσταση πληθυσμού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στη Βρετανία και την Ολλανδία, έχει υπάρξει πτώση πάνω από 50% των εκεί πληθυσμών και το είδος περιλαμβάνεται στους περιφερειακούς «Κόκκινους καταλόγους».[51][52]

Στη δυτική Παλαιαρκτική, υπάρχουν ενδείξεις μείωσης των πληθυσμών του είδους, αλλά σε επίπεδο κάτω από το όριο που απαιτείται για την εκδήλωση κινδύνου (δηλαδή, πάνω από 30% σε δέκα χρόνια ή τρεις γενεές), ως εκ τούτου, χαρακτηρίζεται ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC) από την IUCN.[3]

Τους μεγαλύτερους αναπαραγωγικούς πληθυσμούς στην Ευρώπη, διαθέτουν η Ρωσία (χώρα-«κλειδί» για την επιβίωση του είδους), η Γαλλία, η Σουηδία, η Γερμανία και η Ρουμανία.[53]

Κατάσταση στην Ελλάδα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ως αναπαραγόμενο είδος (επιδημητικό ή καλοκαιρινό), η κελαηδότσιχλα φωλιάζει σε περιορισμένο βαθμό στην Ελλάδα σε δασικά οικοσυστήματα, κυρίως στις παραμεθόριες ορεινές περιοχές (π.χ. Ροδόπη, Βόρας), στη Β. Πίνδο και στον Όλυμπο. Τον χειμώνα, ωστόσο, είναι πιο διαδεδομένη σε περισσότερα οικοσυστήματα, και όχι μόνον στα δάση, ιδιαίτερα σε θαμνότοπους και ελαιώνες (βλ. και Βιότοπος, Μεταναστευτική συμπεριφορά, Κυνήγι).[19]

Άλλες ονομασίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στον ελλαδικό χώρο η Κελαηδότσιχλα απαντά και με την ονομασία Λογγίσια ή -απλά- Τσίχλα [54] και Τζίκλα (Κύπρος).[55]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 Howard and Moore, p. 669
  2. http://www.itis.gov/servlet/SingleRpt/SingleRpt?search_topic=TSN&search_value=563604
  3. 3,0 3,1 3,2 http://www.iucnredlist.org/details/full/22708822/0
  4. 4,0 4,1 ΠΛΜ, 34:425
  5. http://app.bto.org/birdfacts/results/bob12000.htm
  6. ΠΛΜ, 3:230
  7. Brehm
  8. http://www.hbw.com/species/song-thrush-turdus-philomelos
  9. "'BIRDS', from An Encyclopaedia of New Zealand, edited by A. H. McLintock, originally published in 1966.". Te Ara – The Encyclopedia of New Zealand, updated 18-Sep-2007. Ministry for Culture and Heritage / Te Manatū Taonga. Retrieved 2008-03-13
  10. Heather & Robertson
  11. http://www.mfe.govt.nz/site-search?search_api_views_fulltext=publications%20ser%20ser1997%20html%20chapter9%207%202
  12. 12,0 12,1 http://maps.iucnredlist.org/map.html?id=22708822
  13. 13,0 13,1 13,2 13,3 13,4 Heinzel et al, p. 274
  14. http://www.hbw.com/species/
  15. 15,0 15,1 15,2 15,3 15,4 15,5 planetofbirds.com
  16. 16,0 16,1 16,2 16,3 Clement et al
  17. 17,0 17,1 Όντρια (Ι), σ. 203
  18. Κόκκινο Βιβλίο, σ. 159
  19. 19,0 19,1 19,2 19,3 19,4 19,5 Handrinos & Akriotis, p. 244
  20. Σφήκας, σ. 60
  21. Σφήκας, σ. 76
  22. 22,0 22,1 22,2 22,3 22,4 Harrison, p. 277
  23. 23,0 23,1 http://blx1.bto.org/birdfacts/results/bob12000.htm
  24. 24,0 24,1 http://www.ibercajalav.net
  25. 25,0 25,1 25,2 Avon & Tilford, p. 106
  26. Harrison & Greensmith, p. 293
  27. 27,0 27,1 Flegg, p. 186
  28. 28,0 28,1 Perrins, p. 166
  29. 29,0 29,1 29,2 29,3 Bruun, p. 264
  30. Όντρια, σ. 203
  31. 31,0 31,1 31,2 31,3 Scott & Forrest, p. 172
  32. 32,0 32,1 32,2 Singer, p. 295
  33. Mullarney et al, p. 294
  34. Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα
  35. http://ibc.lynxeds.com/species/Greylag_goose
  36. Coward
  37. Goodheart
  38. Owen & Bengtson
  39. http://app.bto.org/birdfacts/results/bob12000.htm#trends
  40. Davies
  41. Brown
  42. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 22 Ιουλίου 2015. Ανακτήθηκε στις 25 Ιουλίου 2015. 
  43. 43,0 43,1 «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 20 Μαΐου 2013. Ανακτήθηκε στις 25 Ιουλίου 2015. 
  44. Kear
  45. kynoclub.gr
  46. http://www.lasprovincias.es/valencia/prensa/20061214/cvalenciana/entramado-para-cazar-tordos_20061214.html
  47. Cocker & Mabey
  48. https://en.wikipedia.org/wiki/Song_thrush#cite_note-ukbap-36
  49. Erritzoe et al
  50. Dyson
  51. Snow & Perrins
  52. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 24 Ιουνίου 2016. Ανακτήθηκε στις 25 Ιουλίου 2015. 
  53. http://www.birdlife.org
  54. Απαλοδήμος, σ. 59
  55. http://avibase.bsc-eoc.org/

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
  • Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
  • Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
  • Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
  • Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
  • Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
  • Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
  • Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
  • Gray, Mary Taylor The Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
  • Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
  • Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, ΕΟΕ, 2007
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, Collins
  • Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
  • Rob Hume, RSPB Complete Birds of Britain and Europe DK, 2002
  • Handrinos & Akriotis, The Birds of Greece, Helm 1997
  • R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
  • Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963 (ΠΛ)
  • Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
  • Ιωάννη Όντρια (I), Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
  • Ιωάννη Όντρια (II), Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
  • Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
  • Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
  • «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας», Αθήνα 1992
  • Χανδρινός Γιώργος (Ι), «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας»
  • Ιωάννου Χατζημηνά, Επίτομος Φυσιολογία, εκδ. Γρ. Παρισιάνου, Αθήνα 1979
  • Βασίλη Κλεισούρα, Εργοφυσιολογία, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1990
  • Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
  • Valpy, Francis Edward Jackson, An Etymological Dictionary of the Latin Language
  • Linnaeus, Carolus (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii).

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • BirdLife International. 2004. Birds in Europe: population estimates, trends and conservation status. BirdLife International, Cambridge, U.K.
  • Brehm, Christian (1831). Handbuch der Naturgeschichte aller Vogel Deutschlands (in German). p. 382.
  • Brown, Roy. A Review of the impact of Mammalian Predators on Farm Songbird Population Dynamics (PDF). Songbird Survival. Archived from the original (PDF) on July 2, 2007. Retrieved 2008-01-27.
  • Clement, Peter; Hathway, Ren; Wilczur, Jan (2000). Thrushes (Helm Identification Guides) . London: Christopher Helm Publishers. ISBN 0-7136-3940-7.
  • Cocker, Mark; Mabey, Richard (2005). Birds Britannica. London: Chatto & Windus. ISBN 0-7011-6907-9. 355–359
  • Davies, N. B. (March 2002). Cuckoo tricks with eggs and chicks. British Birds 95 (3): 101–115.
  • del Hoyo, Josep del; Elliott, Andrew; Sargatal, Jordi; Christie, David A (eds.). Song Thrush. Handbook of the Birds of the World Alive. Lynx Edicions.
  • Dyson, C. E. (1889). Bird-Keeping – A Practical Guide for the Management of Singing and Cage Birds. Frederick Warne and co. p. 51.
  • Erritzoe, Johannes; Mazgajski, Tomasz D.; Rejt, Łukasz (2003). Bird casualties on European roads — a review (PDF). Acta Ornithol 38: 77–93.
  • Goodhart, C. B. (May 1958). Thrush Predation on the Snail Cepaea hortensis. The Journal of Animal Ecology 27 (1): 47–57. doi:10.2307/2173. JSTOR 2173.
  • Gordo, O.; Sanz, J. J. 2005. Phenology and climate change: a long-term study in a Mediterranean locality. Oecologia 146: 484-495.
  • Heather, B.; Robertson, H. (1996). The Field Guide to the Birds of New Zealand. Auckland: Viking. pp. 384–385. ISBN 0-670-89370-6.
  • Hüppop, O.; Hüppop, K. 2003. North Atlantic Oscillation and timing of spring migration in birds. Proceedings of the Royal Society of London Series B 270: 233-240.
  • IUCN. 2012. IUCN Red List of Threatened Species (ver. 2012.1). Available at:http://www.iucnredlist.org. (Accessed: July 2015).
  • Jenkins, D.; Watson, A. 2000. Dates of first arrival and song of birds during 1974-1999 in mid-Deeside, Scotland. Bird Study 47: 249-251.
  • Jenni, L.; Kery, M. 2003. Timing of autumn bird migration under climate change: advances in long-distance migrants, delays in short-distance migrants. Proceedings of the Royal Society of London Series B 270(1523): 1467-1471.
  • Owen, Denis F.; Bengtson, Sven-Axel (1972). Polymorphism in the Land Snail Cepaea Hortensis in Iceland. Oikos 23 (2): 218–225. doi:10.2307/3543409. JSTOR 3543409.
  • Sinelschikova, A.; Kosarev, V.; Panov, I.; Baushev, A. N. 2007. The influence of wind conditions in Europe on the advance in timing of the spring migration of the song thrush (Turdus philomelos) in the south-east Baltic region. International Journal of Biometeorology 51: 431-440.
  • Snow, David; Perrins, Christopher M (editors) (1998). The Birds of the Western Palearctic concise edition (2 volumes). Oxford: Oxford University Press. ISBN 0-19-854099-X. 1225–1228
  • Tøttrup, A. P.; Thorup, K.; Rahbek, C. 2006. Patterns of change in timing of spring migration in North European songbird populations. Journal of Avian Biology 37: 84-92.
  • Tryjanowski, P.; Kuzniak, S.; Sparks, T. H. 2005. What affects the magnitude of change in first arrival dates of migrant birds? Journal of Ornithology 146: 200-205.
  • Vahatalo, A. V.; Rainio, K.; Lehikoinen, A.; Lehikoinen, E. 2004. Spring arrival of birds depends on the North Atlantic Oscillation. Journal of Avian Biology 35: 210-216.
  • Zalakevicius, M.; Bartkeviciene, G.; Raudonikis, L.; Janulaitis, J. 2006. Spring arrival response to climate change in birds: a case study from eastern Europe. Journal of Ornithology 147: 326-343.